Alexandr Sokurov, Μητέρα και γιος, 1997, Πατέρας και γιος, 2003
Μικρή ταινία το «Μητέρα και γιος», μόλις 70 λεπτών. Γεμάτη λυρισμό, δείχνει την απέραντη τρυφερότητα ενός γιου προς την άρρωστη μητέρα του. Βλέπουμε εξαίσιες εικόνες φύσης που μοιάζουν με ζωγραφικούς πίνακες. (Είπα να γράψω πως μοιάζουν με τους πίνακες των φωβ αλλά δίστασα. Ψάχνοντας στο διαδίκτυο βρήκα γιατί αυτή η εντύπωση: ο Σοκούροφ χρησιμοποίησε παραμορφωτικό φακό). Ο λόγος είναι περιορισμένος στο ελάχιστο, αλλά και η κίνηση. Και βέβαια όσοι είδαν την ταινία στην τηλεόραση ή σε dvd όπως εγώ –δεν ξέρω τι έγινε στον κινηματογράφο- θα αγανάκτησαν, βλέποντας τα τελευταία λόγια αμετάφραστα. Ο γιος, επιστρέφοντας από τη βόλτα του, βρίσκει τη μητέρα του να έχει ξεψυχήσει. Και της λέει τα παρακάτω λόγια (να κάνουμε φιγούρα και ρωσομάθειας, όχι μόνο κινεζομάθειας): «Μαμά, μαμά, μ’ ακούς; Ξέρω, άκου αυτό που θα σου πω. Θα είμαστε μαζί εκεί όπου συμφωνήσαμε, περίμενέ με, υπομονή αγαπημένη μου, υπομονή».
Στο «Πατέρας και γιος» (2003) ο Σοκούροφ εγκαταλείπει αυτή την ακρότητα. Εδώ υπάρχει δράση, υπάρχει σασπένς, υπάρχουν περισσότερα πρόσωπα, υπάρχουν διάφορες καταστάσεις.
Κατ’ αρχήν το θέμα το δίνει διπλοτυπικά. Υπάρχουν τα κύρια πρόσωπα, ο πατέρας και ο γιος, με τη μητέρα να απουσιάζει. Υπάρχει όμως και ένα δευτερεύον πρόσωπο, ο νεαρός γείτονας, που ζει με τη μητέρα του. Ο πατέρας του απουσιάζει. Τον έδιωξε η μητέρα του όταν άρχισε να πίνει, από κατάθλιψη που σε μια στρατιωτική αποστολή ήταν ο μόνος που επέζησε από την ομάδα του. Του λείπει. Θα ψάξει για παρηγοριά στο φίλο του.
Στον άλλο γιο απουσιάζει η μητέρα. -Πού είναι η μητέρα; Ρωτάει τον πατέρα. Δεν θα πάρει απάντηση. Ούτε κι εμείς.
Εδώ εκφράζονται οι ίδιες σχέσεις στοργής, αν και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στο «Μητέρα και γιος» βλέπουμε τη στοργή του γιου απέναντι στη μητέρα. Στο «Πατέρας και γιος» βλέπουμε τη στοργή του πατέρα απέναντι στο γιο. Ο γιος δεν έχει χρόνο να δείξει στον ίδιο βαθμό την αγάπη που νοιώθει για τον πατέρα του. Έχει τα δικά του προβλήματα. Τον έχει παρατήσει το κορίτσι του για κάποιον άλλο, μεγαλύτερό του. Κάποια στιγμή λέει στον πατέρα του ότι θα φύγει από το σπίτι. Ο πατέρας παίρνει μια λυπημένη έκφραση. Ο γιος προσπαθεί να τον παρηγορήσει λέγοντάς του ότι δεν θα μείνει μόνος, ότι θα παντρευτεί. Του το λέει δυο φορές. Όμως, συζητώντας με το φίλο του, ομολογεί: «Πάντα είναι κάποιος μαζί μας. Αλλά ο πατέρας μένει τελικά πάντα μόνος. Επιβιώνει μόνος».
Στο προηγούμενο σημείωμα έγραψα για το σασπένς. Υπάρχει κι εδώ, αλλά σε μικροκλίμακα, φοβερά έντονο όμως. Το σπίτι τους ενώνεται με μια σανίδα με το σπίτι ενός άλλου φίλου, του Σάσα, από παράθυρο σε παράθυρο. Ο γιος προ(σ)καλεί το φίλο του στη σανίδα. Αυτός φοβάται. Ο γιος τον προκαλεί. Δεν πρέπει να φοβάσαι, του λέει, «ποτέ, τίποτα». Η σανίδα τρίζει. Ο πατέρας από το παράθυρο τους φωνάζει να μπουν μέσα. Παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα: θα αντέξει η σανίδα, ή θα σπάσει τελικά και θα σκάσουν κάτω στο δρόμο;
Στο τέλος πάλι βλέπουμε τον πατέρα με το γιο και τον Σάσα πάνω σε μια ταράτσα που μοιάζει με τρούλο εκκλησίας (όλα τα σπίτια έχουν περίεργες στέγες), και αναρωτιόμαστε αν τελικά θα κουτρουβαλιαστούν κάτω. Ειδικά για τον Σάσα, που με μια γάτα στην αγκαλιά κάθεται στην άκρη της ταράτσας, με τα πόδια κάτω.
Και φτάνουμε στο τέλος της ταινίας.
Μισοκοιμούνται πατέρας και γιος. Φευγαλέα περνάει μια εικόνα φύσης από το «Μητέρα και γιος». Είναι ο γιος που τώρα έχει γίνει πατέρας; Ο πατέρας ονειρεύεται ότι βρίσκεται στην ταράτσα, ενώ χιονίζει. Είναι γυμνός από τη μέση και πάνω. Ακολουθεί ένας διάλογος πατέρα και γιου: -Πού είσαι; -Όχι μακριά. –Είμαι κι εγώ εκεί; -Όχι, εγώ είμαι εδώ μόνος. Αυτά είναι τα τελευταία λόγια της ταινίας.
Δεν θα συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου που πρόπερσι το καλοκαίρι χρονοτρίβησα και δεν βρήκα εισιτήριο στο Μέγαρο για την αγαπημένη μου όπερα, τον Μπορίς Γκοντουνόφ, με τον αγαπημένο μου σκηνοθέτη, τον Σοκούροφ.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment