Book review, movie criticism

Thursday, September 26, 2024

Ramata-Toulaye Sy, Μπανέλ και Άνταμα (Banel and Adama, 2023)

 

Ramata-Toulaye Sy, Μπανέλ και Άνταμα (Banel and Adama, 2023)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους

  Ήταν έκπληξη για μένα να δω να προβάλλεται μια ταινία από τη Σενεγάλη σε ελληνικές αίθουσες.

  Πριν δέκα χρόνια είχα μανία να βλέπω υποσαχάριο (μαύρο) αφρικανικό κινηματογράφο. Έβλεπα πακέτο τους σκηνοθέτες. Από τη Σενεγάλη είδα τις ταινίες των κορυφαίων σενεγαλέζων σκηνοθετών Djibril Diop Mambéty και Ousmane Sembène.

  Υπάρχει το στερεότυπο, η γυναίκα είναι το συντηρητικό στοιχείο ενώ ο άντρας το προοδευτικό. Ο άντρας κυνηγός-εξερευνητής, η γυναίκα καλλιεργήτρια κηπευτικών στο σπίτι.

  Όμως με τις γυναίκες σκηνοθέτες τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η γυναίκα σκηνοθέτης, εκτός του ότι είναι σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό φεμινίστρια, είναι και προοδευτική.

  Η Ραμάτα καταδικάζει τη συντηρητική κοινωνία του σενεγαλέζικου χωριού που ζει από τη κτηνοτροφία βοοειδών, κυρίως μέσω της Μπανέλ αλλά και του Άνταμα. Οι προκαθορισμένοι γάμοι την προόρισαν για κάποιον, ενώ αυτή αγαπούσε τον Άνταμα. Δεν είχε κανένα ενδοιασμό να τον απατήσει. Αυτά εκτός πλαισίου της πλοκής, στην αρχή της ιστορίας, γιατί στην πλοκή ο άντρας της έχει πεθάνει και σε λίγο παντρεύεται με τον Άνταμα. Μια χωριανή της είναι πυρ και μανία εναντίον της, γιατί αν δεν είχε πεθάνει ο άντρας της θα είχε πάρει αυτή τον Άνταμα.

  Και το πιο περίεργο: ενώ σε εμάς ο κοινοτάρχης εκλέγεται από τους κατοίκους του χωριού, σ’ αυτούς είναι ένα κληρονομικό αξίωμα, όπως η βασιλεία. Ο Άνταμα όμως αρνείται τη θέση του αρχηγού του χωριού, παρά τις πιέσεις που δέχεται.

  Δεν θέλουν να μένουν με την οικογένεια, θέλουν να μένουν στο δικό τους σπίτι. Θα αρχίζουν να ξεχώνουν από τη σκόνη δυο σπίτια που τα είχε σκεπάσει μια ανεμοθύελλα, στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου.

  Εν τάξει, λιτανείες κάνουμε και εμείς για να πέσει βροχή. Κατηγορούνε όμως τον Άνταμα που δεν παρευρέθηκε στη λιτανεία και γι’ αυτό δεν έβρεξε.

  Τα βοοειδή ψοφούν. Κάποια προλαβαίνουν και τα σφάζουν πριν ψοφήσουν. Ορισμένοι εγκαταλείπουν το χωριό.

  Το τέλος είναι εντυπωσιακά ποιητικό. Ελάχιστος λόγος, πλάνα συναρπαστικά, με μια Μπανέλ να αγωνίζεται.

  Αξίζει να δείτε την ταινία.

 

  Επί τη ευκαιρία είδαμε και τη μικρού μήκους προηγούμενη ταινία της, την «Astel» (2021), μόλις 22 λεπτών.

  Η Αστέλ είναι ένα δεκατριάχρονο κοριτσάκι. Λατρεύει τον πατέρα της. Μαζί πηγαίνουν τα βόδια τους στη βοσκή.

  Ένα πρωί που άργησε να ξυπνήσει, ο πατέρας έφυγε μόνος του. Καλά, θα πάμε μαζί, της λέει η μητέρα της.

  Δεν μπορεί να περιμένει, ξεκινάει να τον βρει.

  Δεν τον βρίσκει.

  Αποκαμωμένη πέφτει κάτω από ένα δέντρο να κοιμηθεί.

  Ξυπνάει νύχτα.

  Ένας χωριανός προθυμοποιείται να τη συνοδέψει μέχρι το χωριό.

  Βλέπει τον πατέρα της. Κάθεται και τρώει, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Το ίδιο και οι γυναίκες. Δεν ανησύχησαν για την απουσία της. Οποία απογοήτευση.

  Στο εξής είναι εντελώς απρόθυμη να τον ακολουθήσει, ούτε αυτόν ούτε τη γυναικοπαρέα.

Γιώργος Βοϊκλής, Δυο ποιητές στο "Σωτηρία", Γιάννης Ρίτσος και Μαρία Πολυδούρη

 



Δύο ποιητές στο «Σωτηρία»

 

Η συνάντηση της Μαρίας Πολυδούρη με τον 18χρονο Γιάννη Ρίτσο στους θαλάμους του νοσοκομείου την Άνοιξη του 1928

 

                                                    Γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 

Με αφορμή την προβολή του βραβευμένου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου με τίτλο «Αζήτητοι» -που αναφέρεται στα κατάλοιπα ασθενών του «Σωτηρία» που μετά το θάνατό τους στο νοσοκομείο κανείς δεν ζήτησε τα προσωπικά τους αντικείμενα- αναδημοσιεύω δυο αναφορές στη συνάντηση στους θαλάμους του, την Άνοιξη του 1928,  δύο ποιητών που νοσηλεύονταν σε αυτό: Της Μαρίας Πολυδούρη με τον νεαρό τότε Γιάννη Ρίτσο.

 

Στην εισαγωγή του αφιερωμένου στη Μαρία Πολυδούρη «Ημερολόγιο 2005» των εκδόσεων «Μεταίχμιο», που υπογράφει η Χριστίνα Ντουνιά, διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα

«Τα χρήματα που διέθετε ο αδερφός της Κώστας για τη νοσηλεία της στην πρώτη θέση του νοσοκομείου «Σωτηρία» (Μάρτιος – Απρίλιος 1928) εξαντλούνται και αναγκάζεται να ζητήσει να τη μεταφέρουν στο σπιτάκι με τους ετοιμοθάνατους, όπου της δίνουν ένα μικρό δωμάτιο, για να γλυτώσει από τον θόρυβο και την πολυκοσμία της τρίτης θέσης,

Συνδέεται φιλικά με το Γιάννη Ρίτσο, που νοσηλεύεται επίσης στη «Σωτηρία», στον οποίο αφιερώνει το ποίημα «Θυσία».

Εκεί θα την επισκεφθεί και ο Καρυωτάκης επιστρέφοντας απ’ το Παρίσι και πριν πάρει το δρόμο για την Πρέβεζα. Συναντιούνται ύστερα από πολύ καιρό, αμήχανοι κι οι δύο, μπροστά σε άλλους, σύμφωνα με μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου». (σελ. 25)

Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε ότι μέχρι τον θάνατό της στις 30 Απριλίου του 1930, σε αυτό το σπιτάκι, «την επισκέπτονται πολλοί άνθρωπο των γραμμάτων και των τεχνών, από τον Άγγελο Σικελιανό ως τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Συνδέεται φιλικά με την Μυρτιώτισσα, ενώ διατηρεί μια τρυφερή φιλία με τους ποιητές Κώστα Παπαδάκη και Γιάννη Χονδρογιάννη, αλλά και τον επίσης πρόωρα χαμένο ποιητή Μίνο Ζώτο. Σ’ αυτούς είναι αφιερωμένο το ποίημα της με τίτλο «Στους φίλους που με συντροφεύουν» που ξεκινάει με τον στίχο «Την κάμαρά μου γέμισαν τα φωτεινά σας μάτια».

Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα, που περιλαμβάνεται στη συλλογή της «Ωδή στο χάος»

«Στους φίλους που με συντροφεύουν

 

Την κάμαρά μου γέμισαν τα φωτεινά σας μάτια.
Ένα άνθος επιτάφιον η αγάπη σας που πήρα,
λυπητερά λικνίζεται στη λιγοστή πνοή.
Πόση ευτυχία στη θλίψη σας για τη βαριά μου μοίρα,
πόση χαρά που απόμεινε στην ύστερη ζωή!


Κ’ η μουσική των στίχων σας τι θα μου φέρη ακόμη;
Πόση καρδιά θα μού ‘πρεπε να σας δεχτώ σα χάρη
χειμωνικά χαμόγελα και ρόδα εσπερινά.
Ω, ας έρθη στο σκοτάδι του ο Χάρος να με πάρη,
ενώ θα ‘ναι τα μάτια σας κοντά μου φωτεινά.

 

Δυο μαρτυρίες του Γιάννη Ρίτσου

Τη μαρτυρία του Γιάννη Ρίτσου για την πρώτη συνάντησή τους στο «Σωτηρία», διαβάζουμε στο κείμενο με τίτλο «Ο Γιάννης Ρίτσος αυτοβιογραφούμενος» που έχει δημοσιευτεί στο Λεύκωμα του Πλάτωνα Μάξιμου «Γιάννης Ρίτσος – Εικαστικά»:

«Αρρώστησα πάλι και νοσηλεύτηκα στη Σωτηρία. Τότε ήμουνα 18 χρόνων. Εκεί που πήγαινα και έπαιζα πιάνο, συνάντησα για πρώτη φορά τη Μαρία Πολυδούρη. Και γι’ αυτό, στο πρώτο της βιβλίο, μου έχει αφιερώσει ένα ποίημα».

Για το ίδιο θέμα μιλάει ο ποιητής στον Γιώργο Σγουράκη, σε μια συζήτηση μαζί του το 1984, που περιλαμβάνεται στο Λεύκωμα «Γιάννης Ρίτσος – Κινηματογραφική Αυτοβιογραφία» (έκδοση Αρχείο Κρήτης, 2008):

«Γιάννης Ρίτσος: Λοιπόν, εμένα με ευνόησε η τύχη να έχω τρομακτικά βιώματα, να γνωρίσω αρρώστιες, να γνωρίζω θανάτους…

Γιώργος Σγουράκης: Πρέπει να πάμε, κατά τη γνώμη σας, να κινηματογραφήσουμε το σανατόριο «Σωτηρία» εδώ, όλα αυτά τα μέρη; Τα Χανιά, (στο Άσυλο Φυματικών στην Καψαλώνα) απ’ ότι μας είπατε έχουν χαλάσει, αλλά η «Σωτηρία» νομίζω πως διατηρείται ακόμη.

Γ.Ρ.: Κάτι διατηρούνται, διατηρούνται ορισμένα πράγματα, όχι και πολλά. Ίσως διατηρείται το «Αμάρειο» και το «Σπιλιοτοποίλιο», εκεί που πήγαινα κι έπαιζα πιάνο και συνάντησα πρώτη φορά τη Μαρία Πολυδούρη.

Γ.Σ.: Πόσο χρονών ήσασταν τότε;

Γ.Ρ.: Τότε ήμουνα 18 χρόνων.

Γ.Σ.: Και αναπτύχθηκε μια μεγάλη φιλία ανάμεσά σας;

Γ.Ρ. Ναι. Και γι’ αυτό στο πρώτο της βιβλίο μου ‘χει αφιερώσει ένα ποίημα. Και μάλιστα είπε: «δεν γράφω στον ποιητή, ούτε στον κύριο Γιάννη Ρίτσο».

 

Θα κλείσω αυτό το μικρό χρονικό με το αφιερωμένο στον Γιάννη Ρίτσο ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη:

 

Θυσία

                                                   Στον Γιάννη Ρίτσο

Καρδιά μου, τούτη η ώρα εδώ που εστάθη / με μια δεσποτικιά γαλήνη, κάτι / έχει βαθύ, ν’ αγγίξει σαν το μάτι / του άγριου μοιραίου που λάθεψα πως χάθη.

Ο λογισμός μου τώρα αδυνατίζει / και σκύβει ως ένοχος μπροστά σου. / Καμιά φωνή να μου φωνάζει, στάσου. / Ούτε μια ελπίδα, εντός μου να φωτίζει.

Και δεν αντέχω, Θα τ’ ακούσεις όλα / τίποτα δεν εσκέπασεν η λήθη. / θα σου τα πω σαν ένα παραμύθι / καρδιά μου ερημική κι ονειροπόλα.

Κοίταξε το βραδάκι αυτό που κλείνει / τόση γαλήνη κι όταν αντικρίζει / τον κάμπο είναι σαν χάδι, δεν δροσίζει / όμως, μια νοσταλγία μέσα μας χύνει…

Μαντεύω απ’ τη γαλήνη σου τι θλίψη / πικρή σε τρώει φτωχή καρδιά μου κι έρμη. / Της ύπαρξής σου, σου ‘κλεψαν τη θέρμη / κι η δροσιά του καημού σου ‘χει απολείψει.

Λουλούδι που το φως σ’ είχε αγαπήσει / έμεινες μοναχό με τη λαχτάρα, / που αργά γίνηκε φλόγα και κατάρα / τίποτα πια από σε να μην αφήσει.

Είδα το φως αυτό να λιγοστεύει / τότε κι εσένα αγάλια να χλωμαίνεις. / Σου είπα, θυμάσαι; Πρέπει να υπομένεις / και σού ’δειξα τη σκέψη που πιστεύει.

Ήταν ωραία κάποτε, θυμάσαι; / Την εκαμάρωνες κι εσύ καρδιά μου. / Αχ, η αρμονία πώς όρμησε βαθιά μου / τότε. Μα σε είδα πάλι να λυπάσαι…

Τώρα, για σένα είναι όλα τελειωμένα. / Και τη στερνή πνοούλα έχεις αφήσει. / Η σκέψη μου που μάταια έχει ανθίσει / μαδάει σε νεκράνθια σπαραγμένα».

 

Πολλά βιβλία θα μπορούσαν να γραφτούν και πολλά κινηματογραφικά και τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ θα μπορούσαν να γυριστούν για την κοινωνική, αλλά και την πολιτική ιστορία του νοσοκομείου «Σωτηρία». Επίσης, είναι καιρός όσες απ’ τις παλιές εγκαταστάσεις του έχουν διασωθεί να χαρακτηριστούν «Τόπος ιστορικής μνήμης».

 

*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

Αποχαιρετισμός στο Γιάννη Μόρτζο, από τον Γιώργο Βοϊκλή

 


Αποχαιρετισμός στο Γιάννη Μόρτζο

 

                                            από τον Γιώργο Βοϊκλή

 

Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε πριν από είκοσι χρόνια στο περιοδικό «Μεθόριος του Αιγαίου», μιλάει για τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, για τη θητεία του δίπλα στον Κάρολο Κουν, για τη φιλία και τη συνεργασία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου και τη Μελίνα Μερκούρη.

 

Πριν από λίγες μέρες έφυγε απ’ τη ζωή ένας αγαπημένος φίλος: ο μεγάλος ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιάννης Μόρτζος.

Η τελευταία συνάντησή μας ήταν πριν από έξι μήνες, την 1η Απριλίου 2024, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Πολεμικού Μουσείου, όταν παρουσιάσαμε μαζί τη συλλογή διηγημάτων του συμπατριώτη μας Σταμάτη Δανά με τίτλο «Το παιδί της βροχής».

Είκοσι χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 2004, είχα δημοσιεύσει στο 12ο τεύχος του περιοδικού «Μεθόριος του Αιγαίου» εκτενή συνέντευξή του «εφ’ όλης της ύλης», στην οποία μιλάει για τη διαδρομή του στη ζωή και στο θέατρο.

Τιμώντας τη μνήμη του λίγες μέρες μετά την αποδημία του, αναδημοσιεύω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτή τη συνέντευξη,

 

Τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια

Τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό μου, τα Σκουρέικα της Σάμου, ήταν πολύ δύσκολα, με την ανέχεια και τις τότε ταραγμένες καταστάσεις, Τη 10ετία του 1950 η Σάμος πέρασε από καμίνι, με τα πάθη που δημιούργησε ο εμφύλιος. Δύσκολη ήταν και η μαθητική μαε ζωή στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο του Βαθιού. Ήταν, όμως, και ωραία. Η ζωή είχε τότε ένα ρομαντισμό, μια ομορφιά αλλιώτικη. Μέσα στις στερήσεις άνθιζαν λουλούδια, αισθήματα, ανθρωπιά… Τα θυμάμαι ‘όλα αυτά με νοσταλγία . Θυμάμαι την παραλία του Βαθιού με το πλακόστρωτο, τους δρόμους με το ντουσιμέ.

Τότε, βέβαια, το μόνο που μας απασχολούσε ήταν το τι θα κάνουμε όταν τελειώσουμε  το Γυμνάσιο.

 

Η επιλογή του θεάτρου

Τελειώνοντας το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο της Σάμου, ήρθα στην Αθήνα με άλλα όνειρα και σκοπούς. Σκεφτόμουνα τη Σχολή Ευελπίδων, επειδή οι σπουδές σ’ αυτή απαιτούσαν λιγότερα έξοδα σε σύγκριση με τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο και η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή. Ο πατέρας μου ήταν ένας απλός αγρότης και μάλιστα διώκονταν ακόμη για τις ιδέες του. Τότε, όμως, λειτουργούσε ακόμη το σύστημα των «κοινωνικών φρονημάτων» και ο πατέρας μου, σαν αριστερός, είχε τεράστιο «φάκελο». Αυτό είχε επιπτώσεις και στις δικές μου επιλογές για το τι θα μπορούσα να σπουδάσω και, εν πάσει περιπτώσει, ήταν απαγορευτικό για τις σπουδές μου στη Σχολή Ευελπίδων.

Εκείνη την περίοδο όλα μου φαίνονταν δύσκολα, αλλά κάτι έπρεπε να κάνω για να βγω από τα αδιέξοδά μου.

Τον καλλιτεχνικό χώρο δεν τον είχα σκεφτεί. Πρέπει να πω ωστόσο ότι είχα μέσα μου κάποιες καλλιτεχνικές ανησυχίες που δεν μπορούσα ‘όχι μόνο να τις εκφράσω, αλλά ούτε καν να τις συζητήσω, ακόμη και με τον ίδιο μου τον εαυτό. Τότε έτυχε να δω μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Μαγεύτηκα. Έτσι πήρα την απόφαση να κάνω θεατρικές σπουδές. Την επόμενη χρονιά έδωσα εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Κάρολου Κουν. Έδωσα εξετάσεις και πέτυχα.

 

Κοντά στον Κάρολο Κουν

Για να καταλάβεις πόσο αυστηρή ήταν η επιλογή φτάνει να σου πω ότι από τους εκατό υποψήφιους εκείνης της χρονιάς πήρε μόνο έξι. Και μέσα στους έξι είχα τη χαρά και την τιμή να είμαι κι εγώ.

Γιατί ο Κάρολος Κουν  δεν ήταν μόνο ο μεγάλος κι αξεπέραστος άνθρωπος του θεάτρου, ήταν και μεγάλος παιδαγωγός. Είχε το μεγάλο ταλέντο να διακρίνει ποιοι από τους υποψήφιους της Σχολής είχαν τα προσόντα και το πάθος του θεάτρου. Ποιοι είχαν τη σεμνότητα και τον ζήλο του πραγματικού καλλιτέχνη. Διέκρινε, όμως, και όσους πήγαιναν για βεντετισμό και επίδειξη.

Στη Σχολή, μέσα σε ένα οικείο, ζεστό αλλά και αυστηρό περιβάλλον, με αντιμετώπισαν όλοι με αγάπη. Αυτό το αποδίδω κυρίως στη δική μου απλή και αυθόρμητη συμπεριφορά.

Ο Κάρολος Κουν ήταν ο μεγάλος δάσκαλος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου. Ο άνθρωπος αυτός, που ήταν πρότυπο ανθρώπου κα καλλιτέχνη, υπήρξε ο εμπνευστής και οδηγός της πορείας μου στο θέατρο. Με επηρέασε βαθύτατα. Αυτός ήταν –και εξακολουθεί να είναι- ο οδηγός της διαδρομής μου στο θέατρο και τη ζωή. Δεν σου κρύβω ότι βλέποντας, προφανώς, την αφοσίωσή μου στη  τέχνη, είχα κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη του.

Τα χρόνια των σπουδών μου δεν ήταν ρόδινα. Αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες. Την πρώτη χρονιά, για παράδειγμα, αντιμετώπισα βιοποριστικό πρόβλημα. Δούλεψα σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε ψυγεία. Δεν μπορούσα όμως να συνεχίσω για πολύ καιρό αυτή τη δουλειά, γιατί οι ώρες της εργασίας συνέπιπταν με τις ώρες φοίτησης στη Σχολή. Τότε μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω στο Θέατρο Τέχνης σαν φροντιστή. Να τακτοποιώ τραπέζια και καθίσματα, να βάζω ποτά κλπ στις παραστάσεις που παίζονταν.

Μετά από λίγο καιρό ανέβασε ο Κουν ένα έργο του Μπρεχτ  και ήθελε 4-5 κομπάρσους, που τους επέλεξε από τους σπουδαστές της Σχολής. Ένα απ’ αυτούς ήμουνα κι εγώ. Πήρα, λοιπόν, ένα μικρό ρόλο, έλεγα μόνο δυο ατάκες. Δεν πέρασε πολύ καιρός και μου ανέθεσε να παίξω ένα βασικό πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ ήμουνα ακόμη δευτεροετής στη Σχολή. Μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου, που δόθηκε η ευκαιρία να παίξω 3-4 σημαντικούς ρόλους.

Όταν τέλειωσα τη Σχολή ήμουνα πια έτοιμος για τους μεγάλους ρόλους. Πήγα στο στρατό κι όταν γύρισα έγινα δεκτός στο Θέατρο Τέχνης σαν στέλεχος και πρωταγωνιστής σε σπουδαία έργα. Από κει και πέρα η πορεία μου ήταν συνεχώς ανοδική . Δούλεψα στο Θέατρο Τέχνης 21 ολόκληρα χρόνια. Έπαιξα πάνω από 70 ρόλους, πρωταγωνιστικούς κυρίως. Μπορώ να πω ότι κοντά στον Κάρολο Κουν γνώρισα μεγάλες επιτυχίες και καταξιώθηκα σαν ηθοποιός.

 

Η φιλία και η συνεργασία του με τον Ανδρέα Παπανδρέου

και τη Μελίνα Μερκούρη

Από το 1974, κυρίως όμως στις αρχές της 10ετίας του 1980, με συνεπήρε η πολιτική. Υπήρχαν τότε πολιτικές εξελίξεις που προμηνούσαν ότι θα γίνει η μεγάλη αλλαγή. Ότι κάτι καινούριο θα άρχιζε στην Ελλάδα.

Είχα στενή φιλία με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τον γνώριζα από χρόνια πριν, όταν ήταν από τους τακτικούς θεατές του Θεάτρου Τέχνης. Είχα επίσης στενή φιλία με τη Μελίνα Μερκούρη, απ’ τον καιρό που πρωταγωνιστούσε σε παραστάσεις του Θεάτρου Τέχνης.

Εκείνη την εποχή ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν η μελλοντική ελπίδα μας. Όταν μου πρότεινε, λοιπόν, μαζί με τη Μελίνα, να βοηθήσω ενεργά το ΠΑΣΟΚ να πετύχει τους στόχους του, δέχτηκα. Έπρεπε, όμως, από ανάγκη, να απομακρυνθώ απ’ το θέατρο, γιατί ήταν αδύνατο, όπως λέμε,να «κρατάω δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη». Έτσι, για δυο χρόνια, το 1981 και το 1982, ασχολήθηκα αποκλειστικά με τον πολιτική ως στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Επίσης, επί μια 8ετία ήμουνα  εκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων.

Αργότερα, όταν το σκέφτηκα αυτό, κατάλαβα ότι ήταν μια πολύ τολμηρή απόφαση, γιατί κόπηκε το νήμα της πορείας μου στο θέατρο. Δεν μετανιώνω όμως, γιατί πιστεύω ότι έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στην προσπάθεια του Ανδρέα Παπανδρέου να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα μας.

 

(Τη συνέντευξη κατέγραψε ο συμμαθητής του στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου Νίκος Ορφανός).

 

Θλιβερός επίλογος

Ο Γιάννης Μόρτζος έφυγε πικραμένος απ’ τη ζωή.

Όπως μου εκμυστηρεύτηκε στην τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του στον Άγιο Δημήτριο, το Υπουργείο Πολιτισμού αρνήθηκε να εντάξει στο πρόγραμμα επιδοτούμενων παραστάσεων του Εθνικού Θεάτρου πρότασή του για μια παράσταση με θέμα τη ζωή του Ελευθερίου Βενιζέλου, σε δική του σκηνοθεσία και με τον ίδιο στον επώνυμο ρόλο, Μια παράσταση με την οποία ήθελε να κλείσει τη μακρόχρονη διαδρομή του στο θέατρο.