Larisa
Shepitko, (1938-1979)
Heat (Зной, Θερμότητα, 1963)
Η «Θερμότητα» είναι η πρώτη ταινία της Λαρίσα Εφήμοβνα Σεπίτκο. Είναι η διπλωματική εργασία της, την
οποία έκανε σε ηλικία 22 χρόνων. Βασίζεται πάνω στο διήγημα του Τσινγκίζ Αϊτμάτοφ «Το μάτι της καμήλας».
Κεντρικός ήρωας της ιστορίας την οποία
αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο είναι ο Κεμέλ, ένας δεκαεπτάχρονος νεαρός που
στάλθηκε, όπως στάλθηκαν αρκετοί νέοι για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη παρθένων
εδαφών, στην περιοχή του Αναρχάι, περιοχή του Κιργιστάν από όπου κατάγεται ο
Αϊτμάτοφ. Η περιοχή αυτή μαστίζεται από την ανομβρία και τη ζέστη. Η Σεπίτκο
υπέφερε στα γυρίσματα. Μάλιστα αρρώστησε και σε ένα μέρος των γυρισμάτων την
επίβλεψη την είχε ο μελλοντικός σύζυγός της Έλεμ Κλίμοφ.
Έχοντας δει την δεύτερη ταινία της Σεπίτκο «Τα φτερά», διαπιστώνω ότι το ιδιαίτερο ταλέντο της είναι η
εξαιρετική ψυχογράφηση των ηρώων της. Εδώ η ψυχογράφηση αφορά δύο πρόσωπα, τον
Κεμέλ και τον Αμπακίρ, έναν οδηγό τρακτέρ στη μονάδα που στάλθηκε ο Κεμέλ.
Ο Αμπακίρ είναι ένας δύστροπος, κακότροπος
χαρακτήρας. Όχι μόνο βγάζει το λάδι του Κεμέλ απαιτώντας απόλυτη πειθαρχία,
αλλά και φέρεται με απαίσιο τρόπο στην φιλενάδα του η οποία είναι πολύ
ερωτευμένη μαζί του. –Δεν θα σε παντρευτεί, την προειδοποιούν, θυμήσου ότι έχει
παρατήσει την οικογένειά του.
Παρατηρούμε διάφορα επεισόδια σύγκρουσης με
τον Κεμέλ. Αυτός, αγανακτισμένος, κάποια στιγμή εγκαταλείπει τη μονάδα, όμως πριν
βραδιάσει επιστρέφει. Πιθανότατα μια νεαρή κοπέλα την οποία συνάντησε σε μια
πηγή είναι η αιτία.
Στη μονάδα έκαναν δώρο ένα ραδιόφωνο. Όμως
χωρίς ρεύμα πώς να δουλέψει; -Μα με μπαταρία, λέγει ο Κεμέλ. Ο Αμπακίρ θα
σηκώσει αδιάφορα τους ώμους.
Όταν ο Κεμέλ τελικά βρίσκει μπαταρία και το
κάνει να δουλέψει, προς μεγάλη χαρά των υπόλοιπων της ομάδας, ο Αμπακίρ δεν το
αντέχει. Τους λέει να το κλείσουν γιατί τον ενοχλεί, αυτοί αρνούνται, σηκώνεται
και το κλείνει ο ίδιος, το ξανανοίγουν. Αυτός το αρπάζει και το συντρίβει στο
πάτωμα.
Καταλαβαίνει ότι το παράκανε. Τα μαζεύει για
να φύγει. Απομακρύνεται. Ο Κεμέλ κάνει να πάει να τον συγκρατήσει. Κάποιος τον
σταματάει. Ναι, δεν ήταν συμπαθής στην ομάδα ο Αμπακίρ.
Δεν με συγκίνησε ιδιαίτερα η ιστορία, όμως η
ποιητική λήψη της κάμερας της Σεπίτκο ήταν εξαιρετική. Την ταινία την είδα σαν
ένα ποίημα και μου άρεσε εξαιρετικά, παρόλο που η ίδια η Σεπίτκο πήγε να της
βρει ψεγάδια σαν πρώτη ταινία της.
Καθώς έχω τη μανία να κάνω συγκρίσεις ήθελα
να διαβάσω και το διήγημα. Το βρήκα, αλλά μόνο στα ρώσικα. Οι ρωσομαθείς
μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.
Και για άλλη μια φορά διαπιστώνω ότι μια
κινηματογραφική μεταφορά μπορεί να αφίσταται αρκετά από το πεζογράφημα.
Στο διήγημα δεν υπάρχει το επεισόδιο με το
ραδιόφωνο. Επίσης δεν είναι η φιλενάδα του Αμπακίρ που βάζει τον Κεμέλ να οδηγήσει
το τρακτέρ, αλλά ο ίδιος ο Κεμέλ. Για πιο λόγο; Για να μπορεί να πιάσει
ανενόχλητος κουβέντα με την κοπέλα, που είχε έλθει να δει τον Κεμέλ.
Στην ταινία η Σεπίτκο δεν δείχνει τους δυο
νεαρούς να μιλούν σε αντίθεση με το διήγημα, όπου μάλιστα βρίσκουν ότι είχαν
ένα κοινό δάσκαλο.
Όταν εμφανίζεται η κοπέλα για δεύτερη φορά ο
Αμπακίρ καθίζει πάλι τον Κεμέλ στη θέση του οδηγού του τρακτέρ και ο ίδιος
πηγαίνει να τη συναντήσει. Προφανώς τώρα της την πέφτει, γιατί αυτή σηκώνεται
γρήγορα και φεύγει.
Είπαμε ότι το επεισόδιο με το ραδιόφωνο δεν
υπάρχει στο διήγημα. Ο Αμπακίρ φεύγει παίρνοντας μαζί του ένα κομμάτι κίτρινο
μέταλλο που έμοιαζε για χρυσό, ίσως η χρυσή λαβή ενός σπαθιού, που βρήκε ο
Κεμέλ καθώς όργωναν. Από δω πέρασαν τον 12ο αιώνα οι Μογγόλοι οι
οποίοι είχαν κατακτήσει την Κίνα και της είχαν λεηλατήσει το χρυσάφι. Θα το
πήγαιναν σε κάποιον ειδικό. Όμως φαίνεται ότι ο Κεμέλ ήταν σίγουρος πως
επρόκειτο για χρυσό, και καθώς είχε προφανώς προαποφασισμένη τη φυγή του, την
επιτάχυνε. Εδώ φεύγει χωρίς ούτε ο Κεμέλ να τον αντιληφθεί καλά καλά, ενώ στην
ταινία αναχωρεί μπροστά σε όλους.
Η κοπέλα του κλαίει απαρηγόρητα. Όσο για τον
Κεμέλ ονειρεύεται να ξανασυναντήσει την δικιά του κοπέλα. Το διήγημα τελειώνει
ως εξής.
«Και ξαφνικά ένοιωσα μεγάλη λαχτάρα να
εμφανιζόταν τώρα λέει δίπλα μου το γλυκό μου κορίτσι, και να με πίστευε
ότι αυτή η άγρια στέπα θα μεταμορφωνόταν
σε μια υπέροχη χώρα, την Αναρχάι».
Δεν θα βάλω στον προκρούστη του διηγήματος
την ταινία. Νομίζω πολύ σωστά η Σεπίτκο παρουσιάζει το αίσθημα των δυο νέων
βουβά, με τα βλέμματα, τις εκφράσεις των προσώπων, τις κινήσεις, την εικαστική
λήψη του περιβάλλοντος χώρου. Μια συζήτηση των δυο νέων θα έδινε μια πεζότητα
στον έρωτα που με τόσο ποιητικό τρόπο παρουσιάζει η Σεπίτκο να αναπτύσσεται
ανάμεσά τους.
Τα «Φτερά» είναι η δεύτερη ταινία της Λαρίσα
Σεπίτκο (1938-1979), της πρόωρα χαμένης συζύγου του Elem Klimov, από τροχαίο. Μεγάλη απώλεια για τον σοβιετικό κινηματογράφο, όχι μόνο
γιατί έχασε μια πολύ ταλαντούχα σκηνοθέτιδα, αλλά και γιατί, ίσως, ο θάνατός
της αποτέλεσε την αιτία της πρόωρης σιωπής του συζύγου της.
Τα «Φτερά» δίνουν ένα λεπτό ψυχολογικό
πορτραίτο μιας γυναίκας στη μεταπολεμική σοβιετική ένωση. Η Ναντέζντα
Πετρούσινα, γυναίκα-πιλότος κατά τον πόλεμο, είναι τώρα διευθύντρια ενός
σχολείου.
Βλέπουμε τα απανωτά κτυπήματα που δέχεται στη
ζωή της. Ο φίλος της, πιλότος επίσης, καταρρίπτεται στον πόλεμο. Στο σχολείο
αντιμετωπίζει την έχθρα δύο μαθητών. Η θετή κόρη της παντρεύεται, φεύγει από
κοντά της. Επί πλέον δεν εγκρίνει την εκλογή της, αλλά χωρίς να φέρνει
ιδιαίτερες αντιρρήσεις. Ένας φίλος της περίπου την φλερτάρει. Δεν δείχνει όμως
διάθεση να την παντρευτεί.
Το τέλος είναι μεγαλειώδες. Επισκέπτεται μια
αεροπορική βάση. Ανεβαίνει σε ένα αεροπλάνο. Το ενθουσιασμένο προσωπικό
σπρώχνει το αεροπλάνο προς το υπόστεγο, λέγοντάς της να απολαύσει την αύρα στο
πρόσωπό της. Όμως εκείνη, πριν φτάσουν στο υπόστεγο, βάζει μπροστά το
αεροπλάνο, το γυρνάει πίσω και απογειώνεται. Απόδραση από το οδυνηρό τώρα,
επιστροφή σε μέρες δόξας.
Διαψεύστηκα στην αφηγηματική προσδοκία για
ένα δραματικό τέλος, με την πτώση του αεροπλάνου. Η ταινία τελειώνει με την
Ναντέζντα Πετρούσινα να πετάει στους αιθέρες.
Εξαιρετική στο ρόλο της Ναντέζντα η Μάγια
Μπουλγκάκοβα. Διάβασα το βιογραφικό της στη βικιπαίδεια από περιέργεια, να δω
μήπως είχε καμιά σχέση με τον Μιχαήλ. Δεν είχε. Όμως με έκπληξη διαβάζω ότι
είχε την ίδια μοίρα με την Σεπίτκο, σκοτώθηκε κι αυτή σε τροχαίο.
Θα γράψουμε για όλες τις ταινίες της Σεπίτκο.
Όπως κάναμε και με τον σύζυγό της, όπως κάναμε και με τον Feng Xiaogang, σε κάθε ανάρτηση θα δίνουμε τον σύνδεσμο για την
προηγούμενη.
Andrei
Smyrnov, Larisa
Shepitko and Genrih Gabai, Beginning
of an unknown era (Начало
неведомого века 1967)
Το έργο αποτελείται από τρία
ανεξάρτητα επεισόδια που διαδραματίζονται κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’20.
Και τα τρία βασίζονται σε πεζογραφήματα. Τα δυο πρώτα προβλήθηκαν για πρώτη
φορά το 1987, είκοσι χρόνια από τότε που γυρίστηκαν. Το τρίτο προβλήθηκε το
1969, όμως η κόπια μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί.
Η πρώτη ιστορία την οποία
σκηνοθετεί ο Αντρέι Σμιρνόφ και βασίζεται σε διήγημα του Γιούρι Ολιέσα έχει τον
τίτλο «Άνγκελ» και διαδραματίζεται το 1920. Ο κομισάριος Παρφένοφ βρίσκεται σε
ένα τραίνο με άλλους επιβάτες. Όμως πέφτει στα χέρια μιας ομάδας
αντεπαναστατών, αρχηγός των οποίων είναι ο αταμάνος Άνγκελ. Δεν περιμένει
έλεος, τον αντιμετωπίζει θαρραλέα. Αυτός τον σκοτώνει κτυπώντας του το κεφάλι
με ένα μπαλτά, ενώ δυο σύντροφοί του τον κρατούν ανάσκελα. Οι άλλοι επιβάτες
του τραίνου παρακολουθούν παγωμένοι.
Ξαφνικά ακούγονται γυναικείες φωνές
από την παρακείμενη καλύβα. Ένας από το τραίνο πηγαίνει να δει. Βλέπει το
κορίτσι, από τους επιβάτες του τραίνου, πεσμένο στην είσοδο. Την υποβαστάζει
για να μπορέσει να προχωρήσει. Την έχουν βιάσει οι άντρες του Άνγκελ.
Καθώς απομακρύνονται προσπαθεί να
καθησυχάσει τους γονείς της. –Εν τάξει είμαι μπαμπά, μπορώ να προχωρήσω μόνη μου, λέει στον πατέρα
της που την κρατάει από τη μασχάλη.
Η επανάσταση πέτυχε, οι
αντεπαναστάτες κατατροπώθηκαν, τώρα μπαίνει το καθήκον της οικοδόμησης του
σοσιαλισμού, της στήριξης της οικονομίας. Η ιστορία της Σεπίτκο που έχει τίτλο
«Η πατρίδα του ηλεκτρισμού», βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Αντρέι Πλατόνοφ,
αναφέρεται σ’ αυτή τη φάση.
Σε μια αγροτική περιοχή υπάρχει
ανομβρία. Έχει μήνες να βρέξει. Οι χωρικοί κάνουν λιτανείες κρατώντας την
εικόνα της παναγίας.
Το κόμμα στέλνει στην περιοχή έναν
νεαρό φοιτητή πολυτεχνείου να βρει λύση στο πρόβλημα. Και βρίσκει.
Υπάρχει μια μηχανή η οποία δίνοντας
κίνηση σε ένα δυναμό ηλεκτροδοτεί το χωριό το βράδυ. Ο φοιτητής σκαρφίζεται το
φτιάξιμο μιας υδραντλίας η οποία θα λειτουργεί με αυτή τη μηχανή. Επιτυχία!!! Το νερό τρέχει και ποτίζει τη σκασμένη από την ξηρασία
γη.
Όμως
όχι για πολύ. Σε λίγο γίνεται μια έκρηξη και η μηχανή τυλίγεται στις φλόγες. Οι
χωρικοί τρέχουν έντρομοι και την παρακολουθούν που καίγεται. Ούτε που
αντιλαμβάνονται τη βροχή που έχει αρχίσει να πέφτει. –Έτσι στεκόμασταν εδώ, σκέφτεται
ο νεαρός, και η βροχή έπεφτε, όμως οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονταν τη βροχή,
γιατί είχαν πάψει να ελπίζουν ότι θα έλθει. Δεν είχαν αντιληφθεί πώς,
ελπίζοντας να ζήσουν, έγιναν η ενσάρκωση της ελπίδας, ότι μπορούν να
κατορθώσουν το ακατόρθωτο, και ότι αυτή η ελπίδα έγινε μέρος μιας μεγαλύτερης
ελπίδας, της ελπίδας για τον μελλοντικό κόσμο του κομμουνισμού, ελπίδας που τη
χρειάζονταν για την καθημερινή τους ύπαρξη.
Τι
ήταν αυτό που εμπόδισε την προβολή των ταινιών την εποχή που γυρίστηκαν;
Ενόχλησαν το καθεστώς; Το ότι τις είδαμε να οφείλεται άραγε στην περεστρόικα;
Και βέβαια χάθηκε η τρίτη, που δεν ξέρουμε σε ποια μεταγενέστερη φάση της
σοβιετικής ένωσης αναφερόταν.
Ναι,
διαβάζω στη συνέχεια στο ρώσικο λήμμα της βιογραφίας της Σεπίτκο, η λογοκρισία εμπόδισε την προβολή τους. Και,
αυτό έχει πλάκα, ο σκηνοθέτης της τρίτης ιστορίας που πέρασε τη λογοκρισία και
προβλήθηκε, ο Γκένριχ Γκαμπάι, μετανάστευσε στο Ισραήλ το 1971 με τη γυναίκα και το γιο τους, και μετά από δυο χρόνια πήγαν στις ΗΠΑ. Μετά από
αυτό οι ταινίες του σταμάτησαν να προβάλλονται στη Σοβιετική Ένωση. Αυτός
φαντάζομαι είναι και η λόγος που η ταινία του «χάθηκε».
Η
προηγούμενη ανάρτησή μας για ταινία της Λαρίσα Σεπίτκο ήταν για την πρώτη
ταινία της, τη «Θερμότητα».
Όπως
έκανα και μ’ αυτή, έψαξα και εδώ για το διήγημα του Πλατόνωφ. Αυτό το βρήκα
τόσο στα ρώσικα όσο και σε αγγλική μετάφραση. Όμως ήταν αβόλικο να κάνω αυτό
που έκανα με τη νουβέλα του Νικολάι Λέσκοβ «Η λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», να διαβάσω παράλληλα τα δυο κείμενα ώστε να πλουτίσω
το λεξιλόγιό μου με μερικές ακόμη ρώσικες λέξεις, και έτσι διάβασα μόνο την
αγγλική μετάφραση.
Το
κοινό με το διήγημα του Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ «Το μάτι της καμήλας» είναι το μοτίβο
του νεαρού που στέλνεται σε κάποια απόμακρη περιοχή να προσφέρει τη βοήθειά
του. Το κοινό επίσης στην πραγμάτευση των δυο διηγημάτων είναι η αλλαγή του
τέλους. Στο διήγημα του Πλατόνωφ η έκρηξη δεν γίνεται στη μηχανή αλλά στο
αποστακτήριο απ’ όπου τροφοδοτούσαν τη μηχανή με καύσιμο. Θα το φτιάξουν την
επομένη. Στο τέλος του διηγήματος ο νεαρός ήρωάς μας, κι αυτός πρωτοπρόσωπος
αφηγητής, έχοντας εκπληρώσει το καθήκον του, έχοντας βρει μια κάποια λύση στο
πρόβλημα της ανομβρίας που απειλεί με πείνα τους κατοίκους του χωριού,
επιστρέφει στο σπίτι του. Στο διήγημα βλέπουμε έναν ποιητή-γραμματέα του
χωριού, χήρο, με τα παιδιά του να πεινάνε. Το επεισόδιο όμως της συνάντησης του
νεαρού με τη γριούλα κατά τη διάρκεια της λιτανείας, από τα πιο ωραία στο
διήγημα, μεταφέρεται από την Σεπίτκο στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη πιστότητα.
«Την 13η ώρα της νύχτας» είναι το
τέταρτο έργο της Λαρίσα Σεπίτκο και το πρώτο της έγχρωμο. Πρόκειται για μια
τηλεοπτική επιθεώρηση που γυρίστηκε για την πρωτοχρονιά του 1970 και, όπως λέει
ο τίτλος, θα πρέπει να προβλήθηκε αμέσως μετά τα μεσάνυχτα της πρωτοχρονιάς. Η ταινία
υπάρχει στο youtube αλλά χωρίς υπότιτλους. Όμως αυτό
δεν έχει σημασία όπως γράφει σε σχόλιο και αυτός που την ανέβασε, το στόρι
είναι υποτυπώδες, και λειτουργεί σαν ιντερμέτζο στα εορταστικά θεάματα που βλέπουμε,
τραγούδι, μουσική, χορός, ακόμη και ακροβατικά. Στο στόρι βλέπουμε έξι άτομα,
όλα πονηρά πνεύματα, μαζεμένα σε ένα δωμάτιο. Πιο δίπλα σε μια μπανιέρα είναι μια
γοργόνα. Μετά έρχεται ένα παιδί ντυμένος σαν νάνος, όπως στο γνωστό παραμύθι με
τη χιονάτη. Υποτίθεται ότι βλέπουν τα μουσικοχορευτικά θεάματα μέσα από ένα
μαγικό μακρύ μονόκυαλο και από την οθόνη της τηλεόρασης. Το τέλος εξελίσσεται
θεότρελο, μπαίνουν μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης και βρίσκονται στο
στούντιο των γυρισμάτων. Αν δεν έχετε τίποτα καλύτερο να δείτε, δέστε την
ταινία την παραμονή της πρωτοχρονιάς. Ούτε δέκα μέρες δεν έμειναν.
Η προηγούμενη ανάρτησή μας ήταν
για την ταινία της «Η πατρίδα του
ηλεκτρισμού», η δεύτερη ιστορία από τις τρεις της ταινίας «Η αρχή μιας νέας εποχής».
Larisa
Shepitko, You
and me (Ты и я, 1971)
«Εσύ κι εγώ, είμαστε αναγκαίοι σε κάποιους», είναι
μια ατάκα από το έργο από την οποία πάρθηκε ο τίτλος της ταινίας.
Είναι η δεύτερη και τελευταία έγχρωμη ταινία
της Σεπίτκο, και η τέταρτη και προτελευταία της. Ένα τροχαίο έβαλε τέλος στην
καριέρα και στη ζωή της το 1979.
Ούτε στο ρώσικο σύνδεσμο βλέπω να αποτελεί
μεταφορά πεζογραφήματος, όπως δυο προηγούμενα έργα της, απλά η Σεπίτκο
συνυπογράφει το σενάριο μαζί με τον Генна́дий Фёдорович Шпа́ликов, ρώσο σεναριογράφο.
Τελικά η Σεπίτκο είναι εξαίρετη
προσωπογράφος. Στα «Φτερά» μας δίνει την προσωπογραφία της Ναντέζντα
Πετρούσινα. Στο «Εσύ κι εγώ» μας δίνει τα πορτραίτα όχι ενός αλλά τεσσάρων
προσώπων, τα οποία κουβαλάνε όλα τους τα ψυχολογικά τους προβλήματα.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Πιοτρ. Τι ήταν αυτό
που τον οδήγησε, αυτόν τον ταλαντούχο νευροχειρουργό, να παρατήσει το
επιστημονικό του έργο και να πάει να δουλέψει σαν απλός γιατρός στην ρώσικη
πρεσβεία στη Σουηδία; Σε μια αναδρομή τον βλέπουμε να ελευθερώνει ένα σκυλί που
είχαν σαν πειραματόζωο. Ίσως να ήταν μια από τις αιτίες της υπαρξιακής κρίσης
που τον οδήγησαν σ’ αυτή την αυτοεξορία. Η ταινία όμως, στην κύρια ιστορία, τον
παρακολουθεί στην επιστροφή του. Τρία χρόνια κάθισε στο εξωτερικό, ίσως
συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν η κατάλληλη διέξοδος, και αποφάσισε να γυρίσει
πίσω. Θέλει να δουλέψει ξανά επιστημονικά, όμως βρίσκει τις πόρτες κλειστές. Η
γυναίκα του η Κάτια προσπαθεί για πάρτη του, παρακαλεί τον Σάσα, παλιό
συνάδελφό του, όπως και ο ίδιος άλλωστε, αλλά μάταια, δεν έχει καμιά διάθεση να
τον βοηθήσει. Φλερτάρει ολοφάνερα την Κάτια. Κάποια στιγμή, βλέποντάς τους από
μακριά ο Πιοτρ, καταλαβαίνει ότι κάτι παίζεται μεταξύ τους και σηκώνεται και
φεύγει. Πιάνει δουλειά σαν γιατρός σε μια κινητή ιατρική μονάδα. Η Κάτια μάταια
παίρνει τηλέφωνα, δεν είναι σπίτι, δεν απαντάει.
Ο Πιοτρ κάποια στιγμή συναντάει την Νάντια,
μια νεαρή κοπέλα που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Φαίνεται ότι κάτι θα παιχτεί
ανάμεσά τους.
Τίποτα δεν θα συμβεί, όπως και ανάμεσα στον
Σάσα και την Κάτια η οποία δεν βγάζει από το μυαλό της τον Πιοτρ, παρόλο που
κάποια στιγμή δίνεται στην ταινία αυτή η αφηγηματική αναμονή. Η Λαρίσα αφήνει
τους ήρωές της στις μοναξιές τους.
Το τέλος είναι εντυπωσιακό. Υποψιαζόμαστε την
πρόθεση του Πιοτρ να αυτοκτονήσει, όμως συναντάει στο χιονισμένο δάσος το σκυλί
που είχαν ελευθερώσει. Τον σώζει, όπως είχε σώσει μια κατσίκα την Νάντια από
μια απόπειρα αυτοκτονίας που σχεδίαζε πριν από αυτήν που έκανε τελικά. Η
κατσίκα την κοίταζε επίμονα, και δεν βρήκε το θάρρος να κρεμαστεί μπροστά της.
Οι ταινίες της Λαρίσα μου άρεσαν ίσως
περισσότερο από τις ταινίες του συζύγου της, του Έλεμ Κλίμοφ. Η ποίηση των
εικόνων, οι εκφραστικότατες σιωπές, οι κινήσεις της κάμερας γύρω, προς και από
τους ήρωες, η εκφραστικότητα των προσώπων τους, με μάγεψαν.
Θεωρώ το σασπένς μια μεγάλη αρετή σε μια
ταινία, όμως δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ. Εδώ απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά,
όπως εξάλλου απουσίαζε και στα «Φτερά». Όμως υπήρχαν δυο εξαιρετικά εφέ
απροσδόκητου, το ένα στην αρχή και το άλλο λίγο πριν τη μέση της ταινίας.
Θα αργήσουμε λίγο να αναρτήσουμε για την
τελευταία ταινία της Σεπίτκο. Μια και έκανα την αρχή με άλλες δυο ταινίες της
θέλω να διαβάσω το μυθιστόρημα του οποίου είναι μεταφορά, και το βρήκα μόνο στα
ρώσικα.
Ξέχασα να το γράψω, η προηγούμενη ταινία της
για την οποία ανάρτησα ήταν «In the 13th hour of the night». Επίσης ξέχασα να αναφέρω ότι η μουσική ήταν του εξαίρετου Άλφρεντ Σνίτκε.
Και φτάσαμε στην τελευταία ταινία της Λαρίσα
Σεπίτκο.
Δυο ουκρανοί παρτιζάνοι συλλαμβάνονται από
τους γερμανούς. Φυσικά θα τους ζητηθεί να προδώσουν. Ποια στάση θα κρατήσουν;
Ο Σότνικοφ θα πεθάνει σαν ήρωας, στην
κρεμάλα, μαζί με έναν άλλον άντρα, μια γυναίκα και ένα κορίτσι. Ο σύντροφός του
θα κοιτάξει να σώσει τη ζωή του. Το αντάλλαγμα; Να μαρτυρήσει και να ενταχθεί
στο σώμα της αστυνομίας. Δεν είναι τίποτα το σπουδαίο αυτό που θα μαρτυρήσει,
όμως η πράξη της προδοσίας τον βαραίνει.
Στην προηγούμενη ανάρτησή μας για το «Εσύ κι
εγώ» γράψαμε:
«Οι ταινίες της Λαρίσα μου άρεσαν ίσως
περισσότερο από τις ταινίες του συζύγου της, του Έλεμ Κλίμοφ. Η ποίηση των
εικόνων, οι εκφραστικότατες σιωπές, οι κινήσεις της κάμερας γύρω, προς και από
τους ήρωες, η εκφραστικότητα των προσώπων τους, με μάγεψαν».
Αυτή η παράγραφος ισχύει και για το
«Ανέβασμα», με τις εξής διορθώσεις: βγαίνει το ίσως και όλα τα υπόλοιπα στη
νιοστή δύναμη.
Να ξεκαθαρίσουμε την αφαίρεση του
«ίσως».
Κατ’ αρχάς η σύμπτωση: και η τελευταία ταινία
της Σεπίτκο έχει να κάνει με την γερμανική κατοχή στη Λευκορωσία, όπως και η
τελευταία ταινία του συζύγου της, του Έλεμ Κλίμοφ, που έχει τον τίτλο «Έλα να δεις». Όμως εκείνη είναι μια συναρπαστική πολεμική
ταινία που αναφέρεται στις αγριότητες των ναζί και τελειώνει με την ποιητική
δικαιοσύνη, με τους γερμανούς να συλλαμβάνονται από τους παρτιζάνους και να
εκτελούνται.
Τίποτα τέτοιο δεν βλέπουμε στην ταινία της
Σεπίτκο. Με φόντο τη γερμανική κατοχή η Σεπίτκο κάνει ένα υπαρξιακό δράμα, ένα
δοκίμιο πάνω στην προσμονή του θανάτου, τον πατριωτισμό και την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια. Και δίνει πάλι εξαιρετικές ψυχογραφίες των ηρώων της, με πιο
χαρακτηριστική του ουκρανού συνεργάτη των γερμανών και υπεύθυνου της ανάκρισης.
Η εκφραστικότητα των προσώπων με τα gros-plan κυριαρχούν. Είναι
συγκινητικές οι σκηνές που κοιτάζονται ένας μικρός και ο Σότνικοφ, καθώς
βρίσκεται στην κρεμάλα και από στιγμή σε στιγμή θα κλωτσήσουν τον κορμό πάνω
στον οποίο στέκει, με εναλλαγή σε γκρο πλαν των προσώπων τους.
Η ταινία τιμήθηκε με την Χρυσή Άρκτο στο
φεστιβάλ Βερολίνου και μάλιστα, τον επόμενο χρόνο, η Λαρίσα κλήθηκε να
συμμετάσχει στην κριτική επιτροπή. Όμως, διαβάζω στο ρώσικο λήμμα της
βικιπαίδειας, η ταινία ήταν στα όρια της απαγόρευσης, και προβλήθηκε χάρη στη
μεσολάβηση του γενικού γραμματέα του ΚΚ Ουκρανίας (η Σεπίτκο είναι ουκρανή).
Αναρωτιέμαι και πάλι τι διάβολο ήταν αυτό που ενόχλησε τους λογοκριτές, όπως
και στην ταινία της «Η πατρίδα του ηλεκτρισμού».
Βρήκα το μυθιστόρημα του ουκρανού Βασίλι
Μπίκοφ «Σότνικοφ»
πάνω στο οποίο στηρίζεται το έργο της Σεπίτκο, στα ρώσικα, σε δική του
μετάφραση. Ανυπομονώ να τη διαβάσω, έχοντας την περιέργεια μήπως η Σεπίτκο
άλλαξε το τέλος, όπως σε δυο άλλες ταινίες της. Έτσι κι αλλιώς θα αναρτήσω αφού
το διαβάσω. Και, διαβάζω επίσης στη βικιπαίδεια, το 2013 περιλήφθηκε στα 100
βιβλία που το Υπουργείο Παιδείας και Επιστημών συνιστά στους μαθητές να
διαβάσουν. Διαβάζω επίσης ότι για τα 90 χρόνια από τη γέννηση του Μπίκοφ
εκδόθηκε το μυθιστόρημά του πλήρες, χωρίς τις περικοπές της λογοκρισίας και με
τον αρχικό του τίτλο «Ликвидация» (Εκκαθάριση).
Διάβασα το μυθιστόρημα. Αν αφαιρέσεις τις
αναδρομές, είναι μια νουβέλα. Η Σεπίτκο δεν μετέφερε στην ταινία της τις
αναδρομές αυτές. Και δεν άλλαξε το τέλος, είναι ακριβώς όπως και στο
μυθιστόρημα.
Τα αποσπάσματα πάνω στο νόημα της ζωής και το
φόβο του επερχόμενου θανάτου, όχι μόνο εν αναμονή της εκτέλεσης αλλά και πιο
πριν, όταν ο Σότνικοφ βρισκόταν κάτω από τα πυρά των αστυνομικών συνεργατών των
γερμανών (θα σκοτώσει έναν απ’ αυτούς), είναι αξεπέραστα. Επίσης δείχνεται πολύ
ο ηρωισμός του συντρόφου του, που όμως θα τον εγκαταλείψει εν όψει της
αναμενόμενης εκτέλεσης και θα δεχθεί, όχι αμέσως είναι αλήθεια, την πρόταση του
ανακριτή να ενταχθεί στη δύναμη της αστυνομίας.
Και κάτι άσχετο με την ταινία.
Δεν θα μου περνούσε από το μυαλό αν δεν ήξερα
ότι η επικρατέστερη ετυμολόγηση της λέξης «καρυοφύλλι» είναι από την εταιρεία
που το παρήγαγε, Carlo & figli. Συνάντησα τη λέξη патрон (προφέρεται πατρόν) και στο μυαλό μου ήλθε το
ριζίτικο, «Πότε θα κάνει ξαστεριά… να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη
πατρόνα». Δεν είμαι γλωσσολόγος, αλλά δεν αποκλείω η λέξη патрон και η λέξη
«πατρόνα» να έχουν κοινή ετυμολογική ρίζα.
Μήπως από μια εταιρεία Patron; Από το
ελληνικό «πάτρων», που και στα ρώσικα είναι патрон, και τονίζεται όπως και το
ελληνικό;
Λέω μήπως.
Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας που είχα λίγες μέρες μετά με το φίλο μου το Γιώργη το Μανιαδάκη του εξέφρασα τη γνώμη μου για την πιθανή αυτή ετυμολόγηση της λέξης. Μου ήλθε τότε η ιδέα να ψάξω στο διαδίκτυο. Εκεί βρήκα σε πρώτη αναζήτηση στη google δυο εταιρείες που λέγονται patron, σημερινές βέβαια. Ίσως να υπήρξε πράγματι μια εταιρεία με το ίδιο όνομα πριν από μερικούς αιώνες, που παρήγαγε τουφέκια και φυσίγγια.
Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας που είχα λίγες μέρες μετά με το φίλο μου το Γιώργη το Μανιαδάκη του εξέφρασα τη γνώμη μου για την πιθανή αυτή ετυμολόγηση της λέξης. Μου ήλθε τότε η ιδέα να ψάξω στο διαδίκτυο. Εκεί βρήκα σε πρώτη αναζήτηση στη google δυο εταιρείες που λέγονται patron, σημερινές βέβαια. Ίσως να υπήρξε πράγματι μια εταιρεία με το ίδιο όνομα πριν από μερικούς αιώνες, που παρήγαγε τουφέκια και φυσίγγια.
No comments:
Post a Comment