Nigel Barley, Ο ανυποψίαστος ανθρωπολόγος (μετ. Γιώργος Σεφερλής), Αιώρα 2005, σελ. 308
Ο ανυποψίαστος ανθρωπολόγος είναι το πρώτο βιβλίο του Nigel Barley (1947-), και αναφέρεται στις περιπέτειες που πέρασε κάνοντας ανθρωπολογική έρευνα πεδίου στους Ντοουάγιο του Καμερούν, αφού είχε ήδη αποκτήσει το διδακτορικό του στην κοινωνική ανθρωπολογία. Όπως διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια, έχουν ακολουθήσει άλλα 11 βιβλία.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με ξέφρενο χιούμορ, πράγμα που κάνει την ανάγνωσή του ιδιαίτερα απολαυστική. Όμως, με το να υποψιάζει τους ανυποψίαστους, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για κάθε κοινωνικό ανθρωπολόγο που θα είχε διάθεση να κάνει επιτόπια έρευνα, πράγμα καταστροφικό. Ευτυχώς η κατάσταση σώζεται (εν μέρει) με την τελευταία πρόταση του βιβλίου: «…έξι μήνες αργότερα ξαναγύρισα στη χώρα των Ντοουάγιο». Τελικά δεν έβαλε μυαλό.
Προβλήματα με τη γραφειοκρατία, με την πανίδα και τη χλωρίδα της χώρας των Ντοουάγιο (τα ποντίκια ήταν το λιγότερο), με αρρώστιες (δυο φορές ηπατίτιδα), με ατυχήματα με το αυτοκίνητό του, αποτελούν μόνο ένα μικρό μέρος από τα προβλήματα που αντιμετώπισε. Και δεν φάνηκε να τα υπομένει με τη γενναιότητα που υποδηλώνει η εκ των υστέρων χιουμοριστική πραγμάτευσή τους, μια και, όπως λέει, η κατάθλιψη ήταν συχνός συνοδός του. Τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην Αγγλία, αν και ελαφρύτερος, όπως ομολογεί, κατά είκοσι κιλά.
Διαβάζοντας το βιβλίο αυτό έκανα μια ακόμη διαπίστωση, και διατρανώθηκε μια ακόμη πεποίθησή μου. Η διαπίστωση είναι πως όσο πιο καθυστερημένη είναι μια κοινωνία, τόσο πιο πολύ νοιώθει να απειλείται από εξωτερικές δυνάμεις (μάγους, πνεύματα, προγόνους), και όσο πιο ανασφαλής νοιώθει τόσο μεγαλύτερη έχει την ανάγκη της πρόγνωσης μέσω της μαντείας. Όσο για την πεποίθηση, είναι ότι δεν πρέπει να αφήνεται ελεύθερη μια κουλτούρα όταν ασκεί βάρβαρες πρακτικές. Πολύ καλά έκαναν οι αρχές του Καμερούν και απαγόρευσαν την ανθρωποκτονία που συνόδευε παλιά μια τελετουργία στους Ντοουάγιο. Πολύ καλά κάνουν όσες αφρικανικές χώρες απαγορεύουν την κλειτοριδεκτομή. Πολύ καλά κάνω κι εγώ και υποστηρίζω την εκστρατεία κατά του λιθοβολισμού στο Ιράν.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι εκπολιτίζοντες δυτικοί είναι πάντοτε σωτήρες. Εδώ διαβάζω ένα ακόμη παράδειγμα των ολέθριων αποτελεσμάτων που είχε στη ζωή των Ντοουάγιο η μονοκαλλιέργεια που κάποια εποχή τους οδήγησε στα πρόθυρα του λιμού, καθώς έπαψαν να καλλιεργούν προϊόντα για αυτοκατανάλωση. Και βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση υπήρχαν οι καλές προθέσεις. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που οι προθέσεις δεν είναι καθόλου καλές. Διαβάζουμε: «Τα βραζιλιάνικα (ιεραποστολικά) τάγματα στον Αμαζόνιο κατηγορούνται για εμπόριο σκλάβων και σωματεμπορία ανηλίκων, για υπεξαίρεση εδαφών και εκφοβισμό των ιθαγενών με χρήση βίας και απειλές για το πυρ το εξώτερον. Οι ιεραποστολές καταστρέφουν τους παραδοσιακούς πολιτισμούς και τον αυτοσεβασμό των ανθρώπων, υποβιβάζοντας διάφορους λαούς ανά τον κόσμο σε ανήμπορους σαστισμένους κρετίνους που ζουν με ελεημοσύνες, υποδουλωμένοι οικονομικά και πολιτισμικά στη Δύση» (σελ. 41).
Διαβάζουμε: «Αργότερα έμαθα ότι τα κονδύλια για την επισκευή του (δρόμου) είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Ο sous-préfet είχε αγοράσει περίπου την ίδια εποχή ένα μεγάλο αμερικάνικο αυτοκίνητο» (σελ. 51). Οι αφρικανοί ξεφορτώθηκαν τους αποικιοκράτες για να πέσουν στα νύχια των δικών τους αξιωματούχων.
Διαβάζουμε: (Η γλώσσα των Ντουουάγιο) είναι γλώσσα τονική, δηλαδή ο τόνος στον οποίο εκφέρεται μια λέξη επηρεάζει καθοριστικά το νόημά της. Πολλές είναι οι αφρικανικές γλώσσες που έχουν δύο διαφορετικούς τόνους. Οι Ντοουάγιο έχουν τέσσερις» (σελ. 81-81). Κοίτα να δεις, και εγώ που νόμιζα πως τέσσερις τόνους έχουν μόνο τα κινέζικα.
«Ο μέσος Ντοουάγιο, όταν ακούει κάποιον να μιλάει, κοιτάζει σκυθρωπά το πάτωμα, κουνιέται μπρος-πίσω και μουρμουρίζει «Ναι», «Σωστά» ή «Έτσι είναι» κάθε πέντε δευτερόλεπτα περίπου» (σελ. 106). Αν εξαιρέσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που αποτελούν ένα χιουμοριστικό εφέ υπερβολής, αυτό αποτελεί μια καταπληκτική εκδήλωση της φατικής λειτουργίας της γλώσσας, που ο Roman Jakobson δεν θα την είχε ασφαλώς υπόψη του.
Οι Ντοουάγιο κάνουν περιτομή, και ένα ολόκληρο συμβολικό σύστημα εξαρτάται από αυτή την πρακτική. Όπως και οι μουσουλμάνοι, αγοράζουν τις γυναίκες τους, και όχι μόνο τέσσερις. Ο αρχηγός είχε δεκατρείς. Δεν παραλείπουν να τις ξυλοφορτώνουν, και αυτές συχνά τους εγκαταλείπουν. Ακάθαρτα επαγγέλματα θεωρούνται το επάγγελμα του σιδηρουργού, του κουρέα, του νεκροθάφτη, του υπεύθυνου της περιτομής και του θεραπευτή. Ιδιαίτερα «οι σιδηρουργοί αποτελούν ξεχωριστή ομάδα και οι επαφές μαζί τους διέπονται από αυστηρούς κανόνες. Δεν επιτρέπεται να παντρεύονται με άλλους Ντοουάγιο, να τρώνε και να αντλούν νερό μαζί τους ούτε να μπαίνουν στα σπίτια τους. Είναι ενοχλητικοί γιατί κάνουν θόρυβο, μυρίζουν άσχημα και μιλάνε πολύ παράξενα» (σελ. 55). Η μαγεία και οι πρόγονοι αποτελούν σταθερές αιτίες πρόκλησης ασθενειών, που θεραπεύονται πάλι με τη μαγεία. Ο βροχοποιός έχει μια περίοπτη θέση ανάμεσά στους Ντοουάγιο. Κάποια πετράδια έχουν μαγικές ιδιότητες, όπως την ικανότητα να προκαλούν αρρώστιες. Έτσι, για να αποφύγουν κάποιοι την αρρώστια, πληρώνουν τους κατόχους αυτών των πετραδιών για να μην τους την προκαλέσουν. «Ο τρόπος που έπεφταν τα σπαρτά μαρτυρούσε καλό ή κακό οιωνό για το μέλλον, ο τρόπος που οι φούντες άγγιζαν τον αστράγαλο κάποιου προμήνυαν εκείνο ή το άλλο. Υπήρχε μεγάλος φόβος πως τα μάγια θα τους έκλεβαν τη σοδειά ακόμη και την τελευταία στιγμή, ή πως θα της στερούσαν την «καλοσύνη» της, με αποτέλεσμα να τρώει κάποιος κεχρί με την καρδιά του και παρ’ όλα αυτά να μένει πεινασμένος» (σελ. 226). Επίσης οι Ντουάγιο έχουν μια αμυδρή αίσθηση του χρόνου. «Οι ηλικιωμένοι λογαριάζουν σε μέρες ξεκινώντας από το παρόν» (σελ. 125).
Υπάρχουν και άλλα ενδιαφέρονται που θα μπορούσα να παραθέσω, όμως θα περιοριστώ να σας συστήσω να αγοράσετε αυτό το βιβλίο. Ακόμη και αν δεν έχετε κανένα ενδιαφέρον για την ανθρωπολογία θα αποζημιωθείτε με το χιούμορ του.
Book review, movie criticism
Thursday, March 31, 2011
Monday, March 28, 2011
Μπάμπη Δερμιτζάκη, Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας
Βιβλιοκριτική του βιβλίου μου από τον Φώτη Τερζάκη, δημοσιευμένη στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας, Σάββατο 26 Μαρτίου 2011
Sunday, March 27, 2011
Γιάννης Φιλιππίδης, Κρατάς μυστικό;
Γιάννης Φιλιππίδης, Κρατάς μυστικό; Άνεμος εκδοτική, 2011
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο ιστορίες με δυο γυναίκες, μια απατημένη και μια αγαπημένη
Το «Κρατάς μυστικό;» είναι το τέταρτο βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη. Τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (2006) και «Ο εραστής, η μέλισσα, κι ένα μικρούλη αχ» (2008) εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Άγκυρα, ενώ οι οκτώ ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο «Μα το ψάρι είναι φρούτο;» και το μυθιστόρημα «Κρατάς μυστικό;» εκδόθηκαν φέτος από την Άνεμος εκδοτική. Ο Φιλιππίδης Ξεκίνησε από το χώρο του θεάτρου ως ηθοποιός, για να καταλήξει στη λογοτεχνία.
Τις ιστορίες δυο ζευγαριών παρακολουθούμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα, σε μια παράλληλη αφήγηση. Δυο ιστορίες που απέχουν μεταξύ τους μια εικοσιπενταετία, όμως δίνονται εναλλάξ, όπως στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι. Η κύρια ιστορία έχει το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, ενώ η δευτερεύουσα το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος (ξέρουμε με προσήμανση ότι η Αλεξάνδρα θα εγκαταλειφθεί στο τέλος από τον σύζυγό της). Η κύρια ιστορία, με πρωταγωνιστές την Άννα και τον Μάρκο, ξεκινάει το 1994 και τελειώνει το 1996. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, με τραγικό τέλος. Η δεύτερη, που ξεκινάει κάπου 25 χρόνια νωρίτερα, είναι η ιστορία της μητέρας της Άννας, της Αλεξάνδρας, και του πατέρα της, του Αντώνη. Περιγράφει την απελπισία μιας παντρεμένης γυναίκας που βρίσκεται δίπλα σε έναν άντρα που συνεχώς την απατά, για να την εγκαταλείψει στο τέλος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχει να αντιμετωπίσει ένα οφθαλμολογικό πρόβλημα, κληρονομικό, που την οδηγεί σε σταδιακή τύφλωση. Πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ, όταν διαπιστώνει το πρόβλημά της, παραιτείται με αξιοπρέπεια από την τράπεζα όπου εργάζεται, μια και η απώλεια της όρασής της δεν έχει προχωρήσει τόσο ώστε να μπορεί να διεκδικήσει αναπηρική σύνταξη, και κάνει δουλειές του ποδαριού, συνήθως την καθαρίστρια.
Μεγάλο βάρος έπεσε στις πλάτες τις μικρούλας Αννούλας. Οι δυο γυναίκες πρέπει να εξασφαλισθούν οικονομικά. Έτσι παίρνει μεγάλες αποφάσεις. Αποφασίζει όχι απλά να κλέβει, μια και τα προϊόντα κλοπής συνήθως αποφέρουν μέτρια κέρδη και ελάχιστα μετρητά, αλλά καταστήματα και τράπεζες. Τα λεφτά που καταφτάνουν στο σπίτι τα στέλνει δήθεν ο γεμάτος τύψεις πατέρας από την Αμερική. Ένα μεγάλο μέρος δίνεται και σε ελεημοσύνες. Μοναχική λύκαινα η ηρωίδα (δουλεύει πάντα μόνη), είναι σαν ένας θηλυκός Ρομπέν των Δασών.
Σε μια τέτοια επιχείρηση παρά λίγο να συλληφθεί από τον Μάρκο, που εργαζόταν ως σεκιουριτάς στην τράπεζα που πήγε να ληστέψει. Ο Μάρκος θα δικαιολογηθεί στα αφεντικά του πως δεν την πρόφτασε, ενώ θα έχουν δώσει εν τω μεταξύ ραντεβού. Από αυτό το ραντεβού θα ξεκινήσει το ειδύλλιο.
Η ιστορία μου θύμισε το «Χρόνια πολλά γλυκιά μου» της Μάρως Βαμβουνάκη, που η ηρωίδα ερωτεύεται τον απαγωγέα της. Αυτή πήρε σαν πρότυπο την Πατρίτσια Χιρστ και τους Weathermen, μια επαναστατική οργάνωση που έδρασε στην Αμερική για σύντομο χρονικό διάστημα στη δεκαετία του ‘60. Δεν ξέρω αν ο Φιλιππίδης είχε κάποιο πραγματικό περιστατικό υπόψη του και το χρησιμοποίησε.
Οι ιστορίες εναλλάσσονται. Συχνά η εναλλαγή γίνεται με έξυπνο συνδετικό τρόπο, όπως για παράδειγμα σε ένα κεφάλαιο από την ιστορία της Αλεξάνδρας που τελειώνει με τον Αντώνη να παίρνει ένα κομμάτι σοκολάτας από το χέρι της κόρης του, ενώ το επόμενο κεφάλαιο, από την ιστορία της Άννας αρχίζει με την περίοδο: «Εκείνος έφαγε αργά το κομμάτι της σοκολάτας που του είχε προσφέρει» (σελ. 217).
Στο αφηγηματικό μέρος ο Φιλιππίδης είναι αισθηματικά λυρικός, κυρίως στις ημερολογιακές σημειώσεις της Άννας, ενώ οι διάλογοί του έχουν μια νατουραλιστική αμεσότητα. Από τα ωραιότερα κομμάτια του έργου είναι το τέλος, όπου περιγράφεται ο θάνατος της Άννας (η ποιητική δικαιοσύνη είναι μια νόμιμη αφηγηματική αναμονή) μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψει μια τράπεζα. Ο Μάρκος δεν είχε καταφέρει να την μεταπείσει να σταματήσει αυτό το επικίνδυνο σπορ.
«Μόνη η Άννα, είκοσι έξι, κόκκινο ήτανε το φανάρι κι αυτό ήτανε το τέλος, απλά το τέλος. Κανένας δεν πλησίαζε να βοηθήσει κι έμεινε χωρίς ανάσα, τέλειωνε ο αέρας κι ο πόνος έφερνε λιγοθυμία. Έφερε το χέρι στην κοιλιά και στο νου της, αυτό που κουβαλούσε μέσα της ενάμιση μήνα τώρα. Τι κρίμα, έσβηνε κι αυτό παρέα με κείνη, θα το ‘παιρνε μαζί της όπου πήγαινε, αν πήγαινε οπουδήποτε δηλαδή μετά από ‘δω» (σελ. 387).
Στην βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο της Χριστίνας Καμπά «Κράτα με στα χείλη σου» γράψαμε τα παρακάτω:
«Στη ζωή οι ματαιώσεις είναι δύο ειδών: οι ματαιώσεις που έρχονται σαν αδήριτη συνέπεια συνθηκών ζωής, λαθεμένων υπολογισμών και εκτιμήσεων, αλλά και πιέσεων να ακολουθήσουμε δρόμους για τους οποίους δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, και οι ματαιώσεις που έρχονται με την μορφή του τυχαίου. Στη νουβέλα αυτή βλέπουμε τον έρωτα ματαιωμένο και με τους δυο τρόπους». Μια ανάλογη επισήμανση κάναμε και για τη νουβέλα του Αλέξανδρου Βαλαβάνη «Για όσο κρατήσει». Την ίδια επισήμανση κάνουμε και εδώ. Έχουμε δυο έρωτες με ημερομηνία λήξης. Στην πρώτη περίπτωση η λήξη οφείλεται στον ψυχισμό του συντρόφου, του ανικανοποίητου δον Ζουάν. Στη δεύτερη, σε ένα τροχαίο. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση το τροχαίο ήταν το τυχαίο μέσω του οποίου εκφράστηκε μια αναγκαιότητα: Η Άννα ήταν αδύνατο να ξεφεύγει για πάντα. Είναι όπως λέει η παροιμία «πάει το σταμνί στη βρύση, μια από τις πολλές δεν θα γυρίσει». Και 14 χρόνια που κράτησε, πολύ κράτησε.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με την Αλεξάνδρα μισότυφλη και μόνη, και τον Μάρκο να την επισκέπτεται συχνά, προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο της και το δικό του πόνο.
Τολμηρά επινοητικός στο στόρι καθώς και στην αφήγηση, ο Φιλιππίδης είναι ένας ικανός πεζογράφος. Πολυγραφότατος (ένα βιβλίο κάθε δυο χρόνια) πιστεύουμε πως θα κάνει μια μακρά διαδρομή στα ελληνικά γράμματα.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο ιστορίες με δυο γυναίκες, μια απατημένη και μια αγαπημένη
Το «Κρατάς μυστικό;» είναι το τέταρτο βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη. Τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (2006) και «Ο εραστής, η μέλισσα, κι ένα μικρούλη αχ» (2008) εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Άγκυρα, ενώ οι οκτώ ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο «Μα το ψάρι είναι φρούτο;» και το μυθιστόρημα «Κρατάς μυστικό;» εκδόθηκαν φέτος από την Άνεμος εκδοτική. Ο Φιλιππίδης Ξεκίνησε από το χώρο του θεάτρου ως ηθοποιός, για να καταλήξει στη λογοτεχνία.
Τις ιστορίες δυο ζευγαριών παρακολουθούμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα, σε μια παράλληλη αφήγηση. Δυο ιστορίες που απέχουν μεταξύ τους μια εικοσιπενταετία, όμως δίνονται εναλλάξ, όπως στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι. Η κύρια ιστορία έχει το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, ενώ η δευτερεύουσα το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος (ξέρουμε με προσήμανση ότι η Αλεξάνδρα θα εγκαταλειφθεί στο τέλος από τον σύζυγό της). Η κύρια ιστορία, με πρωταγωνιστές την Άννα και τον Μάρκο, ξεκινάει το 1994 και τελειώνει το 1996. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, με τραγικό τέλος. Η δεύτερη, που ξεκινάει κάπου 25 χρόνια νωρίτερα, είναι η ιστορία της μητέρας της Άννας, της Αλεξάνδρας, και του πατέρα της, του Αντώνη. Περιγράφει την απελπισία μιας παντρεμένης γυναίκας που βρίσκεται δίπλα σε έναν άντρα που συνεχώς την απατά, για να την εγκαταλείψει στο τέλος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχει να αντιμετωπίσει ένα οφθαλμολογικό πρόβλημα, κληρονομικό, που την οδηγεί σε σταδιακή τύφλωση. Πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ, όταν διαπιστώνει το πρόβλημά της, παραιτείται με αξιοπρέπεια από την τράπεζα όπου εργάζεται, μια και η απώλεια της όρασής της δεν έχει προχωρήσει τόσο ώστε να μπορεί να διεκδικήσει αναπηρική σύνταξη, και κάνει δουλειές του ποδαριού, συνήθως την καθαρίστρια.
Μεγάλο βάρος έπεσε στις πλάτες τις μικρούλας Αννούλας. Οι δυο γυναίκες πρέπει να εξασφαλισθούν οικονομικά. Έτσι παίρνει μεγάλες αποφάσεις. Αποφασίζει όχι απλά να κλέβει, μια και τα προϊόντα κλοπής συνήθως αποφέρουν μέτρια κέρδη και ελάχιστα μετρητά, αλλά καταστήματα και τράπεζες. Τα λεφτά που καταφτάνουν στο σπίτι τα στέλνει δήθεν ο γεμάτος τύψεις πατέρας από την Αμερική. Ένα μεγάλο μέρος δίνεται και σε ελεημοσύνες. Μοναχική λύκαινα η ηρωίδα (δουλεύει πάντα μόνη), είναι σαν ένας θηλυκός Ρομπέν των Δασών.
Σε μια τέτοια επιχείρηση παρά λίγο να συλληφθεί από τον Μάρκο, που εργαζόταν ως σεκιουριτάς στην τράπεζα που πήγε να ληστέψει. Ο Μάρκος θα δικαιολογηθεί στα αφεντικά του πως δεν την πρόφτασε, ενώ θα έχουν δώσει εν τω μεταξύ ραντεβού. Από αυτό το ραντεβού θα ξεκινήσει το ειδύλλιο.
Η ιστορία μου θύμισε το «Χρόνια πολλά γλυκιά μου» της Μάρως Βαμβουνάκη, που η ηρωίδα ερωτεύεται τον απαγωγέα της. Αυτή πήρε σαν πρότυπο την Πατρίτσια Χιρστ και τους Weathermen, μια επαναστατική οργάνωση που έδρασε στην Αμερική για σύντομο χρονικό διάστημα στη δεκαετία του ‘60. Δεν ξέρω αν ο Φιλιππίδης είχε κάποιο πραγματικό περιστατικό υπόψη του και το χρησιμοποίησε.
Οι ιστορίες εναλλάσσονται. Συχνά η εναλλαγή γίνεται με έξυπνο συνδετικό τρόπο, όπως για παράδειγμα σε ένα κεφάλαιο από την ιστορία της Αλεξάνδρας που τελειώνει με τον Αντώνη να παίρνει ένα κομμάτι σοκολάτας από το χέρι της κόρης του, ενώ το επόμενο κεφάλαιο, από την ιστορία της Άννας αρχίζει με την περίοδο: «Εκείνος έφαγε αργά το κομμάτι της σοκολάτας που του είχε προσφέρει» (σελ. 217).
Στο αφηγηματικό μέρος ο Φιλιππίδης είναι αισθηματικά λυρικός, κυρίως στις ημερολογιακές σημειώσεις της Άννας, ενώ οι διάλογοί του έχουν μια νατουραλιστική αμεσότητα. Από τα ωραιότερα κομμάτια του έργου είναι το τέλος, όπου περιγράφεται ο θάνατος της Άννας (η ποιητική δικαιοσύνη είναι μια νόμιμη αφηγηματική αναμονή) μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψει μια τράπεζα. Ο Μάρκος δεν είχε καταφέρει να την μεταπείσει να σταματήσει αυτό το επικίνδυνο σπορ.
«Μόνη η Άννα, είκοσι έξι, κόκκινο ήτανε το φανάρι κι αυτό ήτανε το τέλος, απλά το τέλος. Κανένας δεν πλησίαζε να βοηθήσει κι έμεινε χωρίς ανάσα, τέλειωνε ο αέρας κι ο πόνος έφερνε λιγοθυμία. Έφερε το χέρι στην κοιλιά και στο νου της, αυτό που κουβαλούσε μέσα της ενάμιση μήνα τώρα. Τι κρίμα, έσβηνε κι αυτό παρέα με κείνη, θα το ‘παιρνε μαζί της όπου πήγαινε, αν πήγαινε οπουδήποτε δηλαδή μετά από ‘δω» (σελ. 387).
Στην βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο της Χριστίνας Καμπά «Κράτα με στα χείλη σου» γράψαμε τα παρακάτω:
«Στη ζωή οι ματαιώσεις είναι δύο ειδών: οι ματαιώσεις που έρχονται σαν αδήριτη συνέπεια συνθηκών ζωής, λαθεμένων υπολογισμών και εκτιμήσεων, αλλά και πιέσεων να ακολουθήσουμε δρόμους για τους οποίους δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, και οι ματαιώσεις που έρχονται με την μορφή του τυχαίου. Στη νουβέλα αυτή βλέπουμε τον έρωτα ματαιωμένο και με τους δυο τρόπους». Μια ανάλογη επισήμανση κάναμε και για τη νουβέλα του Αλέξανδρου Βαλαβάνη «Για όσο κρατήσει». Την ίδια επισήμανση κάνουμε και εδώ. Έχουμε δυο έρωτες με ημερομηνία λήξης. Στην πρώτη περίπτωση η λήξη οφείλεται στον ψυχισμό του συντρόφου, του ανικανοποίητου δον Ζουάν. Στη δεύτερη, σε ένα τροχαίο. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση το τροχαίο ήταν το τυχαίο μέσω του οποίου εκφράστηκε μια αναγκαιότητα: Η Άννα ήταν αδύνατο να ξεφεύγει για πάντα. Είναι όπως λέει η παροιμία «πάει το σταμνί στη βρύση, μια από τις πολλές δεν θα γυρίσει». Και 14 χρόνια που κράτησε, πολύ κράτησε.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με την Αλεξάνδρα μισότυφλη και μόνη, και τον Μάρκο να την επισκέπτεται συχνά, προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο της και το δικό του πόνο.
Τολμηρά επινοητικός στο στόρι καθώς και στην αφήγηση, ο Φιλιππίδης είναι ένας ικανός πεζογράφος. Πολυγραφότατος (ένα βιβλίο κάθε δυο χρόνια) πιστεύουμε πως θα κάνει μια μακρά διαδρομή στα ελληνικά γράμματα.
Saturday, March 26, 2011
Edward D. Said, Οριενταλισμός
Edward D. Said, Οριενταλισμός (μετ.
Φώτης Τερζάκης), Νεφέλη 1996, σελ. 426
Αφιερωμένη στο Φώτη Τερζάκη
Τον «Οριενταλισμό»
τον διάβασα το καλοκαίρι του 2006. Συγκεκριμένα τον τέλειωσα στις 26-8-2006
(έχω τη συνήθεια όταν διαβάζω ένα βιβλίο, να γράφω στην τελευταία σελίδα τη
μέρα που το τέλειωσα). Ήθελα να γράψω μια βιβλιοκριτική γι αυτόν, όμως το
γεγονός ότι ήταν ένα παλιό βιβλίο έκανε απίθανη τη δημοσίευσή της σε
οποιοδήποτε έντυπο. Και blog
δεν είχα ακόμη. Το ξεκίνησα, χάρις στη Σταυρούλα Σκαλίδη, στις 29-11-2006. Το
να γράψω για αυτό το βιβλίο, αφού έφτιαξα το blog, ήταν για μένα μια εκκρεμότητα που όλο την ανέβαλα. Επίσης
το να γράψω μετά από καιρό αφού είχα διαβάσει το βιβλίο θα ήταν λίγο δύσκολο.
Όμως ήξερα γενικά τι θα έγραφα, και είχα υπογραμμίσει αρκετά σημεία, τα οποία
κάθισα και διάβασα σήμερα το πρωί. Σήμερα, 25η Μαρτίου, εθνική και
θρησκευτική γιορτή και αργία –χρόνια πολλά στους Βαγγέληδες και τις Ευαγγελίες-αποφάσισα
επί τέλους να γράψω γι αυτό το βιβλίο.
Πριν ξεκινήσω όμως
θα ήθελα να ξαναγράψω για τις «Ρίζες της σύμπτωσης» που φαίνονται να με
καταδιώκουν. Βρισκόμουν κάπου στη μέση του βιβλίου και σκέφτηκα να κοιτάξω
ποιος είναι ο μεταφραστής. Και διαπίστωσα με έκπληξη ότι είναι ο Φώτης ο
Τερζάκης, αγαπητός φίλος, για χρόνια μέλος και αυτός στην ομάδα κοινωνικής
ανθρωπολογίας που συμμετέχω, που βρίσκεται υπό την καθοδήγηση του Σωτήρη
Δημητρίου (όχι του λογοτέχνη, αλλά του κοινωνικού ανθρωπολόγου και θεωρητικού
του κινηματογράφου). Βέβαια όταν το διάβασα ήξερα ποιος το είχε μεταφράσει,
αλλά μετά από τόσα χρόνια το ξέχασα.
Και η σύμπτωση:
έμαθα ότι αύριο (δηλαδή σήμερα που αναρτάται η βιβλιοκριτική) η Ελευθεροτυπία
στο ένθετό της θα δημοσιεύσει μια εκτενή βιβλιοκριτική του Φώτη για το βιβλίο
μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας», για την οποία άλλωστε με
είχε ενημερώσει ο ίδιος εδώ και αρκετό καιρό (Τη διάβασα, μου άρεσε πολύ, Φώτη
σε ευχαριστώ και από αυτές τις γραμμές). Τι θαυμάσια ευκαιρία λοιπόν να
αναρτήσω αύριο τη βιβλιοκριτική αυτή που γράφω σήμερα αφιερώνοντάς του την. Όσο
για τη δική του, θα την αναρτήσω όταν θα υπάρξει το κείμενο ηλεκτρονικά. Ελπίζω
δηλαδή να υπάρξει, αλλιώς θα τη σκανάρω (παρεμπιπτόντως, να μια λέξη που δεν
ξέρω αν έχει αποδοθεί ελληνικά).
Είχα σημειώσει σε
μια τελευταία κενή σελίδα τι περίπου θα έγραφα, με την υπόδειξη να ξεκινήσω από
τη σελίδα 328 του βιβλίου.
Και πρώτα πρώτα από μια
περίοδο που συνοψίζει και το περιεχόμενο του βιβλίου: «..όπως αυτό το βιβλίο
προσπάθησε να δείξει, το Ισλάμ έχει όντως παρερμηνευθεί από τη Δύση». Και πού
το στηρίζει αυτό ο Said;
Σε ένα γνωσιολογικό θέμα, ή καλύτερα σε έναν φιλοσοφικό αγνωστικισμό, που τον
διατυπώνει στη συνέχεια ως εξής: «-το πραγματικό ζήτημα είναι αν όντως μπορεί
να υπάρξει αληθινή αναπαράσταση του οποιουδήποτε πράγματος, ή αν οποιαδήποτε
αναπαράσταση, ακριβώς επειδή είναι αναπαράσταση, είναι ριζωμένη κατ’ αρχήν στη
γλώσσα κι εν συνεχεία στην κουλτούρα, στους θεσμούς και στο πολιτικό περιβάλλον
αυτού που τη διενεργεί. Αν η τελευταία πρόταση είναι αληθινή (όπως όντως
πιστεύω ότι είναι), τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το γεγονός ότι
μια αναπαράσταση είναι εξ ορισμού εμπλεγμένη, ενσφηνωμένη, συνυφασμένη,
διαπλεγμένη με ένα σωρό πράγματα παράλληλα με την ‘αλήθεια’ η οποία είναι και η
ίδια μια αναπαράσταση». Και στην επόμενη σελίδα: «Οι αναπαραστάσεις είναι
μορφοποιήσεις, ή, όπως έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ για όλα τα ενεργήματα της γλώσσας,
είναι παραμορφώσεις. Η Ανατολή ως αναπαράσταση στην Ευρώπη είναι μορφοποιημένη
– ή παραμορφωμένη-…». Σωστή η θέση, όμως αν ακολουθούσαμε ένα νέο-θετικισμό θα
έπρεπε να εγκαταλείψουμε κάθε προσπάθεια για κατάκτηση της αλήθειας, αφού αυτή
είναι αναπαράσταση, και συνεπώς παραμόρφωση. Όμως ο νέο-θετικισμός δεν έχει
θέση στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Μπορεί η αλήθεια να είναι μια αναπαράσταση,
μπορεί το καθαυτό, η ουσία ενός πράγματος, να είναι a priori ασύλληπτη,
όμως υπάρχουν αναπαραστάσεις περισσότερο ή λιγότερο ευκρινείς, όπως η
φωτογραφία ενός ανθρώπου που πάρθηκε από μια κάμερα υψηλής ανάλυσης σε σύγκριση
με μια άλλη φωτογραφία του που πάρθηκε από ένα gadget (έτσι χαρακτηριζόταν η πρώτη
ψηφιακή μηχανή που αγόρασα - 30 χιλιάρικα, δεν μπορούσα να διαθέσω περισσότερα
- τέλη του 2000, με την οποία έβγαλα φωτογραφίες σε ένα συνέδριο που πήγα στο
Κάιρο. Το περισσότερο που μπορώ να πω για αυτές είναι ότι τουλάχιστον
αναγνωριζόταν τα πρόσωπα). Παρεμπιπτόντως
η Imagologie μελετάει ακριβώς αυτό, την εικόνα και τα στερεότυπα που
διαμορφώνουμε για διάφορους λαούς, στη βάση ποιων παραγόντων γίνεται αυτή η
διαμόρφωση, τι «παραμορφώσεις» δημιουργούνται, κ.λπ.
Η πρώτη έκδοση του
βιβλίου έγινε το 1978. Από τότε, με τις εξελίξεις που συντελέστηκαν στον
Ισλαμικό κόσμο, μπορούμε να πούμε ότι το Ισλάμ δεν είχε παρερμηνευτεί από τη
Δύση, τουλάχιστον στο βαθμό που νόμιζε ο Said.
Μια ακόμη
παρατήρηση. Ο Said γράφει ότι ο Οριενταλισμός (όρος, παρεμπιπτόντως, που σπάνια
απαντάται σήμερα) τράφηκε από κείμενα συγγραφέων όπως ο Φλωμπέρ, ο Νερβάλ, ο Ρενάν
κ.ά. Σήμερα η εικόνα που τρέφει ο πολύς κόσμος για το Ισλάμ δεν προέρχεται τόσο
από σχετικές αναλύσεις - έστω και από τις στήλες εφημερίδων- για τα
τεκταινόμενα στις ισλαμικές χώρες, όσο από τα δημοσιογραφικά ρεπορτάζ και προ
παντός από τις εικόνες στην τηλεόραση. Προπαγάνδα βέβαια μπορεί να υπάρχει. Μια
ψευδής είδηση, για παράδειγμα ότι οι Ταλιμπάν ανατίναξαν το επτακοσιοστό
σχολείο θηλέων στο Αφγανιστάν ενώ στην πραγματικότητα είναι μόνο το
τριακοσιοστό, δίνει παρ’ ολ’ αυτά μια εικόνα για το Ισλάμ στην ακραία εκδοχή
του. Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός σήκωσε κεφάλι αφού το βιβλίο του Said είχε
ήδη εκδοθεί.
Υπάρχει και μια άλλη
διάψευση, εντελώς πρόσφατη. Διαβάζουμε:
«οι επαναστατικές
αναταραχές στους Άραβες έχουν το βάρος που έχει το σήκωμα μιας καμήλας, αξίζουν
τόση προσοχή όση τα φληναφήματα λίγων αγροίκων. Όλη η κανονική οριενταλική
φιλολογία θα είναι για τους ίδιους ιδεολογικούς λόγους ανίκανη να εξηγήσει ή να
προβλέψει έστω και μία από τις μεγάλες επαναστατικές αναταραχές στον αραβικό
κόσμο του εικοστού αιώνα» (σελ. 380).
Του εικοστού πρώτου
όμως;
Ίσως να μην μπορούν
να εξηγήσουν, πολύ περισσότερο να προβλέψουν, όμως δεν είναι καθόλου αδιάφοροι.
Τα τελευταία γεγονότα στη Λιβύη το αποδεικνύουν.
Ο Said (1935-2003) είναι η αντικατοπτρική
εικόνα του Νόαμ Τσόμσκι. Παλαιστίνιος ο ένας, Εβραίος ο άλλος, μοίρασαν το
χρόνο τους (ο Τσόμσκι, ζωή να ’χει, τον μοιράζει ακόμη) ανάμεσα στην πολιτική
και την επιστήμη. Ο ένας θεωρητικός της λογοτεχνίας, ό άλλος γλωσσολόγος. Και,
ας το ξαναγράψω άλλη μια φορά, ο Said ζήτησε στον τάφο του, όταν θα πέθαινε, να απαγγείλουν το
«Περιμένοντας τους βαρβάρους» του Καβάφη. Το έμαθα από ένα απόκομμα εφημερίδας
που μου έστειλε ηλεκτρονικά μια φίλη, λίγες μέρες μετά το θάνατό του.
Το
παρακάτω κείμενο έμεινε ημιτελές, εδώ και χρόνια. Σκόπευα να γράψω κάτι
εκτενέστερο για την Φάτεμα Μερνίση της οποίας έχω διαβάσει τρία τέσσερα βιβλία,
αλλά δεν τα κατάφερα. Ξαναδιαβάζοντάς το τώρα βλέπω ότι μιλάω περισσότερο για
τον Σαῒντ, και έτσι σκέφτηκα να το προσθέσω στη βιβλιοκριτική που έγραψα για το
βιβλίο του.
Mernisi-Said: καταγγέλοντας την ιμαγκολογία του Ισλάμ.
Η Φάτεμα Μερνίση και ο
Έντουαρντ Σαῒντ είναι δυο καταξιωμένοι επιστήμονες, αραβικής καταγωγής και οι
δυο. Ο Έντουαρντ Σαῒντ, παλαιστινιακής καταγωγής που εργάστηκε στις ΗΠΑ, είναι
γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από το έργο του «Οριενταλισμός». Η Φάτεμα Μερνίση
δεν είναι, από όσο ξέρω, γνωστή στην Ελλάδα. Μαροκινή, καθηγήτρια
κοινωνιολογίας, φεμινίστρια, έχει αφιερώσει το έργο της στη διεκδίκηση των
δικαιωμάτων της γυναίκας.
Διάβασα περίπου ταυτόχρονα
τον «Οριενταλισμό» του Σαῒντ και το «Η Σεχεραζάντ πηγαίνει δυτικά» (στην
αγγλική του μετάφραση) της Μερνίση, και είδα ότι έχουν ορισμένα κοινά σημεία.
Αυτό μου έδωσε την ιδέα ενός παράλληλου σχολιασμού.
Το πρώτο κοινό τους σημείο
είναι ότι είναι και οι δυο αραβικής καταγωγής. Το δεύτερο, ότι είναι
πανεπιστημιακοί. Το τρίτο, ότι γράφουν σε ξένη γλώσσα, όχι τη μητρική τους.
Και η πρώτη διαφορά: Ο Σαῒντ
γράφει αγγλικά, η Μερνίσι γαλλικά.
Και η δεύτερη: Ο Σαῒντ
σταδιοδρομεί ως πανεπιστημιακός στην Αμερική, ενώ η Μερνίση σε μαροκινό
πανεπιστήμιο.
Και η τρίτη: Ο Σαῒντ
υπερασπίζεται το Ισλάμ απέναντι στη Δύση. Η Μερνίσι καταγγέλλει το Ισλάμ σαν
καταπιεστικό για τις γυναίκες. Όχι σαν σύστημα θρησκευτικών αντιλήψεων και
ιδεών, αλλά σαν διαστρεβλωμένη εφαρμογή του στην πράξη. Σε σχετική ιστοσελίδα
στο Ίντερνετ διαβάζω ότι είναι η μοναδική «διαφωνούσα» που ζει και εργάζεται
στο Μαρόκο και όχι σε εξορία, σε κάποια χώρα της Δύσης.
Τα δυο βιβλία έχουν το
εξής κοινό χαρακτηριστικό: Κατηγορούν τη Δύση για μια παραποιημένη εικόνα: Ο Σαῒντ
του Ισλάμ γενικά, η Μερνίση του χαρεμιού. Περιέργως δεν αναφέρουν καθόλου τη
λέξη «Imagologie», που σημαίνει τον επιστημονικό κλάδο
ο οποίος ασχολείται με την εικόνα που δημιουργούν οι άνθρωποι για μια
συγκεκριμένη κουλτούρα και τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτή. Η παραποίηση της
εικόνας του άλλου είναι λίγο πολύ δεδομένη. Το ζήτημα είναι ο βαθμός της
παραποίησης και τα αίτια της παραποίησης αυτής. Οι αποικιοκρατικές βλέψεις των
Ευρωπαίων, και συγκεκριμένα της Αγγλίας και της Γαλλίας, είναι σε μεγάλο βαθμό
υπεύθυνες για αυτή την παραποίηση, για να πάρουν τη σκυτάλη στη συνέχεια οι
ιμπεριαλιστικές βλέψεις των ΗΠΑ.
Αυτά που λέει ο Σαῒντ
είναι γνωστά, όμως το ζήτημα είναι πως τα τεκμηριώνει. Σε κάποια σημεία
καταφέρνει εντελώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Διαβάζουμε για παράδειγμα «…όπως
αυτό το βιβλίο προσπάθησε να δείξει, το Ισλάμ έχει όντως παρερμηνευθεί ριζικά
από τη Δύση – το πραγματικό ζήτημα είναι αν όντως μπορεί να υπάρξει αληθινή
αναπαράσταση του οποιουδήποτε πράγματος, ή αν οποιαδήποτε αναπαράσταση, ακριβώς
επειδή είναι αναπαράσταση, είναι ριζωμένη κατ’ αρχήν στη γλώσσα κι εν συνεχεία
στην κουλτούρα, στους θεσμούς και στο πολιτικό περιβάλλον αυτού που τη
διενεργεί. Αν η τελευταία πρόταση είναι αληθινή (όπως όντως πιστεύω ότι είναι),
τότε πρέπει να είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε το γεγονός ότι μια αναπαράσταση
είναι εξ ορισμού εμπλεγμένη, ενσφηνωμένη, συνυφασμένη, διαπλεγμένη με ένα σωρό
πράγματα παράλληλα με την «αλήθεια», η οποία είναι και η ίδια μια αναπαράσταση»
(σελ. 328).
Αν όντως έτσι είναι τα
πράγματα (όπως όντως κι εγώ πιστεύω ότι είναι), προς τι η τόση φασαρία; Για να
θυμίσουμε κάτι που οι περισσότεροι έχουν την τάση να ξεχνάνε;
Ο Σαῒντ είναι φιλόλογος,
και σαν τέτοιος μπορεί και κρίνει με περισσή επάρκεια τα έργα των
οριενταλιστών, των μελετητών δηλαδή της Ανατολής, και να καταδείξει με ποιο
τρόπο οι ιδέες τους είναι εμπλεγμένες, ενσφηνωμένες, συνυφασμένες,
διαπλεγμένες.
Σε αρκετά σημεία σε
προηγούμενες σελίδες αναπτύσσει την παραπάνω γνωσιοθεωρητική ιδέα. «Η αλήθεια»,
γράφει, «με λίγα λόγια», γίνεται μια συνάρτηση
της κρίσης του ειδικού, όχι του ίδιου του υλικού, το οποίο κάποιες
στιγμές μοιάζει να χρωστά και την ίδια του την ύπαρξη ακόμα στον Οριενταλιστή»
(σελ. 87). Και πιο κάτω: «Η ιδέα σε κάθε περίπτωση είναι ότι άνθρωποι, τόποι
και εμπειρίες μπορούν πάντοτε να περιγραφούν από ένα βιβλίο, σε τέτοιο βαθμό
μάλιστα που το βιβλίο (ή το κείμενο) αποκτά κάποτε μεγαλύτερη αυθεντία και
χρήση από ό,τι η πραγματικότητα την οποία περιγράφει» (σελ. 118). Στην πιο
γενική και απλή της διατύπωση, η αντίληψη αυτή λέγει ότι η ιδέα που έχουμε για
την πραγματικότητα δεν είναι η ίδια η πραγματικότητα. Η κοινωνική ανθρωπολογία
το ξέρει αυτό καλά αυτό, γι’ αυτό και ο Σαῒντ επιστρατεύει και τον Λεβί Στρώς
προς επίρρωση των λεγομένων του (σελ. 71).
Το ζήτημα είναι βέβαια κατά
πόσο η εικόνα που έχει ο ανατολίτης για τον ίδιο του τον εαυτό είναι πιο κοντά
στην πραγματικότητα από εκείνη που έχει ο δυτικός οριενταλιστής. Αυτό βέβαια
δεν συζητιέται. Απλώς όλο το βιβλίο υπονομεύει τις αντιλήψεις που προτείνουν οι
οριενταλιστές για τους Άραβες και το Ισλάμ. Ιδέες που επαναλαμβάνει ο ένας μετά
τον άλλο. «Η γνώση δεν χρειάζεται πλέον εφαρμογή στην πραγματικότητα. Γνώση
είναι αυτό που περνά σιωπηλά, χωρίς σχόλια, από ένα κείμενο σ’ ένα άλλο. Οι
ιδέες προπαγανδίζονται και διασπείρονται ανωνύμως, επαναλαμβάνονται δίχως ρητή
αναγνώριση. Έχουν κυριολεκτικά καταστεί idées
reçues: εκείνο που μετρά είναι το ότι υπάρχουν, επαναλαμβάνονται,
αντηχούν και απηχούνται άκριτα» (σελ. 145).
Και πιο κάτω:
«Θέση μου είναι ότι οι
ουσιαστικές όψεις της σύγχρονης οριενταλιστικής θεωρίας και πράξης (από τις
οποίες πηγάζει ο Οριενταλισμός των ημερών μας) μπορούν να κατανοηθούν όχι ως
μία ξαφνική πρόσβαση στην αντικειμενική γνώση για την Ανατολή, αλλά σαν ένα
σύνολο δομών κληρονομημένο από το παρελθόν, εκκοσμικευμένο, επαναπροσφερόμενο
κι επαναδιαμορφούμενο από επιστήμες όπως η φιλολογία, οι οποίες με τη σειρά
τους ήταν φυσικοποιημένα, εκσυγχρονισμένα και λαϊκοποιημένα υποκατάστατα (ή
παραλλαγές) του χριστιανικού υπερβατισμού» (σελ. 151).
Ειρωνεύεται αποφάνσεις του
τύπου «το ξίφος του Μωάμεθ και το Κοράνι είναι οι πεισματικότεροι εχθροί του
Πολιτισμού, της Ελευθερίας και της Αλήθειας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος» (σελ.
184). Και πιο κάτω, για το Κοράνι: «ένα ανιαρό συγχυσμένο συνονθύλευμα, άτεχνο,
ανολοκλήρωτο. Ατέλειωτες επαναλήψεις, μακρηγορίες, μπλεξίματα. Κακότεχνο στον
υπέρτατο βαθμό – μια ανυπόφορη ανοησία, με λίγα λόγια» (σελ. 196).
Το παρακάτω απόσπασμα
περιγράφει καθαρά, όχι τι είναι ο οριενταλισμός (κινούμαι στις δικές του
γραμμές επιχειρηματολογίας) αλλά την αντίληψη που έχει ο Σαῒντ για το τι είναι
Οριενταλισμός: «Στο σύστημα της γνώσης γύρω από την Ανατολή, η Ανατολή ήταν
λιγότερο ένα πραγματικό μέρος απ’ ότι ένας τόπος, ένα σύνολο αναφορών,
ένα σώμα χαρακτηρισμών που μοιάζει να έχει την προέλευσή του σε ένα εδάφιο, ή
στα αποσπάσματα κάποιου κειμένου, ή σε μια παράθεση από κάποιου άλλου το έργο
γι’ αυτήν, ή σε ένα απόσπασμα από προηγούμενη φαντασία, ή σε ένα αμάλγαμα απ’
όλα αυτά. Συχνά τα γραπτά για την Ανατολή παρουσιάζουν άμεσες παρατηρήσεις ή
εμπεριστατωμένες αναφορές, αλλά πάντοτε αυτές είναι δευτερεύουσες απέναντι σε
συστηματικά καθήκοντα άλλου είδους» (σελ. 215).
Πιο κάτω διαβάζουμε:
«Το γιατί η Ανατολή
φαίνεται ακόμη να υπαινίσσεται όχι μόνο γονιμότητα αλλά και σεξουαλική υπόσχεση
(και κίνδυνο), ακαταπόνητη αισθησιακότητα, βαθιές γενετήσιες δυνάμεις, είναι
κάτι για το οποίο μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει κάποιος: δυστυχώς δεν είναι
αυτό το αντικείμενο της ανάλυσής μου εδώ, παρόλη τη συχνότητα με την οποία
επανέρχεται» (σελ. 229).
Πιο κάτω όμως δίνει την
απάντηση χωρίς να το καταλαβαίνει, υπονομεύοντας το «υπαινίσσεται»: «…έτσι και
η Ανατολή ήταν ένας τόπος όπου μπορούσε να αναζητήσει κανείς σεξουαλική
εμπειρία η οποία δεν ήταν προσιτή στην Ευρώπη. Πρακτικά, κανένας Ευρωπαίος
συγγραφέας που έγραψε ή που ταξίδεψε στην Ανατολή την περίοδο μετά το 1800 δεν
εξαίρεσε τον εαυτό ή της από μια τέτοια αναζήτηση» (σελ. 231-232) και συνεχίζει
απαριθμώντας ονόματα.
Το «της» μου άρεσε. Δεν
ήταν λοιπόν μόνο άντρες αλλά και γυναίκες που αναζητούσαν σεξουαλικές
περιπέτειες στην Ανατολή. Για τον ίδιο σκοπό δεν έρχονται και σε μας οι
«βόρειες» στις καλοκαιρινές τους διακοπές, για να απολαύσουν σεξ με θερμόαιμους
Έλληνες; Ο Βασίλης Βασιλικός έχει γράφει και βιβλίο γι αυτό, «Τα καμάκια». Πώς
διαμορφώθηκε στις βόρειες αυτές η ιδέα ότι η Ελλάδα είναι η χώρα του σεξ; Μα
από αφηγήσεις άλλων συμπατριωτισσών τους, από τον τύπο, κλπ. Εδώ θα έλεγα ότι η
ιδέα για την πραγματικότητα (ότι η Ελλάδα είναι χώρα του σεξ) με την ίδια την
πραγματικότητα, δεν απέχουν και πολύ η
μια από την άλλη, τουλάχιστον για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Για να συνοψίσω: Πόσο
απέχει η ιδέα που έχουν οι δυτικοί για την Ανατολή από την ίδια την Ανατολή; Ο Σαῒντ,
υπερασπιζόμενος τους συμπατριώτες του, υποστηρίζει ότι απέχει πολύ. Οι δυτικοί
υποστηρίζουν ότι απέχει λίγο. Και το ερώτημα είναι: η ποσότητα γίνεται
ποιότητα; Ο βαθμός απόκλισης φέρνει δραματικές αλλαγές (σε στάσεις,
συμπεριφορές κ.λπ. των δυτικών) απέναντι στην Ανατολή;
Εκεί που σταματάει ο Σαῒντ
ξεκινάει η Μερνίση: Στο «Η Σεχεραζάντ πάει δυτικά» προσπαθεί να καταλάβει γιατί
το χαρέμι απεικονίζεται σαν χώρος αισθησιασμού, κάτι που δεν είναι στην
πραγματικότητα (υποστηρίζει η Μερνίση). Αλλά για τη Μερνίση θα μιλήσουμε μετά.
Πάντως, αυτή η αντίληψη για την Ανατολή, που τόσο ο Σαῒντ όσο και η Μερνίση
θεωρούν λαθεμένη, είναι σήμερα διαδομένη για κάποιες χώρες της Άπω Ανατολής.
Εγώ δεν κάνω υποθέσεις, έχω έτοιμη απάντηση: Τα media. Άρθρα και ρεπορτάζ για το φτηνό σεξ σε αυτές τις χώρες κάνουν
συχνά την εμφάνισή τους.
Παρακάτω δίνει την εξέλιξη
του Οριενταλισμού, η οποία τον απασχολεί περισσότερο: «Ο Οριενταλισμός, που
είναι το σύστημα της ευρωπαϊκής και δυτικής γνώσης πάνω στην Ανατολή, γίνεται
συνώνυμος με την ευρωπαϊκή κυριαρχία στην Ανατολή» (σελ. 239).
Σε κάποιο σημείο θα
μπορούσε να κατηγορήσει κανείς τον Σαῒντ για διαστρέβλωση της ίδιας της
ιστορίας. Γράφει κάπου για τη «σιωνιστική εισβολή και αποικιοποίηση της
Παλαιστίνης εις βάρος κα εναντίον των αυτοχθόνων Αράβων κατοίκων» (σελ. 384).
Δεν ξέρω πόσα χρόνια πρέπει
να κατοικεί κανείς σε μια περιοχή για να αποκτήσει την ιδιότητα του αυτόχθονα.
Χίλια πεντακόσια χρόνια; Γιατί πριν 1500 χρόνια οι Άραβες υπήρχαν μόνο στην
αραβική χερσόνησο. Μήπως και η τουρκική μειονότητα στην Κύπρο, που την
κατοίκησαν μετά το 1570, είναι κι αυτοί αυτόχθονες;
Σε τελευταία ανάλυση κανείς
λαός δεν είναι αυτόχθονας. Απλά μιλάμε για το πόσο νωρίς ή πόσο αργά ήλθε σε
μια περιοχή. Εμείς στην Κύπρο ήλθαμε πολύ πιο νωρίς από τους τούρκους και πήραμε
τη θέση των φοινίκων. Και εμείς οι κρητικοί, απόγονοι δωριέων, κάπου τρεις
χιλιάδες χρόνια πριν πήραμε τη θέση των μινωιτών, οι οποίοι απωθήθηκαν
ανατολικά, στην Πραισό. Μέχρι που κάποτε οι γεραπετρίτες, καθαροί δωριείς (ο
Ρήγας στο Χάρτη του, που τον είδα στην Τήνο, ονομάζει την περιοχή «Δωρίδα»),
όταν πληροφορήθηκαν ότι οι πραισιώτες είχαν πάει σε κάποια γειτονική πόλη, για
κάποια γιορτή νομίζω, και η πόλη ήταν αφύλακτη, πήγαν και την έκαναν στάχτη.
Με έκπληξη διαβάζω σήμερα, 5-7-16, ψάχνοντας για τη Μερνίσι στο διαδίκτυο, ότι πέθανε πέρισυ τον Νοέμβρη. Ένας δεύτερος θάνατος που με θλίβει βαθιά, μετά του Αμπάς Κιαροστάμι, που πέθανε χθες.
Με έκπληξη διαβάζω σήμερα, 5-7-16, ψάχνοντας για τη Μερνίσι στο διαδίκτυο, ότι πέθανε πέρισυ τον Νοέμβρη. Ένας δεύτερος θάνατος που με θλίβει βαθιά, μετά του Αμπάς Κιαροστάμι, που πέθανε χθες.
Wednesday, March 23, 2011
Κώστας Βάρναλης, Ο λαός των μουνούχων
Κώστας Βάρναλης, Ο λαός των μουνούχων, Κέδρος 2010, σελ. 232
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια κριτική έκδοση τριών πεζογραφημάτων του διακεκριμένου ποιητή από τον Βασίλη Αλεξίου
Οι εκδόσεις Κέδρος εξέδωσαν σε κριτική έκδοση, επιμελημένη από τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλη Αλεξίου, τα τρία πρώτα πεζογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος διακόνησε κατά βάση την ποίηση. Τα πεζογραφήματα αυτά είναι «Ο λαός των Μουνούχων», που δίνει και τον τίτλο και στον τόμο, η «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Οι φυλακές». Τα δύο τελευταία συμπεριελήφθησαν στον τόμο «Πεζός λόγος» που εκδόθηκε το 1956, όχι όμως και ο «Λαός των Μουνούχων», που, όπως γράφει ο Αλεξίου, «ουσιαστικά θα το αποκηρύξει» (σελ. 155).
Όπως παρατηρεί ο Αλεξίου, και τα τρία πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται από μια απαισιοδοξία. Γραμμένα μετά τη στράτευση του Βάρναλη στην Αριστερά, που πραγματοποιήθηκε κατά την παραμονή του στη Γαλλία ως υπότροφος μέχρι την ανατροπή του Βενιζέλου το 1922, αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από την αριστερή κριτική, καθώς αποκλίνουν από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και θετικούς ήρωες κατάλληλους προς μίμηση. Εκτός από την απαισιοδοξία, η «αλητογραφία» του Βάρναλη, με τους περιθωριακούς της ήρωες που ήταν στη μόδα την εποχή εκείνη, υποθέτουμε ότι δεν μπορεί παρά να βρήκε αντίθετη την ορθόδοξη μαρξιστική κριτική, παρά τον κριτικό της χαρακτήρα (κριτικός νατουραλισμός χαρακτηρίστηκε η πρόζα του).
Όμως ας καταγράψουμε τις εντυπώσεις μας από την ανάγνωσή τους.
Ο λαός των Μουνούχων είναι κάτι σαν κοσμογονικό, ή καλύτερα ανθρωπογονικό, παραμύθι. Οι Μουνούχοι, όπως και οι πρωτόπλαστοι, ζουν σε ένα καθεστώς μακαριότητας και ανίας, καθώς είναι αθάνατοι. Έχουν αποφύγει τον υπερπληθυσμό με το να ευνουχιστούν. Εκπίπτουν, ή μάλλον δραπετεύουν από αυτό τον πληκτικό παράδεισο στον κόσμο (τους τον δείχνει ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος), και από τότε εξελίσσονται σε μια κοινωνία παρόμοια με τη δική μας, με ανισότητες και αδικίες.
Το έργο δημοσιεύτηκε το 1923. Οι τελευταίες σελίδες προσλαμβάνονται με ένα διαφορετικό τρόπο όταν διαβάζονται σήμερα, μετά τις φοβερές ανατροπές που συντελέστηκαν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που τότε ήταν ακόμη ανύπαρκτο, υπήρχε μόνο η σοσιαλιστική πατρίδα. Οι δυο τελευταίες σελίδες σήμερα διαβάζονται προφητικά.
«Αυτοί οι γειτόνοι κατεβήκανε μια μέρα στη χώρα των Μουνούχων για να τους φέρουνε με το στανιό στον ίσο δρόμο: να τους κάνουνε δίκιους και καλούς ανθρώπους∙ να καθαρίσουνε μια λάσπη που μοναχά μιάσματα γεννούσε» (σελ. 42). Η σκέψη πάει αμέσως στην ΕΣΣΔ που «ελευθέρωσε» τις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. «Έτσι, ο λαός, κουρασμένος, ξεσοϊσμένος, άρρωστος όπως ήτανε, δέχτηκε με μίσος και καχυποψία τη λευτεριά που του δώσανε οι ξένοι. Αυτός ήθελε τους αφεντάδες τους δικούς του! Με πλήθος παραμύθια και τραγούδια νοσταλγούσε την αντρειά τους, τη δύναμή τους, τη δόξα τους, την ευτυχιά τους. Και πάντα πρόσμενε με λαχτάρα κρυφή το γυρισμό τους και τις παλιές του αλυσίδες. Έτσι, αντιστάθηκε όσο μπορούσε στη Νέα Ζωή» (σελ. 43). Αντιστάθηκε έντονα δυο φορές, μια στην Ουγγαρία το 1956 και μια στην Τσεχοσλοβακία το 1967. Τελικά το όνειρό του πραγματοποιήθηκε το 1989, με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Τώρα δεν μένει παρά να επαληθευτεί και το υπόλοιπο της προφητείας: «Σήμερα δεν υπάρχει κανένας απ’ αυτούς». Θα υπάρξει άραγε ένα καινούριο Ισλάμ, καινούριοι Άραβες που θα κατοικήσουν σ’ αυτές τις περιοχές, όπως έγινε στην Αίγυπτο και στο Μαγκρέμπ; Ή καλύτερα όπως στην Ουγγαρία, που οι σημερινοί της κάτοικοι, απ’ όσο ξέρω, δεν είναι παρά απόγονοι του Τζέκινς Χαν;
Με την ίδια δυσπιστία αντιμετωπίζει ο Βάρναλης τον λαό και στα δυο επόμενα έργα. Στην «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» σατιρίζει τον μοναχισμό. Παρουσιάζει τους μοναχούς και τις μοναχές να ξεφεύγουν τελικά από το θανατερό αγκάλιασμά του, αλλά για να κερδίσουν τι; Γύρισαν στον γνωστό κόσμο της διαφθοράς και της απάτης.
Η δυσπιστία στον λαό, που τώρα πια αντιμετωπίζεται ως όχλος, γίνεται ακόμη πιο έντονη στις «Φυλακές». Όλος ο λαός του νησιού ξεσηκώνεται στην προοπτική του να καταργηθούν οι φυλακές, που δίνουν δουλειά σε όλους. Ένας δημαγωγός τους ξεσηκώνει, και πηγαίνουν και τις πυρπολούν καίγοντας ζωντανούς τους φυλακισμένους. Η απελπισία τους ήταν απερίγραπτη όταν έμαθαν ότι τις έκαψαν τζάμπα και βερεσέ, αφού η κυβέρνηση είχε ήδη ενδώσει στις πιέσεις τους να μην καταργηθούν, αλλά αυτοί δεν το πληροφορήθηκαν έγκαιρα.
Το αφήγημα που ξεκινάει με έναν εσωτερικό μονόλογο σαν αυτόν του ήρωα του «Υπόγειου» του Ντοστογιέφσκι, γεμάτο ενδοσκοπήσεις και αναδρομές, εστιάζει στο τέλος στο επεισόδιο με τις φυλακές. Όμως, καθώς βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο φανταστικό-το όλο επεισόδιο φαντάζει ολοφάνερα υπερβολικό για να μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα-ο Βάρναλης, με μια αφηγηματική επινόηση, παραμερίζει τον μπερντέ, βγάζει την φιγούρα του αφηγητή του και εμφανίζεται ο ίδιος σαν συγγραφέας που έχει επινοήσει την παραπάνω ιστορία (Παρεμπιπτόντως, η εικόνα ενός φανατικού όχλου από τον οποίο υποφέρουν οι ήρωες όπως παρουσιάζεται στον Τόμας Χάρντι, εμφανίζεται με τα ίδια «πυρομανικά» χαρακτηριστικά στο τελευταίο έργο της Ευγενίας Φακίνου που έχει τον τίτλο «Οδυσσέας και μπλουζ». Εδώ οι κάτοικοι του χωριού βάζουν φωτιά στο σπίτι του ήρωα για να τον κάψουν ζωντανό μαζί με τη φίλη του. Αυτοί όμως καταφέρνουν και ξεφεύγουν).
Πάντως η εικόνα ενός νησιού που θα υποφέρει όταν απομακρυνθούν οι φυλακές δεν βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Την κατάσταση αυτή την έζησαν οι κάτοικοι της Ελούντας όταν έκλεισε η Σπιναλόγκα μετά την ανακάλυψη της θεραπείας της λέπρας.
Έχουν ειπωθεί πολλά για τη γλώσσα του Καζαντζάκη, όμως η γλώσσα του Βάρναλη, μια ιδιωματική δημοτική, έχει περισσότερες άγνωστες λέξεις. Ο Αλεξίου στο τέλος παραθέτει γλωσσάρι. Η ανάλυση που κάνει και των τριών έργων είναι εμβριθής και διεισδυτική, και καλύπτει, μαζί με τον υπομνηματισμό και τις σημειώσεις, 45 σελίδες του βιβλίου. Τέλος ο Αλεξίου παραθέτει ένα κριτικό ανθολόγιο με κείμενα επιφανών κριτικών για τα πεζά αυτά του Βάρναλη, όπως είναι ο Τίτος Πατρίκιος, ο Πέτρος Πικρός, ο Άριστος Καμπάνης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Βάσος Βαρίκας και άλλοι.
Ο Κώστας Βάρναλης είναι από τους κορυφαίους συγγραφείς μας, και θα πρέπει το σύνολο του έργου του να επανεκδοθεί κριτικά. Ο Βασίλης Αλεξίου έχει κάνει μια πολύ καλή αρχή. Και για τον Καζαντζάκη διάβασα ότι ετοιμάζονται κριτικές εκδόσεις των έργων του. Είδωμεν.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια κριτική έκδοση τριών πεζογραφημάτων του διακεκριμένου ποιητή από τον Βασίλη Αλεξίου
Οι εκδόσεις Κέδρος εξέδωσαν σε κριτική έκδοση, επιμελημένη από τον επίκουρο καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλη Αλεξίου, τα τρία πρώτα πεζογραφήματα του Κώστα Βάρναλη, ο οποίος διακόνησε κατά βάση την ποίηση. Τα πεζογραφήματα αυτά είναι «Ο λαός των Μουνούχων», που δίνει και τον τίτλο και στον τόμο, η «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» και «Οι φυλακές». Τα δύο τελευταία συμπεριελήφθησαν στον τόμο «Πεζός λόγος» που εκδόθηκε το 1956, όχι όμως και ο «Λαός των Μουνούχων», που, όπως γράφει ο Αλεξίου, «ουσιαστικά θα το αποκηρύξει» (σελ. 155).
Όπως παρατηρεί ο Αλεξίου, και τα τρία πεζογραφήματα χαρακτηρίζονται από μια απαισιοδοξία. Γραμμένα μετά τη στράτευση του Βάρναλη στην Αριστερά, που πραγματοποιήθηκε κατά την παραμονή του στη Γαλλία ως υπότροφος μέχρι την ανατροπή του Βενιζέλου το 1922, αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από την αριστερή κριτική, καθώς αποκλίνουν από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και θετικούς ήρωες κατάλληλους προς μίμηση. Εκτός από την απαισιοδοξία, η «αλητογραφία» του Βάρναλη, με τους περιθωριακούς της ήρωες που ήταν στη μόδα την εποχή εκείνη, υποθέτουμε ότι δεν μπορεί παρά να βρήκε αντίθετη την ορθόδοξη μαρξιστική κριτική, παρά τον κριτικό της χαρακτήρα (κριτικός νατουραλισμός χαρακτηρίστηκε η πρόζα του).
Όμως ας καταγράψουμε τις εντυπώσεις μας από την ανάγνωσή τους.
Ο λαός των Μουνούχων είναι κάτι σαν κοσμογονικό, ή καλύτερα ανθρωπογονικό, παραμύθι. Οι Μουνούχοι, όπως και οι πρωτόπλαστοι, ζουν σε ένα καθεστώς μακαριότητας και ανίας, καθώς είναι αθάνατοι. Έχουν αποφύγει τον υπερπληθυσμό με το να ευνουχιστούν. Εκπίπτουν, ή μάλλον δραπετεύουν από αυτό τον πληκτικό παράδεισο στον κόσμο (τους τον δείχνει ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος), και από τότε εξελίσσονται σε μια κοινωνία παρόμοια με τη δική μας, με ανισότητες και αδικίες.
Το έργο δημοσιεύτηκε το 1923. Οι τελευταίες σελίδες προσλαμβάνονται με ένα διαφορετικό τρόπο όταν διαβάζονται σήμερα, μετά τις φοβερές ανατροπές που συντελέστηκαν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, που τότε ήταν ακόμη ανύπαρκτο, υπήρχε μόνο η σοσιαλιστική πατρίδα. Οι δυο τελευταίες σελίδες σήμερα διαβάζονται προφητικά.
«Αυτοί οι γειτόνοι κατεβήκανε μια μέρα στη χώρα των Μουνούχων για να τους φέρουνε με το στανιό στον ίσο δρόμο: να τους κάνουνε δίκιους και καλούς ανθρώπους∙ να καθαρίσουνε μια λάσπη που μοναχά μιάσματα γεννούσε» (σελ. 42). Η σκέψη πάει αμέσως στην ΕΣΣΔ που «ελευθέρωσε» τις χώρες του σοσιαλιστικού μπλοκ μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. «Έτσι, ο λαός, κουρασμένος, ξεσοϊσμένος, άρρωστος όπως ήτανε, δέχτηκε με μίσος και καχυποψία τη λευτεριά που του δώσανε οι ξένοι. Αυτός ήθελε τους αφεντάδες τους δικούς του! Με πλήθος παραμύθια και τραγούδια νοσταλγούσε την αντρειά τους, τη δύναμή τους, τη δόξα τους, την ευτυχιά τους. Και πάντα πρόσμενε με λαχτάρα κρυφή το γυρισμό τους και τις παλιές του αλυσίδες. Έτσι, αντιστάθηκε όσο μπορούσε στη Νέα Ζωή» (σελ. 43). Αντιστάθηκε έντονα δυο φορές, μια στην Ουγγαρία το 1956 και μια στην Τσεχοσλοβακία το 1967. Τελικά το όνειρό του πραγματοποιήθηκε το 1989, με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων.
Τώρα δεν μένει παρά να επαληθευτεί και το υπόλοιπο της προφητείας: «Σήμερα δεν υπάρχει κανένας απ’ αυτούς». Θα υπάρξει άραγε ένα καινούριο Ισλάμ, καινούριοι Άραβες που θα κατοικήσουν σ’ αυτές τις περιοχές, όπως έγινε στην Αίγυπτο και στο Μαγκρέμπ; Ή καλύτερα όπως στην Ουγγαρία, που οι σημερινοί της κάτοικοι, απ’ όσο ξέρω, δεν είναι παρά απόγονοι του Τζέκινς Χαν;
Με την ίδια δυσπιστία αντιμετωπίζει ο Βάρναλης τον λαό και στα δυο επόμενα έργα. Στην «Ιστορία του Αγίου Παχωμίου» σατιρίζει τον μοναχισμό. Παρουσιάζει τους μοναχούς και τις μοναχές να ξεφεύγουν τελικά από το θανατερό αγκάλιασμά του, αλλά για να κερδίσουν τι; Γύρισαν στον γνωστό κόσμο της διαφθοράς και της απάτης.
Η δυσπιστία στον λαό, που τώρα πια αντιμετωπίζεται ως όχλος, γίνεται ακόμη πιο έντονη στις «Φυλακές». Όλος ο λαός του νησιού ξεσηκώνεται στην προοπτική του να καταργηθούν οι φυλακές, που δίνουν δουλειά σε όλους. Ένας δημαγωγός τους ξεσηκώνει, και πηγαίνουν και τις πυρπολούν καίγοντας ζωντανούς τους φυλακισμένους. Η απελπισία τους ήταν απερίγραπτη όταν έμαθαν ότι τις έκαψαν τζάμπα και βερεσέ, αφού η κυβέρνηση είχε ήδη ενδώσει στις πιέσεις τους να μην καταργηθούν, αλλά αυτοί δεν το πληροφορήθηκαν έγκαιρα.
Το αφήγημα που ξεκινάει με έναν εσωτερικό μονόλογο σαν αυτόν του ήρωα του «Υπόγειου» του Ντοστογιέφσκι, γεμάτο ενδοσκοπήσεις και αναδρομές, εστιάζει στο τέλος στο επεισόδιο με τις φυλακές. Όμως, καθώς βρίσκεται μετέωρο ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο φανταστικό-το όλο επεισόδιο φαντάζει ολοφάνερα υπερβολικό για να μπορεί να συμβεί στην πραγματικότητα-ο Βάρναλης, με μια αφηγηματική επινόηση, παραμερίζει τον μπερντέ, βγάζει την φιγούρα του αφηγητή του και εμφανίζεται ο ίδιος σαν συγγραφέας που έχει επινοήσει την παραπάνω ιστορία (Παρεμπιπτόντως, η εικόνα ενός φανατικού όχλου από τον οποίο υποφέρουν οι ήρωες όπως παρουσιάζεται στον Τόμας Χάρντι, εμφανίζεται με τα ίδια «πυρομανικά» χαρακτηριστικά στο τελευταίο έργο της Ευγενίας Φακίνου που έχει τον τίτλο «Οδυσσέας και μπλουζ». Εδώ οι κάτοικοι του χωριού βάζουν φωτιά στο σπίτι του ήρωα για να τον κάψουν ζωντανό μαζί με τη φίλη του. Αυτοί όμως καταφέρνουν και ξεφεύγουν).
Πάντως η εικόνα ενός νησιού που θα υποφέρει όταν απομακρυνθούν οι φυλακές δεν βρίσκεται μακριά από την πραγματικότητα. Την κατάσταση αυτή την έζησαν οι κάτοικοι της Ελούντας όταν έκλεισε η Σπιναλόγκα μετά την ανακάλυψη της θεραπείας της λέπρας.
Έχουν ειπωθεί πολλά για τη γλώσσα του Καζαντζάκη, όμως η γλώσσα του Βάρναλη, μια ιδιωματική δημοτική, έχει περισσότερες άγνωστες λέξεις. Ο Αλεξίου στο τέλος παραθέτει γλωσσάρι. Η ανάλυση που κάνει και των τριών έργων είναι εμβριθής και διεισδυτική, και καλύπτει, μαζί με τον υπομνηματισμό και τις σημειώσεις, 45 σελίδες του βιβλίου. Τέλος ο Αλεξίου παραθέτει ένα κριτικό ανθολόγιο με κείμενα επιφανών κριτικών για τα πεζά αυτά του Βάρναλη, όπως είναι ο Τίτος Πατρίκιος, ο Πέτρος Πικρός, ο Άριστος Καμπάνης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Βάσος Βαρίκας και άλλοι.
Ο Κώστας Βάρναλης είναι από τους κορυφαίους συγγραφείς μας, και θα πρέπει το σύνολο του έργου του να επανεκδοθεί κριτικά. Ο Βασίλης Αλεξίου έχει κάνει μια πολύ καλή αρχή. Και για τον Καζαντζάκη διάβασα ότι ετοιμάζονται κριτικές εκδόσεις των έργων του. Είδωμεν.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Monday, March 21, 2011
Βάσω Οικονομοπούλου, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Χρονολόγιο-εργογραφία
Βάσω Οικονομοπούλου, Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, Χρονολόγιο-εργογραφία, Εκδόσεις της σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος, 2010, σελ. 189
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια εμπεριστατωμένη εργασία, πολύτιμο εργαλείο για κάθε μελλοντικό μελετητή του έργου του Ι.Μ.Π.
Από τις εκδόσεις της σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου εκδόθηκε σε ένα καλαίσθητο τόμο ένα εμπεριστατωμένο χρονολόγιο-εργογραφία του διακεκριμένου πεζογράφου Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, πόνημα της Βάσως Οικονομοπούλου. Διαβάζοντας αυτό το έργο με την πρωτοτυπία της σύνθεσής του διαπιστώνω ότι είναι καλύτερο από βιογραφία. Σίγουρα είναι πιο ελκυστικό ως ανάγνωσμα.
Κατ’ αρχάς διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Περίπου το μισό της σελίδας καταλαμβάνεται από το υλικό αυτό. Κατόπιν σε σύντομο κείμενο με ημερολογιακή ένδειξη η Βάσω Οικονομοπούλου καταγράφει σταθμούς από τη ζωή του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου. Τέλος υπάρχουν αποσπάσματα, σχεδόν ίσα σε έκταση με το κείμενο της Οικονομοπούλου, από έργα του Ι.Μ.Π που αναφέρονται στα γεγονότα-σταθμούς που καταγράφονται αμέσως πιο πριν.
Το βιβλίο ξεκινάει με ένα πρόλογο της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου, καθηγήτριας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια υπάρχει κατατοπιστική εισαγωγή της Βάσως Οικονομοπούλου. Ακολουθεί το χρονολόγιο-εργογραφία, που αποτελεί και το κυρίως μέρος του τόμου, καταλαμβάνοντας τις 136 από τις 189 σελίδες του. Η επόμενη ενότητα αναφέρεται στις εκδόσεις-μελέτες-εκδηλώσεις για τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο. Ακολουθούν οι πηγές παραθεμάτων και στη συνέχεια μια ξεχωριστή εργογραφία, όπου παρατίθενται τα έργα του συγγραφέα κατά κατηγορίες. Πολυγραφότατος ο Ι.Μ.Π, η εργογραφία του καταλαμβάνει τρεις σελίδες με τις εξής κατηγορίες, ενδεικτικές του πόσο πολυσχιδές είναι το έργο του: ποίηση, πεζά, κριτική, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, ιστορία-λεξικά-ανθολογία και τέλος μεταφράσεις. Έπειτα έχουμε μια βασική και μια γενική βιβλιογραφία για τον Ι.Μ.Π, και οι δυο ενδεικτικές. Στην τελευταία ενότητα, «Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος και η εποχή του», κάθε σελίδα αποτελείται από έξι στήλες. Στην πρώτη και την τελευταία υπάρχουν οι χρονολογίες. Προφανώς η τελευταία τίθεται για απλή διευκόλυνση, αφού εκεί αναγράφονται οι ίδιες χρονολογίες που υπάρχουν και στην πρώτη. Η δεύτερη τιτλοφορείται «Βίος του συγγραφέα». Η τρίτη «Ελληνική πνευματική ζωή». Η τέταρτη «Ξένη πνευματική ζωή» και η πέμπτη «Γενική ιστορία».
Το έργο αυτό αποδεικνύει το πόσο φιλέρευνη και φιλόπονη είναι η Βάσω Οικονομοπούλου, αλλά και επινοητική στην κατάταξη του υλικού της. Περιμένουμε να δούμε σύντομα εκδομένη και τη διδακτορική της διατριβή που είναι πάνω στο έργο της Ευγενίας Φακίνου. Είμαστε σίγουροι ότι θα είναι αξιολογότατη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια εμπεριστατωμένη εργασία, πολύτιμο εργαλείο για κάθε μελλοντικό μελετητή του έργου του Ι.Μ.Π.
Από τις εκδόσεις της σχολής Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου εκδόθηκε σε ένα καλαίσθητο τόμο ένα εμπεριστατωμένο χρονολόγιο-εργογραφία του διακεκριμένου πεζογράφου Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, πόνημα της Βάσως Οικονομοπούλου. Διαβάζοντας αυτό το έργο με την πρωτοτυπία της σύνθεσής του διαπιστώνω ότι είναι καλύτερο από βιογραφία. Σίγουρα είναι πιο ελκυστικό ως ανάγνωσμα.
Κατ’ αρχάς διαθέτει πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Περίπου το μισό της σελίδας καταλαμβάνεται από το υλικό αυτό. Κατόπιν σε σύντομο κείμενο με ημερολογιακή ένδειξη η Βάσω Οικονομοπούλου καταγράφει σταθμούς από τη ζωή του Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου. Τέλος υπάρχουν αποσπάσματα, σχεδόν ίσα σε έκταση με το κείμενο της Οικονομοπούλου, από έργα του Ι.Μ.Π που αναφέρονται στα γεγονότα-σταθμούς που καταγράφονται αμέσως πιο πριν.
Το βιβλίο ξεκινάει με ένα πρόλογο της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου, καθηγήτριας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στη συνέχεια υπάρχει κατατοπιστική εισαγωγή της Βάσως Οικονομοπούλου. Ακολουθεί το χρονολόγιο-εργογραφία, που αποτελεί και το κυρίως μέρος του τόμου, καταλαμβάνοντας τις 136 από τις 189 σελίδες του. Η επόμενη ενότητα αναφέρεται στις εκδόσεις-μελέτες-εκδηλώσεις για τον Ι.Μ.Παναγιωτόπουλο. Ακολουθούν οι πηγές παραθεμάτων και στη συνέχεια μια ξεχωριστή εργογραφία, όπου παρατίθενται τα έργα του συγγραφέα κατά κατηγορίες. Πολυγραφότατος ο Ι.Μ.Π, η εργογραφία του καταλαμβάνει τρεις σελίδες με τις εξής κατηγορίες, ενδεικτικές του πόσο πολυσχιδές είναι το έργο του: ποίηση, πεζά, κριτική, δοκίμιο, ταξιδιωτικά, ιστορία-λεξικά-ανθολογία και τέλος μεταφράσεις. Έπειτα έχουμε μια βασική και μια γενική βιβλιογραφία για τον Ι.Μ.Π, και οι δυο ενδεικτικές. Στην τελευταία ενότητα, «Ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος και η εποχή του», κάθε σελίδα αποτελείται από έξι στήλες. Στην πρώτη και την τελευταία υπάρχουν οι χρονολογίες. Προφανώς η τελευταία τίθεται για απλή διευκόλυνση, αφού εκεί αναγράφονται οι ίδιες χρονολογίες που υπάρχουν και στην πρώτη. Η δεύτερη τιτλοφορείται «Βίος του συγγραφέα». Η τρίτη «Ελληνική πνευματική ζωή». Η τέταρτη «Ξένη πνευματική ζωή» και η πέμπτη «Γενική ιστορία».
Το έργο αυτό αποδεικνύει το πόσο φιλέρευνη και φιλόπονη είναι η Βάσω Οικονομοπούλου, αλλά και επινοητική στην κατάταξη του υλικού της. Περιμένουμε να δούμε σύντομα εκδομένη και τη διδακτορική της διατριβή που είναι πάνω στο έργο της Ευγενίας Φακίνου. Είμαστε σίγουροι ότι θα είναι αξιολογότατη.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
Subscribe to:
Posts (Atom)