Λαμπρίνα Μαραγκού, Μάτση Χατζηλαζάρου, από την ποίηση στη
μύηση, Παπαζήσης 2016, σελ. 89
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια διεισδυτική μελέτη πάνω στο έργο και την προσωπικότητα
της ποιήτριας
Ποια είναι η Λαμπρίνα
Μαραγκού;
Αγαπητή φίλη και συνάδελφος. Διδάκτωρ όπως κι εγώ, διδάσκει
σε πειραματικό όπως δίδασκα κι εγώ πριν βγω στη σύνταξη. Της έχω παρουσιάσει
ήδη δύο άλλα βιβλία της, το «Η
αγάπη φοράει φτερά από μετάξι» και «Πάθος».
Ποια είναι η Μάτση
Χατζηλαζάρου;
Είναι μια διπλοτυπία της Λου Σαλομέ,
που εμφανίστηκε περίπου μισό αιώνα αργότερα. Διαβάζουμε από το βιβλίο της
Μαραγκού:
«Γεννημένη το 1914 στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε με την πρώτη
της συλλογή το Μάη του 1944 (Μάης, Ιούνης και Νοέμβρης) υπογράφοντας ως Μάτση
Ανδρέου. Η θυελλώδης σχέση της με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και ο γάμος της μαζί του
(τρίτος για εκείνη), ο έντονος ερωτικός δεσμός της με τον ποιητή Ανδρέα Καμπά,
τον Βιλατό και τον Καστοριάδη, υποδεικνύουν μια έντονα παράφορη φύση
καθοδηγούμενη από την επιθυμία» (σελ. 10).
Πιο κάτω μας πληροφορεί ότι «Ο εκδοτικός οίκος Ίκαρος
περιλαμβάνει όλο το έργο της Μάτσης Χατζηλαζάρου σ’ ένα τόμο με ενδεικτικό
χρονικό διάστημα 1944-1985» (σελ. 37).
Για την ποίησή της γράφει:
«Ζωή περιπετειώδης, ιδωμένη μέσα από ένα πρίσμα όπου διαθλώνται
όλα τα χρώματα της ερωτικής ίριδος, έντονη, ατέρμονα διεισδυτική με μια ματιά
εντελώς προσωπική, πάντα εκτός συμβατικού οραματισμού. Και η κατάργηση του
συμβατικού οραματισμού, όσο κι αν αυτό ακούγεται οξύμωρο, απαιτεί όχι απλώς
προσανατολισμό προς τον σουρεαλισμό αλλά τον ίδιο τον σουρεαλισμό σαν πρώτη ύλη
της ύπαρξης… η Μάτση Χατζηλαζάρου οικοδομεί ένα εντελώς προσωπικό ύφος το οποίο
την καθιστά αναγνωρίσιμη και σαφώς μοναδική. Η ένταση, ο χρωματισμός των
αισθημάτων, η βαθιά φωνή που δυναμώνει όσο προχωρά το ποίημα, η κραυγή του
πάθους είναι κύρια χαρακτηριστικά της δημιουργίας της για όλους εκείνους που
επιμένουν να τα εντοπίζουν και να τα αξιολογούν» (σελ. 10-11).
Με διεισδυτική ματιά και οξύ κριτικό πνεύμα η Λαμπρίνα
πραγματεύεται το ποιητικό της έργο, κάθε συλλογή της χωριστά, σε θεματικά
κεφάλαια που κάθε ένα αναφέρεται και σε μια διαφορετική διάσταση της ποίησής
της. «Η μαν(τ)ική τέχνη της ποίησης», «Η εντροπία του έρωτα, σημείο αναδόμησης
της αρμονίας», «Μήτρα και σπέρμα: η μορφολογία έρωτα-θανάτου», «Το πένθος-πάθος
ως μέσο αυτοπραγμάτωσης» είναι τέσσερα από αυτά. Στο τέλος παραθέτει ένα
μακροσκελές ποίημά της, την «Αντίστροφη αφιέρωση». «Πρόκειται», όπως μας λέει η
Μαραγκού, «για ένα ιδιάζον ποίημα γραμμένο σε πεζό και έμμετρο λόγο –στην ουσία
είναι μια de profundis εξομολόγηση η οποία συμπυκνώνει τον λόγο, τα συναισθήματα,
τις μεταβολές των σκέψεων και την αναζήτηση του ιδεατού τόπου όπου όλα
συμβαίνουν και όλα καταργούνται συγχρόνως. Ο σπαραγμός του συναισθήματος πάνω
σε κάθε λέξη, η μεγαλειώδης ενατένιση του έρωτα και η λακωνική εκφορά του
νόστου για ένα ονειρώδη τόπο αλλού, εγκολπώνουν την ψυχική διάσταση της
ποιήτριας…» (σελ. 79).
Σταχυολογώ χαρακτηριστικά αποσπάσματα που δείχνουν τη
διεισδυτική ματιά της μελετήτριας πάνω στα ποιήματα και την προσωπικότητα της
ποιήτριας.
«Η σχέση της Μάτσης Χατζηλαζάρου με τις λέξεις είναι άκρως
παθιασμένη. Ολοφύρεται με τις συλλαβές, συμφύεται μαζί με το ανοίκειο που
τελικά μετασχηματίζεται σε οικείο, αναγορεύει τον πόθο σε πρωταγωνιστή,
δυνάστη, εξουσιαστή μέσα από τις διαδικασίες μιας εσωτερικής επανάστασης την
ώρα που οπλίζει τον ερωτισμό με την ανάγκη, την έλξη με το αναπόφευκτο, την
επιθυμία με μεταφυσικό εξουθενωτικό βίωμα, την έλλειψη με αγγελτήριο θανάτου»
(σελ. 16).
Πριν συνεχίσουμε όμως, να δώσουμε ένα δείγμα της ποιήτριας,
από τα αποσπάσματα που παραθέτει η Λαμπρίνα.
«Την πιο ηδονική αφή
την έχει το σταφύλι το πρωί,
σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με
κείνη την άχνη
τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με
τα τρία μου δάχτυλα,
και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της
δροσιάς του αμπελιού» (σελ. 33).
Και πάλι η Λαμπρίνα:
«Σκοτάδι, φως, ορμή
προς το θάνατο και ορμή προς την έκσταση είναι οι πόλοι της ποίησης της Μάτσης
Χατζηλαζάρου, με τη διαφορά πως πόρρω απέχει από τον ρομαντισμό της ευρωπαϊκής
λογοτεχνίας, τη μελαγχολική εκείνη εμμονή που στις αποτυχημένες περιπτώσεις
καταλήγει σε παθολογία» (σελ. 54).
Και πάλι η Μάτση:
«Απόψε πονάω σ’ όλες
μου τις απογνώσεις.
Κάνει πολύ κρύο κάτω απ’ τη σκιά
της ζωής μου που γέρασε.
Βαθιές γουλιές οι μελαγχολίες,
είναι πληρωμένοι δολοφόνοι.
Ας οργανωθεί πια η σφαγή
απ’ ό,τι αγαπάω ακόμα» (σελ. 57).
Και πάλι η Λαμπρίνα:
«Ο εσωτερικός
μονόλογος έχει αποδέκτη τον εραστή που έχει αντικειμενικά χαθεί, αλλά που στην
ουσία του είναι διαρκώς παρών, καθώς συντηρείται μέσα από τη νηπενθή ενατένιση
μιας και μόνης εμμονής, αυτής της ευτυχίας» (σελ. 62).
Και πάλι η Μάτση:
«…σταγόνες δάκρυα,
γάλα και σπέρμα,
σταγόνες χυμό, σταγόνες φαρμάκι.
Τόσες σταγόνες που πλανιούνται
μετρημένες για κάθε μοίρα
αδιάκοπα ως τον ουρανό
απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών
ως το αίμα» (σελ. 63).
Και η Λαμπρίνα καταλήγει:
«Το αντικείμενο του έρωτα λίγο διαφέρει αν είναι το ίδιο ή αλλάζει
διαρκώς, καθώς το πρόσωπο γίνεται μάσκα που αλλάζει, μάσκα από υδάτινη ονειρική
ύλη, από αστερόσκονη, από σιωπή… Στο τέλος εκριζώνεται από την ίδια την ένταση
του πάθους, απομονώνεται από το σβώλο της γης που μέσα του έχει θρέψει τον
σπόρο του έρωτα, για να ξαναφυτευτεί με ελευσινιακή κατάνυξη σε καινούριο πηχτό
χώμα» (σελ. 80).
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω:
Λαμπρίνα μου, δίνεις το τέλειο άλλοθι για το κεράτωμα.
Όμως τελικά έτσι είναι τα πράγματα.
Υπέροχη η Λαμπρίνα, υπέροχη η Χατζηλαζάρου, συνιστώ ανεπιφύλακτα το
βιβλίο.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment