Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη, Harvest (2024)
Από την Πέμπτη που μας πέρασε στους κινηματογράφους.
Πριν χρόνια, ο
ιρανός φίλος μου Hoji Fred
(να τον ευχαριστήσω από αυτές τις γραμμές για τη βοήθεια που μου έδωσε για
ιρανικές ταινίες) μου ζήτησε να του πω τι γνώμη έχω για το «Attenberg» της Τσαγκάρη.
Παλιά δεν είχα πάρει
τόσο στα ζεστά τον κινηματογράφο, δεν έγραφα για όλες τις ταινίες αναλυτική
κριτική, αλλά έγραφα δυο λογάκια για τις υπόλοιπες σε ένα αρχείο που του είχα
δώσει όνομα «Tenies pou ida ke den egrapsa gia aftes».
Τα λογάκια αυτά σπάνια ξεπερνούσαν τις δυο γραμμές. Επειδή μου το ζήτησε ο Hoji έκανα ανάρτηση αυτές τις
«σχεδόν δυο γραμμές».
Από αυτές συμπεραίνω
ότι η ταινία μου άρεσε. Όμως βλέπω ότι η βαθμολογία της είναι μόλις 6,2, σε
αντίθεση με το 6 που έχει το «Harvest»,
όμως επίσης χαμηλή.
Και βλέπω εδώ μια
διάσταση ανάμεσα στις γνώμες των κριτικών και του κοινού. Βλέπω στο Αθηνόραμα,
έξι κριτικοί βαθμολογούν με 3, δυο με 3,5, επίσης δυο με 2,5 και επίσης δύο με
2. Αν έλλειπε το τελευταίο 2 ο μέσος όρος της βαθμολογίας θα ήταν 3, τώρα είναι
3 παρά κάτι.
Αναρωτιέμαι ποια
αντιστοιχία υπάρχει ανάμεσα στις βαθμολογίες των κριτικών και στις βαθμολογίες
του κοινού. Θα έλεγα ότι εδώ οι βαθμολογίες αποκλίνουν.
Και πάλι θα πω για τις
προσωπικές μου προτιμήσεις.
Μου αρέσουν οι
ταινίες που έχουν αισιόδοξο τέλος. Και σ’ αυτή την ταινία δεν υπάρχει αισιόδοξο
τέλος.
Βρισκόμαστε στις απαρχές
της βιομηχανικής επανάστασης. Ο ιδιοκτήτης ξεσπιτώνει τους καημένους τους χωριάτες.
Η γη που καλλιεργούν είναι δική του ιδιοκτησία. Θα την κάνει βοσκοτόπια, και με
το μαλλί των προβάτων θα αναπτύξει μια υφαντουργική μονάδα. Το προσωρινό
αφεντικό, ξάδελφός του, είναι καλός και ανεκτικός μαζί τους. Αυτό δεν το
κατάλαβα στην αρχή, το είδα μετά, όταν ήλθε ο αδίστακτος ξάδελφός, που ήταν ο
πραγματικός ιδιοκτήτης.
Το δίδυμο αυτό μου θύμισε
ένα άλλο δίδυμο, πατέρα και γιου στη «Γη της επαγγελίας» που προβάλλεται επίσης
από την Πέμπτη που μας πέρασε. Ο πατέρας, εργοστασιάρχης, νοιάζεται για τους εργαζόμενους
στο εργοστάσιο σε αντίθεση με το γιο του που είναι αδίστακτος.
Όμως εκεί βλέπουμε τους
καημένους τους εργάτες, τους συμπαθούμε. Στην ταινία όμως της Τσαγκάρη δεν μπορούμε
να πούμε το ίδιο για τους χωριάτες. Μια πυρκαγιά αποδίδεται σε τρεις ξένους, δυο
άντρες και μια γυναίκα που ήλθαν στο χωριό. Τη γυναίκα απλά την κουρεύουν, ενώ τους
άντρες τους βάζουν σε κάτι που μοιάζει με λαιμητόμο, για μια βδομάδα
υποτίθεται. Ο ένας δεν αντέχει, πεθαίνει.
Η τακτική του
αποδιοπομπαίου τράγου.
Ο χαρτογράφος βγάζει
απλά το ψωμί του, όμως θα το πληρώσει με τη ζωή του. Και ήταν καλός άνθρωπος. Η
κατηγορία: γιατί να συνεργαστεί με τα αφεντικά;
Εξαιρετική η σκηνοθεσία
και η φωτογραφία, θυμίζει μεσαιωνικούς πίνακες που απεικονίζουν αγροτικά περιβάλλοντα,
αλλά, το έχω ξαναγράψει, για μένα πρωταρχικό είναι το στόρι. Αναρωτιέμαι αν θα
μου έκανε την ίδια εντύπωση το μυθιστόρημα του οποίου αποτελεί μεταφορά.
Τραγική φιγούρα ο αφηγητής, ένας in the middle of the road hero. Και μια
και με αυτό θυμήθηκα το «Ιστορικό μυθιστόρημα» του Λούκατς, να προσθέσω ότι η
πλοκή διαδραματίζεται κάπου στη Σκοτία. Μεγάλωσε μαζί με το αφεντικό, την ίδια
χρονιά πέθαναν οι γυναίκες τους. Είναι κι αυτός χωριάτης, όμως, με τις τελευταίες
εξελίξεις, τον βλέπουν με καχυποψία.
Εκτός από τα ωραία
πλάνα που θυμίζουν ζωγραφική η ταινία έχει άφθονο σασπένς, το οποίο μου αρέσει
και για αυτό είδα την ταινία με ενδιαφέρον.
Δεν μου άρεσε όμως το
unhappy end.
Παρουσιάζοντας η Τσαγκάρη στην ταινία τους χωριάτες γεμάτους προλήψεις και «κακούς»,
από μια άποψη, δεν θα μπορούσα να τη θεωρήσω σαν μεταφορά για σημερινά τεκταινόμενα.
Αγροίκοι αγρότες,
σκληρά αφεντικά.
Όχι, δεν θα θεωρήσω
την ταινία σαν μεταφορά, αγροίκοι εργάτες, σκληροί εργοδότες.