Book review, movie criticism

Saturday, August 10, 2024

Γκέοργκ Λούκατς, Φρειδερίκος Νίτσε, κάτω από το φως του μαρξισμού

 

Γκέοργκ Λούκατς, Φρειδερίκος Νίτσε, κάτω από το φως του μαρξισμού (μετ. Ξεν. Ι. Καρακάλου), Εκδόσεις Μαρή, 1980, σελ. 139.

 


  Όπως μας λέει στον προλογικό σημείωμα η μεταφράστρια, αυτό είναι το τρίτο μέρος του έργου του Λούκατς «Η καταστροφή του λογικού».

  Θα ξεκινήσω από την εξής διαπίστωση: ο Λούκατς είναι στρατευμένος στον κομμουνισμό, μέλος του κόμματος. Αντιμετωπίζει τον Νίτσε σαν να είναι κι αυτός μέλος ενός κόμματος, ενός γερμανικού ναζιστικού ιμπεριαλιστικού κόμματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επιλέγει αποσπάσματα από το έργο του που ενισχύουν την άποψή του.

  Ευτυχώς είχα τη φαεινή ιδέα να ξαναδιαβάσω αυτά που έγραψα ξαναδιαβάζοντας όλα τα βιβλία του Νίτσε, πριν δέκα περίπου χρόνια. Σ’ αυτά παραθέτω φυσικά αποσπάσματα, που κάποια δεν συμφωνούν καθόλου μ’ αυτά που υποστηρίζει ο Λούκατς για τον Νίτσε.

  Θα παραθέσω κατ’ αρχάς ένα απόσπασμα, μια γενική εικόνα που σχημάτισα για τον Νίτσε.

  «Περιφρονεί τους σοφούς, δηλαδή τους πανεπιστημιακούς στην κοινότητα των οποίων έπαψε πια να ανήκει, αλλά και τον όχλο. Ο ανώτερος άνθρωπος τον συγκινεί, και σαν σπαρτιάτης θα έριχνε ευχαρίστως κάθε άρρωστο στον Καιάδα. Τον χριστιανισμό τον θεωρεί σαν σύμπτωμα παρακμής και την ηθική του ηθική δούλων, ενώ το σοσιαλιστικό ιδανικό της ισότητας το χλευάζει. Γενικά τους χλευάζει όλους, και τον απαίδευτο όχλο και τους πεπαιδευμένους σοφούς. Λατρεύει τα ένστικτα, κάθε κακό το αποδίδει στην καταπίεσή τους».

  Επίσης:

  «Ο Νίτσε περιφρονεί τον λαό και τη χριστιανική ηθική, την οποία θεωρεί ως ηθική δούλων. Ιδιαίτερα καταφέρεται εναντίον του οίκτου. Η αριστοκρατία είναι αυτή που δημιουργεί πολιτισμό. Υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες φυλές. Η γερμανική φυλή υποτίθεται ότι είναι η ανώτερη φυλή, όμως δεν της χαρίζεται. Και στις ανώτερες φυλές υπάρχει ο όχλος. Η θέληση για δύναμη χαρακτηρίζει τον άνθρωπο. Αν υπάρχει κάποιο νόημα στη ζωή, αυτό είναι η έλευση του υπεράνθρωπου. Μόνο οι παρακμιακοί, οι κουρασμένοι από τη ζωή, είναι απαισιόδοξοι. Η μοναξιά είναι η φυσική συνθήκη ζωής του φιλοσόφου».

  Όμως καλύτερα να προχωρήσω σε αποσπάσματα.

  «Μπορούμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε την άποψη, πως ολόκληρο το έργο του Νίτσε δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια αδιάκοπη πολεμική εναντίον του μαρξισμού και του σοσιαλισμού, αν και δεν είχε, προφανώς, ποτέ του διαβάσει ο Νίτσε, ούτε μια μονάχα γραμμή από τον Μαρξ και τον Έγκελς; Νομίζουμε ότι το ’χουμε αυτό το δικαίωμα, γιατί κάθε φιλοσοφία καθορίζεται, ως προς το περιεχόμενό της και τη μέθοδό της, από τους ταξικούς αγώνες της εποχής της» (σελ. 15).

  Τη δεύτερη περίοδο δεν νομίζω να την υποστήριζε σοβαρά κανείς σήμερα εκτός από τους μαρξιστές. Όσο για την πρώτη, φυσικά δεν είναι ολόκληρο το έργο του μια αδιάκοπη πολεμική εναντίον του μαρξισμού και του σοσιαλισμού. Επιτίθεται στο σοσιαλισμό (δεν θυμάμαι να συνάντησα στα έργα του τη λέξη «μαρξισμός»), όμως στο στόχαστρό του είναι και πολλοί άλλοι, κυρίως ο χριστιανισμός, για τον οποίο αφιερώνει ξεχωριστό έργο, «Ο αντίχριστος».

  «Ο Νίτσε έπαψε να γράφει ακριβώς στις παραμονές της ιμπεριαλιστικής περιόδου. Τούτο σημαίνει, λοιπόν, ότι εγνώρισε, κατά τη διάρκεια της Βισμαρκιανής εποχής, όλες της προοπτικές των επερχόμενων αγώνων, κ.λπ. κ.λπ» (σελ. 17).

  Ο Νίτσε δεν έπαψε να γράφει επειδή εγνώρισε, αλλά επειδή κατέρρευσε πνευματικά, αυτό γράφουν οι βιογραφίες του.

  «Γιατί αγνοούσε τα πάντα από την καπιταλιστική οικονομία και δεν μπορούσε, εξαιτίας αυτού του γεγονότος, να παρακολουθήσει παρά μονάχα τα συμπτώματα του υπεροικοδομήματος, τα οποία και μόνο είχε περιγράψει» (σελ. 24).

  Μεγάλη απαίτηση να απαιτούμε από κάθε φιλόσοφο να ξέρει οικονομία.

  «Ο Νίτσε, αντίθετα [με τον Σοπενάουερ] προτρέπει στην ενεργητική στράτευση για τη διάσωση της αντίδρασης και του ιμπεριαλισμού… Ωστόσο, η απολογία που αναλαμβάνει υπέρ του επιθετικού ιμπεριαλισμού, παίρνει τη μορφή μιας μυθοποίησης της ιστορίας» (σελ. 26).

  Δεν θυμάμαι να διάβασα τέτοια πράγματα στο Νίτσε. Πάντως ο Λούκατς δεν παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του που να τεκμηριώνουν αυτή την άποψη. Απλά συνάγει έμμεσα τα συμπεράσματά του.

  «Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία πως η εκλογή της αφοριστικής μορφής που χρησιμοποίησε ο Νίτσε είναι στενότατα δεμένη με τη θέση την οποία παίρνει» (σελ. 29).

  Εγώ υποστήριξα ότι δεν μπορούσε να γράψει συστηματικά παρά μόνο με τη μορφή αφορισμών. Έγραφε τους αφορισμούς του όπως ο ποιητής γράφει τα ποιήματά του, σε στιγμές έμπνευσης.

  «Αυτός είναι ο λόγος που ο Νίτσε δίνει τόσο μεγάλη σημασία στην υπεράσπιση του τύπου του ανθρώπου που αντιπροσωπεύουν οι εγκληματίες» (σελ. 67).

  Το θυμόμουνα πάντα αυτό, μου είχε κάνει εντύπωση. Αργότερα έμαθα από τον Hans Eysenck ότι τα άτομα αυτά, όπως και οι πολιτικοί, διακρίνονται για μεγάλη εξωστρέφεια και χαμηλή συναισθηματικότητα, ακριβώς το αντίθετο από τις καλλιτεχνικές και ψυχοπαθολογικές φύσεις.

  «Η συγγένεια ανάμεσα στο Νίτσε και το Χίτλερ είναι αντικειμενικά υπαρκτή, είναι, μάλιστα, πολύ βαθύτερη απ’ ό,τι πίστεψαν ο Bauemler, ή ο Ρόζεμπεργκ» (σελ. 116).

  Μόνο που ο Νίτσε ένιωθε απέχθεια για τους αντισημίτες, και ο βασικός άξονας της ιδεολογίας του ναζισμού ήταν ο αντισημιτισμός.

  «Σε ένα γράμμα προς τη μητέρα του διαβάζουμε: …μου λείπει πάντα και η ελάχιστη επιθυμία να κάνω παρέα με τον αντισημίτη κύριο γαμπρό μου. Οι απόψεις του και οι δικές μου διαφέρουν μεταξύ τους – και αυτό καθόλου δεν με λυπεί» (Απόσπασμα από τις «Τελευταίες επιστολές»).

  «…τη μνησικακία: αυτό το λουλούδι που ανθίζει σήμερα μ’ όλη του την ομορφιά στους αναρχικούς και στους αντισημίτες, μ’ όλο που είναι διαφορετική η μυρωδιά του» (απόσπασμα από τη «Γενεαλογία της ηθικής»).

  «Στο φίλο του Φραντς Όβερμπεκ και στη γυναίκα του γράφει: Μολονότι μέχρι τώρα δείξατε μια περιορισμένη πίστη στην ικανότητά μου να πληρώσω, ελπίζω ωστόσο να μπορώ ακόμη να αποδείξω ότι είμαι κάποιος που ξεπληρώνει τα χρέη του – για παράδειγμα απέναντί σας… Μόλις έβαλα να τουφεκίσουν όλους τους αντισημίτες…» (απόσπασμα από τις «Τελευταίες επιστολές».

  Και ένα απόσπασμα από την ανάρτησή μου για τη «Θέληση της δυνάμεως».

  Η «Θέληση της δυνάμεως» είναι το τελευταίο έργο του Νίτσε. Το είχε προαναγγείλει, όμως φαίνεται ότι εγκατέλειψε το σχέδιο πριν το ολοκληρώσει, και κάποια αποσπάσματα τα χρησιμοποίησε για τα έργα του «Το Λυκόφως των ειδώλων» και τον «Αντίχριστο». Μετά το θάνατό του η αδελφή του Ελίζαμπεθ εξέδωσε αδημοσίευτα αποσπάσματα με αυτό τον τίτλο, λέγεται όμως ότι παραποίησε κάποια ώστε να είναι σύμφωνα με τις αντισημιτικές της αντιλήψεις. Οι ναζί επωφελήθηκαν αρκετά απ’ αυτό το έργο.

  «Ολόκληρη, πράγματι, η θεωρία του για τη γνώση δεν είναι, γι’ αυτόν, παρά ένα όπλο εναντίον του σοσιαλισμού» (σελ. 123).

  Λέτε ο Νίτσε να διατύπωσε τη θεωρία του για τη γνώση μόνο και μόνο για να τη χρησιμοποιήσει σαν όπλο εναντίον του σοσιαλισμού;

  «Γνώση και γίγνεσθαι αποκλείουν η μια το άλλο» (σελ. 127, απόσπασμα από τη «Θέληση για δύναμη»).

  Μου θύμισε την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ. Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ταυτόχρονα με την ίδια ακρίβεια τη θέση και τη στροφορμή ενός σωματιδίου.

  Δεν με ικανοποίησε καθόλου ο πολιτικός Λούκατς, αντίθετα με τον θεωρητικό της λογοτεχνίας. Το «Ιστορικό μυθιστόρημα» με είχε μαγέψει, το διάβασα και το ξαναδιάβασα και το πρότεινα σε έναν τυπογράφο που είχε εκδοτικές φιλοδοξίες για μετάφραση. Δέχτηκε, το μετάφρασα, αλλά δεν το εξέδωσε, όπως δεν εξέδωσε και δυο άλλα που μετέφρασα, το «Παράξενο Ιντερλούδιο» και το «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα». Μετάνιωσα που δεν έβγαλα τη μετάφραση σε φωτοτυπίες. Και, από ό,τι διαβάζω στο διαδίκτυο, «The historical novel is probably Lukacss most influential work of literary history».

  Και ένα σχόλιο για τη μετάφραση: διαμφισβητεί αντί αμφισβητεί και εξ υπαρχής αντί εξαρχής (σελ. 103). Το πολυσύλλαβο μάλλον είναι πιο εντυπωσιακό, όπως σχολιάζει ο Καζαντζάκης έναν παπά που είπε «Χριστός ανέστακας» αντί «Χριστός ανέστη».  

 

No comments: