Book review, movie criticism

Thursday, May 11, 2023

Eran Kolirin, Ας ξημερώσει ειρήνη (Let it be morning, 2021)

Eran Kolirin, Ας ξημερώσει ειρήνη (Let it be morning, 2021)

 


  Από σήμερα στους κινηματογράφους.

  Μετά από τον «Χαρταετό» της Randa Chahal Sabag είδαμε τον Σάμι, έναν παλαιστίνιο που κατοικεί στο Ισραήλ να πετάει χαρταετό. Για το γιο του, έχουν πάει μια βόλτα, μαζί με τη γυναίκα του, στην εξοχή.

  Είναι Ισραηλινός πολίτης, ανώτατο στέλεχος μιας εταιρείας πληροφορικής, ο επιτυχημένος του χωριού, γυρνάει στο χωριό του για το γάμο του αδελφού του. Όμως στην επιστροφή τον περιμένει μια έκπληξη: το χωριό έχει μπλοκαριστεί από τον ισραηλινό στρατό.

  Γιατί;

  Διότι έχει δεχθεί λαθρομετανάστες από τη δυτική όχθη, την ελεύθερη Παλαιστίνη δηλαδή, που εργάζονται στο χωριό. Οι ισραηλινοί θέλουν να τους τους παραδώσουν. Αυτοί βέβαια δεν έχουν διάθεση. Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Ο ισραηλινοί ασκούν μέτρα πίεσης. Κόβουν το νερό, τον σταθμό αναμετάδοσης κινητής τηλεφωνίας, τον εφοδιασμό του…

  Πρόσφατα έκανα μια κοινοποίηση στο facebook μιας ανάρτησης στο τικτόκ: αν θέλεις να καταλάβεις ποιος πραγματικά είναι ο άλλος, τσακώσου μαζί του. Θυμήθηκα ακόμη το «Κεκλεισμένων των θυρών» του Σάρτρ από όπου και η ατάκα «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Πρέπει να το ξαναδιαβάσω, όπως ξαναδιάβασα πρόσφατα και την «Ευσεβή πόρνη».

  Σε κατάσταση κρίσης βγάζουν οι άνθρωποι τον πραγματικό τους εαυτό. Και εδώ το χωριό περνάει μια κρίση.

  Όμως ταυτόχρονα οδηγούνται και σε μια ενδοσκόπηση, σε μια κρίση συνείδησης. Ο Σάμι είναι μια τέτοια περίπτωση. Έχει γκόμενα, μια ισραηλινή. Η γυναίκα του το έχει καταλάβει. Φυσικά δεν έχει σκοπό να διαλύσει την οικογένειά του (έχει ένα μικρό γιο). Το ίδιο και η γυναίκα του, του λέει μετά τη δική του ομολογία, ότι δεν του έκανε σκηνή όταν το έμαθε γιατί δεν ήθελε να διαλυθεί η οικογένειά της.

  Η ταινία δεν έχει να κάνει τόσο με τη ζωή των παλαιστινίων που είναι ισραηλινοί πολίτες (έναν τέτοιο είδαμε στο «Τρομοκρατικό κτύπημα» της Γιασμίνα Χαντρά, με έναν παλαιστίνιο επιτυχημένο γιατρό σαν κεντρικό χαρακτήρα), που ανά πάσα στιγμή μπορούν να έχουν προβλήματα από ένα «στρατό κατοχής», όσο με τις ανθρώπινες συμπεριφορές σε στιγμές κρίσης. Η αλληλεγγύη αλλά και η ιδιοτέλεια βγαίνουν στην επιφάνεια, δηλαδή τα πιο καλά αλλά και τα πιο κακά στοιχεία του χαρακτήρα.

  Μπορεί να είναι αποτελεσματική η αντίσταση; Ή καλύτερα, μπορεί τελικά να υπάρξει αντίσταση;

  Ο Σάμι είναι κατά κάποιο τρόπο η περσόνα του παλαιστίνιου Sayed Kashua που γράφει στα εβραϊκά το ομώνυμο μυθιστόρημα, το οποίο μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο ισραηλινός Eran Kolirin. Είσαι καλός άνθρωπος, έτσι τον χαρακτηρίζει ο χοντρούλης ταξιτζής, λέγοντάς του ότι το χωριό τους τον θεωρεί ξιπασμένο και αλαζόνα μετά την επαγγελματική επιτυχία του.

  Τον ίδιο τον παράτησε η γυναίκα του, και κάνει τα αδύνατα δυνατά να την ξανακερδίσει.

  Γιατί τον παράτησε;

  Γιατί της έδωσε ένα χαστούκι (Να το βλέπουν μερικές μερικές, που ίσως διαβάσουν αυτές τις γραμμές).

  Τώρα της ζητάει συγνώμη, λέγοντάς της ότι τη συγχωρεί και αυτός για τους έρωτες που έκανε στη συνέχεια.

  Ο χοντρούλης αυτός θα αποτελέσει τον καταλύτη της δράσης που θα οδηγήσει…

  Α, όλα κι όλα, μην θέλετε να σας κάνω σπόιλερ.

  Πολύ καλή ταινία, με καλές ερμηνείες. Η ερμηνεία του χοντρούλη μου άρεσε περισσότερο, καθώς και της γυναίκας του Σάμι.

 

Wednesday, May 10, 2023

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η Στενωπός των υφασμάτων

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η Στενωπός των υφασμάτων, Καστανιώτης 1992, σελ. 120

 


  Η «Στενωπός των υφασμάτων» (Καστανιώτης 1992) είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ο αινιγμα­τικός τίτλος της συλλογής αυ­τής φωτίζεται από τον ίδιο το συγγραφέα, σε συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό «ρεύματα» (Ιαν. Φεβ. 1993, τεύχος 11, σελ. 39). Η στενωπός των υφασμάτων «ήταν ένα παραδρόμι στην Οδησσό κατά την προεπανα­στατική περίοδο, περί το 1815-1820, στο οποίο εξέθεταν τα εμπορεύματα τους οι έλληνες υφασματέμποροι».

  Και σ’ αυτή τη συλλογή, όπως εί­παμε, η φυγή στο παρελθόν αποτελεί το κύριο μοτίβο. Πιο χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι το τελευταίο διήγη­μα της συλλογής, «ο εισαγγελέ­ας εν ομίχλη», όπου παρουσιά­ζεται ένας αξιοσέβαστος εισαγ­γελέας να τρώει μαλλί της γριάς, όπως όταν ήταν παιδί, κρυμμέ­νος κάτω από μια σκάλα για να μην τον δουν. Στην «μεγάλη χα­ρακιά», ο αφηγητής αναπολεί την «απότομη πλαγιά με τις ρεικιές που ολοκιτρίνιζε κατεβαίνο­ντας» των παιδικών του χρό­νων. Μετά το τέλος των αναπολήσεων, κι ενώ ετοιμάζεται να φύγει, βλέπει μια επιγραφή: ανταλλακτικά Ιαπωνίας «ο Ερωτόκριτος». Στέκεται λίγο κι ύστερα διαβάζει φωναχτά. «Αλ­λά βουβός ο τόπος που τ’ ακού­ει». Το παρελθόν δεν είναι μόνο προσωπικό, αυτοβιογραφικό. Εί­ναι και το παρελθόν της παρά­δοσης, που έχει πάψει πια να συ­γκινεί.

  Όχι όμως και για τον Ζαχαρία Παπαδά που, καθώς διάβαζε «από νωρίς για τον καπετάν Λουκά» Γαρέφη, μακεδονομά­χο, και αναδύθηκε από μέσα του, μετενσαρκωμένος, ο μακρινός αυτός συγγενής του, τραβάει για την Καστοριά να μεταφέρει μήνυμα από το προξενείο Θεσσαλονίκης στον προ πολλού αποβιώσαντα μητροπολίτη, σ’ αυτό το σύντομο διήγημα όπου με θαυμαστό τρόπο συμφύρεται το παρελθόν με το πα­ρόν.

  Η κατάδυση στο παρελθόν, ακό­μη και όταν είναι τραυματικό, δεν είναι κατάρα. Είναι προνόμιο των εκλεκτών, σε καιρούς καθο­λικής λήθης και αναλγησίας, που είναι η πιο χαρακτηριστική όψη του αποανθρωπισμού των καιρών μας. Και ο Σκαμπαρδώνης αντιμετωπίζει με μεγάλη τρυφε­ρότητα τους ήρωες του, που, όχι πληγώθηκαν, αλλά αφέθηκαν να πληγωθούν από το πα­ρελθόν, όπως ο «ρητινοσυλλέκτης», που γυρνάει με σαλεμένα μυαλά, μη έχοντας ξεπεράσει ακόμη το σοκ από το χαμό του μωρού του, που το κατασπάρα­ξαν γουρούνια, και ο παππούς στο «πέρα απ’ το ταβάνι», που έπεσε του θανατά απ’ τη στενο­χώρια όταν φαρμάκωσαν το σκυ­λί του, σύντροφο στα κυνήγια του.

  Όμως αυτό που φαίνεται πιο ξε­κάθαρα στη συλλογή αυτή, είναι ότι το κυρίαρχο αυτό θέμα της φυγής στο παρελθόν δεν απο­τελεί παρά υποπερίπτωση ενός γενικότερου θέματος, που είναι η φυγή από ένα ζοφερό παρόν. Στον «Τζεφ» για παράδειγμα, η φυγή έχει γεωγραφικό χαρακτή­ρα και συντελείται στο χώρο της φαντασίωσης. Καθισμένος «σ’ ένα χαλασμένο υγρό αυτοκινη­τάκι» στον εγκαταλελειμμένο χώρο ενός Λούνα Παρκ, ονειρεύεται ότι ταξιδεύει σ’ όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.

  Η φυγή είναι επίσης έκφραση μιας στέρησης, που μεταφράζε­ται σε επιθυμία. Η προσπάθεια πλήρωσης της στέρησης, de facto όταν το αντικείμενο της επιθυμίας βρίσκεται στο παρελθόν (και που συχνά δεν είναι παρά μια συμβολική μετωνυμία του ίδιου του παρελθόντος), θα ικανοποιηθεί μόνο στο χώρο της φαντασίας («η μεγάλη χαρακιά») ή του συμβολικού («ο εισαγγελέας εν ομίχλη»). Πολλές φορές αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν το αντικείμενο της επιθυμίας βρίσκεται στο παρόν.

  Η ένταση με την οποία βιώνει τη στέρησή του ο ήρωας, όπως εκ­φράζεται με την εναγώνια προ­σπάθειά του να την καλύψει, έστω και υποκατάστατα, αποκα­λύπτει μια μεγάλη ευαισθησία, η οποία τον καταξιώνει στα μάτια μας, κάνοντας πιο έντονη και τη συμπόνια («έλεο») που νιώθου­με γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα μας δη­μιουργείται και το αίσθημα του φόβου, μπροστά στην τρομαχτι­κή δύναμη μιας ανελέητης πραγ­ματικότητας και ενός αδυσώπη­του πεπρωμένου, που μόνο μια μερική και υποκατάστατη ικανο­ποίηση μπορεί να επιτρέψει, εκ­φράζοντας έτσι, όπως είπαμε, και το μέγεθος της ματαίωσης που υφίσταται ο ήρωας. Πολύ χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι το μικρό και απέριττο, υπέροχο ποιητικό-σουρεαλιστικό διήγημα «ρίχνει μπετά όλη νύχτα». Ο πατέρας αγωνίζεται με χίλιους κόπους να χτίσει το σπίτι τους ρίχνοντας νύχτα το μπετόν, εκείνη την εποχή που τα αυθαίρετα τα έχτιζαν οι φουκαράδες για να στεγά­σουν τη φτωχή φαμίλια τους, και όχι οι πλούσιοι καταπατώντας δασικές εκτάσεις για τα εξοχικά τους. «Δεν πρόλαβε να το δει τελειωμένο, γιατί έπαθε καρδιακό βάφοντας τα κάγκελα. Πέθανε σαν σήμερα, 11 Οκτωβρίου, πριν εικοσιτρία χρόνια. Από τότε συνεχίζει να ρίχνει μπετά όλη νύχτα. Είναι θαμμένος εδώ κοντά- πίσω απ’ τα πεύκα, στο Αναστάσε­ως. Αν τον φωνάξω, θα μ’ απαντήσει».

  Η στέρηση συχνά, όπως και ο τρόπος που βιώνεται, εκφράζει, πέρα από την ευαισθησία του ήρωα, και τον αξιακό του κόσμο. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «ένα μικρό πουλί», όπου η αποδημία του αγαπημέ­νου του χελιδονιού αφήνει κυ­ριολεκτικά απαρηγόρητο τον ήρωα, με αποτέλεσμα τελικά να αυτοκτονήσει. Και ο Πότης έβα­λε τα κλάματα, σε μια υστερική κρίση, που έχασε την «μπουμπούκα» του, το χελιδόνι που κυριολεκτικά είχε αναστήσει, και που το σκότωσε ο φύλακας της φυλακής, στο ομώνυμο διήγημα του Μάριου Χάκκα («Τυφεκιοφό­ρος του εχθρού», Κέδρος 1966). Ο ανώτερος αξιακός κόσμος του ήρωα τον οδηγεί κάποτε σε μια ακραία μορφή απόδοσης δι­καιοσύνης, όπως τον θηροφύλακα Αιμίλιο Νυχτοπάτη, που «εκτελεί» τον λαθροκυνηγό που σκότωσε τον ένα από τους δυο εναπομείναντες θαλασσαετούς στο βιότοπο της Βόλβης, «έτσι, για το σημάδι».

  Ευαίσθητοι ήρωες, κυνηγημένοι από το παρελθόν τους, αποτελούν την πινακοθήκη αυτής της συλλογής ενός από τους πιο αξιόλογους, πολλά υποσχόμενους διηγηματογράφους μας.

Tuesday, May 9, 2023

Charles Brabant and Marcello Pagliero Η ευσεβής πόρνη (La putain respectueuse, 1952)

 Charles Brabant and Marcello Pagliero Η ευσεβής πόρνη (La putain respectueuse, 1952)

 


  To 1946 έγραψε το ομώνυμο θεατρικό έργο ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και έξι χρόνια αργότερα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τους Brabant και Pagliero.

  O τίτλος προϊδεάζει ότι το θέμα του έργου είναι οι πόρνες, όμως δεν είναι, είναι ο ρατσισμός.

  Ο γιος του γερουσιαστή, ένας ανεπρόκοπος, σπρώχνει έναν μαύρο που πήγαινε να υπερασπιστεί την λευκή πόρνη που είχε καθίσει στο βαγόνι για τους μαύρους. Της ζητούσε το λόγο γιατί βρίσκεται εκεί.

  Ο μαύρος κτυπάει στο κεφάλι και σκοτώνεται.

  Την έχει βαμμένη.

  Η μόνη λύση είναι να πειστεί η πόρνη ότι ο μαύρος πήγε να την βιάσει και αυτός έτρεξε να την υπερασπιστεί.

  Δεν έγιναν τα πράγματα έτσι, διαμαρτύρεται η ευσεβής πόρνη.

  Δεν πείθεται με το άγριο, όμως θα πεισθεί με τις μαλαγανιές του γερουσιαστή.

  Το αγριεμένο πλήθος βρίσκει έναν μαύρο και τον λιντσάρει, σαν τον υποτιθέμενο βιαστή. Ο μαύρος τρέχει να βρει καταφύγιο στο σπίτι της, ξέροντας ότι είναι το μόνο μέρος που δεν θα τον αναζητήσουν.

  Πολλές κινηματογραφικές μεταφορές διαφέρουν στο τέλος τους από το λογοτεχνικό έργο. Μάλιστα κάποιες προς το καλύτερο, έχω γράψει, να μην ψάχνω τώρα, ψάχτε εσείς αν έχετε την περιέργεια, στις αναρτήσεις μου ή για το «1984» ή για τον «Θαυμαστό καινούριο κόσμο». Μπορεί και στα δυο.

  Έχω γράψει ότι το σενάριο θεωρείται υποτιμημένο, εδώ να προσθέσω ότι στο σενάριο ξεχωρίζει το στόρι. Εξίσου καλή ήταν η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες στον «Ελαφοκυνηγό» και στην «Πύλη της Δύσης», όμως το δεύτερο πάτωσε εισπρακτικά. Μα να τσακώνονται για μια πόρνη; Πουριτανική Αμερική λέμε.

  Το τέλος της κινηματογραφικής μεταφοράς μου άρεσε περισσότερο.

  Στο θεατρικό έργο τον ανακαλύπτουν στο σπίτι της πόρνης, όμως αυτός το σκάει. Τον πυροβολούν. Πιο ύστερα μαθαίνουμε ότι κατάφερε να ξεφύγει. Όσο για τον ξάδελφο, προσφέρεται να την σπιτώσει. Αυτή δέχεται.

  Στην κινηματογραφική μεταφορά τον συλλαμβάνουν. Η πόρνη τρέχει πίσω του. Τους βλέπουμε και τους δυο στην κλούβα.

  Τη συνέχεια τη μαντεύουμε, θα μαρτυρήσει την αλήθεια, ο γιος του γερουσιαστή θα την έχει άσχημα.

  Ο ξάδελφος θα σχολιάσει: Δεν είναι παρά μια πόρνη.

  Σ’ αυτή την εκδοχή, ακόμη πιο ευσεβής.

  Είπα να ξαναδιαβάσω επί τη ευκαιρία το «Κεκλεισμένων των θυρών» και να δω μια κινηματογραφική μεταφορά του.

  Δεν το έχω ξαναγράψει, ας το γράψω εδώ.

  Τα πανεπιστημιακά μου χρόνια τα ξεχωρίζω ως εξής: Πρώτο έτος, Λεωφόρος Παπάγου 138 Ζωγράφου, μουσική (όπερα, κρατική ορχήστρα κ.ά.). Δεύτερο έτος, Γεωργίου Ζωγράφου 58 Ζωγράφου, Σάρτρ. Συγκάτοικοι και στα δυο χρόνια δυο Γιώργηδες. Τρίτο έτος, 34ου Συντάγματος 42 Γουδί, Μαρκούζε. Τέταρτο έτος, Λεωφόρος Αλεξάνδρας 120, μαρξιστικά διαβάσματα. Συγκάτοικος με τον ένα μόνο από τους Γιώργηδες τα δυο τελευταία χρόνια, καλή του ώρα στον παράδεισο όπου βρίσκεται τώρα.  

 

Friday, May 5, 2023

Randa Chahal Sabag, Ο χαρταετός (The kite, 2003)

Randa Chahal Sabag, Ο χαρταετός (The kite, 2003)

 


  To «The kite runner» (2007) του Marc Forster μας οδήγησε στον «Χαρταετό» της Randa Chahal Sabag, που τόσο πρόωρα χάθηκε.

  Η Λάμια ζει σε ένα χωριό Δρούζων του Λιβάνου, στα σύνορα με την κατακτημένη από το Ισραήλ περιοχή. Θα περάσει στην ισραηλινή πλευρά που βρίσκεται ο ξάδελφός της, για να τον παντρευτεί. Όμως έχει αρχίσει να ερωτεύεται έναν ισραηλινό στρατιώτη, όπως και αυτός αυτήν. Βλέπονται από μακριά, συχνά με κιάλια.

   Τέσσερα είναι τα θέματα της Sabag: η ισραηλινή κατάκτηση, τα σύνορα της αγάπης, οι προσυμφωνημένοι γάμοι και η πατριαρχική κοινωνία.

  Με ντουντούκες επικοινωνούν οι συγγενείς που οι μισοί βρέθηκαν ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, σε ισραηλινό έδαφος.

  Έτσι είχε συμφωνηθεί, η Λάμια να παντρευτεί τον ξάδελφό της.

  Οι άνδρες συνεδριάζουν, ναι, πρέπει να γίνει ο γάμος.

  Τα σύνορα της αγάπης: θα τα διαβούν;

  Αυτή πρέπει να διαβεί τα πραγματικά σύνορα, για να πάει να παντρευτεί τον ξάδελφό της που βρίσκεται στην ισραηλινή πλευρά.

  Ο ξάδελφός της είναι και ο ίδιος θύμα αυτής της παράδοσης, δεν την αγαπά, δεν την πιέζει.

  Τότε να γυρίσει πίσω.

  Δεν θέλει.

  Τι θα πει δεν θέλει.

  Οι δικοί του αποφασίζουν.

  Και τη στέλνουν πίσω.

  Όπου θα αντιμετωπίζει την περιφρόνηση των χωριανών, που τη θεωρούν περίπου ατιμασμένη.

  Έχω γράψει ότι μια σκηνή στην αρχή μιας ταινίας μπορεί να λειτουργήσει σαν προσήμανση. Για παράδειγμα αν δούμε ένα πιστόλι ή ένα μαχαίρι, υποψιαζόμαστε ότι θα χρησιμοποιηθεί.

  Στον «Χαρταετό» συνειδητοποιώ ότι οι προσημάνσεις αυτές μπορούν να έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο σθένος, ή να μη λειτουργήσουν καθόλου, δηλαδή να τις συνειδητοποιήσουμε σαν προσημάνσεις εκ των υστέρων.

  Όταν η Λάμια, στην αρχή της ταινίας, περνάει τα συρματοπλέγματα για να πιάσει έναν χαρταετό που πέρασε στην απέναντι πλευρά και της φωνάζουν να γυρίσει πίσω γιατί περπατάει σε ναρκοπέδιο, δεν υποψιαζόμαστε ότι η σκηνή αυτή λειτουργεί σαν προσήμανση. Την εισπράττουμε ως δεικτική σκηνή: η Λάμια είναι άφοβο κορίτσι, έτσι τη σχολιάζουν.

  Στο τέλος, όταν θα περάσει ξανά τα συρματοπλέγματα για να συναντήσει τον αγαπημένο της και τιναχτεί στον αέρα, καταλαβαίνουμε ότι η σκηνή που είδαμε στην αρχή λειτουργούσε ως προσήμανση.

  Η ταινία τελειώνει με μια σουρεαλιστική σκηνή, με τους δυο ερωτευμένους να συνομιλούν. Δεν ξέρει αν ζει η πέθανε, λέει η Λάμια.

  Πολύ καλή ταινία.