Book review, movie criticism

Sunday, July 6, 2025

Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές

 Νικολάι Γκόγκολ, Νεκρές ψυχές (μετ. Αντώνης Μοσχοβάκης), Ηριδανός χχ, σελ. 419

 


  Αφού (ξανα)διαβάσαμε το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μπουλγκάκοφ (ξανα)διαβάσαμε και τις «Νεκρές ψυχές» του Γκόγκολ. Θα ακολουθήσουν Ντοστογιέφσκι και Τολστόι.

  Θυμάμαι τον φίλο μου τον Δημήτρη (του έχω αφιερώσει το πρώτο μου βιβλίο, «Παραψυχολογία, μύθος ή πραγματικότητα», γιατί χάρη σ’ αυτόν ασχολήθηκα με την παραψυχολογία) να μου μιλάει με ενθουσιασμό για τις «Νεκρές ψυχές». Τις διάβασα, αλλά χρόνια αργότερα, πριν 21 χρόνια, αμέσως αφού διάβασα το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα». Και, σε αντίθεση με το «Ο μαιτρ και η Μαργαρίτα» που με απογοήτευσε στη δεύτερη ανάγνωση, κάτι που δεν συνέβη με την πρώτη, οι «Νεκρές ψυχές» μου άρεσαν.

  Απολαυστικά σατιρικός ο Γκόγκολ, πολύ μου άρεσε.

  Τι τις θέλει τις νεκρές ψυχές (δουλοπαροίκων) ο Τσίτσικοφ;

  Θέλει να φαίνεται ιδιοκτήτης δουλοπάροικων, ώστε να πουλάει μούρη στην κοινωνία. Έχει να κερδίσει από αυτή την «επιχείρηση». Μια καλή νύφη θα είναι ένα από τα κέρδη του. Όμως όχι μόνο:

  «Αν αγοράσω όλους εκείνους που έχουν πεθάνει, πριν να υποβληθούν οι νέες απογραφικές καταστάσεις, κι αν, π.χ., αποκτήσω χίλιους, το Συμβούλιο Κηδεμονιών θα μου δώσει διακόσια ρούβλια για κάθε ψυχή…» (σελ. 244).

  Δεν θυμάμαι να αγόρασε ψυχή για πάνω από πέντε ρούβλια.

  Σε πολλούς από εσάς είναι γνωστή η θλιβερή μοίρα του Γκόγκολ. Κάτω από την επήρεια ενός στάρετς έκαψε τα χειρόγραφα ενός δεύτερου τόμου. Σώθηκαν όμως αποσπάσματα που αποτέλεσαν ένα δεύτερο τόμο, που βέβαια εκδίδεται μαζί με την επανέκδοση του πρώτου. Ο ίδιος αυτοκτόνησε από ασιτία, παύοντας να τρώει.

  Η αφηγηματική δομή του πρώτου τόμου είναι Α+Β+Γ+Δ… με διαδοχικές επισκέψεις σε κτηματίες της περιοχής για να αγοράσει νεκρές ψυχές. Φυσικά θα αντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα με τους ιδιοκτήτες τους, με πρώτη πρώτη την απορία τι τις θέλει.

  Με αυτές μπορεί να αγοράσει για κομμάτι γη σε μια μακρινή, άγονη περιοχή. Πρόκειται για ένα έμμεσο τρόπο επιδότησης από την κυβέρνηση για να καλλιεργηθούν άγονες περιοχές.

  Ο Γκόγκολ, «φωτογραφικά» λεπτολόγος στις προσωπογραφίες του, θα παραθέσει και το ελάχιστο χαρακτηριστικό του ήρωά του, κάνοντας το πορτραίτο του να ξεπερνάει συχνά τη μια σελίδα. Σε σελίδες εκτείνεται η προσωπογραφία του Τσίτσικοφ, που την αφήνει για το τέλος.

  Η διάκριση ανάμεσα σε συγγραφέα και αφηγητή, καθώς και ανάμεσα σε αναγνώστη και αποδέκτη της αφήγησης είναι μια εκλεπτυσμένη διάκριση της αφηγηματολογίας που ισχύει σε ελάχιστα έργα.

  «…ο συγγραφέας αγαπά την ακρίβεια στο κάθε τι και, μ’ όλο που είναι Ρώσος…» (σελ. 17). «Ο συγγραφέας οφείλει να ομολογήσει…» (σελ. 21).

  «Είχε την ευκαιρία να δει τέτοιους ανθρώπους, μάλιστα τέτοιους που ούτε συ, ούτε εγώ, φίλε αναγνώστη, θα δούμε ποτέ» (σελ. 115).

  Και ενώ ως τριτοπρόσωπος αφηγητής θα έπρεπε να είναι παντογνώστης, σαν συγγραφέας μας παρουσιάζεται με περιορισμένη γνώση. Διαβάζουμε για παράδειγμα: «Επειδή ο ίδιος [ο συγγραφέας] δεν φόρεσα ποτέ μου τέτοιο πράγμα [κασκόλ που πλέκουν οι γυναίκες για τους άντρες τους], αγνοώ ποιος παίρνει αυτή τη φροντίδα για τους ανύπαντρους» (σελ. 7).

  Θα διαβάσουμε κάμποσα τέτοια αποσπάσματα, όπως «Θαρρώ πως τέλειωσε την ημέρα του με μια μερίδα κρύο μοσχάρι…» (σελ. 10).

  Όμως να παραθέσουμε και κάποια ακόμη.

  «Όμως γρήγορα οι λιγνοί κληρονόμοι του σπαταλούν, κατά τη ρούσικη συνήθεια, την πατρική περιουσία» (σελ. 18).

  Συνήθεια που δεν είναι μόνο ρώσικη.

  «Στις συναναστροφές, αν οι παρευρισκόμενοι είναι κατώτεροί του σε βαθμό, ο Προμηθέας μένει Προμηθέας. Αν τύχει όμως και συναντηθεί με κάποιον τόσο δα ανώτερο, ο Προμηθέας μας παθαίνει μια μεταμόρφωση που ούτε ο Οβίδιος δε θα μπορούσε να την εφεύρει· γίνεται μύγα, πιο λίγο από μύγα, ένα σπειρί άμμου!» (σελ. 47).

  Δεν νομίζω να χρειάζονται σχόλια εδώ.

  «Παράσταιναν Έλληνες ήρωες, σε φυσικό μέγεθος, ζωγραφισμένους ολόσωμους· το Μιαούλη, τον Κανάρη, τον Μαυροκορδάτο… Ύστερα ερχόταν μια Ελληνίδα ηρωίδα, η Μπουμπουλίνα…» (σελ. 92-93).

  Το φιλελληνικό πνεύμα, με την επανάσταση, ήταν απλωμένο παντού.

  «Ο ρωσικός λαός έχει λέξεις που τσακίζουν κόκκαλα. Αν τύχει και δώσει ένα παρατσούκλι σε κάποιον, ο άνθρωπος αυτός θα τ’ αφήσει στους απογόνους του, θα το σέρνει μαζί του σ’ όλη του τη ζωή…» (σελ. 107).

  Και στην κοινότητά μας το ίδιο, ιδιαίτερα στην Επισκοπή. Τα παρατσούκλια πολλών είναι κληρονομικά.

  «Κάθε μέρα τριγύριζε στους δρόμους του χωριού του, κοίταζε κάτω από τα γεφύρια, μικρά και μεγάλα· και κάθε τι που έπεφτε στο μάτι του – παλιές σόλες, κουρέλια, καρφιά, σπασμένα μπουκάλια – το μάζευε και το έφερνε στο σπίτι του, στο σωρό που είχε δει ο Τσίτσικοφ σε μια γωνιά: “Να ο σκουπιδιάρης, βγήκε στη γύρα” έλεγαν οι χωρικοί καθώς τον έβλεπαν να ξεκινά για το κυνήγι του» (σελ. 116).

  Είχαμε και εμείς έναν τέτοιο στη γειτονιά, όμως εξαφανίστηκε, όμως πριν εξαφανιστεί παρέδωσε τη σκυτάλη σε έναν άλλο.

  «Αυτός είναι ικανός για τέτοια πράγματα. Ξεχνάς πως θέλησε να πουλήσει τον πατέρα του… ή μάλλον να τον παίξει στα χαρτιά;» (σελ. 187).

  Συχνά ο Γκόγκολ για να σατιρίσει δεν διστάζει να φτάσει στην υπερβολή.

  Θυμήθηκα ένα επεισόδιο σε μια ταινία (δεν θυμάμαι ποια) που «πούλησε» τη γκόμενά του σε ένα φίλο του. Όταν το έμαθε αυτή, τι να κάνει η καημένη, τον ρώτησε τι μάρκα ήταν οι μπύρες. Να ήταν τουλάχιστον ακριβή μάρκα.

  «Αν, π.χ., συνεισφέρουμε για να βοηθήσουμε τους φτωχούς, αμέσως, περήφανοι για το κατόρθωμα, προσφέρουμε στις αρχές ένα πλούσιο γεύμα που απορροφά το μισό από τις συνεισφορές· το άλλο μισό πηγαίνει για το νοίκιασμα ενός μεγαλοπρεπούς διαμερίσματος, με θέρμανση και φύλακες, όπου εγκαθίσταται η επιτροπή. Η τελευταία δεν έχει πια παρά πέντε ρούβλια, και πενήντα καπίκια να μοιράσει στους φτωχούς, που άλλωστε ούτε αυτά καταφέρνει να συμφωνήσει πως θα τα μοιράσει, επειδή το κάθε της μέλος υποστηρίζει το δικό του προστατευόμενο» (σελ. 198).

  Είπαμε, ο Γκόγκολ αρέσκεται στις υπερβολές. Εγώ πιστεύω ότι η επιτροπή θα είχε τουλάχιστον 100 ρούβλια.

  Γέλασα πολύ ξαναδιαβάζοντας τις υπογραμμίσεις μου για να παραθέσω αποσπάσματα. Όμως στο δεύτερο τόμο το χιούμορ λιγοστεύει. Αλλά θα σταχυολογήσω κι απ’ αυτόν.

  «Οι πολύ συχνές προπόσεις για την επιστήμη, τη μόρφωση, την πρόοδο, τους έκαναν τέλειους μπεκρήδες» (σελ. 276).

  Ελάχιστες οι υπογραμμίσεις μου, δεν βρήκα τίποτα αξιόλογο να παραθέσω εδώ. Απλά να πω, συνάγοντας από το τελευταίο απόσπασμα, ότι ο Τσίτσικοφ απέκτησε αυτά που ονειρευόταν (σπίτι, γυναίκα, κ.λπ) όμως τα έχασε και κατέληξε στη φυλακή. Λαδώνοντας ήλπιζε να τον αθωώσουν.

  Είδα και το ομώνυμο σήριαλ (1984) του Μιχαήλ Σβάιτσερ, πέντε επεισόδια της μιας ώρας και κάτι. Όπως και όλα τα σήριαλ, λόγω της μεγάλης διάρκειας μπορούν να μεταφέρουν ένα μυθιστόρημα αρκετά πιστά, χωρίς παραλείψεις.

  Έξυπνη επινόηση. Ο σκηνοθέτης βάζει τον Γκόγκολ να αφηγείται σε κάποιον, όπως ο Ντοστογιέφσκι τον «Παίχτη» στην Άννα Γρηγόριεβνα, το μυθιστορημά του, παρουσιάζοντάς τον κατά διαστήματα υπαγορεύει αφηγείται.

No comments: