Η Σταυρούλα Σκαλίδη έγραψε για το "Φραγκιό
Book review, movie criticism
Tuesday, July 26, 2011
Monday, July 25, 2011
Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι
Τζέημς Τζόυς, Οι Δουβλινέζοι (μετ. Κοσμάς Πολίτης), Γράμματα 1990, σελ. 227
Οι «Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέημς Τζόυς. Αποτελείται από μια σειρά διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Ψάχνοντας στην Βικιπαίδεια για τον συγγραφέα, διαπίστωσα ότι ο Τζόυς ήταν ένα φοβερό υπόδειγμα επιμονής και υπομονής. Δεκαοχτώ φορές υπέβαλε το χειρόγραφο σε δεκαπέντε εκδότες, και έπρεπε να περιμένει εννιά χρόνια μέχρι να το δει τυπωμένο. Ο «Οδυσσέας» είχε καλύτερη τύχη: ο όγδοος εκδότης το έκανε δεκτό. (Κι εγώ εννιά χρόνια περίμενα για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας, αλλά το υπέβαλλα μόνο σε πέντε εκδότες. Στον πέμπτο, τον ένατο χρόνο. Μετά από εννιά χρόνια επίσης εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας». Ήδη από τον πρώτο χρόνο το έκανε δεκτό ο τρίτος εκδότης, αλλά πέρασαν εννιά χρόνια μέχρι να μου το εκδώσει).
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά συνελάμβανα συχνά τον εαυτό μου να αφαιρείται. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να κάνω ολόκληρη παρέκβαση για τους όρους και τις συνθήκες της πρόσληψης που αυξάνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά να πω δυο μόνο πράγματα: Όταν ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο σαν τον «Οδυσσέα», έχουμε (ή δεν έχουμε) την περιέργεια να διαβάσουμε και ό, τι άλλο έχει γράψει. Επίσης έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μου για μια ακόμη φορά, ότι το σασπένς είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να κερδίσει ο συγγραφέας την προσοχή του αναγνώστη. Και στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σασπένς.
Κάνω αποκοπή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια: They were meant to be a naturalistic depiction of Irish middle class life in and around Dublin in the early years of the 20th century. Όμως αν ήταν μόνο αυτό, η νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Ο Τζόυς χρησιμοποιεί συχνά το αυγό σαν μεταφορά στην εξωτερική περιγραφή κάποιων ηρώων του. Γενικά τους περιγράφει με αδρές πινελιές. Εξίσου αδρός είναι και στην περιγραφή του χαρακτήρα τους. Εστιάζει περισσότερο στις συζητήσεις τους και στα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.
Έχω γράψει αλλού για το εφέ τέλους, ένα υφολογικό ή αφηγηματικό σχήμα που εντυπώνεται στο πολλαπλάσιο στον αναγνώστη καθώς τοποθετείται στο τέλος του έργου. Εδώ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο εφέ τέλους, σε αρκετά από τα διηγήματα το τέλος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς δίνει συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων του σε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους που θα τις χαρακτηρίζαμε ανοίκειες, μη αναμενόμενες. Δυο γυναίκες, βυθισμένες στις σκέψεις τους χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Πόλυ, στην «Πανσιόν»: «Τότε θυμήθηκε τι ήταν αυτό που περίμενε» (σελ. 71). Και όμως, το είχε επιδιώξει, να «τυλίξει» τον νοικάρη τους. Η Έβλιν, στο ομώνυμο διήγημα: «Κι ο Φρανκ όρμησε πέρ’ απ’ τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» (σελ. 42). Είχε πει το μεγάλο όχι.
«Ο νεκρός», που γυρίστηκε ταινία από τον John Huston το 1987, είναι το πιο εκτενές διήγημα. Με τις πενήντα σελίδες του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Εδώ ο Τζόυς παρουσιάζει την προσωπογραφία ενός ακόμη αποτυχημένου της ζωής, του Γκαμπριέλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια οδυνηρή αυτοσυνείδηση (epiphany, κατά την ορολογία του ίδιου του Τζόυς). Χωρίς να έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον, αναρωτήθηκα πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Το τέλος όμως ήταν συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει έναν μυστικό. Ένας άντρας, ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του την ακολουθεί ως εμμονή σε όλη της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο άντρας της, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις: «Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά» (σελ. 226).
Η αφηγηματική λειτουργία των προηγούμενων σελίδων που δεν μου τράβηξαν το ενδιαφέρον συνοψίζεται στην παρακάτω παράγραφο: «Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παρέβαλλε μέσα στο νου της μ’ έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μέσα στον καθρέφτη. Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του» (σελ. 223).
Στο «Οδυνηρό γεγονός», ένα προηγούμενο διήγημα της συλλογής, έχουμε την αντιστροφή του «Νεκρού»: Σ’ αυτό είναι ο ήρωας που οδηγεί την ερωτευμένη ηρωίδα στο θάνατο. Και αυτόν θα τον στοιχειώσει ο θάνατός της, όπως την Γκρέτα ο θάνατος του αγοριού. Εδώ η κατάστασή του δίνεται, αντίθετα επίσης, με εσωτερική εστίαση. «Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί την είχε καταδικάσει σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του υπόσταση να σωριάζεται… Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής του˙ ένιωσε απόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φάνηκε να τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την ευτυχία: κι αυτός την είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ’ έναν επαίσχυντο θάνατο». Και το διήγημα τελειώνει με τις λέξεις: «Ένιωσε ολομόναχος» (σελ. 119).
Παρά την ύπαρξη μερών που κουράζουν, στους «Δουβλινέζους» υπάρχουν σελίδες εξαίρετης ομορφιάς. Πιστεύω όμως πως και ο ίδιος ο Τζόυς κατάλαβε ότι η επινόηση μιας ιστορίας και ο χειρισμός της στην πλοκή δεν συγκαταλεγόταν στις ικανότητές του, και έτσι, μετά το ημι-αυτοβιογραφικό «The portrait of the artist as a young man», που το στόρι ήταν περίπου δεδομένο, στα επόμενα κορυφαία έργα του το στόρι είναι υποτυπώδες, είναι το πρόσχημα για να αναδειχθεί η γλώσσα, ο αληθινός πρωταγωνιστής. Μιλάω για τον «Οδυσσέα» και το «Finnegan’s wake».
Θα κλείσω επικολλώντας ένα απόσπασμα από την Βικιπαίδεια, ένα σπαρταριστό ανέκδοτο από τη ζωή του Τζόυς. Να μην το μεταφράσω, όλοι σήμερα ξέρουμε λίγο πολύ αγγλικά.
Throughout the 1930s he traveled frequently to Switzerland for eye surgeries and treatments for Lucia (την κόρη του), who, according to the Joyces, suffered from schizophrenia. Lucia was analysed by Carl Jung at the time, who after reading Ulysses, concluded that her father had schizophrenia.[26] Jung said she and her father were two people heading to the bottom of a river, except that he was diving and she was falling.
Οι «Δουβλινέζοι» είναι το πρώτο βιβλίο του Τζέημς Τζόυς. Αποτελείται από μια σειρά διηγήματα που εικονογραφούν το Δουβλίνο των παιδικών του χρόνων. Ψάχνοντας στην Βικιπαίδεια για τον συγγραφέα, διαπίστωσα ότι ο Τζόυς ήταν ένα φοβερό υπόδειγμα επιμονής και υπομονής. Δεκαοχτώ φορές υπέβαλε το χειρόγραφο σε δεκαπέντε εκδότες, και έπρεπε να περιμένει εννιά χρόνια μέχρι να το δει τυπωμένο. Ο «Οδυσσέας» είχε καλύτερη τύχη: ο όγδοος εκδότης το έκανε δεκτό. (Κι εγώ εννιά χρόνια περίμενα για το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας, αλλά το υπέβαλλα μόνο σε πέντε εκδότες. Στον πέμπτο, τον ένατο χρόνο. Μετά από εννιά χρόνια επίσης εκδόθηκε το βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της Κρητικής λογοτεχνίας». Ήδη από τον πρώτο χρόνο το έκανε δεκτό ο τρίτος εκδότης, αλλά πέρασαν εννιά χρόνια μέχρι να μου το εκδώσει).
Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά συνελάμβανα συχνά τον εαυτό μου να αφαιρείται. Δεν θα ήθελα όμως εδώ να κάνω ολόκληρη παρέκβαση για τους όρους και τις συνθήκες της πρόσληψης που αυξάνουν το αναγνωστικό ενδιαφέρον, αλλά να πω δυο μόνο πράγματα: Όταν ένας συγγραφέας έχει γράψει ένα βιβλίο σαν τον «Οδυσσέα», έχουμε (ή δεν έχουμε) την περιέργεια να διαβάσουμε και ό, τι άλλο έχει γράψει. Επίσης έχει ενισχυθεί η πεποίθησή μου για μια ακόμη φορά, ότι το σασπένς είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για να κερδίσει ο συγγραφέας την προσοχή του αναγνώστη. Και στα διηγήματα αυτά δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου σασπένς.
Κάνω αποκοπή και επικόλληση από την Βικιπαίδεια: They were meant to be a naturalistic depiction of Irish middle class life in and around Dublin in the early years of the 20th century. Όμως αν ήταν μόνο αυτό, η νατουραλιστική απεικόνιση της ιρλανδέζικης μεσαίας τάξης στο Δουβλίνο, τα διηγήματα αυτά δεν θα είχαν κανένα ενδιαφέρον. Ή μάλλον θα είχαν ενδιαφέρον μόνο για τους Ιρλανδούς. Όμως είναι ενδιαφέροντα γιατί απεικονίζουν μια ανθρώπινη κατάσταση που ξεπερνάει όχι μόνο το Δουβλίνο αλλά και ολόκληρη την Ιρλανδία: τη ματαίωση (frustration). Αλλά για να φτάσουμε σ’ αυτήν θα πρέπει να επισκεφτούμε όλα τα μπαρ του Δουβλίνου και να πιούμε άφθονη μπύρα και ουίσκι με τους ήρωές τους.
Ο Τζόυς χρησιμοποιεί συχνά το αυγό σαν μεταφορά στην εξωτερική περιγραφή κάποιων ηρώων του. Γενικά τους περιγράφει με αδρές πινελιές. Εξίσου αδρός είναι και στην περιγραφή του χαρακτήρα τους. Εστιάζει περισσότερο στις συζητήσεις τους και στα γεγονότα στα οποία εμπλέκονται.
Έχω γράψει αλλού για το εφέ τέλους, ένα υφολογικό ή αφηγηματικό σχήμα που εντυπώνεται στο πολλαπλάσιο στον αναγνώστη καθώς τοποθετείται στο τέλος του έργου. Εδώ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο εφέ τέλους, σε αρκετά από τα διηγήματα το τέλος είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, καθώς δίνει συναισθηματικές καταστάσεις των ηρώων του σε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους που θα τις χαρακτηρίζαμε ανοίκειες, μη αναμενόμενες. Δυο γυναίκες, βυθισμένες στις σκέψεις τους χάνουν την αίσθηση της πραγματικότητας. Η Πόλυ, στην «Πανσιόν»: «Τότε θυμήθηκε τι ήταν αυτό που περίμενε» (σελ. 71). Και όμως, το είχε επιδιώξει, να «τυλίξει» τον νοικάρη τους. Η Έβλιν, στο ομώνυμο διήγημα: «Κι ο Φρανκ όρμησε πέρ’ απ’ τα κάγκελα και της φώναξε να τον ακολουθήσει. Του αντιφώναξε να φύγει με το καράβι, μα εκείνος συνέχισε να φωνάζει. Γύρισε προς το μέρος του το χλομό της πρόσωπο, δίχως έκφραση, σαν ζώο απελπισμένο. Τα μάτια της δεν του έδωσαν κανένα σημάδι αγάπης ή αποχαιρετισμού ή πως τον αναγνώρισαν» (σελ. 42). Είχε πει το μεγάλο όχι.
«Ο νεκρός», που γυρίστηκε ταινία από τον John Huston το 1987, είναι το πιο εκτενές διήγημα. Με τις πενήντα σελίδες του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί νουβέλα. Εδώ ο Τζόυς παρουσιάζει την προσωπογραφία ενός ακόμη αποτυχημένου της ζωής, του Γκαμπριέλ. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος τον βλέπουμε σε διάφορα επεισόδια της ζωής του στα οποία διαγράφεται ο χαρακτήρας του, ένας χαρακτήρας για τον οποίο κάποια στιγμή αποκτά μια οδυνηρή αυτοσυνείδηση (epiphany, κατά την ορολογία του ίδιου του Τζόυς). Χωρίς να έχει αφηγηματικό ενδιαφέρον, αναρωτήθηκα πού θα οδηγούσε αυτή η ιστορία. Το τέλος όμως ήταν συναρπαστικό. Ο ήρωάς μας νοιώθει την πιο μεγάλη απογοήτευση της ζωής του, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του κρύβει έναν μυστικό. Ένας άντρας, ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι την αγάπησε όταν και η ίδια ήταν μικρή, και αφέθηκε να πεθάνει όταν αυτή έφυγε μακριά του. Η αγάπη του την ακολουθεί ως εμμονή σε όλη της τη ζωή. Όταν το μαθαίνει ο άντρας της, βυθίζεται συγκλονισμένος σε σκέψεις: «Καλύτερα να περάσεις θαρραλέα σε κείνον τον άλλο κόσμο, μέσα στην αποθέωση κάποιου έρωτα, παρά να σβήνεις και να μαραίνεσαι με τα γερατιά» (σελ. 226).
Η αφηγηματική λειτουργία των προηγούμενων σελίδων που δεν μου τράβηξαν το ενδιαφέρον συνοψίζεται στην παρακάτω παράγραφο: «Την ώρα που ήταν γεμάτος αναμνήσεις από την κρυφή ζωή τους, γεμάτος τρυφερότητα, χαρά και πόθο, αυτή τον παρέβαλλε μέσα στο νου της μ’ έναν άλλο. Ντροπή τον κυρίεψε. Είδε τον εαυτό του σαν μια γελοία μορφή, έναν θεληματάρη για τις θείες του, έναν νευρικό, καλοπροαίρετο αισθηματία που ρητορεύει σε αμόρφωτους και εξιδανικεύει τους αγροίκους πόθους του, έναν οικτρό, ηλίθιο τύπο, που τον είχε πάρει το μάτι του μέσα στον καθρέφτη. Γύρισε την πλάτη του ακόμα περισσότερο στο φως, για να μη δει η γυναίκα του την ντροπή που του φλόγιζε το μέτωπό του» (σελ. 223).
Στο «Οδυνηρό γεγονός», ένα προηγούμενο διήγημα της συλλογής, έχουμε την αντιστροφή του «Νεκρού»: Σ’ αυτό είναι ο ήρωας που οδηγεί την ερωτευμένη ηρωίδα στο θάνατο. Και αυτόν θα τον στοιχειώσει ο θάνατός της, όπως την Γκρέτα ο θάνατος του αγοριού. Εδώ η κατάστασή του δίνεται, αντίθετα επίσης, με εσωτερική εστίαση. «Γιατί της είχε στερήσει τη ζωή; Γιατί την είχε καταδικάσει σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του υπόσταση να σωριάζεται… Αναμάσησε τη χρηστότητα της ζωής του˙ ένιωσε απόβλητος από το γλέντι της ζωής. Ένα ανθρώπινο πλάσμα φάνηκε να τον αγαπάει, κι αυτός είχε απαρνηθεί τη ζωή της και την ευτυχία: κι αυτός την είχε καταδικάσει στην ντροπή, σ’ έναν επαίσχυντο θάνατο». Και το διήγημα τελειώνει με τις λέξεις: «Ένιωσε ολομόναχος» (σελ. 119).
Παρά την ύπαρξη μερών που κουράζουν, στους «Δουβλινέζους» υπάρχουν σελίδες εξαίρετης ομορφιάς. Πιστεύω όμως πως και ο ίδιος ο Τζόυς κατάλαβε ότι η επινόηση μιας ιστορίας και ο χειρισμός της στην πλοκή δεν συγκαταλεγόταν στις ικανότητές του, και έτσι, μετά το ημι-αυτοβιογραφικό «The portrait of the artist as a young man», που το στόρι ήταν περίπου δεδομένο, στα επόμενα κορυφαία έργα του το στόρι είναι υποτυπώδες, είναι το πρόσχημα για να αναδειχθεί η γλώσσα, ο αληθινός πρωταγωνιστής. Μιλάω για τον «Οδυσσέα» και το «Finnegan’s wake».
Θα κλείσω επικολλώντας ένα απόσπασμα από την Βικιπαίδεια, ένα σπαρταριστό ανέκδοτο από τη ζωή του Τζόυς. Να μην το μεταφράσω, όλοι σήμερα ξέρουμε λίγο πολύ αγγλικά.
Throughout the 1930s he traveled frequently to Switzerland for eye surgeries and treatments for Lucia (την κόρη του), who, according to the Joyces, suffered from schizophrenia. Lucia was analysed by Carl Jung at the time, who after reading Ulysses, concluded that her father had schizophrenia.[26] Jung said she and her father were two people heading to the bottom of a river, except that he was diving and she was falling.
Friday, July 22, 2011
Βιργινία Βέργη – Νέρη, Φόδελε, Τοπία, θρύλοι και αληθινές ιστορίες
Βιργινία Βέργη – Νέρη, Φόδελε, Τοπία, θρύλοι και αληθινές ιστορίες, Δωρικός 2010, σελ. 255
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα βιβλίο για το χωριό που γεννήθηκε ο Ελ Γκρέκο, γεμάτο συναρπαστικές ιστορίες
Έχω παρουσιάσει πολλά βιβλία που αναφέρονται στο χωριό των συγγραφέων τους -έχω γράψει κι εγώ ένα για το χωριό μου-αλλά πρώτη φορά βρέθηκα μπροστά σε ένα βιβλίο που μιλάει για ένα τόσο διάσημο χωριό, τον γενέθλιο τόπο του Ελ Γκρέκο, το Φόδελε. Συγγραφέας του η Βιργινία Βέργη-Νέρη, εκπαιδευτικός.
Τα κείμενα τα οποία, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, γράφηκαν σε διάστημα μιας τριακονταετίας και δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο, ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: Τοπία και θρύλοι, ιστορίες της γιαγιάς, αληθινές ιστορίες, και παράρτημα. Το τελευταίο απαρτίζεται από σύντομα κείμενα, ντοκουμέντα τα περισσότερα, που αναφέρονται κυρίως στην επανάσταση του 1866.
Όλα τα κείμενα είναι ενδιαφέροντα από μόνα τους, αλλά το γλαφυρό ύφος της Βιργινίας Βέργη-Νέρη τα κάνει ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Το πρώτο μέρος έχει τη διαύγεια ενός τουριστικού οδηγού και τη μαγεία του παραμυθιού. Οι ιστορίες της γιαγιάς καθηλώνουν τον αναγνώστη, ενώ νοιώθει έκπληκτος με το πόσες αληθινές ιστορίες από τα ένδοξα χρόνια των κρητικών επαναστάσεων έφτασαν μέσα από την προφορική παράδοση στη σημερινή εποχή. Εύγε στη Βιργινία που τις διέσωσε, γιατί και η Κρήτη περνάει γρήγορα από την προφορικότητα στον τύπο και στην εικόνα. Πόσοι άραγε απομένουν ακόμη από εκείνους που ήξεραν τον Ερωτόκριτο απ’ έξω; Το παράρτημα, που με το σεμνό του τίτλο συχνά παραλείπεται από τους αναγνώστες, περιέχει επίσης συναρπαστικά κείμενα μεγάλου ενδιαφέροντος.
Οι ιστορίες είναι συναρπαστικές, τόσο οι πραγματικές όσο και οι μύθοι. Εκεί παρελαύνουν άνομοι έρωτες, τα σύνορα της αγάπης (έρωτες τούρκων με χριστιανοπούλες), και οι ταλαιπωρίες των φοδελιανών κατά τις επαναστάσεις.
Πέρα από την απόλαυση του κειμένου αποκόμισα και γνώσεις. 15 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου βρίσκεται το Καβούσι. Αγνοούσα την ετυμολογική του προέλευση. Στο βιβλίο της Βιργινίας διαβάζουμε:
«Όλα τα καβούσια βρίσκονταν στην ακροποταμιά και τροφοδοτούνταν από λεπτές φλέβες νερού, που ανάβλυζαν διακριτικά από τη γη. Όταν τις ανακάλυπταν οι χωρικοί έκαναν ένα λάκκο, έχτιζαν γύρω γύρω ένα κομψό ημικυκλικό πέτρινο τοιχάκι, άφηναν κι ένα αυλάκι για να τρέχει το περισσευούμενο νερό στο ποτάμι και το καβούσι ήταν έτοιμο» (σελ. 50).
Ο Μανώλης ο Βορδονάρης έχει ένα περβόλι δίπλα στο δικό μου. Παλιά υπήρχε κι ένα μικρό πηγάδι που είναι ξεραμένο εδώ και χρόνια. Τώρα το περβόλι το έχει φυτέψει με κλήματα. Στο βιβλίο της Βιργινίας μαθαίνω τι σημαίνει «Βορδονάρης». «Αυτοί που μετέφεραν τα πορτοκάλια δια ξηράς λεγόταν βορδονάρηδες και ήταν χριστιανοί» (σελ. 63). Πιο πριν διαβάζουμε ότι αυτοί που τα μετέφεραν δια θαλάσσης ήταν μουσουλμάνοι και λεγόταν χεξήδες.
Για το καδελέτο είχα ακουστά, έβαζαν μέσα τους πεθαμένους, νόμιζα ότι έτσι έλεγαν την κάσα, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Διαβάζουμε: «Το καδελέτο ήταν ένα μεγάλο ευρύχωρο φέρετρο πολλαπλής χρήσεως. Το φέρετρο των φτωχών… Μόλις τέλειωνε η νεκρώσιμη ακολουθία και έφταναν στο νεκροταφείο, τότε τύλιγαν το νεκρό σ’ένα άσπρο καθαρό σεντόνι και τον έβαζαν κατάχαμα στον τάφο» (σελ. 118). Σήμερα και ο πιο φτωχός ταξιδεύει για την τελευταία του κατοικία με ΙΧ κάσα.
Διαβάζουμε: «Το μανάρι του, τσεκούρι το λεν οι άλλοι Έλληνες» (σελ. 62). Λένε και το μανάρι, αλλά αυτό σημαίνει μικρό ριφάκι ή αρνάκι, ενώ πιο συχνά χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό. Θα μπορούσε με βάση τη διαφορά σημασίας να σκαρφιστεί ο Βυζάντιος άλλο ένα σπαρταριστό επεισόδιο για τη «Βαβυλωνία» του, και όχι μόνο αυτό με το κουράδι.
Και στην ίδια σελίδα, λίγο πιο κάτω: «Όλες οι νουθεσίες της σεμνής Παρθενόπης πήγαιναν στ’ αμόντε». Όχι στα monte, τα βουνά, αλλά στ’ αμόντε. Έτσι σχηματίστηκε και το Αόρι, αλλιώς Θριπτή στα μέρη μας, στην πάλαι ποτέ κοινότητα Κάτω Χωρίου Ιεράπετρας. Οι αρχαίοι έλεγαν «στα όρη». Όταν τα όρη γίνανε βουνά, οι χωριανοί μου άκουγαν «στα όρη» και καταλάβαιναν «στ’ αόρι. Έτσι τα όρη από πληθυντικός του όρος έγιναν το ουδέτερο το αόρι, με γενική τ’ αοριού.
Θα τελειώσω με ένα αφήγημα που φέρει τίτλο «Ο πανέξυπνος παπάς». Σ’ αυτό βλέπουμε ένα παραμελημένο από τη μητέρα του κοριτσάκι. Είχε πέντε κορίτσια, και ήταν έγκυος αυτό το έκτο όταν πέθανε ο άντρας της. Ο παπάς, για να την κάνει να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το στερνοβύζι, της είπε κάτι που συνέβη στη βάφτισή του. Ο σταυρός που χάραξε στο λαδωμένο νερό της κολυμπήθρας διαλυόταν και ξανασχηματιζόταν κάθε φορά που έβαζε μέσα και έβγαζε τη μικρή. «Και όταν τέλειωσε η βάφτιση, ο σταυρός έμεινε εκεί, στη μέση της κολυμπήθρας… Έχω ακουστά πως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κι είναι σημάδι μεγάλης τύχης για το νεοφώτιστο» (σελ. 59-60). Και το αφήγημα τελειώνει ως εξής, στην ίδια σελίδα: «-Τι λες κι εσύ, κυρ Επαμεινώντα, για όλ’ αυτά; Ρώτησαν ένα βράδυ στο καφενείο το δάσκαλο. –Λέω πως έχετε ένα πανέξυπνο παπά», υπονοώντας ότι σκαρφίστηκε την ιστορία. Φαντάζομαι ότι την ίδια γνώμη έχει και η συγγραφέας για να τιτλοφορήσει έτσι το αφήγημα. Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρος. Και θα σας διηγηθώ μια παρόμοια ιστορία που με αφορά.
Είχαμε κάποτε καλεσμένους στο σπίτι μας το ζεύγος Χαραλαμπάκη. Ο Χριστόφορος είναι καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Χρίστος με εκτιμά πολύ, και κάποια στιγμή που εγώ δεν ήμουν μπροστά μίλησε επαινετικά για μένα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τότε του είπε μια ιστορία. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου (πέθανε το 1997), σε μια μάζωξη στο σπίτι του Θόδωρου Γραμματά, καθηγητή θεατρολογίας που επόπτευσε το διδακτορικό μου, ο Χρίστος επανέλαβε αυτή την ιστορία. Εγώ έμεινα έκπληκτος, την άκουγα για πρώτη φορά. Το ίδιο και ο Χρίστος, που νόμιζε ότι την ήξερα. Ο πατέρας μου δεν μου την αφηγήθηκε ποτέ. Και να η ιστορία: Όταν τέλειωσε η βάφτισή μου και είχαν όλοι απομακρυνθεί από την κολυμπήθρα, ο παπάς κάποια στιγμή πλησίασε τον πατέρα μου και τον τράβηξε από το χέρι: -έλα να δεις, του λέει. Τον πηγαίνει στην κολυμπήθρα και βλέπει ότι ο σταυρός δεν είχε διαλυθεί. Αυτό ο παπάς το θεώρησε καλοσημαδιά και το είπε στον πατέρα μου.
Λίγα χρόνια μετά, όταν ήμουν σχολικός σύμβουλος, μας κάλεσαν σε μια επίδειξη εκπαιδευτικού λογισμικού. Ανάμεσα στα άλλα ήταν και ένα DVD με βιογραφίες συγγραφέων. Δειγματικά μας παρουσίασαν τη βιογραφία του Παπαδιαμάντη. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν είδα ότι και στη βάφτιση του Παπαδιαμάντη είχε συμβεί το ίδιο πράγμα. (Για να πω την αλήθεια, η έκπληξη δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο άγιος των γραμμάτων μας, ένας βαθειά θρησκευόμενος άνθρωπος, ενώ εγώ… Αλλά άδηλαι αι βουλαί του Υψίστου). Το σημείο αυτό είδα ότι αφαιρέθηκε στην τελική εκδοχή του DVD.
Τελικά ο παπάς μπορεί να έλεγε την αλήθεια. Τώρα να κάνω την ανευλαβή υπόθεση ότι το λάδι που έριξαν στην κολυμπήθρα ήταν κατακάθι και δεν διαλυόταν εύκολα; Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αναγκαιότητα του μύθου» (γράφηκε το 1981 και εκδόθηκε το 1987). Η βασική θέση του βιβλίου, που αποτελείται από μια σειρά δοκίμια, είναι ότι χρειαζόμαστε «μύθους» στη ζωή μας για να αντέξουμε την αγωνία της ύπαρξης. Το «αναγκαιότητα» τίθεται ειρωνικά. Αυτό το βιβλίο πολλές φορές με έχει χλευάσει, καθώς έχω νοιώσει την ανάγκη να παρασυρθώ από κάποιους μύθους. Τι ωραίος μύθος και ο παραπάνω για να τον πιστέψω αλήθεια!!!
Όμως η συζήτηση ήταν για το Φόδελε. Και θα ήθελα πριν κλείσω την παρουσίαση αυτή να αναφέρω άλλη μια φορά πόσο με μάγεψε αυτό το βιβλίο. Και φυσικά σας το συστήνω ανενδοίαστα.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα βιβλίο για το χωριό που γεννήθηκε ο Ελ Γκρέκο, γεμάτο συναρπαστικές ιστορίες
Έχω παρουσιάσει πολλά βιβλία που αναφέρονται στο χωριό των συγγραφέων τους -έχω γράψει κι εγώ ένα για το χωριό μου-αλλά πρώτη φορά βρέθηκα μπροστά σε ένα βιβλίο που μιλάει για ένα τόσο διάσημο χωριό, τον γενέθλιο τόπο του Ελ Γκρέκο, το Φόδελε. Συγγραφέας του η Βιργινία Βέργη-Νέρη, εκπαιδευτικός.
Τα κείμενα τα οποία, όπως μας πληροφορεί η συγγραφέας, γράφηκαν σε διάστημα μιας τριακονταετίας και δημοσιεύτηκαν στον τοπικό τύπο, ταξινομήθηκαν σε τέσσερις κατηγορίες: Τοπία και θρύλοι, ιστορίες της γιαγιάς, αληθινές ιστορίες, και παράρτημα. Το τελευταίο απαρτίζεται από σύντομα κείμενα, ντοκουμέντα τα περισσότερα, που αναφέρονται κυρίως στην επανάσταση του 1866.
Όλα τα κείμενα είναι ενδιαφέροντα από μόνα τους, αλλά το γλαφυρό ύφος της Βιργινίας Βέργη-Νέρη τα κάνει ακόμη πιο ενδιαφέροντα. Το πρώτο μέρος έχει τη διαύγεια ενός τουριστικού οδηγού και τη μαγεία του παραμυθιού. Οι ιστορίες της γιαγιάς καθηλώνουν τον αναγνώστη, ενώ νοιώθει έκπληκτος με το πόσες αληθινές ιστορίες από τα ένδοξα χρόνια των κρητικών επαναστάσεων έφτασαν μέσα από την προφορική παράδοση στη σημερινή εποχή. Εύγε στη Βιργινία που τις διέσωσε, γιατί και η Κρήτη περνάει γρήγορα από την προφορικότητα στον τύπο και στην εικόνα. Πόσοι άραγε απομένουν ακόμη από εκείνους που ήξεραν τον Ερωτόκριτο απ’ έξω; Το παράρτημα, που με το σεμνό του τίτλο συχνά παραλείπεται από τους αναγνώστες, περιέχει επίσης συναρπαστικά κείμενα μεγάλου ενδιαφέροντος.
Οι ιστορίες είναι συναρπαστικές, τόσο οι πραγματικές όσο και οι μύθοι. Εκεί παρελαύνουν άνομοι έρωτες, τα σύνορα της αγάπης (έρωτες τούρκων με χριστιανοπούλες), και οι ταλαιπωρίες των φοδελιανών κατά τις επαναστάσεις.
Πέρα από την απόλαυση του κειμένου αποκόμισα και γνώσεις. 15 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου βρίσκεται το Καβούσι. Αγνοούσα την ετυμολογική του προέλευση. Στο βιβλίο της Βιργινίας διαβάζουμε:
«Όλα τα καβούσια βρίσκονταν στην ακροποταμιά και τροφοδοτούνταν από λεπτές φλέβες νερού, που ανάβλυζαν διακριτικά από τη γη. Όταν τις ανακάλυπταν οι χωρικοί έκαναν ένα λάκκο, έχτιζαν γύρω γύρω ένα κομψό ημικυκλικό πέτρινο τοιχάκι, άφηναν κι ένα αυλάκι για να τρέχει το περισσευούμενο νερό στο ποτάμι και το καβούσι ήταν έτοιμο» (σελ. 50).
Ο Μανώλης ο Βορδονάρης έχει ένα περβόλι δίπλα στο δικό μου. Παλιά υπήρχε κι ένα μικρό πηγάδι που είναι ξεραμένο εδώ και χρόνια. Τώρα το περβόλι το έχει φυτέψει με κλήματα. Στο βιβλίο της Βιργινίας μαθαίνω τι σημαίνει «Βορδονάρης». «Αυτοί που μετέφεραν τα πορτοκάλια δια ξηράς λεγόταν βορδονάρηδες και ήταν χριστιανοί» (σελ. 63). Πιο πριν διαβάζουμε ότι αυτοί που τα μετέφεραν δια θαλάσσης ήταν μουσουλμάνοι και λεγόταν χεξήδες.
Για το καδελέτο είχα ακουστά, έβαζαν μέσα τους πεθαμένους, νόμιζα ότι έτσι έλεγαν την κάσα, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Διαβάζουμε: «Το καδελέτο ήταν ένα μεγάλο ευρύχωρο φέρετρο πολλαπλής χρήσεως. Το φέρετρο των φτωχών… Μόλις τέλειωνε η νεκρώσιμη ακολουθία και έφταναν στο νεκροταφείο, τότε τύλιγαν το νεκρό σ’ένα άσπρο καθαρό σεντόνι και τον έβαζαν κατάχαμα στον τάφο» (σελ. 118). Σήμερα και ο πιο φτωχός ταξιδεύει για την τελευταία του κατοικία με ΙΧ κάσα.
Διαβάζουμε: «Το μανάρι του, τσεκούρι το λεν οι άλλοι Έλληνες» (σελ. 62). Λένε και το μανάρι, αλλά αυτό σημαίνει μικρό ριφάκι ή αρνάκι, ενώ πιο συχνά χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό. Θα μπορούσε με βάση τη διαφορά σημασίας να σκαρφιστεί ο Βυζάντιος άλλο ένα σπαρταριστό επεισόδιο για τη «Βαβυλωνία» του, και όχι μόνο αυτό με το κουράδι.
Και στην ίδια σελίδα, λίγο πιο κάτω: «Όλες οι νουθεσίες της σεμνής Παρθενόπης πήγαιναν στ’ αμόντε». Όχι στα monte, τα βουνά, αλλά στ’ αμόντε. Έτσι σχηματίστηκε και το Αόρι, αλλιώς Θριπτή στα μέρη μας, στην πάλαι ποτέ κοινότητα Κάτω Χωρίου Ιεράπετρας. Οι αρχαίοι έλεγαν «στα όρη». Όταν τα όρη γίνανε βουνά, οι χωριανοί μου άκουγαν «στα όρη» και καταλάβαιναν «στ’ αόρι. Έτσι τα όρη από πληθυντικός του όρος έγιναν το ουδέτερο το αόρι, με γενική τ’ αοριού.
Θα τελειώσω με ένα αφήγημα που φέρει τίτλο «Ο πανέξυπνος παπάς». Σ’ αυτό βλέπουμε ένα παραμελημένο από τη μητέρα του κοριτσάκι. Είχε πέντε κορίτσια, και ήταν έγκυος αυτό το έκτο όταν πέθανε ο άντρας της. Ο παπάς, για να την κάνει να ενδιαφερθεί γι’ αυτό το στερνοβύζι, της είπε κάτι που συνέβη στη βάφτισή του. Ο σταυρός που χάραξε στο λαδωμένο νερό της κολυμπήθρας διαλυόταν και ξανασχηματιζόταν κάθε φορά που έβαζε μέσα και έβγαζε τη μικρή. «Και όταν τέλειωσε η βάφτιση, ο σταυρός έμεινε εκεί, στη μέση της κολυμπήθρας… Έχω ακουστά πως γίνεται μια φορά στα χίλια χρόνια κι είναι σημάδι μεγάλης τύχης για το νεοφώτιστο» (σελ. 59-60). Και το αφήγημα τελειώνει ως εξής, στην ίδια σελίδα: «-Τι λες κι εσύ, κυρ Επαμεινώντα, για όλ’ αυτά; Ρώτησαν ένα βράδυ στο καφενείο το δάσκαλο. –Λέω πως έχετε ένα πανέξυπνο παπά», υπονοώντας ότι σκαρφίστηκε την ιστορία. Φαντάζομαι ότι την ίδια γνώμη έχει και η συγγραφέας για να τιτλοφορήσει έτσι το αφήγημα. Εγώ όμως δεν είμαι σίγουρος. Και θα σας διηγηθώ μια παρόμοια ιστορία που με αφορά.
Είχαμε κάποτε καλεσμένους στο σπίτι μας το ζεύγος Χαραλαμπάκη. Ο Χριστόφορος είναι καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Χρίστος με εκτιμά πολύ, και κάποια στιγμή που εγώ δεν ήμουν μπροστά μίλησε επαινετικά για μένα στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου τότε του είπε μια ιστορία. Λίγα χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα μου (πέθανε το 1997), σε μια μάζωξη στο σπίτι του Θόδωρου Γραμματά, καθηγητή θεατρολογίας που επόπτευσε το διδακτορικό μου, ο Χρίστος επανέλαβε αυτή την ιστορία. Εγώ έμεινα έκπληκτος, την άκουγα για πρώτη φορά. Το ίδιο και ο Χρίστος, που νόμιζε ότι την ήξερα. Ο πατέρας μου δεν μου την αφηγήθηκε ποτέ. Και να η ιστορία: Όταν τέλειωσε η βάφτισή μου και είχαν όλοι απομακρυνθεί από την κολυμπήθρα, ο παπάς κάποια στιγμή πλησίασε τον πατέρα μου και τον τράβηξε από το χέρι: -έλα να δεις, του λέει. Τον πηγαίνει στην κολυμπήθρα και βλέπει ότι ο σταυρός δεν είχε διαλυθεί. Αυτό ο παπάς το θεώρησε καλοσημαδιά και το είπε στον πατέρα μου.
Λίγα χρόνια μετά, όταν ήμουν σχολικός σύμβουλος, μας κάλεσαν σε μια επίδειξη εκπαιδευτικού λογισμικού. Ανάμεσα στα άλλα ήταν και ένα DVD με βιογραφίες συγγραφέων. Δειγματικά μας παρουσίασαν τη βιογραφία του Παπαδιαμάντη. Φαντάζεστε την έκπληξή μου όταν είδα ότι και στη βάφτιση του Παπαδιαμάντη είχε συμβεί το ίδιο πράγμα. (Για να πω την αλήθεια, η έκπληξη δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Ο Παπαδιαμάντης είναι ο άγιος των γραμμάτων μας, ένας βαθειά θρησκευόμενος άνθρωπος, ενώ εγώ… Αλλά άδηλαι αι βουλαί του Υψίστου). Το σημείο αυτό είδα ότι αφαιρέθηκε στην τελική εκδοχή του DVD.
Τελικά ο παπάς μπορεί να έλεγε την αλήθεια. Τώρα να κάνω την ανευλαβή υπόθεση ότι το λάδι που έριξαν στην κολυμπήθρα ήταν κατακάθι και δεν διαλυόταν εύκολα; Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Η αναγκαιότητα του μύθου» (γράφηκε το 1981 και εκδόθηκε το 1987). Η βασική θέση του βιβλίου, που αποτελείται από μια σειρά δοκίμια, είναι ότι χρειαζόμαστε «μύθους» στη ζωή μας για να αντέξουμε την αγωνία της ύπαρξης. Το «αναγκαιότητα» τίθεται ειρωνικά. Αυτό το βιβλίο πολλές φορές με έχει χλευάσει, καθώς έχω νοιώσει την ανάγκη να παρασυρθώ από κάποιους μύθους. Τι ωραίος μύθος και ο παραπάνω για να τον πιστέψω αλήθεια!!!
Όμως η συζήτηση ήταν για το Φόδελε. Και θα ήθελα πριν κλείσω την παρουσίαση αυτή να αναφέρω άλλη μια φορά πόσο με μάγεψε αυτό το βιβλίο. Και φυσικά σας το συστήνω ανενδοίαστα.
Thursday, July 21, 2011
Γεώργιος Ν. Δρόσος, Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόσφσκι, Η ζωή, το έργο, η εποχή του
Γεώργιος Ν. Δρόσος, Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόσφσκι, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, Ζαχαρόπουλος 1993, σελ. 582
Το έχω ξαναγράψει, η βιογραφία είναι ένα από τα αγαπημένα μου είδη. Έτσι όταν ο φίλος μου ο «Αντώνης» του διηγήματος «Όνειρο εαρινής νύχτας» από τη συλλογή διηγημάτων μου «Το Φραγκιό» μου έκανε δώρο μια πίστωση 200 ευρώ στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, ένα από τα βιβλία που πήρα με αυτή την πίστωση ήταν η βιογραφία του Τσαϊκόφσκι.
Ο Τσαϊκόσφκι είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες. Αν έκανα ένα κατάλογο με τα αγαπημένα μου κομμάτια και τα έβαζα κάτω από το όνομα του συνθέτη τους, σίγουρα τα περισσότερα θα βρίσκονταν κάτω από το όνομα Τσαϊκόφσκι.
Με ενόχλησε που από το εξώφυλλο του βιβλίου απουσίαζε ο συγγραφέας του. Ίσως να μην έκανε καμιά ερευνητική δουλειά, ίσως απλά να αντέγραψε από τις τόσες βιογραφίες του Τσαϊκόφσκι που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, όμως η δουλειά του ήταν απόλυτα ευσυνείδητη, και προπαντός το έργο του έχει την κύρια αρετή που πρέπει να έχει κάθε πεζογράφημα: είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Έκανα πολύ καλά που το επέλεξα για να το διαβάσω στο πλοίο πηγαίνοντας στην Κρήτη. Έτσι μια ανιαρή διαδρομή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Το τέλειωσα βέβαια στο χωριό μου, οι 550 σελίδες του ήταν αδύνατο να διαβαστούν στην επτάωρη διαδρομή.
Και αυτό το ξανάγραψα: ξέρεις αρκετά πράγματα για μια διασημότητα, διαβάζοντας όμως τη βιογραφία της σε βιβλίο και όχι σε λήμμα εγκυκλοπαίδειας μαθαίνεις και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, όχι απλές λεπτομέρειες. Αλλά και οι λεπτομέρειες καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ήξερα για παράδειγμα ότι ο μέγας Τολστόι δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ντοστογιέφσκι. Δεν μου έκανε εντύπωση, είναι συνηθισμένο να υποτιμά κανείς τους ομοτέχνους του, όμως το να θεωρεί τον Μπετόβεν σαν «άνθρωπο χωρίς κανένα ταλέντο (σελ. 241) πάει πολύ. Ο Τσαϊκόφσκι – που ο Τολστόι όταν άκουσε ένα κουαρτέτο του τα μάτια του γέμισαν δάκρυα – ήταν πολύ πιο σωστός στις κρίσεις του για τους ομοτέχνους του. Αναγνώριζε σε κάποιους τη μουσική τους ιδιοφυία, και περιοριζόταν να πει ότι τα έργα τους απλά δεν τον άγγιζαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βάγκνερ και ο Μπραμς. Από τη «Φανταστική συμφωνία» του Μπερλιόζ έβρισκε ενδιαφέρον το εμβατήριο και δεν θυμάμαι πιο άλλο κομμάτι.
Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μια βιογραφία, αναπόφευκτα μαθαίνεις βιογραφικά στοιχεία ομότεχνων του βιογραφούμενου. Έτσι έμαθα ότι ο Μπερλιόζ βυθίστηκε σε μαύρη απελπισία όταν πέθανε ο μοναχογιός του.
Ένα βιογραφικό στοιχείο του Τσαϊκόφσκι αξίζει γενικότερο σχολιασμό. Το ότι ήταν ομοφυλόφιλος το ήξερα από παλιά, όμως μόλις τελευταία έμαθα από κάποιο φίλο, και το επιβεβαίωσα στο βιβλίο, ότι ο Τσαϊκόφσκι αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να αποφευχθεί το σκάνδαλο της ομοφυλοφιλίας του.
Η Ευρώπη έχει εξελιχθεί μέσα στον ενάμιση αιώνα που μας πέρασε. Τώρα πια οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονται, μπορούν ακόμη και να παντρευτούν. Όμως έπρεπε πρώτα να θυσιαστούν στον πουριτανισμό εκείνης της εποχής ο Τσαϊκόφσκι και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο δεύτερος έκανε στη φυλακή, και, ατιμασμένος, πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αποτραβηγμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους, χωρίς να γράψει τίποτα πια. Ο Τσαϊκόφσκι αντιμετώπιζε, εκτός από τον διασυρμό, και το φάσμα της ισόβιας εξορίας στη Σιβηρία, ποινή που επιβαλλόταν τότε στους ομοφυλόφιλους. Έχοντας υπόψη τις περιπτώσεις τους δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι ο Καβάφης στάθηκε τυχερός, ευτυχώς γι’ αυτόν και για την ποίηση.
Διάβασα πόσο συχνά οι μουσικοκριτικοί αδίκησαν τα έργα του Τσαϊκόφσκι. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ομόφωνα οι κριτικοί καταδίκασαν ένα έργο (δυστυχώς δεν τσεκάρισα το απόσπασμα για να δω, τώρα που γράφω την βιβλιοκριτική, ποιο ήταν αυτό), ενώ το κοινό το είχε αποθεώσει. Κριτικός βιβλίου και εγώ, θα αποδομήσω το ρόλο μας: Μη μας έχετε εμπιστοσύνη. Κάθε φορά που γράφουμε «αυτό το βιβλίο είναι καλό ή κακό» εσείς να διαβάζετε «αυτό το βιβλίο μας αρέσει ή δεν μας αρέσει». Εσείς, διαβάζοντάς το, μπορεί να σχηματίσετε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Και, ευτυχώς, ο αναγνώστης από ό, τι φαίνεται εμπιστεύεται περισσότερο τον φίλο του που του λέει: «διάβασα το βιβλίο και μου άρεσε πολύ», και τρέχει τότε και ο ίδιος να το αγοράσει.
Πριν λίγες βδομάδες, ακούγοντας μια εκπομπή στο Τρίτο πρόγραμμα, ο παρουσιαστής, μιλώντας για τη σύνθεση του Τσαϊκόφσκι που επρόκειτο να ακούσουμε, είπε ότι ένας από την ομάδα των πέντε την έθαψε σε μια κριτική του. Δεν συγκράτησα το όνομά του γιατί απλούστατα δεν έχω ακούσει να παίζονται έργα του. Τους υπόλοιπους από την ομάδα τούς θυμόμουνα βέβαια: Ρίμσκι Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Μπαλακίρεφ. Διαβάζοντας το βιβλίο έμαθα επί τέλους το όνομά τουΚιουί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν ο Τσαϊκόφσκι βρισκόταν στο μέσο της καριέρας του, το έργο του το θεωρούσε εντελώς ασήμαντο.
Και μια και έχω γράψει ήδη την αυτοβιογραφία μου, όταν ήμουν 20 χρονών – προκάλεσα την έκπληξη και ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο στον Κίμωνα Φράυερ, όταν του το είπα στη μια και μοναδική συνάντηση που είχαμε όταν ήμουν φοιτητής – αυτοβιογραφούμαι, δοθείσης ευκαιρίας, στις βιβλιοκριτικές μου.
Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και στο Ηρώδειο παιζόταν ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του Τσαϊκόφσκι, η τέταρτη συμφωνία. Ιδιαίτερα μου άρεσε το πρωτότυπο τρίτο μέρος με τα άφθονα πιτσικάτο. Ήταν διάλειμμα, η συμφωνία θα παιζόταν στο δεύτερο μέρος. Εγώ ήμουν στο Β΄ διάζωμα, στις τελευταίες κερκίδες. Όπως οι περισσότεροι θεατές, σηκώθηκα όρθιος για να ξεμουδιάσω. Οι τσέπες μου ήταν φουσκωμένες από χαρτομάντηλα, χρησιμοποιημένα και αχρησιμοποίητα. Ήμουν ψιλοκρυωμένος, αλλά έτσι και αλλιώς με ταλαιπωρούσε η χρόνια ρινίτιδα που έχω. Ξαφνικά ακούω έναν κύριο να με φωνάζει από την τελευταία κερκίδα. Πηγαίνω όλος περιέργεια να δω τι με ήθελε. Μαζί του ήταν και κάποιος άλλος κύριος. Ήταν αστυνομικοί. Διακριτικά, χωρίς να μας αντιληφθούν οι γύρω, μου είπε να του δείξω τι είχα μέσα στις τσέπες. Του έδειξε τα χαρτομάντηλα. –Άδικα τον υποπτεύθηκες, σου το είπα, του είπε ό άλλος ειρωνικά.
Ήταν καλοκαίρι του 1969. Οι ελάχιστες βομβιστικές επιθέσεις κατά της χούντας έγιναν πολύ αργότερα. Όμως των φρονίμων τα παιδιά… Έκανα να τους πω ότι αν ήταν να βάλω βόμβες, θα τις έβαζα οπουδήποτε αλλού εκτός από το Ηρώδειο, το θέατρο Ρεξ όπου έδινε τότε τις συναυλίες της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Εθνική Λυρική Σκηνή (το Μέγαρο δεν υπήρχε τότε). Αλλά είπα να μην προκαλέσω τη μοίρα μου.
Θα κλείσω με κάτι άσχετο με τον Τσαϊκόφσκι. Επί τέλους βλέπω και κάποιον να γράφει ελληνικά όπως τα μιλάει. Ο Δρόσος γράφει: «… κερδίζοντας την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσων τον εγνώρισαν» (σελ. 339). «Όλων όσων» και όχι «όλων όσοι». Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την έλξη του αναφορικού, ακόμη και όταν είναι υποκείμενο.
Επίσης: «…αφορούσαν την εξέλιξη της μουσικής…» (σελ. 432). Κάποιος άλλος θα έγραφε, «στην εξέλιξη». Μπορεί να εξοβελίσαμε την καθαρεύουσα αλλά δεν εξοβελίσαμε την τάση να προσπαθούμε να γράφουμε διαφορετικά από ό, τι μιλούμε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια τόσο στο λεξιλόγιο που εμπλουτίζει τη γλώσσα του κειμένου όσο στη σύνταξη.
Ξέχασα να γράψω ότι στο βιβλίο περιέχονται και αρκετές αναλύσεις έργων του Τσαϊκόφσκι, μια μάλιστα γραμμένη από τον ίδιο τον Τσαϊκόφσκι. Συνιστώ σε όλους όσους αγαπούν τη μουσική του Τσαϊκόφσκι να αγοράσουν αυτή τη βιογραφία.
(Το προσέξατε; Έγραψα «σε όλους όσους αγαπούν» και όχι «σε όλους όσοι αγαπούν»).
Το έχω ξαναγράψει, η βιογραφία είναι ένα από τα αγαπημένα μου είδη. Έτσι όταν ο φίλος μου ο «Αντώνης» του διηγήματος «Όνειρο εαρινής νύχτας» από τη συλλογή διηγημάτων μου «Το Φραγκιό» μου έκανε δώρο μια πίστωση 200 ευρώ στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, ένα από τα βιβλία που πήρα με αυτή την πίστωση ήταν η βιογραφία του Τσαϊκόφσκι.
Ο Τσαϊκόσφκι είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου συνθέτες. Αν έκανα ένα κατάλογο με τα αγαπημένα μου κομμάτια και τα έβαζα κάτω από το όνομα του συνθέτη τους, σίγουρα τα περισσότερα θα βρίσκονταν κάτω από το όνομα Τσαϊκόφσκι.
Με ενόχλησε που από το εξώφυλλο του βιβλίου απουσίαζε ο συγγραφέας του. Ίσως να μην έκανε καμιά ερευνητική δουλειά, ίσως απλά να αντέγραψε από τις τόσες βιογραφίες του Τσαϊκόφσκι που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα, όμως η δουλειά του ήταν απόλυτα ευσυνείδητη, και προπαντός το έργο του έχει την κύρια αρετή που πρέπει να έχει κάθε πεζογράφημα: είναι ευχάριστο στην ανάγνωση. Έκανα πολύ καλά που το επέλεξα για να το διαβάσω στο πλοίο πηγαίνοντας στην Κρήτη. Έτσι μια ανιαρή διαδρομή πέρασε χωρίς να το καταλάβω. Το τέλειωσα βέβαια στο χωριό μου, οι 550 σελίδες του ήταν αδύνατο να διαβαστούν στην επτάωρη διαδρομή.
Και αυτό το ξανάγραψα: ξέρεις αρκετά πράγματα για μια διασημότητα, διαβάζοντας όμως τη βιογραφία της σε βιβλίο και όχι σε λήμμα εγκυκλοπαίδειας μαθαίνεις και άλλα ενδιαφέροντα πράγματα, όχι απλές λεπτομέρειες. Αλλά και οι λεπτομέρειες καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Ήξερα για παράδειγμα ότι ο μέγας Τολστόι δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ντοστογιέφσκι. Δεν μου έκανε εντύπωση, είναι συνηθισμένο να υποτιμά κανείς τους ομοτέχνους του, όμως το να θεωρεί τον Μπετόβεν σαν «άνθρωπο χωρίς κανένα ταλέντο (σελ. 241) πάει πολύ. Ο Τσαϊκόφσκι – που ο Τολστόι όταν άκουσε ένα κουαρτέτο του τα μάτια του γέμισαν δάκρυα – ήταν πολύ πιο σωστός στις κρίσεις του για τους ομοτέχνους του. Αναγνώριζε σε κάποιους τη μουσική τους ιδιοφυία, και περιοριζόταν να πει ότι τα έργα τους απλά δεν τον άγγιζαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Βάγκνερ και ο Μπραμς. Από τη «Φανταστική συμφωνία» του Μπερλιόζ έβρισκε ενδιαφέρον το εμβατήριο και δεν θυμάμαι πιο άλλο κομμάτι.
Παρεμπιπτόντως, διαβάζοντας μια βιογραφία, αναπόφευκτα μαθαίνεις βιογραφικά στοιχεία ομότεχνων του βιογραφούμενου. Έτσι έμαθα ότι ο Μπερλιόζ βυθίστηκε σε μαύρη απελπισία όταν πέθανε ο μοναχογιός του.
Ένα βιογραφικό στοιχείο του Τσαϊκόφσκι αξίζει γενικότερο σχολιασμό. Το ότι ήταν ομοφυλόφιλος το ήξερα από παλιά, όμως μόλις τελευταία έμαθα από κάποιο φίλο, και το επιβεβαίωσα στο βιβλίο, ότι ο Τσαϊκόφσκι αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να αποφευχθεί το σκάνδαλο της ομοφυλοφιλίας του.
Η Ευρώπη έχει εξελιχθεί μέσα στον ενάμιση αιώνα που μας πέρασε. Τώρα πια οι ομοφυλόφιλοι δεν διώκονται, μπορούν ακόμη και να παντρευτούν. Όμως έπρεπε πρώτα να θυσιαστούν στον πουριτανισμό εκείνης της εποχής ο Τσαϊκόφσκι και ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο δεύτερος έκανε στη φυλακή, και, ατιμασμένος, πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, αποτραβηγμένος από τους λογοτεχνικούς κύκλους, χωρίς να γράψει τίποτα πια. Ο Τσαϊκόφσκι αντιμετώπιζε, εκτός από τον διασυρμό, και το φάσμα της ισόβιας εξορίας στη Σιβηρία, ποινή που επιβαλλόταν τότε στους ομοφυλόφιλους. Έχοντας υπόψη τις περιπτώσεις τους δεν μπορούμε παρά να πούμε ότι ο Καβάφης στάθηκε τυχερός, ευτυχώς γι’ αυτόν και για την ποίηση.
Διάβασα πόσο συχνά οι μουσικοκριτικοί αδίκησαν τα έργα του Τσαϊκόφσκι. Σε μια περίπτωση μάλιστα, ομόφωνα οι κριτικοί καταδίκασαν ένα έργο (δυστυχώς δεν τσεκάρισα το απόσπασμα για να δω, τώρα που γράφω την βιβλιοκριτική, ποιο ήταν αυτό), ενώ το κοινό το είχε αποθεώσει. Κριτικός βιβλίου και εγώ, θα αποδομήσω το ρόλο μας: Μη μας έχετε εμπιστοσύνη. Κάθε φορά που γράφουμε «αυτό το βιβλίο είναι καλό ή κακό» εσείς να διαβάζετε «αυτό το βιβλίο μας αρέσει ή δεν μας αρέσει». Εσείς, διαβάζοντάς το, μπορεί να σχηματίσετε μια εντελώς διαφορετική άποψη. Και, ευτυχώς, ο αναγνώστης από ό, τι φαίνεται εμπιστεύεται περισσότερο τον φίλο του που του λέει: «διάβασα το βιβλίο και μου άρεσε πολύ», και τρέχει τότε και ο ίδιος να το αγοράσει.
Πριν λίγες βδομάδες, ακούγοντας μια εκπομπή στο Τρίτο πρόγραμμα, ο παρουσιαστής, μιλώντας για τη σύνθεση του Τσαϊκόφσκι που επρόκειτο να ακούσουμε, είπε ότι ένας από την ομάδα των πέντε την έθαψε σε μια κριτική του. Δεν συγκράτησα το όνομά του γιατί απλούστατα δεν έχω ακούσει να παίζονται έργα του. Τους υπόλοιπους από την ομάδα τούς θυμόμουνα βέβαια: Ρίμσκι Κόρσακοφ, Μουσόργκσκι, Μποροντίν και Μπαλακίρεφ. Διαβάζοντας το βιβλίο έμαθα επί τέλους το όνομά τουΚιουί. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όταν ο Τσαϊκόφσκι βρισκόταν στο μέσο της καριέρας του, το έργο του το θεωρούσε εντελώς ασήμαντο.
Και μια και έχω γράψει ήδη την αυτοβιογραφία μου, όταν ήμουν 20 χρονών – προκάλεσα την έκπληξη και ένα ελαφρά ειρωνικό χαμόγελο στον Κίμωνα Φράυερ, όταν του το είπα στη μια και μοναδική συνάντηση που είχαμε όταν ήμουν φοιτητής – αυτοβιογραφούμαι, δοθείσης ευκαιρίας, στις βιβλιοκριτικές μου.
Ήμουν πρωτοετής φοιτητής, και στο Ηρώδειο παιζόταν ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια του Τσαϊκόφσκι, η τέταρτη συμφωνία. Ιδιαίτερα μου άρεσε το πρωτότυπο τρίτο μέρος με τα άφθονα πιτσικάτο. Ήταν διάλειμμα, η συμφωνία θα παιζόταν στο δεύτερο μέρος. Εγώ ήμουν στο Β΄ διάζωμα, στις τελευταίες κερκίδες. Όπως οι περισσότεροι θεατές, σηκώθηκα όρθιος για να ξεμουδιάσω. Οι τσέπες μου ήταν φουσκωμένες από χαρτομάντηλα, χρησιμοποιημένα και αχρησιμοποίητα. Ήμουν ψιλοκρυωμένος, αλλά έτσι και αλλιώς με ταλαιπωρούσε η χρόνια ρινίτιδα που έχω. Ξαφνικά ακούω έναν κύριο να με φωνάζει από την τελευταία κερκίδα. Πηγαίνω όλος περιέργεια να δω τι με ήθελε. Μαζί του ήταν και κάποιος άλλος κύριος. Ήταν αστυνομικοί. Διακριτικά, χωρίς να μας αντιληφθούν οι γύρω, μου είπε να του δείξω τι είχα μέσα στις τσέπες. Του έδειξε τα χαρτομάντηλα. –Άδικα τον υποπτεύθηκες, σου το είπα, του είπε ό άλλος ειρωνικά.
Ήταν καλοκαίρι του 1969. Οι ελάχιστες βομβιστικές επιθέσεις κατά της χούντας έγιναν πολύ αργότερα. Όμως των φρονίμων τα παιδιά… Έκανα να τους πω ότι αν ήταν να βάλω βόμβες, θα τις έβαζα οπουδήποτε αλλού εκτός από το Ηρώδειο, το θέατρο Ρεξ όπου έδινε τότε τις συναυλίες της η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και την Εθνική Λυρική Σκηνή (το Μέγαρο δεν υπήρχε τότε). Αλλά είπα να μην προκαλέσω τη μοίρα μου.
Θα κλείσω με κάτι άσχετο με τον Τσαϊκόφσκι. Επί τέλους βλέπω και κάποιον να γράφει ελληνικά όπως τα μιλάει. Ο Δρόσος γράφει: «… κερδίζοντας την αγάπη και την εκτίμηση όλων όσων τον εγνώρισαν» (σελ. 339). «Όλων όσων» και όχι «όλων όσοι». Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιούμε την έλξη του αναφορικού, ακόμη και όταν είναι υποκείμενο.
Επίσης: «…αφορούσαν την εξέλιξη της μουσικής…» (σελ. 432). Κάποιος άλλος θα έγραφε, «στην εξέλιξη». Μπορεί να εξοβελίσαμε την καθαρεύουσα αλλά δεν εξοβελίσαμε την τάση να προσπαθούμε να γράφουμε διαφορετικά από ό, τι μιλούμε. Και δεν αναφέρομαι βέβαια τόσο στο λεξιλόγιο που εμπλουτίζει τη γλώσσα του κειμένου όσο στη σύνταξη.
Ξέχασα να γράψω ότι στο βιβλίο περιέχονται και αρκετές αναλύσεις έργων του Τσαϊκόφσκι, μια μάλιστα γραμμένη από τον ίδιο τον Τσαϊκόφσκι. Συνιστώ σε όλους όσους αγαπούν τη μουσική του Τσαϊκόφσκι να αγοράσουν αυτή τη βιογραφία.
(Το προσέξατε; Έγραψα «σε όλους όσους αγαπούν» και όχι «σε όλους όσοι αγαπούν»).
Saturday, July 16, 2011
Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά
Ιωάννα Καρυστιάνη, Τα σακιά, Καστανιώτης 2010, σελ. 356
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Η Καρυστιάνη, με το νέο της βιβλίο που έχει τον τίτλο «Τα σακιά» επιστρέφει στον διαταραγμένο ψυχικά ήρωα του «Άγιου της μοναξιάς». Μόνο που εδώ δεν είναι μητροκτόνος, είναι βιαστής και δολοφόνος. Δίπλα στον μητροκτόνο ήρωα υπάρχουν δυο γυναίκες, η μητέρα και η φιλενάδα. Δίπλα στον Λίνο, τον ήρωα στα «Σακιά», βρίσκεται μόνο η μητέρα. Ο «Άγιος της μοναξιάς» θα βρεθεί στο Δρομοκαΐτιο. Ο Λίνος τον Κορυδαλλό. Η πρώτη μάνα θα βρεθεί στον τάφο. Στη θέση της θα υποφέρει τη μοναξιά της η φιλενάδα. Η δεύτερη θα υποφέρει τη δική της μοναξιά μαζί με τις τύψεις της. Τι δεν έκανε σωστά στην ανατροφή του γιου της και κατάντησε βιαστής και δολοφόνος;
Η Καρυστιάνη παρουσιάζει όλα τα πιθανά αίτια που οδήγησαν το Λίνο στο να γίνει βιαστής. Κακές σχέσεις τον γονιών, ένας μέθυσος πατέρας, ο οποίος επί πλέον πεθαίνει όταν ο Λίνος ήταν παιδί αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του, μια νονά που τον αποπλανεί σεξουαλικά, δυο κορίτσια που τον κοροϊδεύουν, όλα αυτά συνιστούν επαρκείς συνθήκες για μια ψυχολογική διαταραχή που θα οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές.
Στη διαπάλη nature versus nurture κυριαρχεί το nurture. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσες και τέτοιες που σπρώχνουν τον ήρωα της Καρυστιάνη σε ενέργειες που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ή μάλλον προσπαθεί με έναν απεγνωσμένο τρόπο. Ο Λίνος, πριν από τον πρώτο από τους τρεις βιασμούς που διέπραξε και που ο δεύτερος κατέληξε στο φόνο του θύματος (η κοπέλα τον αναγνώρισε και αναγκάστηκε να την πνίξει), επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια επιχείρησε πάλι άλλες δυο φορές χωρίς να τα καταφέρει. Ο ήρωας δεν αθωώνεται, ο ίδιος πρώτα απ΄όλα δεν θέλει να αθωωθεί, παρουσιάζεται όμως με ελαφρυντικά. Η μητέρα μάταια ψάχνει να βρει βεβαρυμμένα περιστατικά στο οικογενειακό της δέντρο.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Καρυστιάνη είναι μια συνεχής εσωτερική εστίαση στους δυο ήρωές της, μια μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου τους που ανιχνεύει και το παραμικρότατο νοητικό συμβάν. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι.
Το ύφος της Καρυστιάνη είναι το γνωστό μας ύφος από τα προηγούμενα έργα της, με κύρια χαρακτηριστικά το ασύνδετο σχήμα και την ασθματική μακροπερίοδο. Εδώ μπαίνει όμως και κάτι καινούριο: το εφέ της απαρίθμησης. Απαντάται σχεδόν σε κάθε σελίδα. Τα αντικείμενα της απαρίθμησης μπορεί να δηλώνονται με μία λέξη, με σύντομες φράσεις ή και με ολόκληρες προτάσεις. Σε μια περίπτωση, κάπου στο τέλος, με ολόκληρες περιόδους. Είναι η απαρίθμηση των ηλικιωμένων που φροντίζει η μητέρα.
Όμως να κάνουμε και μια παρατήρηση επιμέλειας. Γράφει η Καρυστιάνη: «Αυτή τη φορά το παράκανε. Μπας ξαναπήγε στην Ηγουμενίτσα και τώρα πέρασε απέναντι στην Κέρκυρα; Μπας έπαθε κάτι;» (σελ. 223).
Μετά το «μπας» μπαίνει πάντα ένα «και». Μα τόσο γρήγορα ξέχασε η Καρυστιάνη το γνωστό «Μπας κι είναι εδώ; Μπας κι είναι εκεί; Μπας κι είναι παραπέρα;».
Ένας μαρξιστής θα έβαζε πιθανότατα τα «Σακιά», όπως και τα άλλα μυθιστορήματα της Καρυστιάνη, στον προκρούστη του ρεαλισμού με τους τυπικούς ήρωες που δίνουν τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας, και θα το έβρισκε ελλειμματικό με τους αποκλίνοντες ήρωές του. Ο ρεαλισμός όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος, τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του, δεν είναι ο ρεαλισμός των προσώπων, αλλά ο ρεαλισμός των ψυχικών καταστάσεων και των αισθημάτων, που μπορούν να περιγραφούν τόσο πιο πειστικά, όσο πιο ακραία είναι, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν «ντύνονται» με το σώμα αποκλινόντων προσώπων. Και στο έργο αυτό οι πρωταγωνιστές δεν είναι ο Λίνος και η μητέρα του αλλά η ψυχική διαταραχή και η μοναξιά, αισθήματα που βιώνει κάμποσες φορές στη ζωή του και ο μέσος άνθρωπος, αν και όχι σε τόσο ακραία μορφή.
Όπως είπαμε και πιο πριν, η αφηγημένη δράση συντελείται κυρίως στο μυαλό των ηρώων. Έτσι δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το μυθιστόρημα αυτό να γίνεται κινηματογραφική ταινία. Η Καρυστιάνη, έχοντας συνείδηση ότι η εξωτερική δράση είναι ελάχιστη σε σχέση με την εσωτερική, γράφει χαρακτηριστικά:
«Α, όλα κι όλα, η Βιβή Χολέβα (η μαμά) στοίβαζε τα βιβλία που της φόρτωνε η σκληρόκαρδη καρδιολόγος, αλλά όποτε άνοιγε κάποιο, πηδούσε αυτές τις σελίδες συγκεντρωμένη πάντα στη δράση και στην αυστηρή γραμμή των βασικών γεγονότων, το ζουμί κάθε ιστορίας βράζει τελικά σε δυο τρεις το πολύ σελίδες, και η δική της, χίλια πλουμιά κι άλλες τόσες καλλιγραφίες για πορσελάνες και γραφικές σβουνιές γαϊδάρων ν’ άπλωνε ο γραφιάς με κατεργαριά, δεν γινόταν να ωραιοποιήσει την υπόθεση, ορθά κοφτά, τρεις βιασμοί, ένας φόνος, κάρφωμα από τη μάνα, ισόβια» (σελ. 350).
Πριν κλίσω θα ήθελα να επισημάνω μια τεχνική αφήγησης που χρησιμοποιεί η Καρυστιάνη η οποία δημιουργεί ένα πρωτότυπο σασπένς. Ενώ τα κύρια σασπένς είναι το σασπένς του τι θα γίνει στο τέλος και το σασπένς του πώς φτάσαμε σ’ αυτό που έγινε (παράδειγμα η αρχαία τραγωδία που το τέλος της ήταν γνωστό στους θεατές από τα έπη), εδώ έχουμε το σασπένς του τι έγινε στο παρελθόν. Η μητέρα και ο γιος βρίσκονται στους Δελφούς, και η μητέρα σαν διπλωματούχος ξεναγός ξεναγεί στο γιο της. Βλέπουμε όμως την ιδιόμορφη συμπεριφορά του γιου, και αναρωτιόμαστε τι του συνέβη και κατάντησε έτσι. Στη συνέχεια ξετυλίγεται η ιστορία από την αρχή. Η αφήγηση δεν ξεκινάει από το κλασικό in media res αλλά λίγο πριν το τέλος.
Δεξιοτέχνης λοιπόν στο χειρισμό του χρόνου και στην αφήγηση της εσωτερικής δράσης η Καρυστιάνη είναι από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας, και δίκαια έχει κατακτήσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Με δυο βασικούς ήρωες η συγγραφέας στήνει μια ιστορία απόγνωσης και μοναξιάς
Η Καρυστιάνη, με το νέο της βιβλίο που έχει τον τίτλο «Τα σακιά» επιστρέφει στον διαταραγμένο ψυχικά ήρωα του «Άγιου της μοναξιάς». Μόνο που εδώ δεν είναι μητροκτόνος, είναι βιαστής και δολοφόνος. Δίπλα στον μητροκτόνο ήρωα υπάρχουν δυο γυναίκες, η μητέρα και η φιλενάδα. Δίπλα στον Λίνο, τον ήρωα στα «Σακιά», βρίσκεται μόνο η μητέρα. Ο «Άγιος της μοναξιάς» θα βρεθεί στο Δρομοκαΐτιο. Ο Λίνος τον Κορυδαλλό. Η πρώτη μάνα θα βρεθεί στον τάφο. Στη θέση της θα υποφέρει τη μοναξιά της η φιλενάδα. Η δεύτερη θα υποφέρει τη δική της μοναξιά μαζί με τις τύψεις της. Τι δεν έκανε σωστά στην ανατροφή του γιου της και κατάντησε βιαστής και δολοφόνος;
Η Καρυστιάνη παρουσιάζει όλα τα πιθανά αίτια που οδήγησαν το Λίνο στο να γίνει βιαστής. Κακές σχέσεις τον γονιών, ένας μέθυσος πατέρας, ο οποίος επί πλέον πεθαίνει όταν ο Λίνος ήταν παιδί αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην ψυχή του, μια νονά που τον αποπλανεί σεξουαλικά, δυο κορίτσια που τον κοροϊδεύουν, όλα αυτά συνιστούν επαρκείς συνθήκες για μια ψυχολογική διαταραχή που θα οδηγήσει σε ακραίες συμπεριφορές.
Στη διαπάλη nature versus nurture κυριαρχεί το nurture. Οι τραυματικές εμπειρίες είναι τόσες και τέτοιες που σπρώχνουν τον ήρωα της Καρυστιάνη σε ενέργειες που δεν μπορεί να τους αντισταθεί. Ή μάλλον προσπαθεί με έναν απεγνωσμένο τρόπο. Ο Λίνος, πριν από τον πρώτο από τους τρεις βιασμούς που διέπραξε και που ο δεύτερος κατέληξε στο φόνο του θύματος (η κοπέλα τον αναγνώρισε και αναγκάστηκε να την πνίξει), επιχείρησε να αυτοκτονήσει. Στη συνέχεια επιχείρησε πάλι άλλες δυο φορές χωρίς να τα καταφέρει. Ο ήρωας δεν αθωώνεται, ο ίδιος πρώτα απ΄όλα δεν θέλει να αθωωθεί, παρουσιάζεται όμως με ελαφρυντικά. Η μητέρα μάταια ψάχνει να βρει βεβαρυμμένα περιστατικά στο οικογενειακό της δέντρο.
Η τριτοπρόσωπη αφήγηση της Καρυστιάνη είναι μια συνεχής εσωτερική εστίαση στους δυο ήρωές της, μια μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου τους που ανιχνεύει και το παραμικρότατο νοητικό συμβάν. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι.
Το ύφος της Καρυστιάνη είναι το γνωστό μας ύφος από τα προηγούμενα έργα της, με κύρια χαρακτηριστικά το ασύνδετο σχήμα και την ασθματική μακροπερίοδο. Εδώ μπαίνει όμως και κάτι καινούριο: το εφέ της απαρίθμησης. Απαντάται σχεδόν σε κάθε σελίδα. Τα αντικείμενα της απαρίθμησης μπορεί να δηλώνονται με μία λέξη, με σύντομες φράσεις ή και με ολόκληρες προτάσεις. Σε μια περίπτωση, κάπου στο τέλος, με ολόκληρες περιόδους. Είναι η απαρίθμηση των ηλικιωμένων που φροντίζει η μητέρα.
Όμως να κάνουμε και μια παρατήρηση επιμέλειας. Γράφει η Καρυστιάνη: «Αυτή τη φορά το παράκανε. Μπας ξαναπήγε στην Ηγουμενίτσα και τώρα πέρασε απέναντι στην Κέρκυρα; Μπας έπαθε κάτι;» (σελ. 223).
Μετά το «μπας» μπαίνει πάντα ένα «και». Μα τόσο γρήγορα ξέχασε η Καρυστιάνη το γνωστό «Μπας κι είναι εδώ; Μπας κι είναι εκεί; Μπας κι είναι παραπέρα;».
Ένας μαρξιστής θα έβαζε πιθανότατα τα «Σακιά», όπως και τα άλλα μυθιστορήματα της Καρυστιάνη, στον προκρούστη του ρεαλισμού με τους τυπικούς ήρωες που δίνουν τη γενικότερη εικόνα της κοινωνίας, και θα το έβρισκε ελλειμματικό με τους αποκλίνοντες ήρωές του. Ο ρεαλισμός όμως του σύγχρονου μυθιστορήματος, τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους του, δεν είναι ο ρεαλισμός των προσώπων, αλλά ο ρεαλισμός των ψυχικών καταστάσεων και των αισθημάτων, που μπορούν να περιγραφούν τόσο πιο πειστικά, όσο πιο ακραία είναι, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν «ντύνονται» με το σώμα αποκλινόντων προσώπων. Και στο έργο αυτό οι πρωταγωνιστές δεν είναι ο Λίνος και η μητέρα του αλλά η ψυχική διαταραχή και η μοναξιά, αισθήματα που βιώνει κάμποσες φορές στη ζωή του και ο μέσος άνθρωπος, αν και όχι σε τόσο ακραία μορφή.
Όπως είπαμε και πιο πριν, η αφηγημένη δράση συντελείται κυρίως στο μυαλό των ηρώων. Έτσι δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς το μυθιστόρημα αυτό να γίνεται κινηματογραφική ταινία. Η Καρυστιάνη, έχοντας συνείδηση ότι η εξωτερική δράση είναι ελάχιστη σε σχέση με την εσωτερική, γράφει χαρακτηριστικά:
«Α, όλα κι όλα, η Βιβή Χολέβα (η μαμά) στοίβαζε τα βιβλία που της φόρτωνε η σκληρόκαρδη καρδιολόγος, αλλά όποτε άνοιγε κάποιο, πηδούσε αυτές τις σελίδες συγκεντρωμένη πάντα στη δράση και στην αυστηρή γραμμή των βασικών γεγονότων, το ζουμί κάθε ιστορίας βράζει τελικά σε δυο τρεις το πολύ σελίδες, και η δική της, χίλια πλουμιά κι άλλες τόσες καλλιγραφίες για πορσελάνες και γραφικές σβουνιές γαϊδάρων ν’ άπλωνε ο γραφιάς με κατεργαριά, δεν γινόταν να ωραιοποιήσει την υπόθεση, ορθά κοφτά, τρεις βιασμοί, ένας φόνος, κάρφωμα από τη μάνα, ισόβια» (σελ. 350).
Πριν κλίσω θα ήθελα να επισημάνω μια τεχνική αφήγησης που χρησιμοποιεί η Καρυστιάνη η οποία δημιουργεί ένα πρωτότυπο σασπένς. Ενώ τα κύρια σασπένς είναι το σασπένς του τι θα γίνει στο τέλος και το σασπένς του πώς φτάσαμε σ’ αυτό που έγινε (παράδειγμα η αρχαία τραγωδία που το τέλος της ήταν γνωστό στους θεατές από τα έπη), εδώ έχουμε το σασπένς του τι έγινε στο παρελθόν. Η μητέρα και ο γιος βρίσκονται στους Δελφούς, και η μητέρα σαν διπλωματούχος ξεναγός ξεναγεί στο γιο της. Βλέπουμε όμως την ιδιόμορφη συμπεριφορά του γιου, και αναρωτιόμαστε τι του συνέβη και κατάντησε έτσι. Στη συνέχεια ξετυλίγεται η ιστορία από την αρχή. Η αφήγηση δεν ξεκινάει από το κλασικό in media res αλλά λίγο πριν το τέλος.
Δεξιοτέχνης λοιπόν στο χειρισμό του χρόνου και στην αφήγηση της εσωτερικής δράσης η Καρυστιάνη είναι από τις πιο ταλαντούχες πεζογράφους μας, και δίκαια έχει κατακτήσει το ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Friday, July 15, 2011
Γιώργος Βοϊκλής (επιμ.), Σάμος 1940-1945
Γιώργος Βοϊκλής (επιμ.), Σάμος 1940-1945, συλλογική αφήγηση, εκδόσεις Υπερόριος 2011, σελ. 550
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικές αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν από κοντά τα γεγονότα της κατοχής
Η αντίσταση και ο εμφύλιος, η ματωμένη δεκαετία του ‘40, στοιχειώνουν τη μνήμη μας, πότε σαν εφιάλτης και πότε σαν όνειρο που ξεχειλίζει από την ευφορία ενός πρωτόφαντου ηρωισμού. Κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τους ήρωες και τους μάρτυρές της, κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τα άτομα εκείνα που αγωνίζονται να σώσουν το όνειρο πριν σβήσει, αλλά και τον εφιάλτη σαν κάτι που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξανασυμβεί. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους θα αναφέρω την Αλίντα Δημητρίου, τη γυναίκα του Σωτήρη, του Σωτήρη μας στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας, με τα καταπληκτικά ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει για τις γυναίκες στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους είναι επίσης ο Γιώργος Βοϊκλής, παλιός σύντροφος σε αγώνες που δεν ευοδώθηκαν και παντοτινός φίλος. Σαμιώτης την καταγωγή, με επιμονή και υπομονή μάζεψε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την κατοχή, οι περισσότεροι σαν απλοί άνθρωποι, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης στα διαδραματισθέντα. Ορισμένες από αυτές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Η μεθόριος του Αιγαίου», ενώ κάποιες άλλες φυλάχτηκαν για την κατάλληλη ώρα. Και έφτασε αυτό που λέμε πλήρωμα του χρόνου, και ο Γιώργος έσκυψε πάνω από αυτές τις μαρτυρίες, τις ταξινόμησε και τις εξέδωσε σε ένα καλαίσθητο τόμο. Πιο πριν ο τόμος, σε «χειρόγραφα» ως είθισται να λέγεται, στην πραγματικότητα σε τυπωμένες Α4 σελίδες, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό έργων που αναφέρονται στην Εθνική Αντίσταση.
Των αφηγήσεων προηγούνται ένας πρόλογος, γραμμένος από την διδάκτορα της ιστορίας Τασούλα Βερβενιώτη, και ένα εισαγωγικό σημείωμα από τον Γιώργο Βοϊκλή. Η Τασούλα Βερβενιώτη, ως ειδικός, πραγματεύεται τη θέση των μαρτυριών ως ιστορικών ντοκουμέντων, και τοποθετεί τις συγκεκριμένες μαρτυρίες μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας του νησιού την περίοδο εκείνη. Υπερασπίζεται τις μαρτυρίες ως ιστορικό ντοκουμέντο από την μομφή ότι είναι προϊόντα αδύναμης ή επιλεκτικής μνήμης, αναφέροντας ότι και τα αρχεία είναι συνήθως προϊόντα επιλογής. Όταν οι μαρτυρίες με τα αρχεία συγκλίνουν, τότε ο ιστορικός μπορεί να βαδίζει με μεγαλύτερη σιγουριά στο έργο του. Η Βερβενιώτη γράφει επιλογικά: «Στη ‘μεγάλη’ Ιστορία δύσκολα βρίσκεις την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες ανάγκες και συνήθειες, όπως το φαΐ, γεγονός που κάνει τους ιστορικούς να ξεχνάνε όχι χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει, άρα και να δράσει, ένας άνθρωπος» (σελ. 23).
Ο Βοϊκλής στο εισαγωγικό σημείωμά του αναφέρεται στο ιστορικό των μαρτυριών και στο ιστορικό της συλλογής και της ταξινόμησής τους. Όπως αναφέρει «Το πλούσιο… υλικό που είχα στη διάθεσή μου, με ενθάρρυνε να προχωρήσω, καθώς οι μαρτυρίες κάλυπταν σχεδόν στο σύνολό τους τα ιστορικά γεγονότα» (σελ. 25), τα οποία ιστορικά γεγονότα απαριθμεί στη συνέχεια. Έπειτα αναφέρει την κατηγοριοποίηση των μαρτυριών με βάση τούς «μάρτυρες». 17 μαρτυρίες πρωταγωνιστών στα γεγονότα, 46 μαρτυρίες απλών ανθρώπων, στρατιωτών, ανταρτών και αντιστασιακών, και 12 μαρτυρίες μαθητών που αντανακλούν από τη δική τους οπτική γωνία τα γεγονότα. Παρά την κατηγοριοποίηση όμως αυτή οι μαρτυρίες εκτίθενται με την χρονολογική σειρά των γεγονότων στα οποία αναφέρονται. Η αρχή γίνεται με ένα γράμμα του Κώστα Βουγιούκα, μαθητή τότε, που γράφει σε ένα γράμμα στους γονείς του πώς δέχτηκε την είδηση του πολέμου. Το έσωσε ο Κώστας Καλαντζής, εξαιρετικός λογοτέχνης του οποίου έχω παρουσιάσει τρία βιβλία, και το οποίο σχολιάζει στη συνέχεια συμπληρώνοντάς το με τη δική του μαρτυρία για τις πολεμικές προετοιμασίες του νησιού. Εικονοκλαστικός και απολαυστικά σατιρικός, σημειώνει τις ανεπάρκειες αλλά υπογραμμίζει και τον γενικό ενθουσιασμό.
Θα παραθέσω ως δείγμα ένα απόσπασμα από μια άλλη μαρτυρία, που διαλύει τον μανιχαϊσμό του εμείς είμαστε πάντα οι καλοί ενώ οι εχθροί είναι οπωσδήποτε κακοί.
«Οι γυναίκες με χτυποκάρδι παρακολουθούσαν από μακριά την εξέλιξη της δίκης. Μόλις κάποιος καταδικάζονταν και κλείνονταν στο δωμάτιο-φυλακή, κραυγές οδύνης και απελπισίας ακούονταν στις πίσω σειρές των συγγενών. Και παρατηρήθηκε τότε το πραγματικά συγκινητικό φαινόμενο, Ιταλοί γιατροί της Μεραρχίας-όχι του φασιστικού τάγματος- γνωστοί στο χωριό σαν άνθρωποι με ευγένεια και ανθρωπιά, να δίνουν τις πρώτες βοήθειες και παρήγορα λόγια σε λιγοθυμισμένες γυναίκες που τα παιδιά τους, οι άντρες τους ή τ’ αδέλφια τους καταδικάζονταν σε θάνατο» (σελ. 239-240)
Ο Μπουρντιέ έχει πει ότι η ιστορία πρέπει να είναι μια συναρπαστική αφήγηση (ας το έχουν υπόψη τους αυτό κυρίως αυτοί που γράφουν σχολικά εγχειρίδια). Μπορώ όμως να πω με πεποίθηση ότι οι ιστορίες των απλών ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα είναι ακόμη πιο συναρπαστικές. Τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που απεκόμισα διαβάζοντας και άλλες ανάλογες μαρτυρίες, κρητικών κυρίως, μια από τις οποίες ήταν και η μαρτυρία του πατέρα Ξεξάκη, επεξεργασμένη όμως, αν και όχι πολύ, από τον υιό λογοτέχνη Μανώλη Ξεξάκη.
Συναρπαστικές αφηγήσεις λοιπόν αυτές οι μαρτυρίες, και είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσουν κάθε αναγνώστη.
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Συναρπαστικές αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν από κοντά τα γεγονότα της κατοχής
Η αντίσταση και ο εμφύλιος, η ματωμένη δεκαετία του ‘40, στοιχειώνουν τη μνήμη μας, πότε σαν εφιάλτης και πότε σαν όνειρο που ξεχειλίζει από την ευφορία ενός πρωτόφαντου ηρωισμού. Κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τους ήρωες και τους μάρτυρές της, κάθε γωνιά της Ελλάδας έχει να επιδείξει τα άτομα εκείνα που αγωνίζονται να σώσουν το όνειρο πριν σβήσει, αλλά και τον εφιάλτη σαν κάτι που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ξανασυμβεί. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους θα αναφέρω την Αλίντα Δημητρίου, τη γυναίκα του Σωτήρη, του Σωτήρη μας στην ομάδα κοινωνικής ανθρωπολογίας, με τα καταπληκτικά ντοκιμαντέρ που έχει φτιάξει για τις γυναίκες στην αντίσταση και στον εμφύλιο. Από τους κοντινούς μου ανθρώπους είναι επίσης ο Γιώργος Βοϊκλής, παλιός σύντροφος σε αγώνες που δεν ευοδώθηκαν και παντοτινός φίλος. Σαμιώτης την καταγωγή, με επιμονή και υπομονή μάζεψε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν την κατοχή, οι περισσότεροι σαν απλοί άνθρωποι, κάποιοι σε θέσεις ευθύνης στα διαδραματισθέντα. Ορισμένες από αυτές δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Η μεθόριος του Αιγαίου», ενώ κάποιες άλλες φυλάχτηκαν για την κατάλληλη ώρα. Και έφτασε αυτό που λέμε πλήρωμα του χρόνου, και ο Γιώργος έσκυψε πάνω από αυτές τις μαρτυρίες, τις ταξινόμησε και τις εξέδωσε σε ένα καλαίσθητο τόμο. Πιο πριν ο τόμος, σε «χειρόγραφα» ως είθισται να λέγεται, στην πραγματικότητα σε τυπωμένες Α4 σελίδες, βραβεύτηκε σε διαγωνισμό έργων που αναφέρονται στην Εθνική Αντίσταση.
Των αφηγήσεων προηγούνται ένας πρόλογος, γραμμένος από την διδάκτορα της ιστορίας Τασούλα Βερβενιώτη, και ένα εισαγωγικό σημείωμα από τον Γιώργο Βοϊκλή. Η Τασούλα Βερβενιώτη, ως ειδικός, πραγματεύεται τη θέση των μαρτυριών ως ιστορικών ντοκουμέντων, και τοποθετεί τις συγκεκριμένες μαρτυρίες μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της ιστορίας του νησιού την περίοδο εκείνη. Υπερασπίζεται τις μαρτυρίες ως ιστορικό ντοκουμέντο από την μομφή ότι είναι προϊόντα αδύναμης ή επιλεκτικής μνήμης, αναφέροντας ότι και τα αρχεία είναι συνήθως προϊόντα επιλογής. Όταν οι μαρτυρίες με τα αρχεία συγκλίνουν, τότε ο ιστορικός μπορεί να βαδίζει με μεγαλύτερη σιγουριά στο έργο του. Η Βερβενιώτη γράφει επιλογικά: «Στη ‘μεγάλη’ Ιστορία δύσκολα βρίσκεις την καθημερινότητα, τις ανθρώπινες ανάγκες και συνήθειες, όπως το φαΐ, γεγονός που κάνει τους ιστορικούς να ξεχνάνε όχι χωρίς αυτό δεν μπορεί να ζήσει, άρα και να δράσει, ένας άνθρωπος» (σελ. 23).
Ο Βοϊκλής στο εισαγωγικό σημείωμά του αναφέρεται στο ιστορικό των μαρτυριών και στο ιστορικό της συλλογής και της ταξινόμησής τους. Όπως αναφέρει «Το πλούσιο… υλικό που είχα στη διάθεσή μου, με ενθάρρυνε να προχωρήσω, καθώς οι μαρτυρίες κάλυπταν σχεδόν στο σύνολό τους τα ιστορικά γεγονότα» (σελ. 25), τα οποία ιστορικά γεγονότα απαριθμεί στη συνέχεια. Έπειτα αναφέρει την κατηγοριοποίηση των μαρτυριών με βάση τούς «μάρτυρες». 17 μαρτυρίες πρωταγωνιστών στα γεγονότα, 46 μαρτυρίες απλών ανθρώπων, στρατιωτών, ανταρτών και αντιστασιακών, και 12 μαρτυρίες μαθητών που αντανακλούν από τη δική τους οπτική γωνία τα γεγονότα. Παρά την κατηγοριοποίηση όμως αυτή οι μαρτυρίες εκτίθενται με την χρονολογική σειρά των γεγονότων στα οποία αναφέρονται. Η αρχή γίνεται με ένα γράμμα του Κώστα Βουγιούκα, μαθητή τότε, που γράφει σε ένα γράμμα στους γονείς του πώς δέχτηκε την είδηση του πολέμου. Το έσωσε ο Κώστας Καλαντζής, εξαιρετικός λογοτέχνης του οποίου έχω παρουσιάσει τρία βιβλία, και το οποίο σχολιάζει στη συνέχεια συμπληρώνοντάς το με τη δική του μαρτυρία για τις πολεμικές προετοιμασίες του νησιού. Εικονοκλαστικός και απολαυστικά σατιρικός, σημειώνει τις ανεπάρκειες αλλά υπογραμμίζει και τον γενικό ενθουσιασμό.
Θα παραθέσω ως δείγμα ένα απόσπασμα από μια άλλη μαρτυρία, που διαλύει τον μανιχαϊσμό του εμείς είμαστε πάντα οι καλοί ενώ οι εχθροί είναι οπωσδήποτε κακοί.
«Οι γυναίκες με χτυποκάρδι παρακολουθούσαν από μακριά την εξέλιξη της δίκης. Μόλις κάποιος καταδικάζονταν και κλείνονταν στο δωμάτιο-φυλακή, κραυγές οδύνης και απελπισίας ακούονταν στις πίσω σειρές των συγγενών. Και παρατηρήθηκε τότε το πραγματικά συγκινητικό φαινόμενο, Ιταλοί γιατροί της Μεραρχίας-όχι του φασιστικού τάγματος- γνωστοί στο χωριό σαν άνθρωποι με ευγένεια και ανθρωπιά, να δίνουν τις πρώτες βοήθειες και παρήγορα λόγια σε λιγοθυμισμένες γυναίκες που τα παιδιά τους, οι άντρες τους ή τ’ αδέλφια τους καταδικάζονταν σε θάνατο» (σελ. 239-240)
Ο Μπουρντιέ έχει πει ότι η ιστορία πρέπει να είναι μια συναρπαστική αφήγηση (ας το έχουν υπόψη τους αυτό κυρίως αυτοί που γράφουν σχολικά εγχειρίδια). Μπορώ όμως να πω με πεποίθηση ότι οι ιστορίες των απλών ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα είναι ακόμη πιο συναρπαστικές. Τουλάχιστον αυτή είναι η εντύπωση που απεκόμισα διαβάζοντας και άλλες ανάλογες μαρτυρίες, κρητικών κυρίως, μια από τις οποίες ήταν και η μαρτυρία του πατέρα Ξεξάκη, επεξεργασμένη όμως, αν και όχι πολύ, από τον υιό λογοτέχνη Μανώλη Ξεξάκη.
Συναρπαστικές αφηγήσεις λοιπόν αυτές οι μαρτυρίες, και είμαι σίγουρος ότι θα συναρπάσουν κάθε αναγνώστη.
Subscribe to:
Posts (Atom)