Book review, movie criticism

Friday, October 18, 2019

Νικολάι Γκόγκολ, Ταράς Μπούλμπα


Νικολάι Γκόγκολ, Ταράς Μπούλμπα (μετ. Άρης Αλεξάνδρου), Το Βήμα, 2009, σελ. 167


  Μετά τον «Ήρεμο Ντον» και τον «Δόκτορα Ζιβάγκο» των εκδόσεων του Βήματος αποφάσισα να διαβάσω και τον «Ταράς Μπούλμπα», από τις ίδιες εκδόσεις.
  Τον «Ταράς Μπούλμπα» τον διάβασα μαθητής, ένα τεύχος από τα Κλασικά Εικονογραφημένα. Λίγα χρόνια αργότερα, σε κάποια από τις πρώτες εκδόσεις, είδα και μια φωτογραφία του Ταράς. Ίδιος ο θείος Νικόλας, ο άντρας της θείας της Αθηνάς. Δεν ήταν πραγματικοί μου θείοι, αλλά έτσι τους φώναζα, γιατί οπότε δεν ήμουν στο σπίτι μου ή με τους φίλους μου ήμουν στο δικό τους. Κάθε φορά που διαβάζω για τον Ταράς Μπούλμπα, στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του θείου Νικόλα. Φοιτητής τον ξαναείδα σε μια φωτογραφία του Χέμινγουεϊ, στο οπισθόφυλλο μιας αγγλικής έκδοσης του «Ο γέρος και η θάλασσα». 
  Την επόμενη επαφή με τον Γκόγκολ την έκανα φοιτητής, με το «Ημερολόγιο ενός τρελού». Το διδαχθήκαμε στο Τμήμα Αγγλικών Σπουδών, από την αγγλική μετάφραση εννοείται. Λίγα χρόνια αργότερα είδα ταινία το «Παλτό», που με εντυπωσίασε. Νομίζω διάβασα και τον «Επιθεωρητή», ενώ θυμάμαι πόσο απόλαυσα τις «Νεκρές ψυχές», που θέλω πάντα να ξαναδιαβάσω.
  Στο αγγλικό λήμμα της βικιπαίδειας διαβάζω ότι ο «Ταράς Μπούλμπα», εκδομένος μόλις τέσσερα χρόνια μετά την πολωνική εξέγερση του 1830-1831, αποτελεί μέρος της αντιπολωνικής προπαγάνδας της εποχής. Εγώ περισσότερο είδα σ’ αυτό το βιβλίο μια σάτιρα των κοζάκων της Ουκρανίας (και οι δυο γονείς του ήταν κοζάκικης καταγωγής), άλλοτε σπαρταριστή και άλλοτε μακάβρια, επίσης των εβραίων, και τέλος μια παρωδία των ρομαντικών μυθιστορημάτων και των εκφραστικών τρόπων των δημοτικών τραγουδιών. Η παρωδία των ρομαντικών μυθιστορημάτων δίνεται με το ειδύλλιο του Αντρέι, του μικρότερου από τους δυο γιους του Ταράς Μπούλμπα, με τον κόρη του πολωνού αταμάνου της πόλης την οποία θα πολιορκήσουν αργότερα οι συμπατριώτες του αφού τους ξεσήκωσε ο πατέρας του. Τους εκφραστικούς τρόπους του δημοτικού τραγουδιού τους υποπτεύομαι (δεν ξέρω τα κοζάκικα δημοτικά τραγούδια) από ένα απόσπασμα που θα παραθέσω στο τέλος.
  Μου αρέσει το χιούμορ στη λογοτεχνία, και πρόσφατα το απόλαυσα στη «Διαβολιάδα» του Μπουλγκάκοφ. Μάλιστα με το διήγημά του «Περιπέτειες του Τσίτσικοφ» (ο κεντρικός ήρωας στις «Νεκρές ψυχές») αποδίδει φόρο τιμής στον μεγάλο δάσκαλό του. Το χιούμορ αυτό είναι ολότελα ξέφρενο στην αρχή του βιβλίου, ιδιαίτερα με τους ιεροσπουδαστές, ανάμεσα στους οποίους είναι και οι δυο γιοι του Ταράς. Στο τέλος καταλαγιάζει, καθώς ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνεται από σκηνές μάχης που μου θύμισαν την «Ιλιάδα», την οποία πιθανότατα είχε υπόψη του και τη μιμήθηκε.
  Μίλησα για χιούμορ, όμως το χιούμορ είναι κυρίως σατιρικό. Σατιρίζει τους κοζάκους σαν μεθύστακες, οι οποίοι έπαθαν κάποιες νίλες εξαιτίας του ότι ήσαν μεθυσμένοι. Ακόμη και η προβολή της αντρείας τους εμπεριέχει σάτιρα, καθώς τους παρουσιάζει πειρατές, ληστές και πλιατσικολόγους. Η απληστία για λάφυρα θα στοιχίσει τη ζωή ενός αρχηγού κατά την πολιορκία της πόλης. Όσο για τον Ταράς, αυτός για να γυρίσει να μαζέψει την πίπα του έχασε τη ζωή του.
  Αρχικά ετοιμάζονταν για να κάνουν πλιάτσικο στα παράλια της Μικράς Ασίας. Είχαν βαρεθεί να κάθονται αδρανείς. Την τελευταία στιγμή άλλαξαν προορισμό για να επιτεθούν στους πολωνούς, δίνοντας πίστη σε κάποιες φήμες που βγάζουν μάτι με την υπερβολή τους. Νικώνται τόσο στην πολιορκία όσο και από τους Τατάρους αργότερα. Οι μισοί που πήγαν να τους καταδιώξουν γιατί είχαν επιτεθεί στο Μετς του Ζαπόρογιε, την πόλη τους, και είχαν κατασφάξει τους δικούς τους, πετσοκόφτηκαν. Η ίδια μοίρα περίμενε και τους άλλους μισούς που πολιορκούσαν την πόλη. Μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο, που ίσως προστέθηκε για εξισορρόπηση και μέσα στα πλαίσια της αντιπολωνικής προπαγάνδας, βλέπουμε τους κοζάκους, άλλους κοζάκους, να νικούν κατά κράτος τους πολωνούς και να κυριεύουν την μια πόλη μετά την άλλη. Ανάμεσά τους και τα υπολείμματα από τους πολιορκητές. Όμως, παρά τις τόσες νίκες, ο Ταράς Μπούλμπα θα παγιδευτεί στο τέλος και θα τον κάψουν ζωντανό. Θα καταφέρει όμως, δεμένος πάνω στο δένδρο όπου θα του βάλουν φωτιά, να φωνάξει στους συντρόφους του από πού να φύγουν για να γλιτώσουν. 
  Όμως να παραθέσουμε κάποια ακόμη αποσπάσματα.
  «Πραγματικά ήταν αξιολύπητη [η κοζάκα], όπως και κάθε γυναίκα της μακρινής εκείνης εποχής. Μόνο για μια στιγμή έζησε με τον έρωτα, μόνο στην πρώτη παραφορά του πάθους, στην πρώτη παραφορά της νιότης, και αμέσως ο σκληρός εκείνος άντρας που την πλάνεψε, την παράτησε, προτιμώντας το σπαθί, τους συντρόφους του και το γλέντι… Υπέφερε ταπεινώσεις, ακόμα και ξυλοδαρμούς…» (σελ. 17).
  Χρειάζονται σχόλια;
  «-Μα βγάλε το κοντογούνι τουλάχιστον! είπε τελικά ο Ταράς. Δεν βλέπεις που κάψωσες και βράζεις; -Δε γίνεται, φώναξε ο Ζαποροζιάνος. -Γιατί; Δε γίνεται. Είναι το χούι μου. Ό,τι βγάλω θα το πιω.
  Καπέλο δεν είχε από ώρα πια ο λεβέντης, μήτε ζουνάρι στην πουκαμίσα του, μήτε κεντητό μαντήλι: όλα είχαν γίνει βότκα» (σελ. 33).
  Τον παραπάνω διάλογο τον μεταφέρει αυτούσιο στην ταινία του ο Vladimir Bortko (στο τέλος θα μιλήσουμε γι’ αυτήν).
  «Σήμερα θα σηκωνόταν η τρίχα του ανθρώπου αν έβλεπε ή αν άκουε όλα αυτά τ’ άγρια κατορθώματα τον Ζαποροζιάνων. Τσάκιζαν τα κεφάλια των μικρών παιδιών, έκοβαν τα βυζιά των γυναικών, κι αν τύχαινε ν’ αφήσουν λεύτερο κανένα αιχμάλωτο, του γδέρναν πρώτα τα πόδια μέχρι τα γόνατα» (σελ. 62). Και κάπου στο τέλος: «…Μα τίποτα δεν λυπούνταν οι Κοζάκοι. Σηκώνοντας με τα δόρατα τα μωρά απ’ τους δρόμους, τα πετούσαν κι αυτά μες στις φλόγες» (σελ. 164).
  Δεν σατιρίζει μόνο με το χιούμορ τους συμπατριώτες του ο Γκόγκολ.
  «…που κάτω απ’ την επιφανειακή της πειθαρχία έκρυβε μια οργάνωση πολύ αποτελεσματική σε ώρα μάχης» (σελ. 61).
  Από τα συμφραζόμενα κατάλαβα ότι μάλλον για απειθαρχία πρόκειται, αλλά καλού κακού είπα να το επιβεβαιώσω. «которое в наружном своевольном неустройстве своем заключало устройство, обдуманное для времени битвы». Неустройстве, ακαταστασία.
  «Βασίλισσά μου! φώναξε ο Αντρέι… Τι θέλεις; … Πες μου να καταπιαστώ με το πιο ακατόρθωτο έργο, και θα τρέξω να σε ικανοποιήσω. Πες μου να κάνω κάτι που κανένας άνθρωπος στον κόσμο δεν μπορεί να το πετύχει και θα το καταφέρω, έστω κι αν καταστραφώ. Ναι, θα χαθώ, είμαι έτοιμος να χαθώ για χάρη σου, κι είναι τόσο γλυκό να χαθώ για σένα που… δεν μπορώ να σου πω πόσο γλυκό είναι! Έχω τρία μετόχια, τα μισά απ’ τ’ άλογα του πατέρα μου είναι δικά μου-δικά μου κι όλα όσα έφερε η μάνα μου προίκα της και κείνα ακόμα που κρύβει απ’ το γέρο μου-όλα δικά μου είναι!...» (σελ. 86).
  Και η απάντηση.
  «…Όλους τους έφερε στα πόδια μου [η φοβερή της μοίρα]: τους καλύτερους ιππότες, τους πλουσιότερους πάνι και ξένους βαρώνους, όλο το άνθος της ιπποσύνης μας… Κι όμως εσύ μοίρα σκληρή, για κανέναν δεν έκανες να σκιρτήσει η καρδιά μου, αλλά παραμερίζοντας τα καλύτερα παλληκάρια της χώρας μου τη χάρισες σ’ έναν ξένο, σ’ έναν εχθρό μας…» (σελ. 88).
   ΗΗ παρωδία των ρομαντικών μυθιστορημάτων που λέγαμε.
  «Κάθε άντρας ας πάρει λίγο βότκα να ξεμεθύσει κι ένα καρβέλι ψωμί» (σελ. 95).
  Αντιφατικό μου φαίνεται, εκτός κι αν είναι σάτιρα με εφέ υπερβολής. Να το ψάξω στο πρωτότυπο. Дать на опохмел всем по чарке и по хлебу на козака.
  Το ξέρατε αυτό; Ψάχνω στο ρώσικο λεξικό μου: опохмелиться=πίνω για να περάσει το κακό μεθύσι. Μόλις τώρα τέλειωσα και τους «Κοζάκους» του Τολστόι και συνάντησα το ίδιο πράγμα, με τη διαφορά ότι αντί για βότκα εδώ είχαμε κρασί.
  Εσείς που πίνετε μην το δοκιμάσετε αν είναι να οδηγήσετε αμέσως μετά. Δεν είναι μόνο το ρίσκο του αλκοτέστ, είναι και ο κίνδυνος να τρακάρετε. Και αν τρακάρετε κανένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο (έτσι τράκαραν το δικό μου τώρα το καλοκαίρι, και ακόμη να με πάρει τηλέφωνο ο μάστορας να μου πει ότι το έχει έτοιμο να κατεβώ από την Αθήνα να το πάρω, μετά από τρεισήμισι μήνες), πάλι καλά, αν όμως έχετε μετωπική με κάποιον που έρχεται από απέναντι;
  «Αυτό τον Γκαλιαντόβιτς τον ξέρω γιατί πρόπερσι ακόμα του δάνεισα εκατό χρυσά κι ακόμα να μου τα δώσει» (σελ. 95).
  Αυτά τα λέει ένας εβραίος. Κι αυτό το μεταφέρει στην ταινία του ο Bortko.
  «Κι αφού υπάρχουν ομορφονιές κι αρχοντοπούλες, είπα μέσα μου, σίγουρα θ’ αγοράσουν τα μαργαριτάρια μου κι ας μην έχουνε να βάλουν μια μπουκιά στο στόμα τους» (σελ. 97).
  Σχόλιο του εβραίου για τις πολιορκημένες, συνεκδοχικά βέβαια για όλες τις γυναίκες.
  «Λέγανε για τα κατορθώματα του καθενός για να μην τα ξεχάσουν οι μεταγενέστεροι» (σελ. 107).
  Πολύ τον πλούτο εμίσησαν, την δόξα ουδείς. Και προπαντός οι κοζάκοι, που τα λάφυρα τα μάζευαν όχι για να πλουτίσουν αλλά για να τα πιούνε. Σε άλλο σημείο διάβασα ότι μπορεί μεν να είχαν πολλά ακίνητα, αλλά δεν προλάβαιναν να σταυρώσουν μετρητά, τα έπιναν αμέσως. Και παρακάτω:
  «Κι όσο για το βιος που ξόδεψε ο καθένας τους πίνοντας και γλεντοκοπώντας, βιος που, αν το ’χε άλλος θα περνούσε με δαύτο πλούσια και ολάκερη τη ζωή του, αυτό πια πού να το μετρήσεις, ήταν αμέτρητο» (σελ. 114-115).
  «Όμως θα δυσκολευότανε πολύ ο Τάταρος να βρει τον θησαυρό, γιατί κι ο ίδιος ο κάτοχός του άρχισε να ξεχνάει πού τον είχε παραχώσει» (σελ. 115).
  Οι επιδρομές των Τατάρων ήταν μόνιμη απειλή.
  «…τα τετράπηχα καριοφίλια τους…» (σελ. 124).
  Είμαι περίεργος ποια λέξη μεταφράζει ο μεταφραστής καριοφίλια. Ας το ψάξω.
  Пищали. Δεν υπάρχει στο λεξικό μου, ενώ το squeaks, λέξη με την οποία τη μεταφράζει το translate.google.com, δεν υπάρχει στο λεξικό της magenta που χρησιμοποιώ. Για να δούμε πώς το μεταφράζει το translate στα ελληνικά. Διαβάζω, ακμές. Μάλλον είναι το τσακμάκι. Καλά μεταφράζει λοιπόν σε καριοφίλια.      
  «-Ε, τι γίνεται αδέρφια, φώναξε ο Ταράς στους αταμάνους. Έχουν ακόμα μπαρούτι οι παλάσκες; Μη λιγόστεψε η κοζάκικη δύναμη; Μη λυγίζουν οι Κοζάκοι; -Έχουν ακόμα μπαρούτι οι παλάσκες, πατερούλη. Δε λιγόστεψε η κοζάκικη δύναμη. Δε λύγισαν ακόμα οι Κοζάκοι» (σελ. 128).
  Αν δεν είναι αυτούσιο παρμένο από δημοτικό τραγούδι, μιμείται τον εκφραστικό του τρόπο. Το συναντάμε και στην επόμενη σελίδα, καθώς και τρεις σελίδες πιο κάτω.
  Και αυτό επίσης θυμίζει δημοτικό τραγούδι.
  «Πάει, λιώνω, πάνι αδέλφια μου, πεθαίνω θάνατο τιμημένο: εφτά εχθρούς τους λιάνισα, εννιά τους τρύπησα με το κοντάρι» (σελ. 130).   
  Ψάχνοντας στο youtube βρήκα ένα βίντεο που αναφέρεται στη διαφορά των κοζάκων του Ζαπόρογιε και εκείνων τον Ντον, για τους οποίους διαβάσαμε στο μυθιστόρημα του Σόλοχωφ. Οι ρωσομαθείς μπορείτε να το δείτε εδώ. Υπάρχουν, βλέπω, και οι κοζάκοι του Κουμπάν. Ίσως υπάρχουν κι άλλοι.
  Είδαμε και δυο ταινίες που αποτελούν μεταφορά του Ταράς Μπούλμπα. Και πρώτα πρώτα η ομώνυμη ταινία του J. Lee Thomson, γυρισμένη το 1962.
  Θα έλεγα ότι είναι μόνο κατά το ήμισυ πιστή στο μυθιστόρημα του Γκόγκολ.
  Ξεκινάει πριν από το μυθιστόρημα. Οι κοζάκοι δίνουν μια νικηφόρα μάχη μαζί με τους πολωνούς εναντίον των τούρκων. Όμως στη συνέχεια οι πολωνοί τους επιτίθενται ύπουλα και τους κατασφάζουν. Αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη στέπα και να εγκατασταθούν στα βουνά. Ο Ταράς ορκίζεται ότι θα ξαναγυρίσουν. Η γυναίκα του είναι ήδη έγκυος, μόλις φτάνουν στο βουνό γεννιέται ο Αντρέι.
  To ειδύλλιο, που είναι κεντρικό όπως και στον «Δόκτορα Ζιβάγκο» του Ντέιβιντ Λην, δίνεται με καινούρια επεισόδια. Η Αντρέι μπαίνει στην πολιορκημένη πόλη για να βρει την αγαπημένη του, τους συλλαμβάνουν, και αυτήν ετοιμάζονται να την κάψουν σαν μάγισσα. Ο Αντρέι τους πείθει να την απελευθερώσουν, με την υπόσχεση ότι θα τους οδηγήσει στα βόδια που είχαν μαζί τους οι πολιορκητές για τροφοδοσία με κρέας, να τα πάρουν και να τασουν τους λιμοκτονούντες συμπολίτες τους. Έτσι και γίνεται.
  Ο πατέρας σκοτώνει τον γιο όπως και το μυθιστόρημα, όμως εδώ, σε αντίθεση με το μυθιστόρημα, καταλαμβάνει την πόλη. Απαγορεύει όμως στους κοζάκους να τη λεηλατήσουν. Βλέπουμε επίσης, μετά τη μάχη, την κοπέλα να φιλάει τον νεκρό Αντρέι. Σε λίγο καταφτάνει και ο Ταράς με τον άλλο γιο του, θλιμμένοι.
  Εξαιρετικός ο Γιουλ Μπρίνερ σαν Ταράς, αλλά και ο Τόνι Κέρτις σαν Αντρέι.
  Ε, ναι, αμερικάνικη είναι η ταινία, εβραίους δεν είδαμε, και όχι μόνο για λόγους κινηματογραφικής οικονομίας.  
  Στη συνέχεια έχουμε την επίσης ομώνυμη ταινία του Vladimir Bortko, γυρισμένη το 2009. Παρά το ότι γράφει πως στηρίζεται σε «μοτίβα» του μυθιστορήματος του Γκόγκολ, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ιδιαίτερα πιστή μεταφορά του. Ελάχιστα προσθέτει, όπως την εγκυμοσύνη της κοπέλας, ενώ αφαιρεί σχεδόν όλο το κολέγιο. Επίσης ενώ η ταινία του Τόμσον εστιάζει στο ρομάντζο διογκώνοντάς το σε διάρκεια, η ταινία του Μπόρτκο εστιάζει στις πολεμικές σκηνές, ιδιαίτερα εκείνες της πολιορκίας. Και, ναι, ο Μπόρτκο δεν έχει κανένα ενδοιασμό να σατιρίσει τους εβραίους, μεταφέροντας σχεδόν αυτούσιους τους διαλόγους του εβραίου με τον Ταράς.
  Αυτή η ταινία μου άρεσε περισσότερο από του Τόμσον.
  Για μια τρίτη, ινδική, που έχει τίτλο «Veer», γράφει η βικιπαίδεια ότι μόνο ένα μέρος της πλοκής της στηρίζεται στον «Ταράς Μπούλμπα». Αποφάσισα να μην τη δω, υπάρχουν ένα σωρό άλλες ταινίες στη λίστα αναμονής. Στον ίδιο σύνδεσμο για το μυθιστόρημα αυτό του Γκόγκολ αναφέρονται και αρκετές άλλες, οι περισσότερες προπολεμικές.  
 
 


No comments: