Καζαντζάκης
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ιεράπετρα 21ος αιών", 9-10-2025
Άφησα στη μέση την «Άννα Καρένινα» για να διαβάσω την αυτοβιογραφία μου και τα ημερολόγιά μου. Πριν πεθάνω ήθελα να τα διαβάσω. Όχι ότι ψυχανεμίζομαι το θάνατό μου, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.
Στην αυτοβιογραφία μου διαβάζω ότι την ξαναδιάβασα το 1990, τότε που ξεκίνησα να γράφω «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (ΑΛΔΕ, 1995), πράγμα που το είχα ξεχάσει. Από αυτή έγραψα σε πιο αυθεντική εκδοχή, καθότι πρόσφατη, δυο πράγματα που είχα γράψει στο τελευταίο μου βιβλίο, ανέκδοτο, και μετέφερα δυο αποσπάσματα που άρεσαν. Το ένα ήταν πάλι για τον Καζαντζάκη, το άλλο ένα ερωτικό ποίημα.
Τέλειωσα την αυτοβιογραφία μου, τώρα διαβάζω τα ημερολόγιά μου, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων γράφηκε τα χρόνια που ήμουν φοιτητής. Βρίσκω πάλι κάτι για τον Καζαντζάκη.
Τρία «ανέκδοτα» θα παραθέσω. Τα δυο πρώτα τα είχα ξεχάσει, ενώ από το τρίτο δεν θυμόμουνα το τέλος. Τα άκουσα σε μια ομιλία που έκανε ο Κίμων Φράιερ (τον συνάντησα σπίτι του αργότερα) στην Παγκρήτια Ένωση. Ημερομηνία καταγραφής είναι η 9-4-1970.
Το πρώτο.
«Καζαντζάκης: Κοίτα, δεν με νοιάζει αν σκοτωθείς με τη βέσπα που πήρες ή μ’ όποιο άλλο τρόπο θέλεις, μα κοίταξε να τελειώσεις πρώτα τη μετάφραση της “Οδύσσειας”.
Το δεύτερο.
Ο Φράιερ πηγαίνει στην Κρήτη για περιοδεία. Στο δρόμο φουρτούνα, και κατεβαίνει στ’ αμπάρι να κοιτάξει για τη βέσπα του.
-Σε παρακαλώ, δέσε τη βέσπα μου μη στραπατσαριστεί με τη φουρτούνα.
Ο ναύτης δεν δίνει σημασία.
-Ξέρεις, του λέει, είμαι καθηγητής Πανεπιστημίου.
-Ε, κι ε μπα να ’σαι, του απαντά ο ναύτης.
-Ξέρεις, έρχομαι εκ μέρους της αμερικανικής και της ελληνικής κυβέρνησης.
-Καρφί δεν μου καίγεται, λέει ο ναύτης πάλι.
-Ξέρεις, έρχομαι για να μιλήσω για την πατριώτη σου τον Καζαντζάκη.
-Υπέρ ή κατά; Τον ρωτάει αυτός ξαναμμένος.
-Υπέρ.
-Παιδιά, προσέξτε τη βέσπα του κυρίου μην πάθει το παραμικρό.
Ο Καζαντζάκης όταν το άκουσε χάρηκε σαν παιδί.
[Εδώ θα κάνω μια παρέκβαση. Γράφω πιο πάνω ότι το ακροατήριό του δεν ήταν κυρίως διανοούμενοι και άνθρωποι των γραμμάτων, αλλά απλοί κρητικοί που αγαπούσαν τον Καζαντζάκη και ήθελαν να ακούσουν γι’ αυτόν].
Το τρίτο.
Επίσης, κάτι που μ’ έκανε να νιώσω ιδιαίτερη ευχαρίστηση μια και αναφέρεται στον τόπο καταγωγής μου.
Ο Φράιερ πηγαίνει στην Γεράπετρο, όπου πέθανε η μαντάμ Ορντάνς. Στην Επισκοπή σταμάτησε. Δυο χωριανοί στο καφενείο που τον πλησίασαν τον ρώτησαν τα συνηθισμένα, από πού είναι, τι κάνει, αν είναι παντρεμένος κ.λπ. Αυτός άρχισε να τους μιλάει για τον Καζαντζάκη. Σε λίγο ο ένας από τους δυο έφυγε και σε λίγο γύρισε φέρνοντας μαζί του πεντέξι. Μετά από λίγο δυο τρεις απ’ αυτούς έφεραν καμιά δεκαριά, και ούτω καθ’ εξής, μέχρις ότου τελικά έγιναν καμιά εκατοστή.
Όταν πήγε στην Ιεράπετρα βρήκε έτοιμο τον κόσμο να τον περιμένει.
-Είσαι ο Κίμων Φράιερ και θέλουμε να μας μιλήσεις για τον Καζαντζάκη.
-Καλά, πού το ξέρετε;
-Μας τηλεφώνησαν από την Επισκοπή.
Θαυμάσια, αλησμόνητη βραδιά [Μ’ αυτά τα λόγια κλείνω την καταγραφή].
Όμως, μια και ο λόγος για τον Καζαντζάκη, να παραθέσω αυτό που διάβασα στην αυτοβιογραφία μου.
[Ο πατέρας μου διάβασε το «Φτωχούλη του Θεού» και απομνημόνευσε αποσπάσματα. Αντιγράφω]:
«Έτσι προς μεγάλη μου έκπληξη τον άκουσα προ ημερών, όταν βγάζαμε τα μπάζα απ’ το πηγάδι μας, να απαγγέλνει στους εργάτες, ενώ τρώγαμε το κολατσό μας -σαλάτα, τυρί, ελιές, ψωμί- ένα απόσπασμα απ’ τον “Φτωχούλη του Θεού”, που μια και δεν έχω το κείμενο θα το παραφράσω, ενώ αυτός το είπε αυτολεξεί.
-Τυρί, ελιές, ψωμί, τι νομίζετε ότι είναι ο παράδεισος; Γιατί εγώ αυτά που λένε οι σοφοί θεολόγοι για φτερούγες και αγγέλους δεν τα καταλαβαίνω. Και ένα ψίχουλο να πέσει κάτω σκύβω και το προσκυνώ, γιατί είναι ένα κομμάτι του παραδείσου».
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment