Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η Στενωπός των υφασμάτων, Καστανιώτης 1992,
σελ. 120
Η «Στενωπός
των υφασμάτων» (Καστανιώτης 1992) είναι η τρίτη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου
Σκαμπαρδώνη. Ο αινιγματικός τίτλος της συλλογής αυτής φωτίζεται από τον ίδιο
το συγγραφέα, σε συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό «ρεύματα» (Ιαν. Φεβ. 1993,
τεύχος 11, σελ. 39). Η στενωπός των υφασμάτων «ήταν ένα παραδρόμι στην Οδησσό
κατά την προεπαναστατική περίοδο, περί το 1815-1820, στο οποίο εξέθεταν τα
εμπορεύματα τους οι έλληνες υφασματέμποροι».
Και σ’ αυτή τη
συλλογή, όπως είπαμε, η φυγή στο παρελθόν αποτελεί το κύριο μοτίβο. Πιο
χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι το τελευταίο διήγημα της συλλογής, «ο
εισαγγελέας εν ομίχλη», όπου παρουσιάζεται ένας αξιοσέβαστος εισαγγελέας να
τρώει μαλλί της γριάς, όπως όταν ήταν παιδί, κρυμμένος κάτω από μια σκάλα για
να μην τον δουν. Στην «μεγάλη χαρακιά», ο αφηγητής αναπολεί την «απότομη
πλαγιά με τις ρεικιές που ολοκιτρίνιζε κατεβαίνοντας» των παιδικών του χρόνων.
Μετά το τέλος των αναπολήσεων, κι ενώ ετοιμάζεται να φύγει, βλέπει μια
επιγραφή: ανταλλακτικά Ιαπωνίας «ο Ερωτόκριτος». Στέκεται λίγο κι ύστερα
διαβάζει φωναχτά. «Αλλά βουβός ο τόπος που τ’ ακούει». Το παρελθόν δεν είναι
μόνο προσωπικό, αυτοβιογραφικό. Είναι και το παρελθόν της παράδοσης, που έχει
πάψει πια να συγκινεί.
Όχι όμως και
για τον Ζαχαρία Παπαδά που, καθώς διάβαζε «από νωρίς για τον καπετάν Λουκά»
Γαρέφη, μακεδονομάχο, και αναδύθηκε από μέσα του, μετενσαρκωμένος, ο μακρινός
αυτός συγγενής του, τραβάει για την Καστοριά να μεταφέρει μήνυμα από το
προξενείο Θεσσαλονίκης στον προ πολλού αποβιώσαντα μητροπολίτη, σ’ αυτό το
σύντομο διήγημα όπου με θαυμαστό τρόπο συμφύρεται το παρελθόν με το παρόν.
Η κατάδυση στο
παρελθόν, ακόμη και όταν είναι τραυματικό, δεν είναι κατάρα. Είναι προνόμιο
των εκλεκτών, σε καιρούς καθολικής λήθης και αναλγησίας, που είναι η πιο
χαρακτηριστική όψη του αποανθρωπισμού των καιρών μας. Και ο Σκαμπαρδώνης
αντιμετωπίζει με μεγάλη τρυφερότητα τους ήρωες του, που, όχι πληγώθηκαν, αλλά
αφέθηκαν να πληγωθούν από το παρελθόν, όπως ο «ρητινοσυλλέκτης», που γυρνάει
με σαλεμένα μυαλά, μη έχοντας ξεπεράσει ακόμη το σοκ από το χαμό του μωρού του,
που το κατασπάραξαν γουρούνια, και ο παππούς στο «πέρα απ’ το ταβάνι», που
έπεσε του θανατά απ’ τη στενοχώρια όταν φαρμάκωσαν το σκυλί του, σύντροφο στα
κυνήγια του.
Όμως αυτό που
φαίνεται πιο ξεκάθαρα στη συλλογή αυτή, είναι ότι το κυρίαρχο αυτό θέμα της
φυγής στο παρελθόν δεν αποτελεί παρά υποπερίπτωση ενός γενικότερου θέματος,
που είναι η φυγή από ένα ζοφερό παρόν. Στον «Τζεφ» για παράδειγμα, η φυγή έχει
γεωγραφικό χαρακτήρα και συντελείται στο χώρο της φαντασίωσης. Καθισμένος «σ’
ένα χαλασμένο υγρό αυτοκινητάκι» στον εγκαταλελειμμένο χώρο ενός Λούνα Παρκ,
ονειρεύεται ότι ταξιδεύει σ’ όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ.
Η φυγή είναι
επίσης έκφραση μιας στέρησης, που μεταφράζεται σε επιθυμία. Η προσπάθεια
πλήρωσης της στέρησης, de facto όταν το αντικείμενο της επιθυμίας βρίσκεται στο παρελθόν (και που
συχνά δεν είναι παρά μια συμβολική μετωνυμία του ίδιου του παρελθόντος), θα
ικανοποιηθεί μόνο στο χώρο της φαντασίας («η μεγάλη χαρακιά») ή του συμβολικού
(«ο εισαγγελέας εν ομίχλη»). Πολλές φορές αυτό συμβαίνει ακόμη και όταν το
αντικείμενο της επιθυμίας βρίσκεται στο παρόν.
Η ένταση με
την οποία βιώνει τη στέρησή του ο ήρωας, όπως εκφράζεται με την εναγώνια προσπάθειά
του να την καλύψει, έστω και υποκατάστατα, αποκαλύπτει μια μεγάλη ευαισθησία,
η οποία τον καταξιώνει στα μάτια μας, κάνοντας πιο έντονη και τη συμπόνια
(«έλεο») που νιώθουμε γι’ αυτόν. Ταυτόχρονα μας δημιουργείται και το αίσθημα
του φόβου, μπροστά στην τρομαχτική δύναμη μιας ανελέητης πραγματικότητας και
ενός αδυσώπητου πεπρωμένου, που μόνο μια μερική και υποκατάστατη ικανοποίηση
μπορεί να επιτρέψει, εκφράζοντας έτσι, όπως είπαμε, και το μέγεθος της
ματαίωσης που υφίσταται ο ήρωας. Πολύ χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι
το μικρό και απέριττο, υπέροχο ποιητικό-σουρεαλιστικό διήγημα «ρίχνει μπετά όλη
νύχτα». Ο πατέρας αγωνίζεται με χίλιους κόπους να χτίσει το σπίτι τους
ρίχνοντας νύχτα το μπετόν, εκείνη την εποχή που τα αυθαίρετα τα έχτιζαν οι
φουκαράδες για να στεγάσουν τη φτωχή φαμίλια τους, και όχι οι πλούσιοι
καταπατώντας δασικές εκτάσεις για τα εξοχικά τους. «Δεν πρόλαβε να το δει
τελειωμένο, γιατί έπαθε καρδιακό βάφοντας τα κάγκελα. Πέθανε σαν σήμερα, 11
Οκτωβρίου, πριν εικοσιτρία χρόνια. Από τότε συνεχίζει να ρίχνει μπετά όλη
νύχτα. Είναι θαμμένος εδώ κοντά- πίσω απ’ τα πεύκα, στο Αναστάσεως. Αν τον
φωνάξω, θα μ’ απαντήσει».
Η στέρηση συχνά, όπως και
ο τρόπος που βιώνεται, εκφράζει, πέρα από την ευαισθησία του ήρωα, και τον
αξιακό του κόσμο. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα «ένα μικρό πουλί», όπου
η αποδημία του αγαπημένου του χελιδονιού αφήνει κυριολεκτικά απαρηγόρητο τον
ήρωα, με αποτέλεσμα τελικά να αυτοκτονήσει. Και ο Πότης έβαλε τα κλάματα, σε
μια υστερική κρίση, που έχασε την «μπουμπούκα» του, το χελιδόνι που
κυριολεκτικά είχε αναστήσει, και που το σκότωσε ο φύλακας της φυλακής, στο
ομώνυμο διήγημα του Μάριου Χάκκα («Τυφεκιοφόρος του εχθρού», Κέδρος 1966). Ο
ανώτερος αξιακός κόσμος του ήρωα τον οδηγεί κάποτε σε μια ακραία μορφή απόδοσης
δικαιοσύνης, όπως τον θηροφύλακα Αιμίλιο Νυχτοπάτη, που «εκτελεί» τον
λαθροκυνηγό που σκότωσε τον ένα από τους δυο εναπομείναντες θαλασσαετούς στο
βιότοπο της Βόλβης, «έτσι, για το σημάδι».
Ευαίσθητοι ήρωες, κυνηγημένοι από το παρελθόν
τους, αποτελούν την πινακοθήκη αυτής της συλλογής ενός από τους πιο αξιόλογους,
πολλά υποσχόμενους διηγηματογράφους μας.
No comments:
Post a Comment