Ανδρέα Λασκαράτου, Η ιστορία ενός γαϊδάρου, εκδόσεις Μαρή 1975, σελ. 148
«Η ιστορία ενός γαϊδάρου» είναι ένα από τα βιβλία που έβγαλα από τη βιβλιοθήκη στο χωριό μου για να τα διαβάσω τώρα το καλοκαίρι, και όταν ο φίλος μου ο Γιώργης, σε μια συζήτηση που είχαμε, ανέφερε το όνομα του Λασκαράτου, αποφάσισα να το διαβάσω κατά προτεραιότητα.
Δεν είχε τύχει να διαβάσω τίποτα του Λασκαράτου. Ήξερα όμως για την αντικληρικαλιστική σάτιρά του που του στοίχισε τον αφορεσμό του το 1856 και το σατιρικό του χιούμορ που έχει σαν στόχο συνήθως τους πολιτικούς. Τώρα διαπιστώνω και το φιλοζωικό του πνεύμα. (Μόλις διάβασα και τα «Συριανά διηγήματα» του Ροΐδη, και διαπιστώνω τα ίδια πράγματα και σ’ αυτόν).
Πρωταγωνιστές σε πάρα πολλά από τα διηγήματά του είναι ζώα, και καθώς διεκτραγωδούν τα βάσανά τους ο Λασκαράτος σατιρίζει τους ανθρώπους.
Κορυφαίο βέβαια είναι το πρώτο της συλλογής το οποίο της δίνει και τον τίτλο. Σ’ αυτό σατιρίζει τους πολιτικούς.
Θα παραθέσω το παρακάτω απόσπασμα, καθώς ξέρω ανάλογη περίπτωση.
«Ο δρόμος τούτος οπού ενενότουν’ ολοκλήρως για ’πινομή μας εμέ και του αφεντός μου, επειδή κανείς άλλος δεν είχε διάβα εκείθε, έπρεπε να στοιχίσει διακόσιες χιλιάδες δραχμές. Αλλά το σχέδιον έγινε, εστάλθη, και ενεκρίθη ευθύς από το Υπουργείον. Ωραίος, μεγαλοπρεπής δρόμος, μα δε μου έμελλεν να τονε χαρώ» (σελ. 15).
Ο «αφεντός» του δεν ήταν άλλος από τον τοπικό βουλευτή.
Θα πω περισσότερα ξεφυλλίζοντας το βιβλίο για αποσπάσματα.
«Εγώ, καθώς βλέπετε, είμαι ένα εύμορφο Γυνείκελο φτιασμένο στη Ρώμη», διαβάζουμε στην αρχή του επόμενου διηγήματος.
Σήμερα φτιάχνουν πιο όμορφα γυνείκελα και τα πουλάνε τα sex shops.
«Επειδή, πρέπει να ξέρετε ότι δεν είναι πράγμα που να θέλγη και σύρει περισσότερο τους ανθρώπους από την ωραιότητα» (σελ. 19).
Εμένα σίγουρα, το έχω γράψει πολλές φορές, μια από τις οποίες μου στοίχισε τη διαγραφή μου από μια φίλη. Είχα γράψει σε σχόλιο ότι εμένα δεν με ενδιαφέρει τόσο ο εσωτερικός κόσμος μιας γυναίκας όσο η ομορφιά της.
«Επόθηκε “Η ωραιότης είναι μια μία συναλλαγματική πληρωτέα επ’ όψει”» (σελ. 19).
Επόθηκε λέει ο Λασκαράτος, δεν διεκδικεί την πατρότητά της. (Γράφοντας τη λέξη «πατρότητα» συνειδητοποιώ για άλλη μια φορά τον φαλλοκρατισμό της γλώσσας. Γιατί όχι μητρότητα;).
Στην «Ιστορία μιας κάρας» ο Λασκαράτος σατιρίζει τα δήθεν άγια λείψανα.
«Η καμπάνες εσταθήκανε πάντα, για τους παπάδες, εκείνο που για τους αγνώριστους συγγραφείς είναι τα reclames στες εφημερίδες· για τα βρωμόπαιδα του δρόμου, η μεγαλήτερή τους διασκέδαση· για την κοινωνία, το φρικωδέστερό της μαρτύριο» (σελ. 50).
Διάβασα πριν μήνες ότι κάποιος κέρδισε τη μήνυση που έκανε στην τοπική ενορία, γιατί οι καμπάνες της εκκλησίας τον ξυπνούσαν πρωί πρωί.
«Του αφεντός μας όλες οι κοπέλες του ήσαν όμοιες, δεν έβλεπε διαφορά παρά στην προίκα» (σελ. 62).
Άλλοι τη θέλουν όμορφη κι άλλοι τη θέλουν να ’χει/ και άλλοι κλειουν τα μάτια τους και παίρνου όποια τους λάχει.
«Μα, Κυρία μου, η προκοπή και η αναθροφή, τα δυο διαφορετικά τούτα, δεν γένονται έτσι. Δεν είναι έργα μόνο του Σχολείου. Το Σχολείον βοηθεί και συντελεί· αλλά το κύριον μέρος, όπου φύεται και πλάθεται η αναθροφή μάλιστα, είναι η οικογένεια. Στον κόλπο της οικογενείας είναι που σχηματίζεται ο χαραχτήρας. Το παιδί, θηλυκό ή ’σερνικό, εις το παράδειγμα των γονέων του εμπνέεται όσα δια του παραδείγματος ημπορούνε να εμπνεύσουνε· αν τουλάχιστον η φύση δεν αποφάσιζε αλληώς· και με την έγνοια τους κ’ επιτήρησή τους σπουδάζει τα διδασκόμενα του Σχολείου, και μαθαίνει» (σελ. 87).
Αυτό, προς υπεράσπιση των εκπαιδευτικών που βάλλονται πανταχόθεν.
«Μα τότες ο γιατρός εταράχτηκε και- “ Εσείς, λέει, η γυναικούλες έτσι κάνετε πάντα· αν το παιδί λυτρώσει, η Παναγία το ελύτρωσε· αν ’πεθάνη, ο γιατρός το εσκότωσε! Η Παναγία λαβαίνει τα σκολαρίκια σας [ως αναθήματα], και ο γιατρός τη γλωσσοφαγιά σας…”».
Ας το αφήσουμε αυτό ασχολίαστο.
«Ο λαηνάς όπου θέλει κολλάει το χερούλι» (σελ. 112).
Παροιμίες που έχουν σβήσει, μαζί με τους σταμνάδες, οι οποίοι φτιάχνανε σταμνιά, λαήνια, πιθάρια, λεκανίδες, και άλλα, ο φίλος μου ο Γιώργης έχει γράψει σχετικά στο βιβλίο του «Κεντρί, το χωριό των σταμνάδων». Από το Κεντρί ήταν η μάνα μου, και ο παππούς μου, όπως μου λέει ο Γιώργης που ψάχνει τα αρχεία, ήταν σταμνάς πριν ξενητευτεί στην Αργεντινή, στο «Βουένος Άερ», όπως το έλεγε η γιαγιά μου η παρσωτοπούλα, πρωτανιψιά του πατριάρχη Μελέτιου Μεταξάκη.
Αλήθεια, ξέρετε όλοι που θα διαβάσετε αυτές τις γραμμές τι είναι το λαήνι;
«Είχε κάμω γνωριμιά…» (σελ. 127).
Το παραθέτω γιατί είναι γλωσσικά ενδιαφέρον.
«Είχε κάμω» αντί «είχα κάμει». Είχε, σε τρίτο πρόσωπο αντί πρώτο, και κάμω, σε πρώτο πρόσωπο αντί τρίτο. Ενδιαφέρουσα αντιστροφή.
«Κατάλαβε πως η θεολογίες όλες, μηδεμιάς εξαιρουμένης, είναι πραματείες μεγαλεμπορείων, εις τα οποία ζούνε χιλιάδες άνθρωποι· και συ γυρεύεις ναν τους τα καταστρέψης. Μα νομίζεις ότι οι άνθρωποι εκείνοι ήθελε μείνουνε απαθείς θεαταί της καταστροφής τους; Νομίζεις ότι δεν ήθελε σε θεωρήσουνε, και δεν ήθελε σε μεταχειρισθούνε ως τον μεγαλύτερόν τους εχθρόν, και δεν ήθελε επιζητήσουνε για εγδίκησή τους την εδική σου καταστροφήν; Μεταχειριζόμενοι μέσα θεμιτά και αθέμιτα, όσα ο φόβος του αφανισμού τους και η απελπισία τους ήθελε τους υπαγορεύσει; (τελευταία σελίδα).
Φοβάται, αλλά τα ψάλλει αρκετά στους παπάδες σ’ αυτά τα διηγήματα. Δεν ξεχνά ότι το 1856 τον αφόρισαν για το βιβλίο του «Τα μυστήρια της Κεφαλλονιάς».
No comments:
Post a Comment