Κατωχωρίτικες
ιστορίες, 27η ιστορία, Το κουμπί
Στο τελευταίο μας βιβλίο, για την ακρίβεια βιβλιαράκι, το «Πες της το με
μια μαντινιάδα», αφηγηθήκαμε μια ιστορία με τίτλο «Το κουμπί». Στην
ιστορία αυτή αναφερθήκαμε και σε μια ανάρτηση στο blog μας με τίτλο «Και πάλι το κουμπί», σε μια σειρά
που την τιτλοφορήσαμε «Κι άλλες μαντινιάδες», και που αποτελεί κατά κάποιο
τρόπο μια συνέχεια του βιβλίου. Τώρα θα παραθέσουμε μια ιστορία πολύ όμοια, που
όμως δεν περιέχει μαντινιάδα.
Και αυτή την ιστορία μου την αφηγήθηκε σήμερα το απόγευμα ο φίλος μου ο
Νικολής ο Τριχάς. Δεν θυμόταν το όνομα του πρωταγωνιστή της, θυμόταν μόνο ότι
ήταν από την Επισκοπή, ένα από τα χωριά της πάλαι ποτέ κοινότητας Κάτω Χωρίου. Ο
Πισκοπιανός αυτός, αφηρημένος, σκύβει και κουμπώνει το τελευταίο κουμπί του
πουκαμίσου του σε μια κουμπότρυπα του παντελονιού. Πηγαίνει μετά να σηκωθεί,
πού να σηκωθεί! Το κορμί του δεν μπορούσε με τίποτα να ισιώσει, καθώς το
πουκάμισο τραβούσε το στήθος του προς τα κάτω, κάνοντάς τον να καμπουριάζει σαν
εκατόχρονος γέρος. Δεν ήταν τόσο χρονών, ήταν όμως γέρος, ίσως και με κάποια
άνοια, γι’ αυτό δεν είχε πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. Νόμισε ότι του συνέβη αναπάντεχα
κάτι σαν λουμπάγκο. Πηγαίνει στο καφενείο καμπουριασμένος.
-Βρε… (είπαμε, δεν ξέρουμε το όνομά του, αλλά
και να το ξέραμε δεν θα το μαρτυρούσαμε), τι έπαθες και καμπουριάζεις έτσι; τον
ρωτούν γεμάτοι περιέργεια.
-Είδατε
τι έπαθα ο φουκαράς στα καλά καθούμενα; Έσκυψα λίγο να κουμπώσω το πουκάμισό
μου και από εκείνη τη στιγμή δεν μπορώ να ισιώσω το κορμί μου. Λέτε να μείνω
για όλη την υπόλοιπη ζωή μου έτσι; Δεν θα το αντέξω να ζήσω από δα κι ύστερα
σαν καμπούρης.
Ένοιωσε άραγε ανακούφιση ή ντροπή όταν του εξήγησαν πώς την είχε πάθει; Λα άχαντα γιάλαμ, κανείς
δεν ξέρει, θυμήθηκα τώρα το υπέροχο τραγούδι της παλαιστίνιας Αμάλ Μουρκούς.
No comments:
Post a Comment