Γιώργος Καραμανλής, Η αγάπη δεν ξέρει από καιρό, ΑΛΔΕ 2013,
σελ. 238
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Ένα πολύ ενδιαφέρον αντιρατσιστικό μυθιστόρημα
Ο Γιώργος Καραμανλής
γεννήθηκε στα Άθυρα του νομού Πέλλας και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης. Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές και επτά πεζογραφήματα. Το
«Η αγάπη δεν ξέρει από καιρό» είναι το δεύτερο βιβλίο του που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις ΑΛΔΕ, μετά το θεατρικό του «Ο δήμος της λίμνης».
Πιστεύουμε ότι πιο
κατάλληλος τίτλος θα ήταν «Η αγάπη δεν ξέρει από χρώμα». Γιατί στο μυθιστόρημα
αυτό παρακολουθούμε τις προσπάθειες δυο νέων, αυτός μαύρος, γιος μετανάστριας
από την Αφρική, αυτή λευκή ελληνίδα, γόνος μιας πολύ πλούσιας οικογένειας, να καταφέρουν
να ευοδωθεί ο έρωτάς τους με τα δεσμά του γάμου. Ο πατέρας όμως είναι κάθετος
στην άρνησή του. Πιστεύει ότι ο νεαρός είναι προικοθήρας. Έτσι τουλάχιστον
αιτιολογεί την άρνησή του, γιατί βέβαια δεν θα τολμούσε να στιγματισθεί ως
ρατσιστής αναφερόμενος στο χρώμα του νέου. Η μητέρα βέβαια είναι αλληλέγγυα με
την κόρη της, όπως συμβαίνει συχνά με άτομα του αδύναμου φύλου, που μπροστά στο
ανίσχυρο φύλο, τον άντρα, τελικά περνάει το δικό τους.
Έτσι και σ’ αυτή την
περίπτωση, ο έρωτας των δυο νέων τελικά ευοδώνεται, όχι όμως χωρίς δυσκολίες,
και όχι χωρίς μια συνομωσία, την οποία βέβαια δεν θα αποκαλύψουμε, που είχε όμως
ένα ακριβό τίμημα.
Αλλά δεν θριαμβεύει
μόνο ο έρωτας, θριαμβεύει και το καλό. Ο γιος είναι γόνος ενός βιασμού. Οι
βιαστές πιάστηκαν και φυλακίσθηκαν. Μετάνιωσαν όμως για το κακό που έκαναν. Ο
ένας από αυτούς μάλιστα, που από το δικό του σπέρμα γονιμοποιήθηκε το ωάριο της
μητέρας, έγινε παπάς. Και όταν ο γιος του, που μετά από καταπληκτικές σπουδές οι
οποίες είχαν ως αποτέλεσμα μια πανεπιστημιακή καριέρα είχε την ατυχία να
προσβληθεί από λευχαιμία, αυτός προσφέρθηκε ως συμβατός δότης μυελού οστών για
τη θεραπεία του.
Πιο ευτυχισμένο
τέλος δεν νομίζω να συναντάει κανείς σε πολλά μυθιστορήματα. Η αισιόδοξη ματιά
με την οποία ο Καραμανλής βλέπει τη ζωή βρίσκει την πιο καταπληκτική της έκφραση
σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Παρά το ότι έχει
θητεύσει στο θέατρο, στην αφήγησή του εμφιλοχωρεί ελάχιστα ο λόγος των ηρώων,
αντίθετα από ό,τι συμβαίνει για παράδειγμα στα πεζά του Κώστα Μουρσελά. Μάλιστα
τον συνεπαίρνει τόσο πολύ η ιστορία του ώστε σε κάποιο σημείο παρεμβαίνει και ο
ίδιος μέσα στην αφήγηση, φορτισμένος συγκινησιακά.
«Οι μικροί δεν
ξέρουν τίποτα (!), δεν είναι ικανοί για τίποτα (!). Ενώ οι άλλοι…. Οι
«μεγάλοι», ντε… Γενικοί κουμανταδόροι (!), ξερόλες (!), ικανότατοι (!). Κι ας
προκύπτουν μερικοί από φαιδροί μέχρι ηλίθιοι. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή.
Μην τα θέλουμε και όλα δικά μας!
Λέτε να το παράκανα
με τα θαυμαστικά; Μπα, δε νομίζω. Γιατί έτσι και συνεχίσω καθώς πήρα φόρα,
μπορώ να βάλω άλλα εκατό (!). Εσείς;.
Εδώ κλείνει η παρένθεση
της προσωπικής μου μερικής εκτόνωσης, καθώς πρέπει να γυρίσω στη Δανάη (τη
μητέρα) και τον Περσέα (το γιο) που με περιμένουν να τους πω το παρακάτω
σενάριό τους. Εσύ, ω Περσεύ (!), να ένα, και δύο, και τρία, και χίλια δεκατρία
θαυμαστικά που αξίζουν για την περίπτωσή σου, θα πάρεις τις βαλίτσες σου και
χωρίς πολλές συγκινήσεις μπαίνεις στο αεροπλάνο και φεύγεις. Εσύ, Δανάη...»
(σελ. 136).
Ο Καραμανλής
διατάζει τους ήρωές του, σε αντίθεση με τον Βιτσέντζο Κορνάρο, που απλά ψέγει
τον Ερωτόκριτο, όταν μεταμφιεσμένος δεν αποκαλύπτει στην Αρετούσα την αλήθεια
για το δακτυλίδι, βάζοντάς τη σε μύριες μαύρες σκέψεις.
« Ἄδικον εἶν', Ρωτόκριτε,
ἐτοῦτα νὰ τὰ κάνεις,
βλέπε μ' αὐτάνα ἒτσ' ἄδικα νὰ μὴν τὴν ἀποθάνεις.
βλέπε μ' αὐτάνα ἒτσ' ἄδικα νὰ μὴν τὴν ἀποθάνεις.
Θωρεῖς την, πῶς εὑρίσκεται, μ' ἀκόμη δὲν πιστεύγεις;
Ἴντ' ἄλλα μεγαλύτερα σημάδια τῆς γυρεύγεις;
Ἴντ' ἄλλα μεγαλύτερα σημάδια τῆς γυρεύγεις;
Τὰ πλούτη καὶ τὴν Ἀφεντιὰν ἀρνήθηκε γιὰ σένα, 725
πάντά 'ν' τὰ χείλη τση πρικιά, τὰ μάτια τση κλαημένα.
πάντά 'ν' τὰ χείλη τση πρικιά, τὰ μάτια τση κλαημένα.
Ζεῖ μὲ τσὶ κακοριζικιές, θρέφεται μὲ τσὶ πόνους,
καὶ μὲς στὴ βρομερὴ φλακὴν ἐδά 'χει πέντε χρόνους.
καὶ μὲς στὴ βρομερὴ φλακὴν ἐδά 'χει πέντε χρόνους.
Τὲς Προξενιὲς τῶ' Βασιλιῶν ἀρνήθη καὶ τὰ πλούτη,
κι ὁ Κύρης τση τσ' ὀργίστηκε στὴν ἀφορμὴν ἐτούτη. 730
κι ὁ Κύρης τση τσ' ὀργίστηκε στὴν ἀφορμὴν ἐτούτη. 730
Κι ἀκόμη θέ' νὰ τὴν-ε δεῖς, καὶ δὲν τὴν-ε κατέχεις;
Ἂν τὴν πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον ἔχεις.
Ἂν τὴν πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον ἔχεις.
Όχι, δεν πιστεύει ο
Ερωτόκριτος, δεν ακούει το δημιουργό του, και τα ξημερώματα της αραδιάζει το
φοβερό παραμύθι πως το δακτυλίδι του το έδωσε τάχα ο Ερωτόκριτος, λίγο πριν
πεθάνει.
Παράθεσα το παραπάνω
απόσπασμα και για έναν άλλο λόγο, να δείξω ένα ξεχωριστό υφολογικό στοιχείο που
διακρίνει το έργο του Καραμανλή, μια πληθώρα ερωτηματικών, που είναι δείκτης
της συγκινησιακής του φόρτισης καθώς αφηγείται την ιστορία του.
Ίσως ξενίζουν τα
τόσα ερωτηματικά, αλλά συνάντησα ένα παρόμοιο υφολογικό στοιχείο στο έργο ενός
άλλου Κορνάρου, του Θέμου, στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα, το νησί των
σημαδεμένων», και συγκεκριμένα μια αφθονία από τρεις τελίτσες στο μέσο μιας
περιόδου, σε ένα ιδιόμορφο εφέ απροσδόκητου.
Γεμάτο αισιοδοξία το
έργο αυτό του Καραμανλή, γεμίζει με ένα αίσθημα ανακούφισης και αλάφρωσης τον
αναγνώστη. Όσο για το αντιρατσιστικό του μήνυμα, το οποίο πηγαίνει πλάι πλάι με
τον φεμινισμό του (γίνεται αναφορά στην κλειτοριδεκτομή που δυστυχώς ασκείται
ακόμη στη μαύρη Αφρική, και όχι μόνο), είναι ολότελα επίκαιρο. Του ευχόμαστε
από αυτές τις γραμμές να είναι καλοτάξιδο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment