Γιάννης Φιλιππίδης, Κρατάς μυστικό; Άνεμος εκδοτική, 2011
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Δυο ιστορίες με δυο γυναίκες, μια απατημένη και μια αγαπημένη
Το «Κρατάς μυστικό;» είναι το τέταρτο βιβλίο του Γιάννη Φιλιππίδη. Τα δυο πρώτα μυθιστορήματά του, «Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (2006) και «Ο εραστής, η μέλισσα, κι ένα μικρούλη αχ» (2008) εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Άγκυρα, ενώ οι οκτώ ιστορίες που περιέχονται στο βιβλίο «Μα το ψάρι είναι φρούτο;» και το μυθιστόρημα «Κρατάς μυστικό;» εκδόθηκαν φέτος από την Άνεμος εκδοτική. Ο Φιλιππίδης Ξεκίνησε από το χώρο του θεάτρου ως ηθοποιός, για να καταλήξει στη λογοτεχνία.
Τις ιστορίες δυο ζευγαριών παρακολουθούμε σ’ αυτό το μυθιστόρημα, σε μια παράλληλη αφήγηση. Δυο ιστορίες που απέχουν μεταξύ τους μια εικοσιπενταετία, όμως δίνονται εναλλάξ, όπως στην «Άννα Καρένινα» του Τολστόι. Η κύρια ιστορία έχει το «σασπένς του τι» θα γίνει στο τέλος, ενώ η δευτερεύουσα το «σασπένς του πώς» φτάσαμε σ’ αυτό το τέλος (ξέρουμε με προσήμανση ότι η Αλεξάνδρα θα εγκαταλειφθεί στο τέλος από τον σύζυγό της). Η κύρια ιστορία, με πρωταγωνιστές την Άννα και τον Μάρκο, ξεκινάει το 1994 και τελειώνει το 1996. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, με τραγικό τέλος. Η δεύτερη, που ξεκινάει κάπου 25 χρόνια νωρίτερα, είναι η ιστορία της μητέρας της Άννας, της Αλεξάνδρας, και του πατέρα της, του Αντώνη. Περιγράφει την απελπισία μιας παντρεμένης γυναίκας που βρίσκεται δίπλα σε έναν άντρα που συνεχώς την απατά, για να την εγκαταλείψει στο τέλος. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχει να αντιμετωπίσει ένα οφθαλμολογικό πρόβλημα, κληρονομικό, που την οδηγεί σε σταδιακή τύφλωση. Πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ, όταν διαπιστώνει το πρόβλημά της, παραιτείται με αξιοπρέπεια από την τράπεζα όπου εργάζεται, μια και η απώλεια της όρασής της δεν έχει προχωρήσει τόσο ώστε να μπορεί να διεκδικήσει αναπηρική σύνταξη, και κάνει δουλειές του ποδαριού, συνήθως την καθαρίστρια.
Μεγάλο βάρος έπεσε στις πλάτες τις μικρούλας Αννούλας. Οι δυο γυναίκες πρέπει να εξασφαλισθούν οικονομικά. Έτσι παίρνει μεγάλες αποφάσεις. Αποφασίζει όχι απλά να κλέβει, μια και τα προϊόντα κλοπής συνήθως αποφέρουν μέτρια κέρδη και ελάχιστα μετρητά, αλλά καταστήματα και τράπεζες. Τα λεφτά που καταφτάνουν στο σπίτι τα στέλνει δήθεν ο γεμάτος τύψεις πατέρας από την Αμερική. Ένα μεγάλο μέρος δίνεται και σε ελεημοσύνες. Μοναχική λύκαινα η ηρωίδα (δουλεύει πάντα μόνη), είναι σαν ένας θηλυκός Ρομπέν των Δασών.
Σε μια τέτοια επιχείρηση παρά λίγο να συλληφθεί από τον Μάρκο, που εργαζόταν ως σεκιουριτάς στην τράπεζα που πήγε να ληστέψει. Ο Μάρκος θα δικαιολογηθεί στα αφεντικά του πως δεν την πρόφτασε, ενώ θα έχουν δώσει εν τω μεταξύ ραντεβού. Από αυτό το ραντεβού θα ξεκινήσει το ειδύλλιο.
Η ιστορία μου θύμισε το «Χρόνια πολλά γλυκιά μου» της Μάρως Βαμβουνάκη, που η ηρωίδα ερωτεύεται τον απαγωγέα της. Αυτή πήρε σαν πρότυπο την Πατρίτσια Χιρστ και τους Weathermen, μια επαναστατική οργάνωση που έδρασε στην Αμερική για σύντομο χρονικό διάστημα στη δεκαετία του ‘60. Δεν ξέρω αν ο Φιλιππίδης είχε κάποιο πραγματικό περιστατικό υπόψη του και το χρησιμοποίησε.
Οι ιστορίες εναλλάσσονται. Συχνά η εναλλαγή γίνεται με έξυπνο συνδετικό τρόπο, όπως για παράδειγμα σε ένα κεφάλαιο από την ιστορία της Αλεξάνδρας που τελειώνει με τον Αντώνη να παίρνει ένα κομμάτι σοκολάτας από το χέρι της κόρης του, ενώ το επόμενο κεφάλαιο, από την ιστορία της Άννας αρχίζει με την περίοδο: «Εκείνος έφαγε αργά το κομμάτι της σοκολάτας που του είχε προσφέρει» (σελ. 217).
Στο αφηγηματικό μέρος ο Φιλιππίδης είναι αισθηματικά λυρικός, κυρίως στις ημερολογιακές σημειώσεις της Άννας, ενώ οι διάλογοί του έχουν μια νατουραλιστική αμεσότητα. Από τα ωραιότερα κομμάτια του έργου είναι το τέλος, όπου περιγράφεται ο θάνατος της Άννας (η ποιητική δικαιοσύνη είναι μια νόμιμη αφηγηματική αναμονή) μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να ληστέψει μια τράπεζα. Ο Μάρκος δεν είχε καταφέρει να την μεταπείσει να σταματήσει αυτό το επικίνδυνο σπορ.
«Μόνη η Άννα, είκοσι έξι, κόκκινο ήτανε το φανάρι κι αυτό ήτανε το τέλος, απλά το τέλος. Κανένας δεν πλησίαζε να βοηθήσει κι έμεινε χωρίς ανάσα, τέλειωνε ο αέρας κι ο πόνος έφερνε λιγοθυμία. Έφερε το χέρι στην κοιλιά και στο νου της, αυτό που κουβαλούσε μέσα της ενάμιση μήνα τώρα. Τι κρίμα, έσβηνε κι αυτό παρέα με κείνη, θα το ‘παιρνε μαζί της όπου πήγαινε, αν πήγαινε οπουδήποτε δηλαδή μετά από ‘δω» (σελ. 387).
Στην βιβλιοκριτική που κάναμε για το βιβλίο της Χριστίνας Καμπά «Κράτα με στα χείλη σου» γράψαμε τα παρακάτω:
«Στη ζωή οι ματαιώσεις είναι δύο ειδών: οι ματαιώσεις που έρχονται σαν αδήριτη συνέπεια συνθηκών ζωής, λαθεμένων υπολογισμών και εκτιμήσεων, αλλά και πιέσεων να ακολουθήσουμε δρόμους για τους οποίους δεν ήμασταν προετοιμασμένοι, και οι ματαιώσεις που έρχονται με την μορφή του τυχαίου. Στη νουβέλα αυτή βλέπουμε τον έρωτα ματαιωμένο και με τους δυο τρόπους». Μια ανάλογη επισήμανση κάναμε και για τη νουβέλα του Αλέξανδρου Βαλαβάνη «Για όσο κρατήσει». Την ίδια επισήμανση κάνουμε και εδώ. Έχουμε δυο έρωτες με ημερομηνία λήξης. Στην πρώτη περίπτωση η λήξη οφείλεται στον ψυχισμό του συντρόφου, του ανικανοποίητου δον Ζουάν. Στη δεύτερη, σε ένα τροχαίο. Όμως σ’ αυτή την περίπτωση το τροχαίο ήταν το τυχαίο μέσω του οποίου εκφράστηκε μια αναγκαιότητα: Η Άννα ήταν αδύνατο να ξεφεύγει για πάντα. Είναι όπως λέει η παροιμία «πάει το σταμνί στη βρύση, μια από τις πολλές δεν θα γυρίσει». Και 14 χρόνια που κράτησε, πολύ κράτησε.
Το μυθιστόρημα τελειώνει με την Αλεξάνδρα μισότυφλη και μόνη, και τον Μάρκο να την επισκέπτεται συχνά, προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο της και το δικό του πόνο.
Τολμηρά επινοητικός στο στόρι καθώς και στην αφήγηση, ο Φιλιππίδης είναι ένας ικανός πεζογράφος. Πολυγραφότατος (ένα βιβλίο κάθε δυο χρόνια) πιστεύουμε πως θα κάνει μια μακρά διαδρομή στα ελληνικά γράμματα.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment