Ahmed Rashid, Οι ιεροί πολεμιστές του Ισλάμ, μετ. Γιώργος Κουσουνέλος, Ενάλιος 2002, σελ. 350
Το βιβλίο αυτό του Αχμέτ Ρασίντ το διάβασα αμέσως μετά τον «Ισλαμισμό» του Antoine Basbous που παρουσίασα πρόσφατα στο blog μου, και ας γράφω με καθυστέρηση αυτή τη βιβλιοκριτική. Έχω γράψει αρκετά για τον ισλαμισμό, και γι αυτό τώρα θα ήθελα να επικεντρωθώ, συγκριτολογικά, στην «συγγραφική φωνή» και στο πώς αυτή αποκαλύπτεται, δηλαδή πώς από κειμενικές ενδείξεις μπορείς να συμπεράνεις ορισμένα πράγματα για τον συγγραφέα.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Μπασμπού νοιώθεις άνετα μαζί του, γιατί η συγγραφική φωνή είναι μη μουσουλμανική. Ο Μπασμπού είναι Λιβανέζος χριστιανός, μια εποχή πολύ μαχητικός, πιθανότατα κατά την εποχή του εμφύλιου, και τώρα ζει στη Γαλλία. Ο Ρασίντ όμως, όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του στο αυτί του βιβλίου είναι Πακιστανός, και εμείς συμπεραίνουμε μουσουλμάνος, όχι μόνο από την καταγωγή του αλλά και από κειμενικές ενδείξεις. Η ματιά του είναι μουσουλμανική, και γι αυτόν κάποια πράγματα είναι αυτονόητες αλήθειες, ενώ για μας τους άλλους δεν είναι. Ήδη στη δεύτερη σελίδα διαβάζουμε: «Στην εισαγωγή διερευνώ την πολύπλοκη έννοια του τζιχάντ – που συνήθως στη Δύση γίνεται απλοϊκά αντιληπτό ως ιερός πόλεμος- και το πώς δημιουργήθηκαν τα νέα κινήματά του». Εδώ η γλωσσολογία έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνευτική. Ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής γλωσσολογίας, μου λέει ότι η χρήση δημιουργεί τον κανόνα. Αν το τζιχάντ γίνεται στη Δύση απλοϊκά αντιληπτό ως ιερός πόλεμος είναι γιατί απλοϊκά η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων τον θεωρεί ως τέτοιο. Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από το κείμενο που ακολουθεί: «Οι δυτικοί, όμως, δεν είναι οι μόνοι που παρερμηνεύουν την ιδέα του τζιχάντ. Ο τρόπος με τον οποίο τα νέα φονταμενταλιστικά και μαχητικά ισλαμικά κινήματα έχουν διαστρεβλώσει το ευρύτερο νόημά του που αφορά την εσωτερική πάλη για να γίνει κανείς καλός και πιστός μουσουλμάνος, έχει να πει πολλά σχετικά με τις συγκρούσεις που διαμέλισαν προσφάτως την Κεντρική Ασία» (σελ. 12).
Μπορεί η ερμηνευτική του Κορανίου να θεωρεί το τζιχάντ ως «την εσωτερική πάλη για να γίνει κανείς καλός και πιστός μουσουλμάνος», όμως στην πράξη δεν ακολουθείται αυτή η ερμηνεία. Όταν ο δυτικός ακούει τη λέξη «τζιχάντ» έχει κάθε δικαίωμα να την μεταφράσει ως ιερό πόλεμο, αφού παίρνει συχνά αυτή τη μορφή.
Στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου διαβάζουμε: «Από τον 7ο αιώνα οι οπαδοί του προφήτη Μωάμεθ εξαπλώθηκαν παντού για να διαδώσουν το μήνυμά του σ’ ολόκληρο τον γνωστό κόσμο» (σελ. 23).
Για τον συγγραφέα αυτό φαίνεται ως δεδομένο και αυταπόδεικτο, όπως για μας (όχι σε όλους) φαίνεται δεδομένο και αυταπόδεικτο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Ασία για να μεταδώσει τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό. Χρησιμοποιεί τη λέξη: «εξαπλώθηκαν». Η λέξη «κατάκτησαν» έχει αρνητικές συνδηλώσεις και ο συγγραφέας την αποφεύγει. Όμως οι «εξαπλώσεις» αυτές, από τις πιο βίαιες κατακτήσεις που υπήρξαν ποτέ, είχαν ως αποτέλεσμα να εξαφανισθούν ολόκληροι λαοί από το προσκήνιο της ιστορίας. Οι κατακτημένοι Αιγύπτιοι που διατήρησαν την φυλετική τους ταυτότητα εξαιτίας της θρησκευτικής τους ταυτότητας, ως χριστιανοί Κόπτες, έχουν ξεχάσει πια τη γλώσσα τους, ήδη από τον 10ο αιώνα, και ζουν ως μειονότητα στη δική τους χώρα.
Και θυμήθηκα εδώ τον Marc Augé, του οποίου το βιβλίο «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1999) παρουσιάσαμε από το blog μας πριν λίγες μέρες. Μιλώντας για την μετανεοτερική συνθήκη ή αλλιώς μεταμοντέρνα κατάσταση, ο Ωζέ αναφέρεται στον Lyotard και στην έννοια του différend. Ο Ωζέ λέει γι αυτήν ότι «υφίσταται όταν η ίδια πρόταση κρίνεται κατ’ αντίθετο τρόπο από δύο αθεράπευτα ασυμφιλίωτες οπτικές» (σελ. 41). Σαν παράδειγμα φέρνει την Γαλλική επανάσταση: «Από τη σκοπιά της Γαλλίας, η πολιτική της Επανάστασης είναι η πολιτική της ελευθερίας. Από τη σκοπιά των ξένων κυβερνήσεων, είναι η πολιτική ισχύος ενός κατακτητή λαού» (σελ. 42). Η μετανεοτερική «διαφορά» λοιπόν στο ζήτημά μας είναι ότι ο Ρασίντ θεωρεί τις κατακτήσεις των Αράβων ως εξάπλωση για τη διάδοση του μηνύματος του Μωάμεθ, ενώ εμείς τις θεωρούμε απλά ως κατακτήσεις, όπως όλες τις κατακτήσεις που γίνονταν πάντα στην ιστορία με τις αντίστοιχες συνέπειες για τους κατακτημένους λαούς, συνέπειες που οι πρόγονοί μας διατύπωσαν λακωνικά: ουαί τοις ηττημένοις.
Διαβάζουμε πιο κάτω: «Οι δυτικοί θυμούνται την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Μαυριτανούς τον 8ο αιώνα και την τεράστια Οθωμανική Αυτοκρατορία του 12ου και 13ου αιώνα, και επικεντρώνονται στην αιματοχυσία, αγνοώντας όχι μόνο τα εξαιρετικά επιτεύγματα στις επιστήμες και στις τέχνες, καθώς και την ανεκτικότητα αυτών των αυτοκρατοριών, αλλά και την πραγματική έννοια του τζιχάντ που εξαπλώθηκε ειρηνικά σ’ αυτά τα βασίλεια. Το κύριο χαρακτηριστικό του τζιχάντ δεν είναι ο πόλεμος». (σελ. 24)
Επιμένει για το τζιχάντ. Πάντως για την οθωμανική αυτοκρατορία εμείς οι Έλληνες έχουμε να λέμε ότι το τζιχάντ τον 15ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1453, δεν εξαπλώθηκα καθόλου ειρηνικά. Καθένας θυμάται ότι τον πονάει περισσότερο, δεν είναι φυσιολογικό; Οι ισπανοί τους μαυριτανούς, εμείς τους οθωμανούς. Όσο για την δήθεν ανεκτικότητα του Ισλάμ, το Ισλάμ υπήρξε ίσως η λιγότερο ανεκτική από όλες τις αυτοκρατορίες, και δεν είναι μόνο ο κεφαλικός φόρος που το μαρτυρεί. Βέβαια, να πούμε και του στραβού το δίκιο, καμία σχέση με τις γενοκτονίες των σύγχρονων εθνικών κρατών.
Δεν αναφέρθηκα πολύ στο βιβλίο γιατί ήθελα περισσότερο να σχολιάσω δυο διαφορετικές οπτικές συγγραφέων που συζητούν παρόμοια πράγματα: Ο Μπασμπού τον Ισλαμισμό στις χώρες της εγγύς Ανατολής και ο Ρασίντ τον Ισλαμισμό στις πέντε σοβιετικές δημοκρατίες (τελειώνουν όλες σε –σταν) μετά την κατάρρευση του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι διαφορετικές αυτές οπτικές εικονογραφούν χαρακτηριστικά και την έννοια του différend του Jean François Lyotard. Όμως όλες αυτές οι χώρες στις οποίες αναφέρονται οι δυο συγγραφείς, παρά τις επί μέρους διαφορές τους έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: Τα καθεστώτα τους είναι λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικά και λιγότερο ή περισσότερο διεφθαρμένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διάφορων ισλαμικών κινημάτων, που είναι περισσότερο ή λιγότερο μετριοπαθή, περισσότερο ή λιγότερο εξτρεμιστικά. Και οι δυο συγγραφείς, ο ένας με την οπτική του χριστιανού και ο άλλος με την οπτική του μουσουλμάνου, φαίνονται να συμφωνούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: Ο αυταρχισμός και η διαφθορά των καθεστώτων είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Και οι δυο συγγραφείς είναι βαθείς γνώστες των όσων πραγματεύονται. Ο Ρασίντ όμως μας βομβαρδίζει κυριολεκτικά με ονόματα και πληροφορίες, που κάποιες φορές δυσχεραίνουν την ανάγνωση. Αυτό βέβαια δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία αυτού του βιβλίου. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα σε όλους όσους ενδιαφέρονται για το Ισλάμ και τις εξελίξεις που συντελούνται στους κόλπους του.
Το βιβλίο αυτό του Αχμέτ Ρασίντ το διάβασα αμέσως μετά τον «Ισλαμισμό» του Antoine Basbous που παρουσίασα πρόσφατα στο blog μου, και ας γράφω με καθυστέρηση αυτή τη βιβλιοκριτική. Έχω γράψει αρκετά για τον ισλαμισμό, και γι αυτό τώρα θα ήθελα να επικεντρωθώ, συγκριτολογικά, στην «συγγραφική φωνή» και στο πώς αυτή αποκαλύπτεται, δηλαδή πώς από κειμενικές ενδείξεις μπορείς να συμπεράνεις ορισμένα πράγματα για τον συγγραφέα.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Μπασμπού νοιώθεις άνετα μαζί του, γιατί η συγγραφική φωνή είναι μη μουσουλμανική. Ο Μπασμπού είναι Λιβανέζος χριστιανός, μια εποχή πολύ μαχητικός, πιθανότατα κατά την εποχή του εμφύλιου, και τώρα ζει στη Γαλλία. Ο Ρασίντ όμως, όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του στο αυτί του βιβλίου είναι Πακιστανός, και εμείς συμπεραίνουμε μουσουλμάνος, όχι μόνο από την καταγωγή του αλλά και από κειμενικές ενδείξεις. Η ματιά του είναι μουσουλμανική, και γι αυτόν κάποια πράγματα είναι αυτονόητες αλήθειες, ενώ για μας τους άλλους δεν είναι. Ήδη στη δεύτερη σελίδα διαβάζουμε: «Στην εισαγωγή διερευνώ την πολύπλοκη έννοια του τζιχάντ – που συνήθως στη Δύση γίνεται απλοϊκά αντιληπτό ως ιερός πόλεμος- και το πώς δημιουργήθηκαν τα νέα κινήματά του». Εδώ η γλωσσολογία έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνευτική. Ο φίλος μου ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, καθηγητής γλωσσολογίας, μου λέει ότι η χρήση δημιουργεί τον κανόνα. Αν το τζιχάντ γίνεται στη Δύση απλοϊκά αντιληπτό ως ιερός πόλεμος είναι γιατί απλοϊκά η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων τον θεωρεί ως τέτοιο. Και αυτό φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά από το κείμενο που ακολουθεί: «Οι δυτικοί, όμως, δεν είναι οι μόνοι που παρερμηνεύουν την ιδέα του τζιχάντ. Ο τρόπος με τον οποίο τα νέα φονταμενταλιστικά και μαχητικά ισλαμικά κινήματα έχουν διαστρεβλώσει το ευρύτερο νόημά του που αφορά την εσωτερική πάλη για να γίνει κανείς καλός και πιστός μουσουλμάνος, έχει να πει πολλά σχετικά με τις συγκρούσεις που διαμέλισαν προσφάτως την Κεντρική Ασία» (σελ. 12).
Μπορεί η ερμηνευτική του Κορανίου να θεωρεί το τζιχάντ ως «την εσωτερική πάλη για να γίνει κανείς καλός και πιστός μουσουλμάνος», όμως στην πράξη δεν ακολουθείται αυτή η ερμηνεία. Όταν ο δυτικός ακούει τη λέξη «τζιχάντ» έχει κάθε δικαίωμα να την μεταφράσει ως ιερό πόλεμο, αφού παίρνει συχνά αυτή τη μορφή.
Στην αρχή του πρώτου κεφαλαίου διαβάζουμε: «Από τον 7ο αιώνα οι οπαδοί του προφήτη Μωάμεθ εξαπλώθηκαν παντού για να διαδώσουν το μήνυμά του σ’ ολόκληρο τον γνωστό κόσμο» (σελ. 23).
Για τον συγγραφέα αυτό φαίνεται ως δεδομένο και αυταπόδεικτο, όπως για μας (όχι σε όλους) φαίνεται δεδομένο και αυταπόδεικτο ότι ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Ασία για να μεταδώσει τον ανώτερο ελληνικό πολιτισμό. Χρησιμοποιεί τη λέξη: «εξαπλώθηκαν». Η λέξη «κατάκτησαν» έχει αρνητικές συνδηλώσεις και ο συγγραφέας την αποφεύγει. Όμως οι «εξαπλώσεις» αυτές, από τις πιο βίαιες κατακτήσεις που υπήρξαν ποτέ, είχαν ως αποτέλεσμα να εξαφανισθούν ολόκληροι λαοί από το προσκήνιο της ιστορίας. Οι κατακτημένοι Αιγύπτιοι που διατήρησαν την φυλετική τους ταυτότητα εξαιτίας της θρησκευτικής τους ταυτότητας, ως χριστιανοί Κόπτες, έχουν ξεχάσει πια τη γλώσσα τους, ήδη από τον 10ο αιώνα, και ζουν ως μειονότητα στη δική τους χώρα.
Και θυμήθηκα εδώ τον Marc Augé, του οποίου το βιβλίο «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1999) παρουσιάσαμε από το blog μας πριν λίγες μέρες. Μιλώντας για την μετανεοτερική συνθήκη ή αλλιώς μεταμοντέρνα κατάσταση, ο Ωζέ αναφέρεται στον Lyotard και στην έννοια του différend. Ο Ωζέ λέει γι αυτήν ότι «υφίσταται όταν η ίδια πρόταση κρίνεται κατ’ αντίθετο τρόπο από δύο αθεράπευτα ασυμφιλίωτες οπτικές» (σελ. 41). Σαν παράδειγμα φέρνει την Γαλλική επανάσταση: «Από τη σκοπιά της Γαλλίας, η πολιτική της Επανάστασης είναι η πολιτική της ελευθερίας. Από τη σκοπιά των ξένων κυβερνήσεων, είναι η πολιτική ισχύος ενός κατακτητή λαού» (σελ. 42). Η μετανεοτερική «διαφορά» λοιπόν στο ζήτημά μας είναι ότι ο Ρασίντ θεωρεί τις κατακτήσεις των Αράβων ως εξάπλωση για τη διάδοση του μηνύματος του Μωάμεθ, ενώ εμείς τις θεωρούμε απλά ως κατακτήσεις, όπως όλες τις κατακτήσεις που γίνονταν πάντα στην ιστορία με τις αντίστοιχες συνέπειες για τους κατακτημένους λαούς, συνέπειες που οι πρόγονοί μας διατύπωσαν λακωνικά: ουαί τοις ηττημένοις.
Διαβάζουμε πιο κάτω: «Οι δυτικοί θυμούνται την κατάκτηση της Ισπανίας από τους Μαυριτανούς τον 8ο αιώνα και την τεράστια Οθωμανική Αυτοκρατορία του 12ου και 13ου αιώνα, και επικεντρώνονται στην αιματοχυσία, αγνοώντας όχι μόνο τα εξαιρετικά επιτεύγματα στις επιστήμες και στις τέχνες, καθώς και την ανεκτικότητα αυτών των αυτοκρατοριών, αλλά και την πραγματική έννοια του τζιχάντ που εξαπλώθηκε ειρηνικά σ’ αυτά τα βασίλεια. Το κύριο χαρακτηριστικό του τζιχάντ δεν είναι ο πόλεμος». (σελ. 24)
Επιμένει για το τζιχάντ. Πάντως για την οθωμανική αυτοκρατορία εμείς οι Έλληνες έχουμε να λέμε ότι το τζιχάντ τον 15ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1453, δεν εξαπλώθηκα καθόλου ειρηνικά. Καθένας θυμάται ότι τον πονάει περισσότερο, δεν είναι φυσιολογικό; Οι ισπανοί τους μαυριτανούς, εμείς τους οθωμανούς. Όσο για την δήθεν ανεκτικότητα του Ισλάμ, το Ισλάμ υπήρξε ίσως η λιγότερο ανεκτική από όλες τις αυτοκρατορίες, και δεν είναι μόνο ο κεφαλικός φόρος που το μαρτυρεί. Βέβαια, να πούμε και του στραβού το δίκιο, καμία σχέση με τις γενοκτονίες των σύγχρονων εθνικών κρατών.
Δεν αναφέρθηκα πολύ στο βιβλίο γιατί ήθελα περισσότερο να σχολιάσω δυο διαφορετικές οπτικές συγγραφέων που συζητούν παρόμοια πράγματα: Ο Μπασμπού τον Ισλαμισμό στις χώρες της εγγύς Ανατολής και ο Ρασίντ τον Ισλαμισμό στις πέντε σοβιετικές δημοκρατίες (τελειώνουν όλες σε –σταν) μετά την κατάρρευση του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού. Οι διαφορετικές αυτές οπτικές εικονογραφούν χαρακτηριστικά και την έννοια του différend του Jean François Lyotard. Όμως όλες αυτές οι χώρες στις οποίες αναφέρονται οι δυο συγγραφείς, παρά τις επί μέρους διαφορές τους έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: Τα καθεστώτα τους είναι λιγότερο ή περισσότερο αυταρχικά και λιγότερο ή περισσότερο διεφθαρμένα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διάφορων ισλαμικών κινημάτων, που είναι περισσότερο ή λιγότερο μετριοπαθή, περισσότερο ή λιγότερο εξτρεμιστικά. Και οι δυο συγγραφείς, ο ένας με την οπτική του χριστιανού και ο άλλος με την οπτική του μουσουλμάνου, φαίνονται να συμφωνούν σε ένα βασικό συμπέρασμα: Ο αυταρχισμός και η διαφθορά των καθεστώτων είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για την ανάπτυξη του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Και οι δυο συγγραφείς είναι βαθείς γνώστες των όσων πραγματεύονται. Ο Ρασίντ όμως μας βομβαρδίζει κυριολεκτικά με ονόματα και πληροφορίες, που κάποιες φορές δυσχεραίνουν την ανάγνωση. Αυτό βέβαια δεν μειώνει ούτε στο ελάχιστο την αξία αυτού του βιβλίου. Το συνιστούμε ανεπιφύλακτα σε όλους όσους ενδιαφέρονται για το Ισλάμ και τις εξελίξεις που συντελούνται στους κόλπους του.
No comments:
Post a Comment