Πέτρος Τατσόπουλος, Πικάντικες ιστορίες, Καστανιώτης 2005,
σελ. 141
Προχθές είχαμε στο
Γαλάτσι το πανηγύρι της αγίας Γλυκερίας, και δεν παρέλειψα βέβαια να κάνω μια
περατζάδα, να φάω λουκουμάδες και να αγοράσω τίποτα φτηνιάρικο.
Συγκεκριμένα πήγα
δυο φορές, και έφαγα και τις δυο φορές λουκουμάδες, οι οποίοι και τις δυο φορές
μου κάθισαν στο στομάχι. Την πρώτη φορά βρήκα ένα πάγκο με βιβλία, πέντε ευρώ
το ένα. Ούτε που τους έριξα μια ματιά. Πέντε ευρώ σε εποχή κρίσης είναι πολλά λεφτά.
Αγόρασα όμως ένα πορτοφόλι, γιατί αυτό που είχα έπνεε τα λοίσθια με το συνεχές
βγάζε-πλήρωνε. Επίσης αγόρασα ένα φούτερ με το σήμα του Παναθηναϊκού. Μπορεί να
είμαι ολυμπιακός αλλά δεν είμαι φανατικός, το δήλωσα άλλωστε πρόσφατα σε μια ανάρτηση στο blog μου,
και έκανε μόνο τρία ευρώ, τιμή κόστους θα έλεγα. Εξάλλου δεν σκόπευα να το
φοράω έξω, μόνο σαν πιτζάμα με ένα παντελόνι φόρμας για τις κρύες νύχτες του
χειμώνα. Θα ήταν εξάλλου ρίσκο, κυκλοφορούν ολυμπιακοί που δεν έχουν πάρει το
χάπι τους, και δεν θα ήθελα να είναι εξ οικείων τα βέλη.
Την επόμενη μέρα
έπεσα σε ένα πάγκο με βιβλία στο ίδιο περίπου μέγεθος με εκείνα που είχα δει
την προηγούμενη, αλλά έκαναν μόνο τρία ευρώ. Λίγοι τίτλοι, αλλά ήταν βιβλία που
με ενδιέφεραν. Αγόρασα 6. Και επειδή πρόπερσι είχα αγοράσει στο ίδιο πανηγύρι
βιβλία που είχα ξαναγοράσει και το είχα ξεχάσει γιατί τα είχα βάλει στην άκρη
για να τα διαβάσω λέει εν ευθέτω χρόνο, είπα να μην επαναλάβω το ίδιο λάθος. Το
να μην επαναλάβω το ίδιο λάθος το χρησιμοποίησα και σαν κίνητρο, για να καθίσω
να τα ξεπετάξω. Τα έβαλα σε μια σειρά ενδιαφέροντος. Δεν θα την αποκαλύψω, για
να δεσμευτώ ψυχολογικά να τα διαβάσω πραγματικά άμεσα.
Πρώτο στη σειρά
έβαλα τις «Πικάντικες ιστορίες» του Τατσόπουλου. Έχω ξαναγράψει ότι τον θεωρώ σαν
έναν από τους καλύτερους έλληνες πεζογράφους. Πέρυσι το καλοκαίρι γράψαμε για
την «Πρώτη
εμφάνιση» και το «Τιμής ένεκεν»,
ενώ πιο παλιά γράψαμε για την «Καλοσύνη των ξένων»
και τους «Νεοέλληνες».
Πολύ πιο παλιά διαβάσαμε τα τέσσερα πρώτα του, «Τα ανήλικα», «Το παυσίπονο» τα
«Κινούμενα σχέδια» και την «Καρδιά του κτήνους».
Ένα βιβλίο με
χιούμορ είναι ένα βιβλίο που μου αρέσει, και ο Τατσόπουλος διαθέτει άφθονο
χιούμορ. Οι «Πικάντικες ιστορίες» δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν εξαίρεση.
Πολλοί
διηγηματογράφοι πρωτοδημοσιεύουν τα διηγήματά τους σε περιοδικά και στη
συνέχεια τα εκδίδουν σε βιβλίο. Στο τέλος του βιβλίου του Τατσόπουλου παρατίθεται
ο κατάλογος με τις «Πρώτες δημοσιεύσεις». Βλέπουμε ότι καλύπτουν μια πενταετία,
από το 1999 έως το 2004. Καθώς μάλιστα στο βιβλίο βρίσκονται με τη σειρά που
εκδόθηκαν, μπορούμε να κάνουμε και παρατηρήσεις ως προς την υφολογική του
εξέλιξη.
Το χιούμορ του
Τατσόπουλου είναι συχνότατα σατιρικό, σαν του Ροΐδη. Στη «Βέβηλη αγελάδα»
σατιρίζει τόσο τον Τύπο όσο και τις περασμένες δόξες του κόσμου του θεάματος,
τις μεθόδους της ανόδου τους και το αξιοθρήνητο της πτώσης τους. Το «Άκσιον
Μαν» αναφέρεται στο χωρισμό ενός ζευγαριού και στη συνάντησή του μετά από
χρόνια, όταν έχει πια κατακάτσει η έχθρα και η αντιπαλότητα. Δεν πρέπει να
ξεχνούν ότι έχουν και ένα παιδί. Αξίζει να παραθέσουμε την τελευταία παράγραφο.
«Ο Βασίλης έπιασε με
το δεξί τον γιο του και πέρασε-διστακτικά, είναι αλήθεια-το αριστερό του χέρι
γύρω από τη λεπτή μου μέση. Αν με ρωτούσες; Πριν από επτά χρόνια, νεόνυμφη, αν
με ρωτούσες; Κάπως έτσι θα φανταζόμουν την υπόλοιπη ζωή μας» (σελ. 30).
Στο «Δρόμο προς τη
Μόσχα» ο Τατσόπουλος επιστρέφει πάλι στον κόσμο του θεάματος, με θέμα τώρα την
αποτυχία, τη μνησικακία και την αγνωμοσύνη.
Αμείλικτος είναι και
με τα media, που δεν τα
ενδιαφέρουν τα προσωπικά δράματα αλλά η τηλεθέαση. Η δημοσιογράφος δεν απολύθηκε αλλά
υποβιβάστηκε στη θέση της στο κανάλι, γιατί έκανε λάθος επιλογή ανάμεσα σε
τρεις υποψήφιους αυτόχειρες που απειλούσαν να πηδήξουν στο κενό. Αυτός που
επέλεξε δεν φουντάρισε τελικά.
Μια γλυκόπικρη
ιστορία είναι τα «Ιαματικά λουτρά», με έναν καλοκαιρινό άη Βασίλη, όχι στο νότιο
ημισφαίριο όπου τότε έχουν χειμώνα, αλλά στα Λουτρά της Αιδηψού.
Στη «Σεξουαλική
αγωγή», μια απολαυστική ιστορία όπου ο Τατσόπουλος παρουσιάζεται με τη δική του
περσόνα, εκτός πια κι αν δανείζει το μικρό του όνομα στον αφηγητή του,
διαβάζουμε: «Η μόνη τίμια συναλλαγή… ήταν η συναλλαγή με τις πουτάνες» (σελ.
68).
«Ο τελευταίος
ευφημισμός» είναι ένα γκροτέσκο διήγημα χωρίς χιούμορ. Παρακολουθούμε τον
ασθματικό λόγο μιας μικρούλας που η μητέρα της την έχει φυλακίσει σε ένα
υπόγειο για να μην ομολογήσει ότι σκότωσε τον πατέρα της. Οι κοφτές φράσεις με
τις συχνές επαναλήψεις λέξεων είναι το κύριο υφολογικό στοιχείο, δίνοντας μια
αίσθηση οιονεί μοντερνισμού. Αποδέκτης της αφήγησής της την οποία μαγνητοφωνεί
είναι κάποια κυρία Χριστίνα.
«Η εποχή του τρύγου»,
αν και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά (2003) με τον «Τελευταίο ευφημισμό», έχουμε
την υποψία ότι γράφηκε πιο πρώτα. Εδώ ο Τατσόπουλος με την διαυγή ρεαλιστική
αφήγηση των προηγούμενων διηγημάτων μας διηγείται την περιπέτεια μιας ψυχολόγου
που έχει ξαμοληθεί στη βόρεια Ελλάδα προς άγραν ταλαιπωρημένων ψυχών για μια
τηλεοπτική εκπομπή. Στα «Χίλια ψέματα» έχουμε πάλι τον ασθματικό λόγο κάποιου
με αποδέκτη έναν κινέζο, σχολιάζοντας τα πέντε πρόσωπα μιας φωτογραφίας. Στο
«Πιο κοντά στον ουρανό» ο Τατσόπουλος ξεκινάει υφολογικά όπως και στο
προηγούμενο, για να περάσει όμως στη συνέχεια στη διαυγή αφήγηση μιας
συγκινητικής ιστορίας. Ο περιπτεράς αλλάζει άρδην στάση απέναντι στον
ενοχλητικό πιτσιρίκο, όταν πληροφορείται ότι ο πατέρας του σκοτώθηκε και ο ίδιος
δεν το ξέρει.
Η «Χειμερία νάρκη»
είναι μια ακόμη σατιρική ιστορία, που προσεγγίζει όμως υφολογικά τις
προηγούμενες. Δύο άτομα που στην κατάληψη του Χημείου ξελαρυγγίζονταν
φωνάζοντας στους αστυνομικούς «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» πέρασαν αργότερα
στις τάξεις τους. Υπάρχει και εδώ αποδέκτης της αφήγησης, και είναι μια ομάδα
αστυνομικών.
«Κανένας από τους
δυο μας δεν φανταζόταν, πριν από είκοσι σχεδόν χρόνια, ότι κάποτε θα
επισκεπτόταν τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών. Με άλλη ιδιότητα εννοώ. Με
άλλη ιδιότητα από αυτήν του κρατουμένου. Πόσο μάλλον εγώ. Με την ιδιότητα του
δασκάλου σας» (σελ. 131).
Αυτός ο άτιμος ο
επιούσιος!!!
Στο «Ένας δύσκολος
πελάτης», την τελευταία ιστορία, ο Τατσόπουλος εγκαταλείπει εντελώς αυτόν τον
«μοντερνισμό» και επιστρέφει στην διαυγή ρεαλιστική αφήγηση. Πρώην πουτάνα, νυν
ιδιοκτήτρια βίντεο-κλαμπ, μετανιώνει που δεν ξεγέλασε ένα πελάτη. Ο πελάτης
ζητούσε μια πορνοταινία στην οποία το ζευγάρι που κάνει σεξ να αγαπιέται
πραγματικά. Πού να ξέρει. Ο πελάτης έφυγε απογοητευμένος.
Και θυμήθηκα μια
φράση από το «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Μάρκες που έφυγε
πρόσφατα: Μην αφήσεις τον εαυτό σου να πεθάνει πριν γνωρίσεις το θαύμα να πηδάς
από έρωτα.
Αυτά για τον
Τατσόπουλο, φαντάζομαι θα ξαναγράψουμε γι’ αυτόν. Κάπου κρύβονται ακόμη βιβλία
του που δεν έχω διαβάσει.
No comments:
Post a Comment