Κατωχωρίτικες ιστορίες, 12η ιστορία,
Παντρολογήματα.
Στο βιβλίο μου: «Το χωριό μου: από
την αυτοκατανάλωση στην αγορά» (Θυμάρι 1995), στο κεφάλαιο «Γάμος, προίκα,
προξενιό» γράφω αρκετά για το ζήτημα της παντρειάς. Εδώ θα παραθέσω κάποιες
σύντομες ιστορίες που έχουν να κάνουν με το προξενιό, και που δείχνουν τι
προβλήματα μπορούν να προκύψουν στη διαδικασία.
Στον χωριανό μου έκαναν μια
προξενιά από το Κεντρί, το χωριό της μητέρας μου. Πηγαίνει να δει την υποψήφια νύφη.
Μαζί της ήταν και κάποιες άλλες κοπέλες του χωριού. Μια ήταν μαμή, και
εργαζόταν στο νοσοκομείο της Ιεράπετρας. Πολύ όμορφη κοπέλα. Αφού τέλειωσε η
επιθεώρηση, τον ρωτούνε.
-Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η κοπελιά;
-Τη μαμή την παίρνω με κλειστά
μάτια, την άλλη όχι.
Τρόπος του λέγειν «με κλειστά μάτια»,
γιατί η μαντινιάδα άλλα λέει:
«Άλλος τη θέλει όμορφη, κι άλλος τη
θέλει να ’χει
και άλλος κλειει τα μάτια του και
παίρνει όποια του λάχει».
Το έχω γράψει αυτό στο βιβλίο μου:
όταν εγκρινόταν η νύφη, ο γαμπρός μπορούσε να κοιμηθεί μαζί της τη νύχτα.
Βέβαια, με δεδομένα τα αυστηρά ήθη της Κρήτης δεν υπήρχαν περιθώρια για
υπαναχωρήσεις μετά. Έτσι συνήθως παρουσίαζαν τις υποψήφιες νύφες το βράδυ, στο
φως της λάμπας ή του λύχνου, οπότε ο υποψήφιος γαμπρός δεν καλόβλεπε. Πολλοί τέτοιοι
γαμπροί έτριβαν τα μάτια τους με έκπληξη στο φως της μέρας. Έτσι την έπαθε ένας
συμμαθητής μου, συγχωρεμένος τώρα, που πήρε μ’ αυτό τον τρόπο μια γυναίκα αρκετά
μεγαλύτερή του, για την οποία συνήθιζε να λέει στις παρέες χαριτολογώντας ότι η
μάνα του ήταν πολύ καλύτερή της.
Σε έναν κοντοχωριανό μου, που δεν
θέλω να πω το όνομά του, του προξένευαν μια νύφη, πάλι από το Κεντρί. Το πρωί
που ξύπνησε, την κοίταξε καλά καλά και της είπε: «Εσένα δεν σε είδα οψαργάς»
(Χθες βράδυ).
Του φάνηκε αλλιώτικη στο φως της μέρας;
ή μήπως ήταν μεθυσμένος και τον ξεγέλασαν, και άλλη του έδειξαν και με άλλη τον
έβαλαν να κοιμηθεί; Όπως ακριβώς ξεγέλασαν και τον Pao Yu στο κινέζικο μυθιστόρημα
«Το όνειρο της κόκκινης κάμερας» που παρουσιάσαμε πριν
ένα μήνα περίπου.
Αλλά βέβαια υπήρχε και το ζήτημα της
προίκας. Για έναν τον χωριανό μου, που δεν θα πω το όνομά του, ήξερα ότι είχε
παντρευτεί με τον παραπάνω τρόπο. Πήγε το βράδυ, είδε τη νύφη, κοιμήθηκαν μαζί
και το πρωί ξύπνησε παντρεμένος. Σήμερα έμαθα και για την συζήτηση της προίκας,
όπως την αφηγήθηκε ο ίδιος. –Μου έδιναν κι αυτό το χωράφι, μου έδιναν και
εκείνο το χωράφι, μου έδιναν, μου έδιναν… και σκέφτηκα: μα γιατρός είμαι τέλος
πάντων;
Και θυμήθηκα τώρα μια άλλη ιστορία
που μου είπε ο συγχωρεμένος ο Κωστής, ο ξάδελφός μου, με αυτόν τον χωριανό πρωταγωνιστή.
Προξένευε σε κάποιον μια χωριανή
μου. Είπε γι’ αυτήν χίλια δυο παινέματα, όλα φουσκωμένα λόγια. Όμως αυτός πήρε
και άλλες πληροφορίες, τη γνώρισε κιόλας… Δεν ήταν καθόλου όπως του την
παρουσίαζε. Ήταν εξοργισμένος μαζί του, και κοίταζε να τον βρει να του τα
ψάλλει.
Και κάποτε τον πετυχαίνει. Και αφηγείται στον
Κωστή τη συνάντηση:
-Είπε μου, είπε μου, είπε μου, και
πόσα δεν μου είπε. Μα πρέπανέ μου κιόλας, καταλήγει.
No comments:
Post a Comment