Περλ Μπακ, Κάτω από το βλέμμα του Βούδα (μετ. Στέλλα Βουρδουμπά), εκδόσεις Δαρεμά 1957.
Το μυθιστόρημα αυτό το διάβασα μαθητής. Νόμιζα χρόνια ότι το είχα αγοράσει, αλλά τώρα που το βρήκα στη βιβλιοθήκη στο χωριό μου και είπα να το ξαναδιαβάσω διαπίστωσα ότι είναι του ξαδέλφου μου του Γιώργη του Τζανετάκη.
Όταν το διάβασα τότε δεν υποψιαζόμουν ότι αργότερα θα ανέπτυσσα μια ξεχωριστή σχέση με την Κίνα. Πρώτα η γλώσσα, μετά το βιβλίο μου «Εισαγωγή στο θέατρο της Ιαπωνίας και της Κίνας» και τέλος ο κινέζικος κινηματογράφος. Μια «Εισαγωγή στον κινέζικο κινηματογράφο» είναι η τελευταία μου συγγραφική «φιλοδοξία», αφού τελειώσω την «Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο» (Έχω τελειώσει με τον προεπαναστατικό).
Το μυθιστόρημα αφηγείται τη ζωή του αγρότη Ουάνγκ Λανγκ, από τη στιγμή που έχει αποφασίσει να παντρευτεί μέχρι λίγο πριν το θάνατό του και της γυναίκας τους Ο Λαν.
Η «Καλή γη» (Good Earth είναι ο αγγλικός τίτλος) είναι μια μεταφορά του American dream στο κινεζικό έδαφος, και ήταν best seller στην αμερική το 1931 και 1932.
Το μυθιστόρημα μου άρεσε μέχρι λίγο πριν από τη μέση. Διεκτραγωδεί τη ζωή των φτωχών κινέζων αγροτών που ήταν στο έλεος της ξηρασίας και της πλημμύρας. Ο καλοστεκούμενος αγρότης Ουάνγκ Λανγκ, που παντρεύτηκε μια δούλα από ένα αρχοντικό, άσχημη για να είναι σίγουρος ότι δεν θα την είχαν πειράξει τα αφεντικά όπως έκαναν με τις όμορφες, μια περίοδο ξηρασίας, για να μην πεθάνουν από την πείνα, έφυγαν για το Νότο, κάπου 100 μίλια μακριά, όπου αυτός δούλευε σαν «ταξιτζής» νοικιάζοντας ένα ρικσό ενώ οι υπόλοιποι ζητιάνευαν.
Επιβίωσαν, επέστρεψαν, και αφενός οι επόμενες καλοχρονιές, αφετέρου η πτώση του αρχοντικού από όπου είχε πάρει τη γυναίκα του (την είχαν πουλήσει οι γονείς της για να μην πεθάνει από την πείνα, κάτι που είχα δει και στην ταινία του Feng Xiaogang «Back to 1942», συνηθισμένη πρακτική εκείνη την εποχή) του επέτρεψαν να αγοράσει μεγάλα κομμάτια εύφορης γης τους, με αποτέλεσμα σιγά σιγά να πλουτίσει.
Στη συνέχεια βλέπουμε τον νεόπλουτο. Πηγαίνει στο μπουρδέλο, μια του κάθεται στο μάτι, την αγοράζει σαν δεύτερη γυναίκα του. Είναι καλόψυχος, αγαπάει την μουγκή κορούλα του, όμως είναι τοκογλύφος, δανείζει με μεγάλα επιτόκια. Δεν θα τον χειροκροτήσουμε που πήρε δεύτερη γυναίκα, τη Λωτό, από ένα πορνείο πολυτελείας, αν και αυτή ήταν η πρακτική των πλουσίων εκείνης της εποχής, ούτε για το ότι είναι τοκογλύφος. Νοικιάζει επίσης πολλές κάμαρες από το πλουσιόσπιτο, του οποίου οι κληρονόμοι βρίσκονταν στην Αγγλία. Εκεί εγκαθίσταται τώρα, παρατώντας το σπίτι στο χωριό του.
Παρεμπιπτόντως, η Περλ Μπακ δεν έχει καλό λόγο να πει για τις πόρνες, παρόλο που στην πορνεία συρθήκανε για παρόμοιους λόγους που άλλες κοπέλες πουλήθηκαν. Η Λωτό, όταν κατάρρευσε το αφεντικό όπου ήταν δούλα, το πορνείο ήταν ίσως η μόνη της διέξοδος για να ζήσει.
Σε όλο το μυθιστόρημα θα δούμε ενδοοικογενειακές εντάσεις. Ο θείος του με τη θεία του και τον ξάδελφό του, κακάνθρωποι, κάποια στιγμή του φορτώνονται και δεν μπορεί να τους διώξει, τι θα πει ο κόσμος (μιλάμε για Κίνα εκείνης της εποχής). Όταν αργότερα αγανακτισμένος θα το επιχειρήσει θα κάνει πίσω τρομαγμένος όταν ο θείος του του δείχνει τα δυο σήματα μιας ληστρικής συμμορίας που λυμαινόταν την περιοχή, που έδειχναν ότι ήταν μέλος της. Καταλαβαίνει τότε ότι εξαιτίας του θείου του δεν τους πείραξαν οι ληστές.
Και αποφασίζει να τους βγάλει από τη μέση.
Πώς;
Προσφέροντάς τους άφθονο χασίσι. Ακριβό το χασίσι, αλλά λεφτά είχε.
Και τα κατάφερε.
Επί πλέον βλέπουμε τους καυγάδες των γιων του, των νυφάδων του, τις εντάσεις με την δεύτερη γυναίκα του. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η δεύτερη γυναίκα του την πέφτει στο δεύτερο γιο του.
Εξηντάρης πια καταλήγει στην αγκαλιά μιας μικρούλας που την αγόρασε παλιά, και η οποία λέει ότι της αρέσουν οι μεγάλοι άντρες γιατί οι νέοι είναι άγριοι, βίαιοι. Η Ο Λαν, η πρώτη του γυναίκα, είχε πεθάνει προ πολλού.
Όμως να περάσουμε στην παράθεση αποσπασμάτων.
«Τούτη η γυναίκα [η Ο Λαν] μπήκε στο σπίτι μας από δέκα χρονών. Την αγόρασα μια χρονιά πείνας που ο γονιοί της ήλθαν στα νότια γιατί δεν είχαν τίποτα να βάλουν στο στόμα τους» (σελ. 19).
Μιλήσαμε πιο πάνω γι’ αυτό.
«-Έχω περάσει και χειρότερες μέρες… έχω περάσει και χειρότερες μέρες. Είδα μια φορά άντρες και γυναίκες να τρώνε παιδιά.
-Τέτοιο πράγμα δε θα γίνει ποτέ στο σπιτικό μου, είπε με ανείπωτη φρίκη ο Ουάνγκ Λανγκ» (σελ. 68).
Το άκουσα σε ντοκιμαντέρ, μια γιαγιά έλεγε ότι οι γειτόνοι της έφαγαν τον εγγονό της, μια εποχή πείνας στην Ουκρανία με την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση που επέβαλε ο Στάλιν, αρχές της δεκαετίας του ’30.
(Ένα πουλάκι, στη σίτα του παραθύρου μου, άρπαξε ένα έντομο μετά από πολλές προσπάθειες και έφυγε θριαμβευτικά. Ξαναγύρισε αλλά ξανάφυγε, δεν υπάρχει άλλο έντομο).
«Μονάχα τις ζεστές ανοιξιάτικες και καλοκαιρινές μέρες παίρναν λίγη ανάσα οι μαθητές , γιατί τότε ο γέρο-δάσκαλος έσκυβε το κεφάλι και έπαιρνε έναν υπνάκο ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό. Τότε η σκοτεινή καμαρούλα αντιλαλούσε από το ροχαλητό του, και τα παιδιά μιλούσαν ψιθυριστά, παίζανε και σχεδίαζαν και δείχναν το ένα στο άλλο κάθε λογής πονηρές καρικατούρες και στέκονταν να χαζέψουν μια μύγα που ζουζούνιζε γύρω από το ανοιχτό στόμα του γέρου που έχασκε σαν σπηλιά κ’ έβαζαν στοίχημα αν θα ’μπαινε μέσα ή όχι» (σελ. 140-141).
Τον ίδιο υπνάκο έπαιρνε και σε μας πάνω στην έδρα το δασκαλικό (μας έκανε μάθημα τις τρεις προτελευταίες τάξεις στο δημοτικό). Δεν θυμάμαι τι κάναμε εμείς, θυμάμαι μόνο μια φορά το φίλο μου το Γιώργη το Μαυρόματο να τον μιμείται, καθώς πότε πότε κυλούσε το κεφάλι του μπροστά και το σήκωνε πάλι κοιμισμένος. Είχε ο καημένος πρόβλημα με την καρδιά του και πέθανε νωρίς. Είμασταν οι τελευταίοι μαθητές του.
Θυμάμαι επίσης ένα γέρο χωριανό που κοιμόταν σε ένα μια καρέκλα κάτω από ένα πλάτανο στην πλατεία του χωριού, με ριγμένο πίσω το κεφάλι και ανοιχτό το στόμα, και αναρωτιόμασταν αν θα του έπεφτε μέσα καμιά κουτσουλιά από τα σπουργίτια που τιτίβιζαν άφθονα από πάνω του. Κανείς μας δεν είχε γλιτώσει από αυτές τις κουτσουλιές.
«Ήξερε μάλιστα πως πολλές γυναίκες τυχαίνει να κρεμαστούν μ’ ένα σκοινί από κάποιο μεσοδόκι, όταν ο άντρας τους φέρνει δεύτερη γυναίκα στο σπίτι, κι άλλες πάλι αρχίζουν τις γκρίνιες και τους καυγάδες που του κάνουν ανυπόφορη τη ζωή» (σελ. 172).
Να συμβαίνουν άραγε τα ίδια και στο Ισλάμ;
«- Ο μεγάλος αδελφός είπε να μη σου το πω…» (σελ. 190).
Στα κινέζικα δεν υπάρχει η λέξη «αδελφός». Ο μεγάλος αδελφός είναι ο Gege (哥哥), η μεγάλη αδελφή είναι η Jiejie (姐姐), ο μικρός αδελφός είναι ο Didi (弟弟) και η μικρή αδελφή είναι η Meimei (妹妹).
«Και σα γύρισε σπίτι, κοίταξε τη μικρή του θυγατέρα που ήταν μια όμορφη παιδούλα, και η μητέρα της της είχε δέσει όμορφα-όμορφα τα ποδαράκια της, έτσι που περπατούσε με μικρά, χαριτωμένα βηματάκια» (σελ. 212).
Υπέφεραν τα κορίτσια τότε για να γίνουν όμορφα, και να έχουν περισσότερες πιθανότητες να καλοπαντρευτούν.
«Μα ο γαμπρός δεν έπρεπε, φυσικά, να ιδεί τη νύφη πριν απ’ το γάμο [όλοι οι γάμοι που αναφέρονται στο μυθιστόρημα έγιναν με προξενιό] (σελ. 223).
Μου θύμισε το κεντρικό επεισόδιο στο «Όνειρο της κόκκινης κάμαρας» όπου ο Pao Yu, όταν έγινε ο γάμος και σήκωσε το πέπλο που σκέπαζε το κεφάλι της νύφης, είδε πως δεν ήταν αυτή που αγαπούσε αλλά κάποια άλλη. Η γιαγιά του τον είχε ξεγελάσει.
«…πολλοί πήγαν στον Ουάγκ Λανγκ για να τους δανείσει λεφτά, κι αυτός τους δάνεισε με μεγάλο τόκο μια και ήταν τόσο μεγάλη η ζήτηση, και για εξασφάλιση υποθήκευε πάντα γη» (σελ. 241).
Και βέβαια πολλοί την έχασαν, όπως χάνουν σήμερα πολλοί τα σπίτια τους από τις τράπεζες.
«Μα τώρα που είχε γη και είχε μάλαμα κι ασήμι κρυμμένο και ασφαλισμένο, καταφρονούσε τούτο τον κόσμο της φτωχολογιάς που μυρμήγκιαζε όπου γύριζε το μάτι του, και σκέφτηκε πως ήταν βρώμικοι, και πέρασε ανάμεσά τους με τη μύτη ψηλά, και κρατώντας την ανάσα του γιατί δεν άντεχε τη βρώμα τους.
Και τους καταφρονούσε χωρίς καθόλου να τους συμπονάει σαν να ήταν τώρα κι αυτός στη σειρά της αρχοντοφαμελιάς» (σελ. 248).
Το έχω γράψει αρκετές φορές, δεν μου αρέσει ένα μυθιστόρημα ή μια ταινία που ο κεντρικός ήρωας δεν μου είναι συμπαθής. Ο Ουάνγκ Λανγκ μου ήταν συμπαθής μέχρι που πλούτισε. Αντίθετα η Ο Λαν κεντρίζει την αμέριστη συμπάθειά μας.
«…την κόκκινη φορεσιά που είχε τάξει στη θεά του ελέους…» (σελ. 258).
Αν το εγγόνι του ήταν αρσενικό. Αν ήταν θηλυκό, τίποτα.
Η «Θεά του ελέους» νομίζω υπάρχει και στην Ιαπωνία, νομίζω τη συνάντησα σε κάποιο θεατρικό έργο Νο, πιο πιθανό Καμπούκι, μπορεί και Μπουνρακού (κουκλοθέατρο).
«Και χάρηκε πολύ ο Ουάγκ Λανγκ, που αυτή η δούλα έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι [γκαστρώθηκε από το γιο του θείου του], γιατί αν είχε γεννήσει γιο, θα καμάρωνε και θα είχε απαίτηση να πάρει κι αυτή τη θέση της μέσα στη φαμελιά, μα με το κορίτσι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια δούλα που γέννησε άλλη μια δούλα και δεν άλλαζε μ’ αυτό τη θέση της» (σελ. 282).
Δεν χρειάζονται σχόλια σ’ αυτό.
Διαβάζω στη βικιπαίδεια: U.S. President George H. W. Bush toured the Pearl S. Buck House in October 1998. He expressed that he, like millions of other Americans, had gained an appreciation for the Chinese people through Buck's writing.
Είδα και την σχεδόν ομότιτλη ταινία (μάλλον ξαναείδα, πρέπει να την είχα δει και πολύ παλιά) «The good earth» (1937) του Sidney Franklin.
O Sidney Franklin πρέπει να είχε την ίδια αντίληψη με μένα για το μυθιστόρημα. Ενώ το μυθιστόρημα δείχνει τον Ουάνγκ Λανγκ φτωχό σε λιγότερο από το μισό του, στην ταινία τον βλέπουμε φτωχό σχεδόν στα δύο τρίτα της. Στο υπόλοιπο παραλείπει αρκετά επεισόδια (η κατάληψη της πόλης από τον στρατό, η επίταξη των διαμερισμάτων τους, ενώ αντίθετα στο πρώτο προσθέτει την εκτέλεση των πλιατσικολόγων), καθώς και πρόσωπα (ο ξάδελφος, η μικρή, ο τελευταίος του έρωτας). Μάλιστα στο τελευταίο μέρος, δέκα ολόκληρα λεπτά αφιερώνονται σε ένα συναρπαστικό επεισόδιο, στην καταπολέμηση των ακρίδων.
Κάθε επεισόδιο μεταφέρει ένα μήνυμα. Το μήνυμα αυτό μπορεί να δοθεί εξίσου καλά, ίσως καλύτερα, με ένα διαφορετικό επεισόδιο στην κινηματογραφική μεταφορά. Στο μυθιστόρημα ο Ουάνγκ Λανγκ μαγεύεται από την ομορφιά του Λωτού βλέποντας τη φωτογραφία της, που βρίσκεται ανάμεσα στις φωτογραφίες των κοριτσιών που εργάζονται εκεί. Στην ταινία, βλέποντάς τη να χορεύει.
No comments:
Post a Comment