Book review, movie criticism

Thursday, May 23, 2019

Ingmar Bergman, Καλοκαίρι με τη Μόνικα (1953)


Ingmar Bergman, Καλοκαίρι με τη Μόνικα (1953)


  Από σήμερα στους κινηματογράφους, σε επανέκδοση.
  Την ταινία την είδα για τουλάχιστον δεύτερη φορά, ενώ σκηνές της μας παρουσίασε ο Γιάννης ο Καραμπίτσος στο «Σχολείο του σινεμά» στα πλαίσια μαθήματος.
  Η Μόνικα προέρχεται από ταπεινή, προβληματική οικογένεια. Πολλά, φασαριόζικα παιδιά και αλκοολικός πατέρας, που συχνά την έδερνε. Ο Χάρι είναι από καλοστεκούμενη οικογένεια. Θέλει να σπουδάσει, να βρει πιο καλή δουλειά.  
  Του την πέφτει η Μόνικα η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει διάφορα φλερτ, και σίγουρα δεσμούς, και αυτός ενδίδει μπροστά στην ομορφιά της. Είναι ερωτευμένος μαζί της, και το ίδιο και αυτή. Όμως έχει καπριτσιόζικο χαρακτήρα, θέλει από τη ζωή όλα όσα στερήθηκε, και φυσικά για να τα αποκτήσει πρέπει να συγκατατεθεί για αρχικές θυσίες, για τις οποίες δεν είναι διατεθειμένη. Όταν έμεινε έγκυος ήθελε να κάνει έκτρωση, ο Χάρι δεν ήθελε, ήθελε να παντρευτούν. Με το γάμο τα προβλήματα οξύνονται. Μια παλιά της αγάπη θα εμφανιστεί στον ορίζοντα. Και όλα θα καταρρεύσουν. Όμως πριν το γάμο θα περάσουν ένα επεισοδιακό, αλλά ευτυχισμένο κατά τα άλλα καλοκαίρι, ταξιδεύοντας με το κότερο του πατέρα του Χάρι. (Μόνικα, έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;)
  Το «τι θέλει να πει ο ποιητής» ήταν ένα πρόβλημα για μένα. Μήπως ήθελε να μεταδώσει το δίδαγμα «Προσέχτε εσείς οι νέοι με ποια μπλέκετε»; Όμως ρίχνει και ματιές συμπάθειας στην καημένη την Μόνικα. Πάντως η ταινία δεν με ικανοποίησε, γιατί μου πέρασε το νατουραλιστικό μήνυμα ότι άτομα από χαμηλά, εξαθλιωμένα στρώματα, κουβαλάνε έναν «κακό» ψυχισμό, που οφείλεται είτε στις επιδράσεις του περιβάλλοντός τους είτε σε κληρονομική, «γονιδιακή» επιβάρυνση. Η συμπάθειά μας είναι σίγουρα με τον Χάρι, όμως εγώ δεν μπόρεσα να μη λυπηθώ και την καημένη τη Μόνικα.

Pier Paolo Pasolini, Χοιροστάσιο (Porcile, 1969)


Pier Paolo Pasolini, Χοιροστάσιο (Porcile, 1969)

  Από σήμερα στο Στούντιο σε επανέκδοση, για μια βδομάδα, στις 10.00 μ.μ.
  Η ταινία αποτελείται από δυο ιστορίες. Η πρώτη τοποθετείται κάπου στο απώτερο παρελθόν, στους πρόποδες ενός ηφαιστείου. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας ληστής. Πριν τον δούμε να τρώει ανθρώπινες σάρκες, τον βλέπουμε να τρώει διάφορα ζωύφια, και στο τέλος ένα φίδι. Απόλυτα αηδιαστικό. Με μια ομάδα άλλων ληστών ληστεύουν ταξιδιώτες και βιάζουν τις γυναίκες τους. Στο τέλος βέβαια θα πληρώσουν για τα εγκλήματά τους. Δεν θα σταυρωθούν, θα υποστούν ένα ακόμη χειρότερο θάνατο.
  Η άλλη ιστορία τοποθετείται στη δεκαετία του ’60. Πρώην ναζί με καινούρια ονόματα, ένας μάλιστα έχει κάνει και πλαστική προσώπου για να μην υπάρξει περίπτωση να τον αναγνωρίσουν, κυριαρχούν στην οικονομική ζωή της Γερμανίας. Ο γιος είναι ένας τρελαμένος νεαρός που στο τέλος θα καταβροχθιστεί από τα γουρούνια. Η μόνη υγιής ύπαρξη σε όλη την ταινία είναι η κοπέλα του, που συμμετέχει ενεργά στο ειρηνιστικό κίνημα.
  Για πρώτη φορά είδα να μου δημιουργείται τέτοιο πρόβλημα βλέποντας ταινία: η πρώτη ιστορία μου ήταν αποτροπιαστική, όμως σαν κινηματογραφική αφήγηση με αιχμαλώτισε κυριολεκτικά. Η δεύτερη δεν με τράβηξε ιδιαίτερα, αυτά που έγιναν στη Γερμανία έγιναν και στη χώρα μας, δοσίλογοι ανήλθαν στην πολιτική και οικονομική σκηνή σαν φανατικοί πολέμιοι των κομμουνιστών. Όμως και πάλι με τράβηξαν οι διάλογοι με έναν ακατανόητο για μένα τρόπο. Έτσι, παρόλο που δεν μου αρέσει μια ταινία που οι ήρωες είναι αρνητικοί – το έχω ξαναγράψει αυτό, πάνω από μια φορά – αυτή η ταινία, περιέργως, μου άρεσε. Και όχι μόνο γιατί υπήρχε η θετική ηρωίδα. Ο σουρεαλισμός της πρώτης ιστορίας, το θεατρικό στήσιμο και ο λόγος της δεύτερης, κράτησαν αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μου. Τώρα το να καθίσω να αποκρυπτογραφήσω, ή να προσπαθήσω να ερμηνεύσω, τους συμβολισμούς, δεν είναι κάτι που με τραβάει. Εν τάξει, τον νεαρό τον κατέφαγαν τα γουρούνια οι καπιταλιστές αφού δεν ήθελε να τους αντισταθεί όπως τον προέτρεπε η κοπέλα του, όμως οι ληστές τι συμβολίζουν; Δεν θα το ψάξω, θα μείνω μόνο στο σουρεαλισμό των σκηνών.     

Ιβάν Τουργκένιεφ, Ανοιξιάτικοι χείμαρροι




Ιβάν Τουργκένιεφ, Ανοιξιάτικοι χείμαρροι (μετ. Ειρήνη Καπέλλου), Το Βήμα χχ σελ. 21

  Επειδή μπορεί να το ψάξετε, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.
  Αφού διάβασα και την «Άσια», έγινα fan του Τουργκένιεφ. Έτσι αποφάσισα να διαβάσω και άλλα έργα του που έχω. Συνέχισα με το «Ένας κυνηγός θυμάται» και αμέσως μετά με τους «Ανοιξιάτικους χείμαρρους».
  Σας έχει ξανασυμβεί να ερωτευθείτε την ηρωίδα ενός μυθιστορήματος; Εμένα πρώτη φορά, με τον Τουργκένιεφ. Μου συνέβη με την Άσια, και τώρα με την Τζέμμα (που θα πει πετράδι. Ο Τζουλιάνο Τζέμμα είναι λοιπόν ο Τζουλιάνο το πετράδι, αν τον θυμάστε στα ιταλικά καουμπόικα). Είναι τόσο γλαφυρός στην περιγραφή της γυναικείας ομορφιάς και ελκυστικότητας που μου ήταν αδύνατον να μην ερωτευθώ τις δυο ηρωίδες του.
  Το βιβλίο είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό, όπως εξηγεί ο Leonard Shapiro στο εκτενέστατο (48 σελίδες) επίμετρο. Ο Σάνιν είναι η περσόνα του ίδιου του Τουργκένιεφ και η Μαρία Νικολάγιεβνα η περσόνα του μεγάλου του έρωτα, της Πωλίν Βιαρντό.
  Όμως να πούμε τα απαραίτητα βιογραφικά που οδηγούν στην κατανόηση του μυθιστορήματος.
  Ο Τουργκένιεφ, πλούσιος κτηματίας με δουλοπάροικους, κληρονομιά από τη μητέρα του, συνάπτει κατά καιρούς ερωτικές σχέσεις με γυναίκες δουλοπάροικούς του. Μια μάλιστα, διαβάζουμε στον Shapiro, την ερωτεύθηκε. Έκανε μια κόρη μαζί της την οποία στήριξε πολύ στη ζωή της, αν και δεν βρισκόταν ποτέ πολύ κοντά της. Την επιμέλειά της είχε αναλάβει η Πωλίν.
  Η Πωλίν, τραγουδίστρια της όπερας, ήταν παντρεμένη με έναν άνδρα πολύ μεγαλύτερό της και είχε διάφορους εξωσυζυγικούς δεσμούς. Ο σύζυγός της είχε συμβιβαστεί με το γεγονός αυτό. Ο Τουργκένιεφ ζούσε κοντά τους, και μάλιστα ήταν φίλος με τον σύζυγό της. Αλλά η σχέση του με την Πωλίν δεν ήταν ανέφελη. Μετά τον πρώτο θυελλώδη έρωτα χώρισαν. Όμως ο Τουργκένιεφ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει απ’ αυτήν, και έτσι υπήρξαν κατά διαστήματα επανασυγκολλήσεις, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Τουργκένιεφ δεν έκανε οικογένεια.
  Και τώρα στη νουβέλα.
  Μια νεαρή κοπέλα καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια. Ο αδελφός της έχει λιποθυμήσει. Ο Σάνιν σπεύδει. Τον συνεφέρνει. Όμως, σε αντίθεση με τον Τουργκένιεφ (πρόκειται για πραγματικό γεγονός) θα μείνει για το δείπνο στον οποίο τον καλεί, με αποτέλεσμα να χάσει το τραίνο της επιστροφής. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να σχετισθεί περισσότερο με την οικογένεια, και τέλος να ερωτευθεί την Τζέμμα, η οποία τον έχει επίσης ερωτευθεί.
  Μέχρι εδώ η ιστορία μοιάζει πολύ με την ιστορία της Άσιας. Στην Άσια ο αφηγητής πιστεύει ότι ο αδελφός της δεν είναι πραγματικά αδελφός της αλλά ο φίλος της. Στους «Ανοιξιάτικους χείμαρρους» υπάρχει ένας αρραβωνιαστικός. Η Τζέμμα, ερωτευμένη με τον Σάνιν, δεν θα διστάσει να διαλύσει τον αρραβώνα της, πριν καν προλάβει ο Σάνιν να της εξομολογηθεί τα δικά του αισθήματα.
  Στην «Άσια» ο αφηγητής οπισθοχωρεί τρομαγμένος μπροστά στον έρωτα της κοπέλας, για να μετανιώσει αμέσως μετά. Όμως είναι πια αργά, την επομένη αυτή έχει αναχωρήσει με τον αδελφό της. Έχασε τον έρωτα της ζωής του. Την αναζητά, δεν την βρίσκει. Χρόνια αργότερα αναπολεί τον έρωτα αυτό. Δεν έχει κάνει οικογένεια και, όπως λέει, (η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη) για καμιά γυναίκα από εκείνες με τις οποίες σχετίσθηκε αργότερα δεν ένιωσε όπως με την Άσια.
  Στους «Ανοιξιάτικους χείμαρρους» το ειδύλλιο δεν ευοδώνεται για το λόγο ότι ο Σάνιν μπλέκει με την γυναίκα ενός παλιού συμμαθητή του. Εγκαταλείπει την Τζέμμα και ακολουθεί το ζευγάρι στις περιπλανήσεις του, ακριβώς όπως και ο Τουργκένιεφ με τους Βιαρντό. Η σχέση του με την Πωλίν εξελίσσεται περίπου όπως και εκείνη του καθηγητή στον «Γαλάζιο άγγελο» (1930) του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ.
  Όπως και ο αφηγητής στην «Άσια» γράφει για την ιστορία του έρωτά του μετά από τριάντα χρόνια. Έχει πια καταλάβει ότι κλώτσησε την ευτυχία που κρατούσε μέσα στα χέρια του και παίρνει την απόφαση να αναζητήσει την Τζέμμα στη Νέα Υόρκη, όπου είχε πάει με τον σύζυγό της.
  Είδα και την ομώνυμη ταινία (1989) του Jerzy Skolimowski. Εξαιρετικός ο πολωνός σκηνοθέτης, μου άρεσε πολύ.
  Και εδώ θα κάνω κάποιο γενικότερο σχόλιο για τις κινηματογραφικές μεταφορές.
  Δεν είναι ποτέ πιστές στο λογοτέχνημα που μεταφέρουν, και πρέπει πάντοτε να έχετε υπόψη σας όταν βλέπετε μια κινηματογραφική μεταφορά ότι θα αφίσταται περισσότερο ή λιγότερο απ’ αυτό. Κάποιοι το θεωρούν περίπου ιεροσυλία, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όμως, όπως συνειδητοποίησα βλέποντας τις δυο κινηματογραφικές μεταφορές του «Θαυμαστού καινούριου κόσμου», η μεταφορά μπορεί να κάνει βελτιώσεις, όσον αφορά βέβαια την πλοκή. Οι βελτιώσεις αυτές έχουν να κάνουν με την κινηματογραφική γλώσσα, ενώ στο ίδιο το λογοτέχνημα μπορεί να ξένιζαν, σίγουρα στους «Ανοιξιάτικους χείμαρρους».
  Το μυθιστόρημα του Τουργκένιεφ ουσιαστικά χωρίζεται σε δυο μέρη. Στο πρώτο κυριαρχεί η γυναικεία φιγούρα της Τζέμμα, η οποία εξαφανίζεται εντελώς στο δεύτερο μέρος όπου κυριαρχεί η φιγούρα της Μαρίας. Στην ταινία αντίθετα βλέπουμε τις δυο γυναίκες να κάνουν την παρουσία τους και στα δυο μέρη. Στο πρώτο μέρος η Μαρία βρίσκεται σε έναν χώρο αναψυχής όπου έχουν πάει η Τζέμμα και ο Σάνιν, με ένα μηχανικό τρόπο είναι αλήθεια. Στο δεύτερο μέρος όμως η παρουσία της Τζέμμα είναι συστατικό μέρος της πλοκής. Στο μυθιστόρημα ο Σάνιν αποκαλύπτει με ένα γράμμα στην Τζέμμα ότι μετάνιωσε και δεν θέλει να προχωρήσει στον γάμο που σχεδίαζαν. Στην ταινία η Μαρία, από περιέργεια να γνωρίσει την αγαπημένη του Σάνιν που για χάρη της μονομάχησε, την καλεί σε ένα δείπνο που δίνει. Η Μαρία τους βλέπει να φιλιούνται και καταλαβαίνει.
  Και μια ακόμη διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην ταινία.
  Σας είπα ότι διαβάζοντας Τουργκένιεφ ένιωσα να ερωτεύομαι τις ηρωίδες του. Ερωτεύτηκα την Τζέμμα. Βλέποντας την ταινία του Skolimowski συνειδητοποίησα ακόμη περισσότερο ότι οι ηθοποιοί μεταφέρουν στην ταινία στην οποία παίζουν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Ωραία η ελληνοϊταλίδα Βαλέρια Γκολίνο που υποδύεται την Τζέμμα (εικοσιτετράχρονη τότε, προβλήθηκε πρόσφατα η ταινία της «Ευφορία»), όμως η Ναστάζια Κίνσκι στο ρόλο της Μαρίας είναι πιο όμορφη, αν ήταν να ερωτευθώ μια από τις δυο αυτήν θα ερωτευόμουνα. (Πω πω, τι διαβάζω, ο πατέρας της κακοποιούσε σεξουαλικά την ετεροθαλή αδελφή της. Ευτυχώς που το διάβασα τώρα, γιατί αλλιώς δεν θα πήγαινα στο «Σχολείο του σινεμά» να ξαναδώ τον «Βόιτσεκ» στον οποίο πρωταγωνιστεί ο Κλάους Κίνσκι. Ναι, αν ακούσω κάτι που δεν μου αρέσει για κάποιον σκηνοθέτη ή συγγραφέα, δεν έχω διάθεση πια να δω ή να διαβάσω τίποτα δικό του. Και σε μια άλλη ιστοσελίδα, διαβάζω τώρα, προσπάθησε να κακοποιήσει σεξουαλικά και την ίδια).  
  Όμως καιρός να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, όπως το συνηθίζουμε.
  «Η Τζέμμα είχε έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο να γελάει. Ήταν ένα γέλιο που δύσκολα σταματούσε, ήσυχο, αλλά διανθισμένο με τις πιο γοητευτικές κραυγούλες. Ο Σάνιν είχε αιχμαλωτιστεί από το γέλιο της – ήθελε να τη γεμίσει φιλιά κάθε που την άκουγε να γελάει!» (σελ. 38).
  Υπάρχουν αρκετές τέτοιες περιγραφές της Τζέμμα.
  «Ο Σάνιν και η Τζέμμα είχαν ερωτευθεί για πρώτη φορά και τους συνέβαιναν όλα τα θαύματα της πρώτης αγάπης. Ο πρώτος έρωτας είναι ακριβώς σαν επανάσταση: η συνηθισμένη και καθεστηκυία τάξη της ζωής γίνεται σε μια στιγμή θρύψαλα· τα νιάτα στέκονται στα οδοφράγματα, υψώνουν το φωτεινό λάβαρό τους στον αέρα και στέλνουν τους εκστατικούς χαιρετισμούς τους στο μέλλον, ό,τι κι αν κρύβει αυτό – θάνατο ή μια καινούρια ζωή, ό,τι κι αν είναι αυτό» (σελ. 91).
  Τι όμορφη εικονογράφηση της πρώτης αγάπης!!!
  Το έχω ξαναγράψει, θα το ξαναγράψω, κάτι που διάβασα πολύ παλιά: «Ο άνδρας δεν ξεχνάει ποτέ την πρώτη του αγάπη και η γυναίκα – την τελευταία». Φαλλοκρατικό, μπορεί και να μην ισχύει.
  Και μια συγγραφική ασυνέπεια – νομίζω.
  Στη σελίδα 103 διαβάζουμε: «… ο Πολόζωφ, ο παλιός συμμαθητής του» (σελ. 103). Αυτός είναι ο άντρας της Μαρίας. Όμως στη σελίδα 116 διαβάζουμε: «Ο Πολόζωφ… Έμοιαζε μεγάλος, αν και ήταν μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Σάνιν» (σελ. 116).
  Να είχε μείνει άραγε τρία χρόνια στην ίδια τάξη και να τον πρόλαβε ο Σάνιν, όπως εγώ ένα συμμαθητή μου στο δημοτικό; Δεν μας λέει τίποτα τέτοιο ο Τουργκένιεφ.
  «Άγριες δυνάμεις έρχονται στο προσκήνιο. Δεν πρόκειται για αμαζόνα που βάζει το άλογό της να καλπάζει – εδώ καλπάζει ένας νεαρός, θηλυκός κένταυρος, μισό ζώο μισό θεά. Η γαλήνια και καλοαναθρεμμένη γερμανική εξοχή μένει έκπληκτη μπροστά στο ποδοβολητό της άγριας, ρωσικής βακχείας της» (σελ. 151).
  Αυτή είναι η Μαρία.
  Και τώρα αποσπάσματα από το εξαιρετικό επίμετρο του Leonard Shapiro.
  «Ο Σάνιν είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια περσόνα του Τουργκένιεφ και η ιστορία μπορεί να θεωρηθεί, ως ένα βαθμό, αυτοβιογραφική» (σελ. 167).
  Το είπαμε ήδη, το παραθέτουμε προς επίρρωση.
  «Ίσως να έζησε ιστορίες αγάπης στη Γερμανία, αλλά δε γνωρίζουμε τίποτα γι’ αυτές. Γνωρίζουμε όμως για δύο σχέσεις που είχε, αφότου επέστρεψε στη Ρωσία. Η πρώτη, η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1841 με την αδελφή του Μιχαήλ Μπακούνιν, την Τατιάνα, ήταν το μοντέλο σχέσης που με τη μία ή την άλλη μορφή θα αναπαρήγαγε ξανά και ξανά στο έργο του. Από τη μια μεριά η γυναίκα που αγαπά, που είναι πλήρως αφοσιωμένη, έτοιμη να παραδώσει τη ζωή και την τιμή της· από την άλλη ο άντρας, που δέχεται αυτή την αγάπη, που θέλει αλλά δεν μπορεί να την ανταποδώσει με τον ίδιο τρόπο, και χάνει την ευτυχία που θα μπορούσε να είχε γιατί δεν είναι ικανός να την αρπάξει· και, βέβαια, μόλις τη χάσει, μετανιώνει πικρά γι’ αυτήν του την τρέλα. Μερικές φορές το θέμα εμφανίζεται μόνο του –στο διήγημα Άσια, για παράδειγμα· άλλες φορές εμφανίζεται σε συνδυασμό με την εμφάνιση μιας μοιραίας γυναίκας, σαν την Μαρία Νικολάγιεβνα ή την Ειρήνα στον Καπνό η οποία, με την απόλυτη δύναμη της σαρκικής έλξης που εκπέμπει, κλονίζει την ισορροπία του ήρωα και τον κάνει να χάσει την ευκαιρία του για ευτυχισμένη ζωή κοντά στο ευγενικό και απλό κορίτσι που πίστευε ότι είχε ερωτευθεί» (σελ. 117).
  Το παρακάτω απόσπασμα είναι πολύ σημαντικό:
  «…των τεσσάρων θεμάτων που κυριαρχούσαν στη ζωή και το έργο του Τουργκένιεφ: της καταστροφικής δύναμης του σεξουαλικού πάθους· της ανέφικτης πλάνης ή του ιδανικού της παντοτινή, ευτυχισμένης, αμοιβαίας αγάπης· του φόρου τιμής που αποδίδεται από τους μη ταγμένους στους “στρατευμένους”, από τους αδύναμους στους δυνατούς· και του φόβου του ενθουσιασμού» (σελ. 180).
  «Πρέπει να σημειωθεί ότι εδώ, όπως και στους περισσότερους ερωτικούς δεσμούς που περιγράφει ο Τουργκένιεφ, η γυναίκα είναι αυτή που παίρνει την πρωτοβουλία: ακόμα και η Τζέμμα είναι εκείνη που πρώτη προτείνει γάμο, όχι ο Σάνιν» (σελ. 196). Στην «Άσια» είναι ο αδελφός της, αλλά πρώτη αυτή εξομολογείται την αγάπη της. 
  Είπαμε, θα συνεχίσουμε με τον Τουργκένιεφ.

Sunday, May 19, 2019

Σεργκέι Αϊζενστάιν, Glumov’s diary (1923), Romance sentimentale (1930) και Η καταστροφή της Οξάκα (1931)




  Υπάρχουν τρεις μικρές ταινίες του Σεργκέι Αϊζενστάιν που τις έψαξα τώρα με την ευκαιρία της ανάρτησής μου για την ταινία του «Το λιβάδι Μπιέζιν». Η πρώτη, που είναι και η πρώτη του ταινία, είναι το «Ημερολόγιο του Γκλούμοφ», γυρισμένη το 1923.
  Πρόκειται για μια ελεύθερη μεταφορά ενός θεατρικού έργου του Αλεξάντρ Οστρόφσκι που έχει τίτλο «На всякого мудреца довольно простоты» (Σε κάθε σοφό αρκετή απλότητα), που στο IMDb δίνεται με τον τίτλο «The wise man» (ο συνετός, ο σοφός). Ο κλόουν προσπαθεί να το σκάσει στο μέσο μιας παράστασης. Τα «θαύματα» του τσίρκου τα κάνει εδώ ο Αϊζενστάιν με το μοντάζ, όπως όταν δείχνει έναν κλόουν να μεταμορφώνεται ξαφνικά σε γαϊδούρι.
  Το «Ημερολόγιο του Γκλούμοφ» μπορείτε να το δείτε στο youtube

  Η «Συναισθηματική ρομάντζα», τη σκηνοθεσία της οποίας ο Αϊζενστάιν συνυπογράφει με τον Γκριγκόρι Αλεξαντρόφ, γυρίστηκε το 1930.
  «Φθινόπωρο, μελαγχολία, πεθαμένη αγάπη, αυτά είναι τα θέματα αυτής της παλιάς ρώσικης ρομάντζας» διαβάζουμε στα γράμματα τίτλων στην αρχή της ταινίας.
  Φθινόπωρο: βλέπουμε σκηνές από φύση, που πολύ μου θύμισαν τον Stan Brakhage. Να επηρεάστηκε άραγε ο Μπράκιτζ από την ταινία αυτή του Αϊζενστάιν; Καθόλου απίθανο. Συνέχισε μάλιστα τις πειραματικές του αναζητήσεις φτάνοντας στην τέλεια αφαίρεση, κάτι αντίστοιχο με την ανεικονική ζωγραφική. Αν δεν μου τον σύστηνε ο φίλος μου ο Μάκης δεν θα τον ήξερα. Ο Αϊζενστάιν όμως εγκατέλειψε τις φορμαλιστικές του αναζητήσεις (ας μπορούσε να κάνει και αλλιώς) μετά την απαγόρευση της συνέχισης των γυρισμάτων της ταινίας του «Το λιβάδι Μπιέζιν», και γύρισε τον «Αλέξανδρο Νιέφσκι» και τον «Ιβάν τον τρομερό», κορυφαία έργα του.
  Μελαγχολία: Η κοπέλα, με σκυμμένο κεφάλι, σκεφτική, κάθεται μπροστά στο πιάνο. Όμως σε λίγο θα αρχίσει να παίζει τη ρομάντζα.
  Πεθαμένη αγάπη: προφανώς έχει να κάνει με τα λόγια της ρομάντζας.
  Όμως το τέλος είναι αισιόδοξα χαρούμενο με εικόνες όπως τα ανθισμένα κλαδιά μιας αμυγδαλιάς, τα πουλιά που πετούν στον ουρανό και το χαμογελαστό πρόσωπο της κοπέλας (το τελευταίο πλάνο).
  Την ταινία μπορείτε να τη δείτε στο youtube.

    «Η καταστροφή της Οαξάκα» είναι ένα ντοκιμαντέρ γυρισμένο στην Οαξάκα, μετά τον τρομερό σεισμό που έπληξε την πόλη. Εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ, προφανώς το γύρισε ο Αϊζενστάιν όταν βρισκόταν στο Μεξικό για τα γυρίσματα της ταινίας του «Ζήτω το Μεξικό».
  Το ντοκιμαντέρ αυτό μπορείτε να το δείτε, με ισπανικούς μεσότιτλους, στο youtube.