Ειρήνη Πούλου, Ιστορίες με παράξενους νόμους, Χανιά,
εκδόσεις Πυξίδα της πόλης, σελ. 91
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Πρωτότυπες και συναρπαστικές ιστορίες
Έχουμε ξαναμιλήσει
για την Ειρήνη Πούλου, για τους «Θεατρικούς
μονόλογους». Σειρά έχουν σήμερα οι «Ιστορίες με παράξενους νόμους».
Κατ’ αρχήν να
μιλήσουμε για την επινοητικότητα στη σύλληψη των ιστοριών της. Υποθέτω ότι οι
παράξενοι νόμοι αποτέλεσαν την αφετηρία έμπνευσης, και πάνω σ’ αυτούς έστησε
τις ιστορίες της. Οι νόμοι αυτοί είναι σαν τις δέκα εντολές, απαγορευτικοί. Μόνο
στον πρώτο από τους τρεις υπάρχει η συνώνυμη φράση «είναι παράνομο», στις άλλες
τρεις υπάρχει η λέξη «απαγορεύεται». Οι νόμοι αυτοί είναι από περίεργοι έως
γελοίοι. Θα εξαιρούσαμε ίσως τον «απαγορεύεται να ονομάσει κάποιος το γουρούνι
του Ναπολέων», γαλλικός νόμος.
Ενώ οι «Θεατρικοί
μονόλογοι» της Ειρήνης ήσαν μονόλογοι γυναικών που εικονογραφούσαν τη γυναικεία
κατάσταση, οι ήρωές της στις ιστορίες της είναι άνδρες. Ο ένας μαύρος, ο άλλος
μελαμψός και οι άλλοι δυο λευκοί. Όλοι τους όμως έχουν ένα κοινό
χαρακτηριστικό: είναι διαταραγμένοι ψυχολογικά. Ακόμη, όλοι καταλήγουν στη
φυλακή. Από τα επεισόδια που παρακολουθούμε κάποια αποτελούν τον αιτιακό ή
εκλυτικό παράγοντα της διαταραχής, ενώ άλλα είναι αποτέλεσμά της. Διαβάζουμε
στην πρώτη ιστορία που έχει τίτλο «Στη Μασαχουσέτη είναι παράνομο να πάει
κανείς για ύπνο χωρίς πρώτα να έχει κάνει μπάνιο»:
«Σήμερα με το ζόρι
μπορώ και γράφω. Έχω τρομερό πονοκέφαλο. Όλα γύρω μου κινούνται. Δεν έχω σώμα.
Είμαι μια μπάλα λεία, μαλακή, με απεριόριστη ελαστικότητα. Τη μια στιγμή πηδάω
ψηλά στο ταβάνι και την άλλη κυλιέμαι στο πάτωμα» (σελ. 15).
Όχι, πρόκειται για
προσωρινή διαταραχή, για παραίσθηση, όμως διακειμενικά παραπέμπει στη
«Μεταμόρφωση». Καφκικό εξάλλου είναι και το παρακάτω απόσπασμα, που ακολουθεί
στην επόμενη σελίδα:
«Δεν είμαστε τίποτα
άλλο από μικρά κουμπάκια, φυλαχτά, πάνω στη φούστα της εξουσίας.
Το μάτι του Θεού μας επιβλέπει. Αναζητά την πιο ασήμαντη
λεπτομέρεια της ύπαρξής μας.
Βρίσκεται πάντα στην κορυφή, στο μέσον του όλου για να
επιτηρεί, να διορθώνει» (σελ. 16).
Παρά τον συνειρμό
που προκαλεί με τη «Μεταμόρφωση» η ιστορία θυμίζει περισσότερο τη «Δίκη», με
τον εγκλεισμό του ήρωα στη φυλακή, όπου καταγράφει τις αναμνήσεις του αλλά και
καθημερινά επεισόδια σε κάποιες κόλλες αναφοράς που μπόρεσε να κλέψει. Μιλάει
για συγκρατούμενούς του, για τους δεσμοφύλακες, για τις συνθήκες ζωής στη
φυλακή, για τις απόπειρες δραπέτευσης, και μας δίνει φέτες φέτες επεισόδια από
το παρελθόν του που τον οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση. Ναι, στη φυλακή βρέθηκε
γιατί δεν είχε κάνει μπάνιο πριν κοιμηθεί.
Να θυμίσουμε ότι πιο
κοντά στη «Μεταμόρφωση» είναι οι «Αναμνήσεις ενός αρουραίου», από τους
«Θεατρικούς μονόλογους».
Το διήγημα τελειώνει ως εξής:
«Κάτω από το
νιπτήρα διαβάζω ξανά και ξανά τα κεφαλαία γράμματα που ο προηγούμενος είχε
γράψει και ένα διαβολικό γέλιο με κατακλύζει.
ΖΟΖΕΦΙΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
ΜΗΝ ΠΛΥΘΕΙΣ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ».
Με αυτό τον τρόπο η Ειρήνη
μας περνάει στην επόμενη ιστορία της που έχει τίτλο «Στη Γαλλία απαγορεύεται να
ονομάσει κάποιος το γουρούνι του Ναπολέων.
Ο πρωτοπρόσωπος
αφηγητής, τόσο σε αυτήν όσο και στην προηγούμενη ιστορία, έχει αρκετά κοινά με
τον αφηγητή στο «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν
εκφράζεται άμεσα, αλλά είναι διάχυτη σε όλη την αφήγησή τους. Και βέβαια η
ψυχική διαταραχή. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το ότι ο ήρωας, αντί για σκύλο,
έχει ένα γουρούνι; Βέβαια το συμπόνεσε όταν το είδε πληγωμένο στην πόρτα του.
Επίσης δεν μπορούσε να το σφάξει γιατί είναι μουσουλμάνος, από το Πακιστάν.
Αν στην πρώτη
ιστορία, παρά το γκροτέσκο της, διακρίνουμε μια καταγγελία τόσο των συνθηκών
εγκλεισμού των φυλακισμένων όσο και των φυλάκων, που για κάποιους θα άξιζε να
βρίσκονται οι ίδιοι μέσα στα κελιά, στη δεύτερη αυτή ιστορία βλέπουμε μια
εξεικόνιση της μοίρας των λαθρομεταναστών, που ακόμη και αν έχουν νομιμοποιήσει
την παραμονή τους δεν είναι ολότελα ασφαλείς. Και βέβαια η Ειρήνη δεν ξεχνάει
και τους δουλέμπορους.
«Έπειτα θυμήθηκα
εκείνο το κάθαρμα, τον Πακιστανό που έκανε μια περιουσία από λαθρεμπόριο ψυχών
και αγόρασε εξοχικό στην Κορσική. Ήμουν σίγουρος πως τέτοιες μέρες θα έκανε Πρωτοχρονιά
δίπλα σε βράχους με θαλασσοπούλια. Πώς τα καταφέρνουν πάντα τέτοια ρεμάλια να
επιβιώνουν όπου και αν βρίσκονται; Σαν να έχουν κάνει ειδική συμφωνία με το Θεό
και έχουν εξαγοράσει τη συγχώρεση και τον Παράδεισο.
Μακάρι να μπορούσα
να ξεχάσω, έλεγα συνεχώς μέσα μου.
Να ξεχάσω αυτόν που
σαν φάντασμα οδηγούσε το σαπιοκάραβο στη μέση του πουθενά, τότε όταν μας πέταγε
στη θάλασσα. Να ξεχάσω τις μέρες που πέρασα μέσα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης
πριν φτάσω εδώ» (σελ. 48).
Τελικά δεν θα
καταφέρει να αποφύγει κι αυτός τη φυλακή.
Η τρίτη ιστορία έχει
τίτλο «Στην Πορτογαλία απαγορεύεται να ουρήσει κάποιος στον Ωκεανό».
Κι αυτός δεν γλίτωσε
τη φυλακή.
Η ιστορία ξεκινάει
ως εξής;
«Πνεύμα Θεού
μεταφέρεται επί ύδατος.
Ομολογώ ομολογώ πως
εγώ το έκανα» (σελ. 57).
Όχι, δεν είναι
εκβιασμένη ομολογία, όπως στις περίφημες δίκες της Μόσχας, ο ήρωάς μας όντως
ούρησε στον ωκεανό. Όμως αρχικά δεν θα το ομολογήσει, και θα υποστεί την
ανάκριση.
Μετά τις γραμμές
αυτές ακολουθεί ένας εσωτερικός μονόλογος, που υφολογικά παραπέμπει στην ψυχική
κατάσταση στην οποία τον έφερε η ανάκριση, σε μια κατάσταση παραληρηματική, σαν
τρέλα. Η επόμενη τελεία που θα συναντήσουμε βρίσκεται στο τέλος της ιστορίας.
Δυο μόνο ανάλογες
περιπτώσεις ξέρω: το 18ο κεφάλαιο του «Οδυσσέα» του
Τζέημς Τζόυς και «Το φθινόπωρο ενός πατριάρχη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Το
τελευταίο αυτό το είχα αγοράσει στα ισπανικά για να κάνω λέει εξάσκηση στα
ισπανικά μου. Όταν το άνοιξα και έψαχνα να δω τελεία και δεν εύρισκα το
παράτησα. Χειρότερη επιλογή για το λόγο που το ήθελα δεν θα μπορούσα να κάνω.
Το διάβασα βέβαια μετά στην ελληνική μετάφραση.
«…ομολογώ ο
ανακριτής επιμένει το στόμα μου κλειστό σαν εφτασφράγιστο μυστικό μόκο θέλω το
δικηγόρο μου είμαι σε κατάσταση μέθης καλά ευτυχώς την τελευταία στιγμή το
μυαλό μου επανήρθε στη θέση του ο ανακριτής έξαλλος δεν το δείχνει κάνει δήθεν
τον ευγενικό ξέρω σε λίγο θα αρχίσει τα πολιτισμένα βασανιστήρια σιγά-σιγά το
πάει το γράμμα τη βλέπω τη δουλειά αλλά εγώ μόκο τα κρατάω όλα για μένα το
πρωινό ξύπνημα στον ήλιο καθώς βγαίνει πίσω από τις στέγες των σπιτιών μετά από
τόσα χρόνια και αυτή η πόλη ακόμα με εκπλήσσει οπότε περνάω από το λιμάνι κ.λπ.
κ.λπ.» (σελ. 58).
«Στη Βαλτιμόρη
απαγορεύεται να πας ένα λιοντάρι στον κινηματογράφο» είναι ο τίτλος της
τελευταίας ιστορίας.
Η ιστορία αυτή
βρίσκεται πιο κοντά στα κλασικά πρότυπα. Όμως ο αφηγητής είναι εξίσου
διαταραγμένος. Και φυσικά θα καταλήξει και αυτός στη φυλακή, όπως και οι ήρωες
των προηγούμενων ιστοριών.
Εδώ η καταγγελία
είναι για τους πρώτους αποικιοκράτες που κατάκτησαν την Αμερική. Διαβάζουμε:
«Ο Θεός είναι
Άγγλος, διέδιδε ο Τζων Άυλμερ, πνευματικός πατέρας.
Ο Τζων Ουίνθροπ,
ιδρυτής της αποικίας του κόλπου της Μασαχουσέτης, βεβαίωνε πως οι Εγγλέζοι
μπορούν να ιδιοποιηθούν τη γη των Ινδιάνων με την ίδια νομιμότητα που ο Αβραάμ
πήρε τη γη των Σοδομιτών.
Όσο για τους
σκλάβους που έφταναν από την Αφρική τους είχαν ήδη δώσει χριστιανικά ονόματα.
Τους υπενθύμιζαν την Επιστολή του Αγίου Παύλου προς τους Εφέσιους “Υπηρέτες
υπηρετείτε τους αφέντες σας” και την κατάρα του Νώε στα παιδιά του Χαμ που
παρέμειναν μαύροι…» (σελ. 63).
Το γκροτέσκο εδώ
εμφανίζεται με τα ανθρωπολογικά στοιχεία που η Ειρήνη τα παραθέτει άφθονα.
Αμέσως μετά διαβάζουμε:
«Παρόλα αυτά, μετά
από τόσα χρόνια ακόμα υπάρχουν κάποιοι εδώ, στην πολιτεία του Μέριλαντ, που
πιστεύουν ότι ο Χριστός ήταν νέγρος και Παναγία η Αφρικάνα Ριεμαγιά, η ασημένια
θεά της θάλασσας…» (σελ. 63. Επίσης σελ. 67-68 και 69, 77).
Και θυμήθηκα την
άλλη θαλασσινή θεά, την «αργυρόπεζα Θέτιδα», την Θέτιδα με τα με τα ασημένα
πόδια, τη μητέρα του Αχιλλέα, καθώς πέρασα αυτό το καλοκαίρι πραγματοποιώντας
ένα όνειρό μου, να διαβάσω τον Όμηρο στο
πρωτότυπο.
Και σ’ αυτή την
ιστορία έχουμε μια καταγγελία, οικολογικής φύσης αυτή τη φορά.
«Μέσα σε λίγες ώρες
1700 ζώα, από καρχαρίες, χταπόδια, χελώνες, αλιγάτορες, μεταφέρθηκαν από την
Ουάσινγκτον 64 χιλιόμετρα μακριά σε αυτό το ενυδρείο. Τόσο κόστος, μόνο και
μόνο για να διασκεδάσουν μερικοί χασομέρηδες. Μόνο και μόνο για να νιώσουν μέσα
από αυτά την αγριάδα, την ένταση που βιώνουν κάθε λεπτό αυτοί οι ζωντανοί
οργανισμοί. Τη ζωή και το θάνατο! Κατά βάθος τα ζηλεύουμε! Μέσα από το πέρασμα
των αιώνων αυτά τουλάχιστον δεν έχουν χάσει τίποτα σχεδόν από την πρωτόγονη
αγριάδα τους. Διατηρούν ακόμα μέσα τους στο ακέραιο το ένστικτο της επιβίωσης.
Τους είναι αρκετό να ζουν μόνο με αυτό. Να γίνονται το ένα τροφή για το άλλο,
χωρίς να νοιάζονται για αυτή τη γαμημένη σκέψη, χωρίς τύψεις ή ενοχές.
Στα αλήθεια υπάρχουν
τόσοι μαλάκες που πληρώνουν κόλας για ένα τέτοιο θέαμα, αλλά και τόσο υποκριτές
που στη θέα μιας φάλαινας που σκοτώνει ένα δελφίνι ή ενός καρχαρία τη στιγμή
που κατασπαράζει ένα όμορφο ψαράκι κλείνουν τα μάτια τους με φρίκη ενώ
μονολογούν, δήθεν με ευαισθησία, “τι αποτρόπαιο θέαμα!”. Μα γι’ αυτό δεν είχαν
έλθει τάχα;» (σελ. 86-87).
Και μια μεταφορά που
μου άρεσε: «Παρ’ όλα αυτά νιώθω σαν παιδί που ανακάλυψε τα κρυμμένα γλυκά της
μαμάς του» (σελ. 13).
Θυμάμαι πώς ένιωθα
κι εγώ σαν παιδί, όταν ανακάλυπτα πού είχε η μητέρα μου κρυμμένες τις
καλλιτσούνες το Πάσχα. Κατάφερνα και τις ανακάλυπτα πάντα πριν την Ανάσταση.
Η Ειρήνη δεν βάζει
αυτή τη φορά ποιήματα δικά της, αλλά μέσα στις ιστορίες της ενσωματώνει
εξαιρετικά αποσπάσματα από ποιήματα των Μαχμούντ Νταρβίς, Τζελαλεντίν Ρουμί και
Φερνάντο Πεσόα. Επίσης το βιβλίο εικονογραφείται με ασπρόμαυρα σχέδια δικά της,
εντελώς πρωτότυπα, που όταν τα είδα μου ήλθαν στο μυαλό τα σχέδια Rorschach.
Και όπως πάντα
τελειώνουμε τις βιβλιοκριτικές μας με τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που
εντοπίσαμε. Αυτή τη φορά στην αντίληψή μας έπεσε μόνο ένας.
«Καθόταν στο τραπέζι
μου και με παρατηρούσε» (σελ. 16).
Πρωτότυπες,
συναρπαστικές, μοντέρνες, αυτές οι ιστορίες θα μαγέψουν τον αναγνώστη.
Ευχόμαστε να είναι
καλοτάξιδο το βιβλίο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment