Paulo Coelho, Η Βερόνικα αποφασίζει να πεθάνει (μετ. Δημήτρης Πουρνιάς), Λιβάνης 1999, σελ. 322
Αγνοούσα το βιβλίο, το έμαθα από ανάρτηση του φίλου μου του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη στο blog του και αποφάσισα να το διαβάσω. Μέχρι τώρα είχα διαβάσει μόνο τον «Αλχημιστή» και τα «11 λεπτά».
Ο βιογραφισμός, το να φωτίζεις το έργο με τη βιογραφία του συγγραφέα, δεν έχει νομίζω πουθενά καλύτερη εφαρμογή από ό,τι στο έργο του Κοέλιο. Γι’ αυτό θα παραθέσουμε κάποια σημαντικά βιογραφικά του στοιχεία.
Οι γονείς του τον έκλεισαν τρεις φορές σε ψυχιατρικό ίδρυμα, μέχρι που έγινε 20 ετών. Γράφηκε στη νομική για να ικανοποιήσει την επιθυμία των γονιών του, αλλά στο χρόνο πάνω την εγκατέλειψε και γύριζε την Ευρώπη σαν χίπις, παίρνοντας ναρκωτικά. Επιστρέφοντας στη Βραζιλία δούλεψε σαν στιχουργός. Φυλακίσθηκε από τη χούντα ως αριστερός, όχι για κάποια επαναστατική δράση αλλά για τους στίχους του που χαρακτηρίστηκαν ως αντικαθεστωτικοί. Παντρεύτηκε, και από το 1980 ζει στη Γενέβη. Εκεί τοποθετεί και την πλοκή του μυθιστορήματός του «11 λεπτά». Το 1986 περπάτησε τα 500 τόσα μίλια για το προσκύνημα του Santiago de Compostela.
Παρεμπιπτόντως τη διαδρομή αυτή την έκανε και η πάλαι ποτέ φίλη μας στην ομάδα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Κάτια Μαρινάκη, και μας αφηγήθηκε την εμπειρία της.
Γιατί πάλαι ποτέ.
Φανατική αντιεμβολιάστρια, μας έφτυσε επειδή εμείς είμαστε υπέρ του εμβολιασμού.
Ο Κοέλιο θαυμάζει τους σούφι, φλερτάρει με τον μυστικισμό, όμως δεν απαρνείται τον καθολικισμό του.
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο κάνει την εμφάνισή του, με το να εμφανίζεται ο Κοέλιο ενδοκειμενικά, για να αποχωρήσει όμως γρήγορα για να μιλήσει για τις περιπτώσεις τριών γυναικών και ενός νεαρού, που βρέθηκαν όλοι κλεισμένοι σε μια ψυχιατρική κλινική.
Πριν προχωρήσω θα μιλήσω για άλλη μια φορά για τις συμπτώσεις, και ας με έχετε βαρεθεί όσοι με διαβάζετε.
Μόλις την προηγουμένη που ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο τέλειωσα ένα teach yourself books για τα σλοβένικα. Ο κύριος λόγος που καταπιάστηκα μ’ αυτή τη μικρή γλώσσα που μιλιέται μόλις από 5 εκατομμύρια πληθυσμό είναι γιατί με έπιασε πάλι η κάβλα με τις ξένες γλώσσες, και μια σλάβικη γλώσσα είναι εύκολο να τη μάθω, σε elementary επίπεδο, μόνο να μπορώ να διαβάζω ένα απλό κείμενο, καθώς ξέρω σε ικανοποιητικό βαθμό ρώσικα. Σχεδόν ίδια γραμματική, πάρα πολλές λέξεις ίδιες ή παρόμοιες. Σκέφτηκα μετά να ασχοληθώ με τα λευκορώσικα, όμως αφενός δεν τα βρήκα και αφετέρου είδα ότι όλοι οι λευκορώσοι μιλάνε ρώσικα. Μένουν τα σλοβάκικα, που βέβαια μοιάζουν πάρα πολύ με τα τσέχικα, ίσως ασχοληθώ κάποια στιγμή μ’ αυτά.
Το δεύτερο.
Πέρασα ένα ωραίο τριήμερο σε ένα συνέδριο στην Πράγα. Τίτλος της εισήγησής μου «Καπετάν Καζάνης και Κριτσοτοπούλα, τα τελευταία κρητικά έπη». Ο διοργανωτής του συνεδρίου με κάλεσε να δώσω ένα κείμενο σε ένα περιοδικό τους με τίτλο «Συγκριτική Λογοτεχνία» και έστειλα το «Η πρώτη αγάπη στον Κονδυλάκη και στον Τουργκένιεφ».
Σας έσκασα, να σας πω για τη σύμπτωση.
Η πλοκή τοποθετείτε στην όμορφη Λιουμπλιάνα, την πρωτεύουσα της Σλοβενίας.
Είπαμε, ο Κοέλιο μιλάει για τρεις γυναίκες και ένα νεαρό. Η Βερόνικα, ενώ έχει μια, με τα συμβατικά μέτρα, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή, είναι ανικανοποίητη. Έτσι αποφασίζει να δώσει τέρμα στη ζωή της, παίρνοντας μεγάλη δόση ναρκωτικών.
«Όταν απέκτησε όλα όσα επιθυμούσε στη ζωή, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξή της δεν είχε νόημα, γιατί όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Και αποφάσισε να πεθάνει» (σελ. 76).
Αυτό θα μπορούσε να το πει κανείς κλινική κατάθλιψη, κατάθλιψη χωρίς κανένα λόγο, σε αντίθεση με την αντιδρασιακή κατάθλιψη, η οποία σχετίζεται με κάποιο λόγο, μια απώλεια, μια αρρώστια, κ.λπ. Τώρα αν είναι έλλειψη σεροτονίνης ή απλά έλλειψη νοήματος της ζωής, παίζεται. Ο ψυχίατρος θα προκρίνει το πρώτο, ο ψυχαναλυτής το δεύτερο. Ο Βίκτορ Φρανκλ είναι ο κύριος εκπρόσωπος της υπαρξιακής ψυχολογίας, συνδέοντάς τη άμεσα με το νόημα της ζωής.
Απέτυχε να αυτοκτονήσει, επέζησε.
Και δυο άλλα άτομα που ξέρω, επίσης απέτυχαν.
Αν το έχετε πραγματικά σκοπό, δεν είναι ο κατάλληλος τρόπος. Μπορεί να μην πεθάνετε αλλά να πάθετε ανήκεστο βλάβη σε ένα ζωτικό σας όργανο και να ταλαιπωρείστε μια ζωή.
Ακόμη χειρότερα: να πάθετε τέτοια βλάβη που να σας μένουν μόνο λίγες μέρες ζωής.
Αυτή είναι η περίπτωση της Βερόνικα.
Όχι ακριβώς, αλλά έτσι της λέει ο γιατρός.
Νομίζοντας ότι θα πεθάνει, και μάλιστα πάρα πολύ σύντομα, το πολύ σε μια βδομάδα, θα αρχίσει μήπως να εκτιμάει τη ζωή;
Αυτό πιστεύει ο γιατρός ότι θα γίνει, και μάλιστα γράφει μια σχετική μελέτη.
Τώρα, τα άλλα τρία πρόσωπα.
Η Ζέντκα έχει επίσης κλινική κατάθλιψη. Η Μαρί έχει κρίσεις πανικού. Όσο για τον Εδουάρδο, είναι σχιζοφρενικός (Θυμάμαι ένα βραζιλιάνικο σήριαλ που έβλεπα και ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, μια γυναίκα, είχε το όνομα Εδουάρδα, Ντούντα, στο θηλυκό).
Για το ηλεκτροσόκ ξέραμε, δεν ξέραμε όμως για το ινσουλινικό σοκ. Η ινσουλίνη προκαλούσε υπογλυκαιμικό κώμα που υποτίθεται ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Νομίζω ότι τώρα έχουν εγκαταλειφθεί.
«Από κει που βρισκόταν, η Ζέντκα μπορούσε να δει το θάλαμο με όλα τα κρεβάτια άδεια - εκτός από ένα, που πάνω του ήταν ξαπλωμένο το δεμένο σώμα της, ενώ μια κοπέλα δίπλα του το κοίταζε τρομαγμένη. Η κοπέλα δεν ήξερε ότι οι βιολογικές λειτουργίες της γυναίκας στο κρεβάτι συνέχιζαν να εκτελούνται στην εντέλεια, αλλά η ψυχή της βρισκόταν στον αέρα, σχεδόν ακουμπούσε το ταβάνι και βίωνε μια βαθιά γαλήνη.
Η Ζέντκα έκανε τώρα ένα αστρικό ταξίδι - κάτι που την είχε ξαφνιάσει στο πρώτο της ινσουλινικό σοκ. Δεν το είχε αναφέρει σε κανέναν, βρισκόταν εκεί μόνο για να θεραπεύσει μια κατάθλιψη και σκόπευε να αφήσει για πάντα αυτό το μέρος μόλις το επέτρεπε η κατάστασή της. Αν άρχιζε να λέει ότι είχε βγει απ’ το σώμα της, θα σκέφτονταν ότι ήταν πιο τρελή απ’ ό,τι όταν μπήκε στη «Βιλέτ». Πάντως, αφού επέστρεψε στο σώμα της, άρχισε να διαβάζει γι’ αυτά τα δύο θέματα: το ινσουλινικό σοκ και την παράξενη αίσθηση της αιώρησης στο χώρο» (σελ. 85).
Για την «Αίσθηση εκτός σώματος» (Out of the body experience) έχω γράψει στο βιβλίο μου για την παραψυχολογία.
Όμως ας παραθέσουμε ακόμη κάποια αποσπάσματα.
«Η Βερόνικα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι η ζωή τελείωνε με το θάνατο. Γι’ αυτό είχε επιλέξει την αυτοκτονία: επιτέλους ελευθερία. Αιώνια λήθη.
Όμως, στα βάθη της καρδιάς της έμενε η αμφιβολία: Και αν υπάρχει Θεός;» (σελ. 21).
Το σχόλιό μου:
Το ερώτημα «υπάρχει Θεός;» είναι culture-restricted, περιορισμένο πολιτισμικά. Η δυτική κουλτούρα είναι η κουλτούρα του μονοθεϊσμού. Αν ρωτούσες έναν αρχαίο έλληνα «Υπάρχει θεός;» θα σε κοίταζε σαν ούφο. -Για ποιο θεό μιλάς, για τον Απόλλωνα, τον Άρη, τον Διόνυσο, ποιο;
«Ένα συγκρότημα Βολιβιανών μουσικών (που βρίσκεται η Βολιβία; Γιατί δε ρωτούσαν αυτό τα άρθρα των περιοδικών;) έπαιζε μπροστά στο άγαλμα του Φραντσέ Πρεσέρεν, του μεγάλου Σλοβένου ποιητή που σημάδεψε βαθιά την ψυχή του λαού του» (σελ. 23).
Πάνω από τις μισές εισηγήσεις στο συνέδριο που προανέφερα ήταν για τον Φραντσέ Πρεσέρεν. Είχα ψάξει τότε και στο διαδίκτυο, έμαθα πολλά γι’ αυτόν. Ξαναδιάβασα και τώρα το λήμμα της βικιπαίδειας, καθώς και μια μελέτη για το έργο για το οποίο μιλούσαν περισσότερο στο συνέδριο, «Το βάπτισμα στη Σαβίτσα», στο οποίο παρατίθενται και άφθονοι στίχοι.
«Μια βραδιά πέρασε μπροστά από το άγαλμα του Πρεσέρεν, του μεγάλου Σλοβένου ποιητή, και άρχισε να σκέφτεται για τη ζωή της. Στα τριάντα τέσσερα χρόνια του μπήκε σε μια εκκλησία και είδε μια κοπέλα στην εφηβεία της, τη Γιούλια Πρίμιτς, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα. Σαν παλιός τροβαδούρος άρχισε να της γράφει ποιήματα, με την ελπίδα να την παντρευτεί.
Η Γιούλια τύχαινε να είναι θυγατέρα μεγαλοαστικής οικογένειας και -εκτός από εκείνη τη συμπτωματική συνάντηση στην εκκλησία- ο Πρεσέρεν δεν κατάφερε ποτέ πια να ξαναβρεθεί κοντά της. Όμως εκείνη η συνάντηση του ενέπνευσε τους ομορφότερους στίχους που έγραψε ποτέ και δημιούργησε θρύλο γύρω απ’ το όνομα του. Στη μικρή κεντρική πλατεία της Λιουμπλιάνας, το άγαλμα του ποιητή κρατάει τα μάτια σταθερά γυρισμένα προς μια κατεύθυνση: όποιος ακολουθήσει το βλέμμα του θα ανακαλύψει -απ’ την άλλη μεριά της πλατείας- ένα γυναικείο πρόσωπο σκαλισμένο στον τοίχο ενός σπιτιού. Εκεί κατοικούσε η Γιούλια- ο Πρεσέρεν ακόμη και μετά το θάνατο του αγναντεύει τον ανεκπλήρωτο έρωτα του στην αιωνιότητα.
Και αν είχε προσπαθήσει λίγο παραπάνω;» (σελ. 95-96).
Είχε κι αυτή έναν ανεκπλήρωτο έρωτα, και κάποια στιγμή άρχισε να την κατατρύχει. Για τον ανεκπλήρωτο έρωτα που στοιχειώνει τη σκέψη έχω γράψει αρκετές φορές.
Το μυθιστόρημα έχει κάτι που μου άρεσε: happy end. O νεαρός και η Βερόνικα θα γίνουν ζευγάρι, εκτός των τειχών της ψυχιατρικής κλινικής.
Ο Κοέλιο έχει μια καταπληκτική αφηγηματική άνεση, και αυτό εξηγεί το φοβερό τιράζ που έχουν παγκόσμια τα βιβλία του. Δεν έχω χρόνο να διαβάσω και άλλα βιβλία του, όμως τα «11 λεπτά» άρχισα να τα ξαναδιαβάζω.
Έχω τους λόγους μου.
Είδα και την ομώνυμη ταινία (2009) της Emily Young.
Πάρα πολύ καλή. Και εξαιρετική στην ερμηνεία της η Sara Michelle Gellar.
H Young ακολουθεί σχεδόν πιστά το μυθιστόρημα. Οι αλλαγές που κάνει είναι ελάχιστες. Τοποθετεί την ιστορία στις ΗΠΑ, όμως διατηρεί για την ηρωίδα τη σλοβένικη καταγωγή της. Δεν αφήνει γράμμα διαμαρτυρόμενη που πολύς κόσμος δεν ξέρει πού βρίσκεται η Σλοβενία (στα βόρεια της πάλαι ποτέ Γιουγκοσλαβίας, αν τυχαίνει να μην ξέρετε ούτε σεις), θολώνοντας έτσι τα νερά για τους λόγους της αυτοκτονίας της, αλλά για την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της μόδας. Και βέβαια οι προσθήκες στο τέλος. Ο Κοέλιο εγκαταλείπει το ζευγάρι όταν φεύγει από την κλινική. Εδώ η Young τους δείχνει για κάμποσο ακόμη, και φυσικά να κάνουν έρωτα.
Στην ταινία δεν ξέρουμε το κόλπο του γιατρού, το οποίο αποκαλύπτεται μόλις στο τέλος.
Εφέ έκπληξης. Κλίνει τα μάτια και γέρνει το κεφάλι.
Λες να αποφάσισε να δώσει unhappy end στην κινηματογραφική μεταφορά της η Young;
Όχι, σε λίγο τη βλέπουμε να συνέρχεται. Και μετά ακούμε τον γιατρό που μιλάει για το κόλπο. Εν τάξει, θα μάθει ότι η καρδιά της είναι μια χαρά στην πρώτη εξέταση που θα κάνει σε καρδιολόγο.
Πολύ μου άρεσε και η ταινία.
No comments:
Post a Comment