Του τάφου, 11η
ιστορία, Πάλι ξενυχτώντας τον νεκρό
Πριν γράψω την καινούρια ιστορία θα παραθέσω ένα αυτοβιογραφικό
απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην αγορά»
(εκδόσεις Θυμάρι, 1995, σελ. 139).
«Σε
εκείνες τις γυμναστικές επιδείξεις (έκτη δημοτικού, 1963) ήταν που συνέβη και
το παρακάτω περιστατικό.
Φοράγαμε τα φανελάκια μας και τα μπλε
σωβρακάκια μας (σορτσάκια τα λέμε σήμερα). Ήταν πραγματικά σωβρακάκια, γιατί
δεν φοράγαμε τίποτα από κάτω. Τα σλιπάκια ήταν άγνωστα, και τα σωβρακάκια ήταν
κάτι σαν σκελέες, όχι βέβαια αυτές τις τεράστιες, τις στρατιωτικές, χωρίς
άνοιγμα μπροστά και σε κάθε πλευρό είχαν μια άσπρη λουρίδα. Εκείνη την εποχή
της αυτάρκειας, όπως ήταν φυσικό, αγόραζαν ύφασμα και μας τα έφτιαχναν οι
μανάδες μας. Για ζώνη, όπως και τα κανονικά σωβρακάκια, είχαν ένα στρογγυλό
λάστιχο, περασμένο σε μια σούρα, και κάθε φορά που μας έσπαγε, περνάγαμε μόνοι
μας με επιμέλεια καινούργιο λάστιχο.
Αφού κάναμε κάποιες άλλες ασκήσεις, αρχίσαμε
να χοροπηδάμε στο ρυθμό της άσκησης «έκταση, ανάταση, πρόταση, κάτω».
Βλέπουμε ξαφνικά τους θεατές των πρώτων θέσεων να χασκογελάνε, γεμάτοι
ιλαρότητα, και να τους ακολουθούν σιγά σιγά και οι άλλοι. Εμείς χοροπηδάγαμε
και αναρωτιόμασταν τι διάβολο συνέβαινε. Μήπως κάποιος έχανε το ρυθμό;
Αφού χοροπηδήσαμε κάμποσες φορές κάτω από τα
χάχανα των θεατών, χωρίς ο δάσκαλος μας να κάνει πως κατάλαβε τίποτα, περάσαμε
σε άλλες ασκήσεις. Τα χάχανα σταμάτησαν, όμως η ιλαρότητα καθρεφτιζόταν ακόμη
στα πρόσωπα τους, και χανόταν σιγά σιγά, σαν τις τελευταίες ακτίνες του
ηλιοβασιλέματος.
Κάναμε τις υπόλοιπες ασκήσεις μηχανικά, και
αναρωτιόμασταν τι να είχε συμβεί. Όταν τελειώσαμε, πήγαμε και ρωτήσαμε με
περιέργεια τους φίλους μας ανάμεσα στους θεατές, τι ήταν εκείνο που τους είχε
κάνει να ξεκαρδιστούν μαζί μας στα γέλια. Και μάθαμε.
Εκείνα τα χρόνια δεν πέρναγαν υποχρεωτικά
όλοι οι μαθητές στην επόμενη τάξη, όπως συμβαίνει σήμερα. Οι κακοί μαθητές
έμεναν στην ίδια τάξη. Ένας συνάδελφος μου σήμερα, έμεινε στην τετάρτη δημοτικού.
Ένας συμμαθητής μου όμως, όνομα και μη χωριό,
είχε μείνει τρεις ολόκληρες χρονιές στο δημοτικό, και έτσι σ’ αυτές τις
τελευταίες μας γυμναστικές επιδείξεις, ήταν ήδη 15 χρονών. Το πουλί του ήταν
πολύ πιο μεγάλο από τα δικά μας, μια και το είχε προπονήσει δεόντως, ενώ εμείς
μόλις τότε αρχίζαμε. Έτσι σε κάθε πήδημα πεταγόταν προς τα πάνω, και καθώς το
σωβρακάκι του ήταν λίγο φαρδύ, γινόταν αντιληπτό από τους θεατές. Αυτό όμως
ανένδοτο, αντρόπιαστο, προκλητικό, συνέχιζε να χοροπηδάει.
Έτσι μας λύθηκε η απορία»
(σελ. 124-125).
Και προχωρώ στην ιστορία μου.
Δεν θα πω το όνομά του για ευνόητους λόγους.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου έφυγε και αυτός από τον μάταιο τούτο
κόσμο. Αυτόν τον ξενυχτούσαν γυναίκες, αντίθετα από ό, τι στην προηγούμενη
ιστορία, που αυτοί που ξενυχτούσαν τον νεκρό ήταν άντρες. Πάλι καταφέραμε να
κρατήσουμε τις ισορροπίες, όπως στο «Καλημέρα» και στο «Αγκομαχητό».
«Ήσουν
καλός κι ήσουν γλυκός
κι είχες τις χάρες όλες
όλα τα χάδια του αγεριού
του κήπου όλες τις βιόλες», θρηνολογεί ο Ρίτσος τον νεκρό διαδηλωτή εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1936. Το τετράστιχο αυτό είναι η επιτομή των όσων έλεγαν για τον δικό μας νεκρό οι γυναίκες εκείνο το βράδυ. –Τι καλός που ήταν, λέει η μια. –Τι τρυφερός, λέει η άλλη. –Τι χουβαρντάς, λέει η τρίτη. . –Πόσο φρόντιζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, λέει η τέταρτη, λέει η πέμπτη, λέει η έκτη, λένε όλες για τα προτερήματα του νεκρού εκτός από μια που έμεινε τελευταία. Δίστασε λιγάκι, αλλά τελικά το είπε.
κι είχες τις χάρες όλες
όλα τα χάδια του αγεριού
του κήπου όλες τις βιόλες», θρηνολογεί ο Ρίτσος τον νεκρό διαδηλωτή εκείνη την αποφράδα ημέρα του 1936. Το τετράστιχο αυτό είναι η επιτομή των όσων έλεγαν για τον δικό μας νεκρό οι γυναίκες εκείνο το βράδυ. –Τι καλός που ήταν, λέει η μια. –Τι τρυφερός, λέει η άλλη. –Τι χουβαρντάς, λέει η τρίτη. . –Πόσο φρόντιζε τη γυναίκα του και τα παιδιά του, λέει η τέταρτη, λέει η πέμπτη, λέει η έκτη, λένε όλες για τα προτερήματα του νεκρού εκτός από μια που έμεινε τελευταία. Δίστασε λιγάκι, αλλά τελικά το είπε.
-Και πόσο μεγάλη την είχε!
-Τι είπες μωρή, αλήθεια το λες; πετάχτηκαν
οι υπόλοιπες με μια φωνή. –Και πού το ξέρεις εσύ; τη ρωτάει στη συνέχεια
προκλητικά κάποια (δεν βάζω ονόματα μην το κάνει ο διάβολος και πέσω διάνα).
Αυτή
χαμογέλασε αινιγματικά. Αλήθεια, πού το ήξερε; Ε, δεν θα καθόταν να τους
εξηγήσει κιόλας.
-Ψέματα μας λες. Δεν σε πιστεύουμε.
-Και τι με γνοιάζει εμένα; Αν θέλετε με πιστεύετε, αν δε θέλετε μη με
πιστεύετε, σκασίλα μου.
Ε,
όχι, δεν ήταν δυνατόν να μείνουν με την απορία, έπρεπε να σιγουρευτούν. Να την
βάλουν να ορκιστεί; Πόσοι δεν είναι εκείνοι που παίρνουν ψεύτικους όρκους.
-Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να είμαστε σίγουρες ότι μας είπε την
αλήθεια, λέει μια και χαμογελάει με νόημα.
-Λες μωρή;
-Πώς αλλιώς;
-Μωρή, αν μπουκάρει κανείς άντρας ξαφνικά και μας δει θα γίνουμε βούκινο
στο χωριό.
-Έλα μωρέ, θα κλειδώσουμε την πόρτα και θα τον αφήσουμε να περιμένει. Θα
πούμε πως κατά λάθος κλειδώσαμε, και μέχρι να του ανοίξουμε θα έχουμε
τακτοποιήσει το νεκρό.
Κλείδωσαν την πόρτα, έβγαλαν το καπάκι από το φέρετρο, και μια από
αυτές, η πιο τολμηρή, κατέβασε το παντελόνι του νεκρού. Οι άλλες έσκυψαν από
πάνω να δουν.
-Ίιιιιιιιιιιιιι!!!! Έμειναν όλες με ανοιχτό το στόμα από το θαυμασμό.
Τελικά ήταν αλήθεια.
Μα
πώς τα κατάφερε και την είχε τόσο μεγάλη; Την είχε προπονήσει αρκετά στα νιάτα
του με το χέρι, όπως ο συμμαθητής μας; Μήπως χρησιμοποίησε αλοιφές; Ή είχε
γεννηθεί με το χάρισμα; Αυτό οι γυναίκες δεν υπήρχε τρόπος να το μάθουν. Αλλά
και δεν έδειξαν να αναρωτιούνται. Το ίδιο το γεγονός τους αρκούσε.
Τράβηξαν το παντελόνι του νεκρού, έβαλαν πάλι το καπάκι στο φέρετρο.
-Μωρή, ξεκλείδωσε γρήγορα την πόρτα μην έλθει κανείς άντρας και τη βρει
κλειδωμένη, και ένας θεός ξέρει τι μπορεί να βάλει με το νου του.
Τώρα, πώς έφτασε στα αυτιά μου αυτή η ιστορία;
Μα
είναι δυνατόν γυναίκα να κρατήσει μυστικό; Ένα σενάριο που μπορώ να φανταστώ
για το πώς διαδόθηκε, είναι αυτό εδώ: μια από τις γυναίκες το είπε στον άντρα
της, για να τον πικάρει που δεν την είχε τόσο μεγάλη όσο ο συγχωρεμένος, και
αυτός φυσικά να το έκανε μετά βούκινο, για να τις εξευτελίσει. Σίγουρα θα είπε
και ονόματα, που όμως ξεχάστηκαν από κάποιους «πολλαπλασιαστές», γιατί η
ιστορία είναι πολύ παλιά. Μου την είπε ένας φίλος μου πρόσφατα, όταν του μίλησα
για την πρόθεσή μου να γράψω τις ιστορίες «Του τάφου». Δεν ήξερε τα ονόματα των
γυναικών, έστω κάποια απ’ αυτά, παρά μόνο το όνομα του πεθαμένου. Για λόγους
ευνόητους όμως δεν σκοπεύω να το αποκαλύψω.
Τελικά, 20 μέρες μετά από την ανάρτηση,
είχα σήμερα το απόγευμα στο καφενείο μια καινούρια πληροφορία. Ο συγχωρεμένος
έψαλλε. Και τι εξομολογήθηκε κάποια μέρα η γυναίκα του στον παπά;
-Πριν έλθει στην εκκλησία να ψάλλει πρέπει απαραίτητα να με …
Λέτε να κάνει καλό στη φωνή; Πάντως σίγουρα δίνει μια εξήγηση για το
μέγεθος.
No comments:
Post a Comment