Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, Γλωσσικό Ζήτημα: από τον 19ο
στον 20ο αιώνα, Η Καθημερινή, 2019, σελ. 192
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στην «Ιεράπετρα 21ος
αιώνας», τ. 1054, 18-4-2019 και στο Λέξημα
Ένα εξαιρετικό βιβλίο του διακεκριμένου γλωσσολόγου για το
γλωσσικό ζήτημα
Οι σημερινοί νέοι
απλά το έχουν ακουστά, ενώ οι άνθρωποι της γενιάς μου που διδαχθήκαμε την
καθαρεύουσα, απλώς ζήσαμε τον απόηχό της, μια και η δημοτική καλά κρατούσε σε
όλα τα κείμενα, εκτός από εκείνα της εκπαίδευσης και τα δημόσια έγγραφα. Ήξερα
ότι η αντιπαράθεση καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών ήταν ιδιαίτερα σκληρή, όμως
δεν φανταζόμουν πόσο περισσότερο σκληρή ήταν από ό,τι είχα στο νου μου. Αυτό το
έμαθα διαβάζοντας το βιβλίο «Γλωσσικό ζήτημα: από τον 19ο στον 20ο
αιώνα» του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας, το οποίο,
καθώς εκδόθηκε από την Καθημερινή και μοιράστηκε στο κυριακάτικο φύλο της, έφτασε
σε ένα πολύ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό από ό,τι θα έφτανε αν είχε εκδοθεί σε
κάποιον εκδοτικό οίκο.
Έχουμε γράψει για πέντε
βιβλία του διακεκριμένου γλωσσολόγου μας, με τελευταίο το «Χρηστικό λεξικό
της νεοελληνικής γλώσσας». Τα άλλα ήσαν τα «Νεοελληνικός λόγος»,
«Γλώσσα και
εκπαίδευση», «Γλωσσική και
λογοτεχνική κριτική» και «Κρητολογικά
μελετήματα».
Στο «Προλογικό
σημείωμα» ο Χαραλαμπάκης γράφει ότι «Το βιβλίο αυτό το έγραφα στο μυαλό μου από
το 1966, όταν πρωτοετής φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
έζησα από κοντά τη νοοτροπία επιστημόνων που είχαν εμποτιστεί από τον
καθαρευουσιανισμό και δεν μας άφηναν να εκφραστούμε αυθόρμητα στη γλώσσα που
νιώθαμε οικεία».
Αυτό είναι το
λιγότερο. Εμείς του Τμήματος Αγγλικών Σπουδών έπρεπε να κατέχουμε σε μεγάλο
βαθμό την αρχαία ελληνική για να καταλαβαίνουμε τι έγραφε ο Μερεντίτης στο διδακτικό
εγχειρίδιό του στο οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν
πρόδωσε στις Θερμοπύλες ο Εφιάλτης. Ο λόγος; Ήταν από τα μέρη τα δικά του, και
ένας συμπατριώτης του δεν μπορεί να ήταν προδότης.
Ένας ερευνητής
πρέπει να είναι πάντα αντικειμενικός. Στην επόμενη παράγραφο ο Χαραλαμπάκης
γράφει: «Όταν απευθύνεται ο ερευνητής στο ευρύτερο μορφωμένο κοινό, οφείλει να
αποφεύγει τις λεπτομερείς και σχολαστικές αναλύσεις, όπως και τις γενικευτικές
και αφοριστικές διατυπώσεις. Πρέπει να κρατήσει την απαραίτητη απόσταση από τις
ιδεολογικές εμμονές των αντιμαχόμενων παρατάξεων, να αναζητήσει την αλήθεια και
τα βαθύτερα κίνητρα των ενεργειών τους και, ιδίως, να προσπαθήσει να ερμηνεύσει
τις στάσεις και τις συμπεριφορές τους ενταγμένες στο εκάστοτε χρονικό πλαίσιο
και τις συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές συγκυρίες».
Ακριβώς αυτή την
απόσταση κρατάει ο Χαραλαμπάκης. Όμως, αντικειμενικός καθώς είναι, δεν θα
παρέλειπε τις μικρότητες που διέκριναν κατά καιρούς κάποιους από τους κύριους
εκπρόσωπους των δύο παρατάξεων όπως αυτό που έγραψε ο Ψυχάρης για τον Παλαμά
που μέχρι τότε τον θαύμαζε, όταν προτάθηκαν μαζί για το Νόμπελ. «Μεγάλος ο
Παλαμάς. Απίστευτα μεγάλος. Μα για τα Μπαλκάνια». Και συνεχίζει ο Χαραλαμπάκης:
«Ο οιηματίας, εγωπαθής και αυτάρεσκος Ψυχάρης σχεδόν ηδονιζόταν να γίνεται
αντιπαθητικός. Οι απόλυτες θέσεις του τον οδηγούσαν σε παντελή έλλειψη
αντικειμενικότητας και σε υβριστικές υπερβολές» (σελ. 75).
Για τον αγαπημένο
μου Ροΐδη που
πρόσφατα διάβασα δυο
διηγήματά του, γράφει ότι «Πρωτοποριακή υπήρξε η πεποίθησή του ότι η γλώσσα δεν
ταυτίζεται με το ύφος» (σελ. 80).
Θα έλεγα όχι πάντα. Όταν
υπάρχει μίξη καθαρεύουσας και δημοτικής, η καθαρεύουσα θεωρείται ότι είναι σε
υψηλό υφολογικό επίπεδο ενώ η δημοτική σε χαμηλό. Αυτά τα έμαθα από τη «Μίμηση» του Erich Auerbach.
Ο Χαραλαμπάκης παραθέτει
και εκτενή αποσπάσματα από έργα των πρωταγωνιστών του γλωσσικού ζητήματος. Από
τα «Είδωλα» του Ροΐδη αντιγράφουμε. «Ουδέν τω όντι έχουσι να φθονήσωσιν εις τας
ανωτέρω αι γλωσσικαί πλάναι, τας οποίας ονομάσαμεν “Είδωλα”…» σελ. 81). Εδώ να
παρατηρήσουμε ότι «κλέβει» τον Φράνσις Μπέηκον, ο οποίος πρώτος μίλησε για τα
είδωλα, γνωστικές πλάνες, στο έργο του «Novum organum».
Και θυμήθηκα: Δεν υπήρχε έκθεση που να μη
γράψει ο συμμαθητής μου Λιόκαλος Γεώργιος (τον φωνάζαμε Λιόκαυλο χαϊδευτικά)
αυτό το «τω όντι». Ήταν πολύ καλός μαθητής, και συχνά ο καθηγητής μας διάβαζε
τις εκθέσεις του στην τάξη σαν υπόδειγμα καθαρεύουσας.
Στο ίδιο έργο διαβάζουμε:
«Ότι προς εκτίμησιν της σχετικής αξίας των γλωσσών λαμβάνεται προ πάντων υπ’
όψιν η λιτότητας και ομαλότης του τυπικού εκάστης αυτών, και επομένως
τελειοτέρα πάσης άλλης ομολογείται η σχεδόν άκλιτος Αγγλική, εις δε τας δύο
κατωτάτας βαθμίδας τάσσονται παρά πάντων δια το πολύπλοκον της κλίσεως η
Γερμανική και η Ρωσσική» (σελ. 81). Για την αρχαία Ελληνική δεν κάνει κουβέντα.
Δίπλα στην Αγγλική θα μπορούσαν να τοποθετηθούν, για το άκλιτό τους, η Κινέζικη
και η Ιαπωνική, αν δεν είχαν αυτά τα καταραμένα ιδεογράμματα.
Τίθεται για άλλη μια
φορά το ζήτημα κατά πόσο ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και το ξεσήκωμα των φοιτητών
στα λεγόμενα «Ορεστειακά» με αφορμή την παράσταση της «Ορέστειας» στη δημοτική
και τα «Ευαγγελικά» με αφορμή τη μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική
στοίχισε τη ζωή κάποιων διαδηλωτών και των δύο παρατάξεων. Ναι, χύθηκε αίμα για
την υπεράσπιση της καθαρεύουσας. Ευτυχώς τα γεγονότα αυτά των αρχών του αιώνα
δεν επαναλήφθηκαν. Η επανάσταση στο Γουδί που έφερε στην εξουσία την αστική
τάξη είχε ενισχύσει την παράταξη των δημοτικιστών.
Κάθε επανάσταση
είναι αντισυντηρητική και καινοτόμος. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η
επανάσταση των νεότουρκων που κατάργησαν το αραβικό αλφάβητο, και των
κομμουνιστών στην Κίνα που απλοποίησαν τα ιδεογράμματα. Στην Ελλάδα, διαβάζω
στο βιβλίο του Χαραλαμπάκη, ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει κάποιον
συμβιβασμό, συμβιβασμό για τον οποίο κατηγορήθηκε αργότερα αλλά, με δεδομένο
τον συσχετισμό δυνάμεων, με τη εκκλησία στο πλευρό των καθαρευουσιάνων, ήταν
αναπόφευκτος.
Ναι, οι θεολόγοι μας
μιλούσαν πάντα στην καθαρεύουσα. Και, ανεκδοτάς καθώς είμαι πράγμα που το
πλήρωσα, θα παραθέσω ένα ανέκδοτο, δηλαδή τι ανέκδοτο, πραγματική ιστορία από
τα μαθητικά μας χρόνια. Πρόβες γυμναστικών επιδείξεων, ο θεολόγος λέει στον
γυμναστή: Ιδού κύριε Μ. αι τρυφεραί νεάνιδες ενδεδυμέναι εν λευκώ, για να
εισπράξει άμεσα το σχόλιο: Ανάθεμάσε ωρέ Μ. α δεν είσαι μ….ας. Ήδη από τότε η
καθαρεύουσα είχε πέσει σε ανυποληψία, ιδιαίτερα στον ανεπίσημο προφορικό λόγο.
Και άλλο ένα
ανέκδοτο, από έκθεση συμμαθητή μου: Εις παπάς… Ο φουκαράς ήξερε ότι στην
καθαρεύουσα το «ένας» λέγεται «εις», όμως του διέφυγε ότι ο παπάς λέγεται
ιερεύς. Φυσικά σκάσαμε όλοι στα γέλια, με πρώτο και καλύτερο τον φιλόλογό μας
που μας διάβασε το επίμαχο απόσπασμα.
Το πρώτο κεφάλαιο
τιτλοφορείται «Θεωρητικά και εννοιολογικά προβλήματα», με πολύ ενδιαφέροντα
θέματα όπως «Η έννοια της ταυτότητας», «Γλώσσα και εθνική ταυτότητα» (μια εποχή
οι δημοτικιστές δεν ήταν έλληνες, ήταν βούλγαροι), «Ευρωπαϊκή ταυτότητα» και
«Πολλαπλές ταυτότητες». Στο νου μου έρχεται το βιβλίο του Αμίν Μααλούφ, «Οι φονικές
ταυτότητες». Πόσο ωραίος είναι ο ευρύς ορισμός των ελλήνων ως των της
ελληνικής παιδείας μετέχοντες, όσο και αν αμφισβητείται η γνησιότητά του.
«Στη σημερινή
παγκοσμιοποιημένη εποχή διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα, η ταυτότητα του διαδικτύου» (σελ. 19-20). Είναι και αυτή μια από τις
πολλαπλές ταυτότητες που χαρακτηρίζουν τον σημερινό άνθρωπο. Η πολιτική
ταυτότητα (νεοδημοκράτης, συριζαίος) και η ποδοσφαιρική ταυτότητα (ολυμπιακός,
αεκτζής) είναι από τις πιο ξεχωριστές σήμερα.
Για τη διγλωσσία ο
Χαραλαμπάκης αφιερώνει αρκετές σελίδες. Διαβάζουμε:
«Υπάρχουν
κοινωνιογλωσσολόγοι, κυρίως από την Καταλωνία, οι οποίοι πιστεύουν ότι η
γλωσσική σύγκρουση είναι ευρύτερο φαινόμενο, το οποίο μπορεί να επιταχύνει
δίγλωσσες καταστάσεις. Γλωσσική σύγκρουση παρουσιάζεται όταν αντιπαρατίθενται
δύο σαφώς διαφορετικές γλώσσες, από τις οποίες η μια βρίσκεται σε κυρίαρχη θέση
λόγω της επίσημης χρήσης της από το κράτος, και η άλλη σε υποδεέστερη, επειδή
δεν έχει πολιτική στήριξη».
Τελευταία είδα
κάποιες ταινίες στην καταλανική γλώσσα, ενώ ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα
που διάβασα ποτέ είναι το «Confiteor», μετάφραση από
τα καταλανικά.
Ένα επόμενο κεφάλαιο
τιτλοφορείται «Η λαϊκή γλώσσα τον 16ο και τον 17ο αιώνα.
Ο εκκλησιαστικός δημοτικισμός». Όσο κι αν φαίνεται περίεργο σήμερα, πατέρες της
εκκλησίας όπως ο κρητικός Μελέτιος Πηγάς και ο φίλος του Μάξιμος Μαργούνιος,
επιδιώκοντας τον φωτισμό του Γένους, έγραφαν τους περισσότερους λόγους τους σε
απλή γλώσσα.
«Οι πρόδρομοι της
κοινής γλώσσας» ήσαν ο Ρήγας Βελεστινλής, ο Ιωάννης Βηλαράς, ο Αθανάσιος
Ψαλλίδας, ο Αθανάσιος Χριστόπουλος και φυσικά ο Διονύσιος Σολωμός, που ο
περίφημος «Διάλογός» του αποτελεί ορόσημο στον αγώνα του δημοτικισμού. Εκτενώς
μιλάει ο Χαραλαμπάκης για τους «Πρωταγωνιστές», κυρίως για τον Γιάννη Ψυχάρη
και τον Αδαμάντιο Κοραή, του οποίου η «μέση οδός» της καθαρεύουσας καθιερώθηκε
τελικά.
Γράφει ο Ψυχάρης: «Το
πυρ μοναχό του δεν έχει καμιά σημασία για το λαό· αν ο λαός δεν έλεγε φωτιά, δε
θα μπορούσε να μάθη ποτές τι έννοια έχει το πυρ. Αν το κλίνη, θα το κάμη του
πυρ» (σελ. 69).
Λάθος. Ο πατέρας
μου, όταν αγανακτούσε μαζί μου, έλεγε ας πάει η περιουσία του «πύριου πυριού»,
ας την κάψει η φωτιά δηλαδή.
Το παρακάτω
απόσπασμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
«Ο επιστήμονας
[Γεώργιος Χατζηδάκης] που ήταν “σάρκα εκ σαρκός” του απλού λαού και ο οποίος
ανέδειξε την ιστορική συνέχεια της νεοελληνικής με αδιάσειστα στοιχεία,
παρέμεινε στις τάξεις των καθαρευουσιάνων, ενώ, αντίθετα με τα αναμενόμενα, ο
Ψυχάρης και ο Τριανταφυλλίδης, επιστήμονες που μεγάλωσαν μέσα στα σαλόνια και
την αριστοκρατία, στράφηκαν στη γλώσσα του λαού, ερχόμενοι σε ρήξη με την
καθεστηκυία τάξη, ακόμα και με τις συντηρητικών αρχών οικογένειές τους» (σελ.
97).
Θυμάμαι που διάβασα
κάπου ένα άλλο παράδοξο. Ο Βενιζέλος, υπέρμαχος της δημοτικής, έγραφε στην
καθαρεύουσα ενώ ο Μεταξάς, υπέρμαχος της καθαρεύουσας, έγραφε στη δημοτική.
«Η κατάργηση του
μονοτονικού, όπως επιμένουν ακόμα ορισμένοι, είναι εντελώς ουτοπική» (σελ.
147).
Ίσως να μην είναι
ουτοπική, όμως θα ήταν άστοχη. Το βλέπω στα ρώσικα, όπου δεν υπάρχουν τόνοι.
Στα παιδικά βιβλία υπάρχουν, για να διευκολύνουν τους μικρούς μαθητές. Εμείς οι
ξένοι έχουμε πρόβλημα, καθώς δεν ξέρουμε σε πολλές λέξεις πού να τονίσουμε. Σε κάποιες
γλώσσες δεν υπάρχει καθόλου πρόβλημα τονισμού, όπως στα γαλλικά που τονίζονται
στη λήγουσα, ή στα μακέντονσκι που τονίζονται στην προ-παραλήγουσα, ενώ κάποιες
άλλες έχουν συγκεκριμένους κανόνες τονισμού.
«Αυτό όμως που έχει
βαρύνουσα σημασία δεν είναι η γραμματική ανάλυση, αλλά οι κοινωνικές επιπτώσεις
της ύπαρξης δύο μορφών γλωσσικής επικοινωνίας από τις οποίες η μία ταυτίστηκε
με την κοινωνική “ελίτ”, τους “εθνικόφρονες” και τους “αντιδραστικούς”, και η
άλλη με τους “αριστερούς” και τους “προοδευτικούς”. Η ταύτιση της καθαρεύουσας
με τη “δεξιά πατριδοκαπηλία” και την “αντίδραση”, και της δημοτικής με τον “αριστερισμό”
και κατ’ επέκταση με τη “φωτισμένη σκέψη”, οδήγησε σε ακραίες αντιεπιστημονικές
εκτιμήσεις και φανατισμό, ο οποίος έφθειρε σε μεγάλο βαθμό τις πνευματικές
δυνάμεις του έθνους. Το λεγόμενο “γλωσσικό ζήτημα” είχε περισσότερο να κάνει με
ιδεολογικές και κοινωνικές ανακατατάξεις παρά με καθαρά γλωσσικές αντιδικίες»
(σελ. 162).
Το πόσο η ιδεολογία
μπορεί να επηρεάσει τη νηφάλια επιστημονική έρευνα το πραγματεύθηκα σε μια
εισήγησή μου σε ένα συνέδριο στο Κάιρο το 2003 που είχε τον τίτλο «Φύση
και κουλτούρα: μια άλυτη αντίφαση. Η περίπτωση της επιθετικότητας». Εκεί
σχολίασα το γεγονός ότι οι αριστεροί τονίζουν τη σημασία της κουλτούρας ενώ οι,
ίσως όχι οι δεξιοί αλλά οι φασίστες σίγουρα, τη σημασία της φύσης (ανώτερες και
κατώτερες φυλές κ.λπ.). Εγώ, νηφάλιος, έχοντας διαβάσει την «Επιθετικότητα» του
Κόνραντ Λόρεντς, υποστήριζα το έμφυτό της στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας,
της οποίας τα μέλη, μηδ’ εμού εξαιρουμένου, ήταν αριστεροί. Στη διαμόρφωση της
προσωπικότητας μετράνε φυσικά και οι δυο, σε ποικίλλουσες αναλογίες κατά
περίπτωση.
Στο ΦΕΚ με το οποίο
καθιερώνεται η δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους διαβάζω: «Ως νεοελληνική
γλώσσα νοείται η διαμορφωθείσα εις πανελλήνιον εκφραστικόν όργανον υπό του
Ελληνικού Λαού και των δοκίμων συγγραφέων του Έθνους Δημοτική, συντεταγμένη
άνευ ιδιωματισμών και ακροτήτων» (σελ. 167).
Γιατί παραθέτω αυτό
το απόσπασμα.
Γιατί, χωρίς να έχω
διαβάσει το ΦΕΚ αυτό, υποστήριζα ακριβώς αυτό που λέει, ενώ ένας «φίλος» είχε
την αντίληψη ότι η νεοελληνική γλώσσα δεν είναι η δημοτική. Έφτασε μάλιστα στο
σημείο να εκφραστεί με περιφρόνηση για το άτομό μου, πράγμα για το οποίο
αργότερα μετάνιωσε.
Και ένα τελευταίο,
γιατί ήδη βρίσκομαι στην τέταρτη σελίδα του word.
«Ο “Ερωτόκριτος”…
χαρακτηρίστηκε “εξάμβλωμα” από τον σοφό Κοραή, ενώ ο Μιστριώτης το απαξίωσε,
όπως και τις απλές γυναίκες του λαού, κρίνοντας ότι είναι “μυθιστόρημα για
υπηρέτριες”» (σελ. 178).
Εγώ διάβασα για τον
Κοραή ότι το χαρακτήρισε επί πλέον ως ανάγνωσμα κατάλληλο να το διαβάζουν «οι
πολιτικές», δηλαδή οι πουτάνες.
Και ένα τελευταίο
τελευταίο:
«Ο Ψυχάρης αποκαλούσε τον Καβάφη “καραγκιόζη”,
ο Πέτρος Βλαστός χαρακτήρισε τον Παπαδιαμάντη “ελεεινό” και τον Κάλβο απλό “στιχοπλόκο”»
(σελ. 179).
Είναι γνωστό ότι ο
κρίνων κρίνεται.
Συνιστώ ανεπιφύλακτα
αυτό το βιβλίο. Μπορεί να το αγοράσει κανείς από τα γραφεία της Καθημερινής,
ενώ σίγουρα θα κυκλοφορήσει και στα βιβλιοπωλεία, μετά από κάμποσο καιρό όμως,
όπως συνηθίζεται να γίνεται με τα βιβλία που μοιράζονται με τις εφημερίδες. Αυτό
για τους συμπατριώτες μου τους Γεραπετρίτες, αλλά και αυτούς που ζουν εκτός
Αθηνών.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment