Γρηγόρης
Χαλιακόπουλος, Το Ανάθεμα, η Νάντια της Γιόλακας, Άγκυρα 2016, σελ. 317
Η παρακάτω
βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Απολαυστική
σάτιρα, σπαρταριστό χιούμορ
Σε μια πρόσφατη ανάρτησή μου στο blog μου ξεκινούσα ως εξής: «Το σασπένς το θεωρώ σαν μια
αρετή εκ των ων ουκ άνευ στην αφήγηση μιας ιστορίας. Εξίσου σημαντική αρετή
θεωρώ και το χιούμορ, όχι όμως εκ των ων ουκ άνευ».
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσω:
μπορεί το χιούμορ να μην είναι αρετή εκ των ων ουκ άνευ σε μια αφήγηση, όμως
εμένα μου αρέσει περισσότερο από το σασπένς. Έμμεσα μπορεί να φάνηκε σ’ αυτή
την ανάρτηση, με το ανέκδοτο που παρέθεσα.
Το τελευταίο μυθιστόρημα του
Γρηγόρη Χαλιακόπουλου είναι γεμάτο χιούμορ. Μου δίνει επίσης την ευκαιρία να
υπογραμμίσω ότι υπάρχουν δυο ειδών χιούμορ: το χιούμορ per se, το χιούμορ δηλαδή για το χιούμορ, και το χιούμορ που
είναι στην υπηρεσία της σάτιρας. Θα φέρω δυο παραδείγματα από τον κόσμο του
κινηματογράφου. Το χιούμορ των Χοντρός-Λιγνός είναι χιούμορ για το χιούμορ, ενώ
το χιούμορ του Τσάρλι Τσάπλιν είναι στην υπηρεσία της σάτιρας («Μοντέρνοι
καιροί», «Ο μεγάλος δικτάτορας», κ.ά.). Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται και
μια φετινή κωμωδία που μου άρεσε ιδιαίτερα, το «Quo vado», στην οποία ο ιταλός
σκηνοθέτης σατιρίζει τη γραφειοκρατία. Να πούμε όμως ότι υπάρχει και αγέλαστη
σάτιρα, χωρίς χιούμορ, όπως στον «Παλαιό των ημερών» του Παύλου Μάτεσι, που όμως έχει
κοινά στοιχεία με το μυθιστόρημα του Χαλιακόπουλου τον αντικληρικαλισμό και το
γκροτέστο-φανταστικό της μυθοπλασίας.
Στη δεύτερη κατηγορία λοιπόν εντάσσεται
το βιβλίο του Χαλιακόπουλου. Το σπαρταριστό χιούμορ του το θέτει στην υπηρεσία
της σάτιρας. Και ενώ κυρίως σατιρίζει τον κλήρο, αποτελώντας ίσως το πιο
αντικληρικαλιστικό μυθιστόρημα μετά την «Πάπισσα Ιωάννα», τα βέλη του
στρέφονται σε κάθε πλευρά της νεοελληνικής πραγματικότητας: πολιτική,
σεξουαλικά σκάνδαλα, οικονομικά σκάνδαλα, κ.λπ.
Η Μπία αναλαμβάνει να παίξει το
ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου για να σώσει τις κόρες των συμπολιτών της που
έχουν τυφλωθεί. Αντικατοπτρικά (mise en abyme) παραπέμπει στην ιστορία
του Χριστού. Από τη μια ο όχλος, από την άλλη η αγία Ιωάννα.
Ο Γρηγόρης επινοεί μια φανταστική
ιστορία μαγικού ρεαλισμού, όπου το μαγικό καταλαμβάνει τα πρωτεία. Αυτό του
δίνει τη δυνατότητα να εξακοντίσει τα βέλη του σε περισσότερους στόχους. Όμως
ενώ το έργο είναι στο μεγαλύτερό του μέρος σάτιρα, το τέλος έχει την
τραγικότητα του «Οιδίποδα».
Υπογράμμισα άφθονα αποσπάσματα που
με έκαναν να ξεραθώ στο γέλιο. Θα παραθέσω κάποια, όπως το συνηθίζω στις
βιβλιοκριτικές μου. Όμως, αντίθετα από ό,τι κάνω στις βιβλιοκριτικές μου, δεν
θα τα σχολιάσω όλα. Θα τα παραθέσω απλά για να γελάσετε.
«Τα ντιν, νταν σταμάτησαν. Ο
καντηλανάφτης έπαψε να βλαστημά κι έκανε το σταυρό του» (σελ. 37).
Και θυμήθηκα μια ιστορία που μου
την είπε ο φίλος μου ο Χρίστος. Ο παπάς, πριν τη βάφτιση, είναι σκυμμένος πάνω
από την κολυμπήθρα μουρμουρίζοντας τα ιερά λόγια. Ξαφνικά τα γυαλιά του πέφτουν
μέσα στο νερό. Τα μουντζώνει βλαστημώντας ταυτόχρονα: «Να, γ….» (δεν τολμώ να
γράψω τη βρισιά που έχει σχέση με τα θεία) και στη συνέχεια τα παίρνει, τα
σκουπίζει, και συνεχίζει ατάραχος την ψαλμωδία.
«Πριν αρχίσουμε, έχεις διαπράξει
τρεις αμαρτίες. Αν συνεχίσεις έτσι, θα σου πάρω το δίπλωμα… συγνώμη, την
ταυτότητα του ορθόδοξου χριστιανού» (σελ. 42).
«-Μη φοβάσαι, εδώ είμαι εγώ τώρα
για να σε ξελασπώσω απ’ τη δύσκολη θέση. Ξέρεις πόσους απ’ αυτή την πόλη έχω
σώσει; Αν ό,τι άκουγα από τις εξομολογήσεις το μετέφερα στον Μεγαλοδύναμο, η
Βαλεριάνα [φανταστική πόλη, που τοποθετείται στο νομό Μεσσηνίας] θα είχε καεί
σαν τα Σόδομα και τα Γόμορρα.
-Λες, πάτερ μου, γι’ αυτό να κάηκε η Ηλεία; Ο μητροπολίτης εκεί ήταν
ρουφιάνος και τα μετέφερε όλα στον Παντοκράτορα» (σελ. 57).
«-Αναστατώθηκα σαν άκουσα το ποίημα
[της Σαπφούς, που μιλάει για τον έρωτά της με μια μαθήτριά της]. Δεν είχα
ξανακούσει ερωτική ποίηση μεταξύ δύο γυναικών».
-Έλα τώρα αγαπητή μου, υπερβάλλεις. Στην Ιερά Σύνοδο δυο δικές μας τις
αποκαλούν τη μια Σαπφώ και την άλλη Σαμάνθα» (σελ. 63).
Ο παπάς με τον κατάλογο,
αλφαβητικά, καλεί έναν ένα τους συμπολίτες του να εξομολογηθούν. Είναι η
προϋπόθεση για να βρουν το φως τους τα κορίτσια.
«-Από ποιο γράμμα αρχίζει τ’ όνομα
της κυρίας Δραγώνα που εξετάστηκε πριν από μένα;
-Μα, απ’ το δέλτα, φυσικά.
-Το δικό μου;
-Πετρομιχάλη… από πι.
-Όλους τους προηγούμενους συμπολίτες μου, από το γράμμα δέλτα μέχρι το πι,
γιατί τους πηδήσατε;
-Εγώ πήδησα τόσους ανθρώπους και μάλιστα δημοσίως, κολασμένη γυναίκα;
Ντροπή σου, αναθεματισμένη!
-Προσπεράσατε αλφαβητικά, εννοώ» (σελ. 122-123).
Και θυμήθηκα.
Το 1979 ήμουν πρόσθετος καθηγητής
αγγλικών στο 1ο Λύκειο Καλλιθέας (διορίστηκα σαν φιλόλογος το 1982).
Εξετάζω με τον κατάλογο, αλφαβητικά. Προσπερνώ ένα όνομα. Και πετάγεται μια
μαθήτρια: «Κύριε, κύριε, με πηδήξατε».
Έγινε πανζουρλισμός στην τάξη.
«-Μα δεν έχω πλέον αποδείξεις, τις
πετούσα. Άλλωστε δεν κοστίζουν πολύ, 5,50 ευρώ το κουτί.
-Δεν έχεις αποδείξεις; Ωρύεται ο φοροτεχνικός.
-Τι να τις έκανα; Απαντά ο αποδιοπομπαίος τράγος της πόλης.
-Τα ψωνίζει από τη μαύρη αγορά, κλέβει την εφορία, ουρλιάζει η Κούλα η
Αδαμοπούλου, συνταξιούχος εφοριακός με μία κύρια κατοικία, δώδεκα εξοχικά και
τρία αυτοκίνητα» (σελ. 138).
«Ο αξιότιμος δήμαρχός μας, κύριος
Νικόλαος Φρούζας, φυλάσσει στο δημαρχείο μας αρχείο απ’ όλες τις θεατρικές
παραστάσεις που παίχτηκαν στη Βαλεριάνα, μέχρι και την ταινία του Θόδωρου
Σαρακού που είναι βαλεριανόπαις, τη γνωστή Πάρετε
θέσεις» (σελ. 156).
«…προτίμησαν να το ρίξουν στη
συζήτηση για την οικονομική κρίση και τη χελώνα καρέτα καρέτα, που είχε αρχίσει
να εξαφανίζεται στον Κυπαρισσιακό κόλπο εξαιτίας κάποιων πεινασμένων
Πακιστανών» (σελ. 177).
Παλιά για όλα έφταιγαν οι γκόμενες,
ανώνυμες κι επώνυμες. Τώρα φταίνε οι πακιστανοί.
«Κι έπρεπε ν’ αλλάξει φύλο γι’
αυτό; Τόσοι και τόσοι δικοί μας αγαπιούνται, μα δεν πήγαν στον χειρούργο.
Ξέρεις πόσους ξέρω από δαύτους; Ου, ου, χαμός γίνεται. Τα μεσημέρια στην
τηλεόραση κάθομαι και τους χαζεύω. Ωραία αγόρια, με κέφι, με μπρίο, μα όλα διατηρούν
αυτό που τους δώρισε η φύση» (σελ. 194).
Και θυμήθηκα τη μαντινάδα.
Αυτή η αρρώστια των πουλιών πολύ μ’
έχει φοβίσει
μη μου ψοφήσει το πουλί που μού
’δωσε η φύση.
«-Ένας Ισπανοαμερικανός φιλόσοφος,
ο Τζορτζ Σανταγιάνα.
-Ποιος τον ξέρει αυτόν τον βλάκα; Στη χώρα του Αριστοτέλη και του οσίου
Παϊσίου λατινοαμερικάνικες αρλούμπες θ’ ακούμε;» (σελ. 197).
«Ο Γρηγόρης, ο ονειροπαρμένος, όπως
τον αποκαλούν στη Βαλεριάνα, έχει από μικρός τη συνήθεια,
“Να κυνηγάει όνειρα καταμεσής του
δρόμου”» (σελ. 280).
Εδώ και λίγα χρόνια έχω κι εγώ τη
συνήθεια να κυνηγάω τους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους που παρεισφρέουν
ασυνείδητα στα κείμενα των πεζογράφων μας. Εκτός από τον παραπάνω βρήκα ακόμη
και αυτούς εδώ:
Η τύχη όμως φάνηκε να του χτυπά την πόρτα (σελ. 173)
Πολλοί σκέφτονται διάφορα γύρω απ’ αυτό το θέμα (σελ. 208)
Και μόνο τότε ξέρουμε την ώρα του φευγιού μας (σελ. 249)
Πετά μέσα στα χρώματα κι εγώ δεν παίρνω ανάσα (σελ. 254)
Οδήγησε στο θάνατο έναν Ρομά, τον Ζλάταν (σελ. 291-292)
Στα χέρια οι υπόλοιποι και σώζουν το σκαρί τους (σελ. 298)
Που βγήκες απ’ τον τάφο σου να με προσβάλεις έτσι; (σελ. 313).
Απολαυστικός ο Γρηγόρης, του
ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο του.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment