Li Yiyun,
Χίλια χρόνια καλές προσευχές (μετ. Νίκος Μάντης) Καστανιώτης 2010, σελ. 222
Να ξεκινήσουμε από
το όνομα της συγγραφέως: Είναι Γιγιούν και όχι Γιγέν, όπως γράφεται στο
εξώφυλλο. Λάθος μεταγραφή του pinyin,
όμως η μετάφραση είναι από το πρωτότυπο, από τα αγγλικά.
Είναι το τρίτο σε
σειρά προτεραιοτήτων βιβλίο που αγόρασα από το πανηγύρι της αγίας Γλυκερίας στο
Γαλάτσι. Και είναι ένα θαυμάσιο βιβλίο με διηγήματα.
Επειδή μάλλον θα
βαρεθείτε να ανοίξετε τον σύνδεσμο με τα βιογραφικά, να πούμε ότι η Λι Γιγιούν γεννήθηκε
το 1972 στο Πεκίνο, και πήρε πτυχίο βιολογίας από το πανεπιστήμιο του Πεκίνου
το 1996. Το 2000 πήρε Master
ανοσολογίας από το πανεπιστήμιο της Αιόβας, αλλά δεν συνέχισε με διδακτορικό
γιατί την απορρόφησε η λογοτεχνία. Η συλλογή διηγημάτων της για την οποία θα
γράψουμε τιμήθηκε με το διεθνές βραβείο διηγήματος Frank o’ Connor, το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου
συγγραφέα της Guardian
και το βραβείο PEN/Hemingway.
Θέλω να ξεκινήσω με
το διήγημα «Γιαρμάδες». Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πρωτότυπο διήγημα. Υπάρχει
μια ιστορία την οποία ο αναγνώστης ανασυνθέτει σιγά σιγά από τη συζήτηση μιας
ομάδας ανθρώπων. Και όπως είναι φυσικό, τα επεισόδια δεν εκτίθενται στη χρονική
τους διαδοχή αλλά κατακερματισμένα, δημιουργώντας αλλεπάλληλα σασπένς. Ένας
αξιωματούχος ρίχνει το γιο του Λάο Τα σε μια στέρνα όπου πνίγεται, επειδή
νόμισε ότι τον κορόιδεψε. Η μητέρα του μικρού αυτοκτονεί από τη θλίψη. Ο
πατέρας κάνει επανειλημμένες αιτήσεις ζητώντας την τιμωρία του ενόχου. Όμως η
υπόθεση κουκουλώνεται. Αγανακτισμένος παίρνει τη φοβερή του εκδίκηση. Σκοτώνει
δεκαεπτά άτομα, όλα όσα εμπλέκονται στην υπόθεση συγκάλυψης, με πρώτο εκείνον
που έριξε το γιο του στη στέρνα. Μετά παραδίδεται στις αρχές, καταδικάζεται σε
θάνατο και εκτελείται. Οι χωρικοί αποδίδουν την ανομβρία που τους πλήττει στην
εκδίκηση των ουρανών για αυτή την αδικία.
Αρκετά από τα
διηγήματα είναι ευθέως αντικαθεστωτικά. Εγώ όμως πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν
είμαι αντικαθεστωτικός, για να μη θεωρηθεί ότι αυτός είναι ο λόγος που μου
αρέσουν. Μου αρέσουν γιατί είναι εξαιρετικά στη γραφή τους. Χωρίς υφολογικούς
πειραματισμούς η συγγραφέας παρουσιάζει θλιβερές έως τραγικές ιστορίες προσώπων
με μια ευαισθησία που συγκινεί. Μέσα από τις περισσότερες από αυτές ξεπηδάει η
σύγκριση όχι μόνο του παλιού με το καινούριο στην Κίνα, αλλά και της Κίνας με
εκείνο που υπάρχει «εκτός των τειχών», στην καπιταλιστική Δύση. Κυρίως όμως
αυτό που βλέπουμε είναι οι κοινωνικές ανισότητες και η διαφθορά. Εδώ
διαβάζουμε: «Μέσα σε μια νύχτα, συγγενείς των ηγετών του Κόμματος μετατρέπονται
σε ιδιοκτήτες επιχειρήσεων» (σελ. 14).
Το εργοστάσιο όπου
εργάζεται η γιαγιά Λιν χρεοκοπεί, και καθώς είναι μόνο 51 χρονών δεν παίρνει
σύνταξη. Παντρεύεται ένα γέρο με άνοια για να επιβιώσει, και όταν αυτός
πεθαίνει τα παιδιά του φροντίζουν και της βρίσκουν μια θέση σε ένα ιδιωτικό
σχολείο, εκεί που φοιτούν τα παιδιά της Νέας Τάξης. Στο μεγαλύτερο μέρος
παρακολουθούμε την τρυφερή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σ’ αυτή και σε ένα
παιδί που βρέθηκε εκεί παρατημένο από τους χωρισμένους γονείς του. Όμως κάποια στιγμή
θα την απολύσουν.
Το «Μετά από μια
ζωή», που θα μπορούσε να έχει και ως τίτλο «Ευθανασία», μου θύμισε τα καθ’ ημάς
την περίοδο της χιλιετίας, που είχε καταλάβει όλο τον κόσμο η φρενίτιδα του
χρηματιστηρίου.
Η «Αθανασία» επίσης
θα μπορούσε να έχει ως τίτλο «Ο σωσίας», ή καλύτερα «Καγκεμούσα». Θυμίζει το
έργο του Κουροσάβα, με το θλιβερό τέλος του σωσία, εδώ του σωσία του Μάο.
Και ενώ στο
προηγούμενο διήγημα είχαμε μια σύγκριση του αυτοκρατορικού παρελθόντος με τους
ευνούχους με το κομμουνιστικό σήμερα, στο διήγημα «Η πριγκίπισσα της Νεμπράσκα»
(που, παρεμπιπτόντως, γυρίστηκε ταινία από τον Wayne Wang) έχουμε μια σύγκριση ανάμεσα στην Κίνα και στη
Δύση, με την ανοχή των δημοκρατιών στην ομοφυλοφιλία και την ποινικοποίησή της στα
αυταρχικά καθεστώτα. Ευτυχώς στην Κίνα δεν υπάρχει καμιά σαρία που να
καταδικάζει τους ομοφυλόφιλους σε θάνατο. Το διήγημα τελειώνει τρυφερά, με τη
νεαρή έγκυο να πείθεται τελικά να μην κάνει έκτρωση και να κρατήσει το μωρό.
Και εδώ πάλι γίνεται σύγκριση της παλιάς Κίνας με τη βρεφοκτονία των κοριτσιών
που επικρατούσε τότε, με τη σημερινή Κίνα στην οποία με την πολιτική του ενός
παιδιού κάποιοι επιλέγουν να σκοτώσουν το πρώτο τους παιδί αν είναι κορίτσι.
Στο «Ο έρωτας στην
αγορά» έχουμε πάλι μια σύγκριση του παλιού με το καινούριο, την προκατάληψη της
παρθενιάς και το προξενιό σε σύγκριση με τον έρωτα.
Ομοφυλόφιλος είναι
και ο ήρωας στο «Γιος», που και αυτό θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Μητέρα και
γιος». Και ενώ στην ομώνυμη ταινία του Σοκούρωφ βλέπουμε την τρυφερότητα του
γιου απέναντι στη μητέρα, εδώ βλέπουμε την τρυφερότητα και την κατανόηση της
χριστιανής μητέρας απέναντι στον ομοφυλόφιλο γιο.
Ένα από τα καλύτερα
διηγήματα της συλλογής είναι και η «Διευθέτηση». Οι δυο άντρες και η μητέρα
βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια αδιέξοδη σχέση από την οποία προσπαθεί να τους
βγάλει η κόρη, ερωτευμένη με τον θείο, ο οποίος είναι δάσκαλος.
«Μαγειρεύεις για
τους μαθητές;
Άμα δεν μαγείρευα, δεν θα ’ρχονταν ούτε οι μισοί» (σελ.
137).
Δεν θα τον
πείσει.
Στο επόμενο διήγημα
«Ο θάνατος δεν είναι ένα κακό αστείο αν τον πεις με το σωστό τρόπο» διαβάζουμε:
«Τα κεφάλια απ’ το ζευγάρι των λιονταριών έχουν κοπεί απ’ τους ερυθροφρουρούς
στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης» (σελ. 144).
Εκείνη την εποχή
ήμουν κι εγώ με τους ερυθροφρουρούς. Εδώ και κάποια χρόνια έχω καταλάβει ότι οι
νέοι δεν έχουν πάντα δίκιο.
Στο ίδιο διήγημα
διαβάζω και μια κινέζικη παροιμία: «Η κακή τύχη πάντα διαλέγει έναν καλόν
άνθρωπο» (σελ. 153). Το διήγημα αυτό αναφέρεται στις διώξεις των πλουσίων από
το κομμουνιστικό καθεστώς, συχνά υπερβολικές και άδικες.
Στο τελευταίο
διήγημα, το «Χίλια χρόνια καλές προσευχές» βλέπουμε πάλι μια σύγκριση ανάμεσα
σε Ανατολή και Δύση σε σχέση με τον έρωτα. Ο πατέρας χάνει την προνομιούχα θέση
του ως μηχανικός πυραυλικών συστημάτων επειδή ερωτεύθηκε, αν και εντελώς
πλατωνικά, μια συνάδελφό του. Του είναι ασύλληπτο ότι η κόρη του στην Αμερική
χώρισε όχι γιατί την παράτησε ο άντρας της αλλά γιατί η ίδια βρήκε κάποιον
άλλο. Την ιστορία πλαισιώνει η τρυφερή φιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στον
ηλικιωμένο πατέρα και μια επίσης ηλικιωμένη ιρανή, παρά τα γλωσσικά εμπόδια.
Και θυμήθηκα τον
ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτη Ramin Bahrani, που αν και ζει
στην Αμερική κουβαλάει την πατρίδα του μέσα του.
Υπάρχουν και
επιλεγόμενα, το «Αν γυρίσω πίσω…» του Ντέηβιντ Ρόμπινσον όπου μιλάει για τη Λι
Γιγιούν, και το «Τι σχέση έχει αυτό με μένα;», μια αφήγηση δύο πραγματικών φρικαλέων
περιστατικών από τη νεαρή συγγραφέα. Αν οι κινέζικες αρχές διαβάσουν αυτή την
αφήγηση δεν μένει καμιά αμφιβολία για το τι την περιμένει αν γυρίσει πίσω.
Υπάρχει μια ακόμη
συλλογή διηγημάτων και ένα μυθιστόρημα της Λι Γιγέν. Ελπίζω να μεταφραστούν και
αυτά στα ελληνικά.
Να μην ξεχάσω κλείνοντας,
το κινέζικο νόμισμα λέγεται γιουάν (yuan) και όχι γουάν.
No comments:
Post a Comment