Book review, movie criticism

Tuesday, December 31, 2024

Keisuke Kinoshita, Army (1944)

 

Keisuke Kinoshita, Army (1944)

 


  Γυρισμένος το 1944 ο «Στρατός» είναι μια προπαγανδιστική ταινία, με στόχο να εμψυχώσει το φρόνημα των πολιτών για τον πόλεμο.

  Ξεκινάει με μια αναδρομή στην ιστορία, από την ανατροπή του Σογκούν από τον αυτοκράτορα (1868). Θα ακούσουμε για τον σινοϊαπωνικό πόλεμο που είχε σαν αποτέλεσμα να περιέλθει στην Ιαπωνία η Ταϊβάν (νομίζω είχε ήδη κατακτήσει την Κορέα), και τη νίκη της στο ρωσοϊαπωνικό πόλεμο (1905) που σήμανε την πρώτη προλεταριακή επανάσταση που πνίγηκε στο αίμα (Θωρηκτό Ποτιέμκιν).

  Μετά έχουμε την εισβολή στη Μαντσουρία, και δεν θυμάμαι τι άλλο.

  Στην ταινία βλέπουμε τον αξιωματικό που είναι απελπισμένος που δεν μπόρεσε να πάρει μέρος σε τρεις μάχες γιατί αρρώστησε και βρέθηκε στο νοσοκομείο. Και βέβαια τον άλλο, που θέλει να πάει αμέσως στον στρατό να πολεμήσει και όχι να πάει στην ακαδημία πολέμου, όπου θα έβγαινε αξιωματικός.

  Ακούμε και ένα τραγούδι που συντέθηκε μετά την επιτυχή απόκρουση των Μογγόλων, που είχαν επιτεθεί να καταλάβουν την Ιαπωνία.

  Για αυτό είχα γράψει στην ανάρτησή μου σε μια επίσης προπαγανδιστική ταινία του Κουροσάβα, που γυρίστηκε τα χρόνια του πολέμου.

  Τελικά δεν ήταν του Κουροσάβα, κάποιου άλλου ήταν, δεν την βρίσκω, δεν έχει σημασία. Αυτό που έγραφα είναι ότι χρησιμοποιούν για να εμψυχώσουν το φρόνημα των γιαπωνέζων ένα τραγούδι με το οποίο απέκρουσαν εισβολείς, ενώ οι ίδιοι είναι τώρα εισβολείς.

  Προπαγανδιστική ταινία, όμως έχει μεγάλο ενδιαφέρον το τέλος της, το οποίο διαρκεί πέντε ολόκληρα λεπτά. Σ’ αυτό η Κινούγιο Τανάκα τρέχει να προλάβει τους στρατιώτες που φεύγουν για τον πόλεμο. Ανάμεσά τους και ο γιος της. Μετά από κάμποση ώρα τον βρίσκει. Χαίρεται, αλλά στο τελευταίο πλάνο τη βλέπουμε να κλαίει. Μάλιστα στο τέλος του ενώνει τα χέρια της σε σχήμα ικεσίας, σαν να παρακαλεί για τη σωτηρία του γιου της.

  Σαν τη μύγα μέσα στο γάλα.

  Όλοι και όλες γύρω της πανηγυρίζουν, εκτός από αυτήν.

  Αυτό στοίχισε στον Kinoshita.

  Αλλά αντί να σας παραπέμψω στον σύνδεσμο της βικιπαίδειας, θα αντιγράψω το επίμαχο απόσπασμα.

  In the wordless final scene of the movie, Shintaro marches off with the army for deployment in the invasion of Manchuria. Tanaka's character runs alongside him tearfully and expresses her anxiety over his well-being.[4][5] Japanese wartime censors were upset by this scene because Japanese mothers in films were supposed be depicted as being proud to send their sons to battle, and not being at all upset about it.[6] According to film critic Donald Richie, the scene was spared being cut because arguably Tanaka's emotions were caused by her internal conflict between her duty to be happy to send her son off to war and her own selfishness by loving and trying to possess him.[6] Criterion Collection essayist Michael Koresky and others attribute the fact that the script escaped censorship of this scene to the fact that the scene is wordless, and so in the script it merely states "The mother sees the son off at the station".[3][7] Koresky attributes the scene's power to purely cinematic elements, i.e., "expressive cutting, the variations in camera distance, Tanaka’s stunning performance."[3]

As a result of the final scene, which according to Richie was called "deplorable and an unnecessary stain on an otherwise fine film," Kinoshita was subjected to enhanced attention from the censors until the end of the war.[6] Reportedly, an army officer stormed into the Shochiku film studio after the film's premiere on November 22, 1944, accusing Kinoshita of treason.[7] He would not be permitted to release another film until after the war ended.[3]

According to author Alexander Jacoby, Army is superficially conformist but the final scene is an expression of Kinoshita's "antimilitarist sentiments."[1] Kinoshita later stated that "I can’t lie to myself in my dramas. I couldn’t direct something that was like shaking hands and saying, ‘Come die.’”[3]

Hiroshi Shimizu, Ornamental hairpin (1941)

 

Hiroshi Shimizu, Ornamental hairpin (1941)

 


  Μετά από δυο μήνες επανερχόμαστε στους κανονικούς μας ρυθμούς.

  Γιατί μετά από δυο μήνες;

  Έκανα τέσσερεις βδομάδες στον Ευαγγελισμό για εγχείρηση χολής, μια δύσκολη περίπτωση γιατί δεν το είχα πάρει χαμπάρι ότι τα προβλήματά μου ήταν από τη χολή, νόμιζα ότι ήταν από το στομάχι, και οι υπέρηχοι έβγαιναν καθαροί, ένας άνω και κάτω κοιλίας κάθε χρόνο αλλά και ένας ειδικά για τη χολή πριν ενάμιση χρόνο. Βγήκα για μια βδομάδα για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα και να ξαναγυρίσω στο νοσοκομείο, όπου έμεινα τρεισήμισι βδομάδες. Επέστρεψα στις 23, πριν οκτώ μέρες, αρκετά εξαντλημένος.

  Την «διακοσμητική καρφίτσα» ξεκίνησα να τη βλέπω εκείνη τη βδομάδα, αλλά εξαντλημένος καθώς ήμουν με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα και είδα μόνο τη μισή. Τώρα που επέστρεψα δεν είχα κουράγιο να δω ταινία, είδα κάτι λίγα ντοκιμαντέρ για τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπως και τότε. Χθες βράδυ το πήρα απόφαση, και την είδα σχεδόν από την αρχή, καθώς και την ταινία «Army» του Keisuke Kinoshita. O λόγος που είδα αυτές τις ταινίες είναι που ήθελα να ξαναδώ την Kinuyo Tanaka στα νιάτα της, αφού την είχα δει ήδη σε ένα σωρό ταινίες του Yasujiro Ozu και του Kenji Mizoguchi, σκηνοθέτες που τους είδα πακέτο. Πριν την εγχείρηση είχα δει και άλλες δύο, την «Γυναίκα του γείτονα και η δική μου» (1931) του Heinosuke Gosho και την «Χορεύτρια του Ίζου» (1933) επίσης του Gosho.  

  Ακόμη:

  Πριν καταπιαστώ με το να γράψω αυτές τις δυο ταινιοκριτικές πήρα το συνηθισμένο μου ντοπάρισμα, ένα φραπέ, μετά από μήνες.

  Μου λένε συχνά γιατί δεν παίρνω ντεκαφεϊνέ.

  Γελάω.

  Τους λέω, δεν μου αρέσει ο καφές, τον παίρνω για ντοπάρισμα, και προτιμώ τον φραπέ, αφενός γιατί είναι πιο δυνατός και αφετέρου γιατί φτιάνεται εύκολα, ειδικά από τους άντρες.

  Η συνέχεια ποια θα είναι;

  Οι ταινίες πρώτης προβολής ή επανέκδοσης, αλλά με πιο αυστηρή επιλογή.

  Οι ταινίες σε σενάριο Κουροσάβα, τον οποίο είδα επίσης πακέτο, από τις οποίες είδα περίπου τις μισές.

  Και μετά;

  Να τελειώσω την «Εισαγωγή στον ιρανικό κινηματογράφο».

  Επειδή όταν μπαίνεις για εγχείρηση υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μη βγεις ζωντανός, ανάρτησα στο blog μου το πρώτο μέρος που το είχα τελειώσει, ο προεπαναστατικός κινηματογράφος.

  Και μετά;

  Εισαγωγή στον κινέζικο κινηματογράφο, αν ο Άγιος Χαράλαμπος θελήσει να μου δώσει χρόνους (να το ξαναγράψω, τη μέρα της γιορτής μου, μαθητής δημοτικού εννιά δέκα χρονών, στον τράφο ενός περβολιού δίπλα σε ένα μονοπάτι βρήκα ένα εικονισματάκι του).

  Ας το γράψω και αυτό: Όταν γεράσει ο διάβολος καλογερεύει, αν και δεν είναι ακριβώς η δική μου περίπτωση, και δεν θέλω να γράψω λεπτομέρειες, έχω γράψει αλλού.

  Μεγάλη η εισαγωγή, αλλά στα κείμενά μου συχνά αυτοβιογραφούμαι, και τώρα ήταν μια ευκαιρία.

  Η ταινία είναι μια γλυκόπικρη κωμωδία.

  Ο χώρος της πλοκής είναι ένα spa.

  Έχει καλές τιμές, αλλά όχι και εξαιρετικό φαγητό.

  Τα κύρια πρόσωπα που θα δούμε είναι δυο πιτσιρικάδες και ο παππούς τους, ένα ζευγάρι, ένας καθηγητής, και ο στρατιώτης Nanmura.

  To πυρηνικό γεγονός στην ιστορία, που έχει πολλά χιουμοριστικά επεισόδια, είναι όταν ο Nanmura πατάει μια καρφίτσα μέσα στο spa, που είχε πέσει από τα μαλλιά της Τανάκα που είχε περάσει από εκεί πριν λίγες μέρες. Πληγώνεται αρκετά σοβαρά στο πόδι, το πληροφορείται η Τανάκα, και έρχεται να του ζητήσει συγνώμη.

  Θα είναι άραγε όμορφη;

  Τι κι αν είναι;

  Τα ρομάντζα υπάρχουν μόνο στις ταινίες, στην πραγματική ζωή τα πράγματα είναι αλλιώς, σχολιάζει νομίζω ο καθηγητής.

  Αυτή είναι γκέισα, και το έσκασε από το αφεντικό της. Μια συναδέλφισσα που έρχεται να την πάρει μαζί της γιατί το αφεντικό είναι θυμωμένο, δεν τα καταφέρνει. Η Τανάκα θέλει να κάνει μια καινούρια αρχή στη ζωή της.

  Όταν μαθαίνει ότι ο στρατιώτης θα φύγει και αυτός με τους άλλους τρέχουν δάκρυα από τα μάτια της. Όχι, είναι δάκρυα χαράς, που κατάφερε να ανέβει τόσες σκάλες.

  Πολλά επεισόδια έχουν να κάνουν με τις προσπάθειες αποκατάστασης του τραυματισμένου ποδιού του.

  Η ταινία δεν τελειώνει με unhappy end όπως θέλει η βικιπαίδεια, το τέλος είναι αμφίσημο, αφήνει την υποψία του happy end. Ο Nanmura της στέλνει γράμμα από το Τόκιο όπου της λέει, ανάμεσα στα άλλα: «Απόψε είχαμε την πρώτη συνάντηση οι φίλοι από το σπα. Περιμένουμε την επιστροφή σου στο Τόκιο.

  Έτσι τελειώνει η ταινία.

  Θέλω να πιστεύω ότι θα επιστρέψει, θα βρει μια άλλη δουλειά, και θα ευοδωθεί επιτέλους το ειδύλλιο με τον Nanmura.

  Θέλω να πιστεύω.

  Είπαμε, μου αρέσουν τα romance με happy end.

  Πολλά χιουμοριστικά επεισόδια είχαν να κάνουν με το ροχαλητό του παππού και του καθηγητή. Ποιος από τους δυο είναι καλύτερος στο ροχαλητό, ποιος ροχαλίζει πιο πολύ; Αναρωτιούνται οι πιτσιρικάδες.

  Οι πιτσιρικάδες το καλαμπουρίζουν, όμως οι μεγάλοι ενοχλούνται.

  Στο θάλαμο στο νοσοκομείο που ήμουν δεν υπήρχε περίπτωση να μην υπάρχει έστω και ένας που να μη ροχαλίζει. Όμως εγώ ήμουν τόσο εξαντλημένος που δεν με πείραζε, κοιμόμουν. Για τους άλλους δεν ξέρω.

Monday, December 30, 2024

Ο έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού-συνέχεια

 

  Τελικά δεν κλείνει εύκολα το «Ο έρωτας στα χρόνια του κορονοϊού».

  Μου ήλθε ξαφνικά μια ιδέα, χιουμοριστική, κωμική, όπως θέλετε πέστε τη, και είπα να την καταγράψω.

  Οι αντιεμβολιαστές υποστηρίζουν διάφορα σενάρια, ένα από τα οποία είναι ότι έχουν σαν στόχο με τα εμβόλια να εξοντώσουν όσο γίνεται περισσότερο πληθυσμό ώστε να ζήσουν πιο άνετα οι υπόλοιποι.

  Μου το είπε μια φίλη.

  Στο ενισχυμένο αντιγριπικό εμβόλιο έχουν βάλει μέσα και εμβόλιο για τον κορονοϊό, με στόχο να εξοντώσουν όσο γίνεται περισσότερους.

  Και μου ήλθε η ιδέα.

  Μήπως όλα αυτά τα σενάρια περί επικινδυνότητας του εμβολίου προέρχονται ακριβώς από εκείνους που θέλουν να ξεπαστρευτεί ένα μέρος του πληθυσμού, κυρίως οι ηλικιωμένοι που με τις συντάξεις τους επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό; Οι περισσότεροι θάνατοι από όσους προσβάλλονται από τον κορονοϊό είναι ανάμεσα στους ηλικιωμένους.

  Και ένα τελευταίο σχόλιο.

  Σε κάποιες από τις πρώτες αναρτήσεις μου σχολίαζα την ορθογραφία, αλλά και το όνομα: κορωνοϊός, κορονοϊός, κορωναϊός, και δεν θυμάμαι τι άλλο. Τώρα βλέπω ότι οι περισσότεροι γράφουν κόβιντ.

  Η αρχή της οικονομίας.

  Που διέκρινε και μένα, όταν στην πρώτη μετάφραση που έκανα με γραφομηχανή δεν έβαζα τόνους, για οικονομία χρόνου, με αποτέλεσμα, όταν το ανακάλυψε ο συγχωρεμένος ο Θάνος ο Γραμμένος, ο εκδότης μου, να του σηκωθεί ή τρίχα.

  Για δεύτερη φορά.

  Η πρώτη ήταν όταν αποφάσισε να καταπιαστεί με τις τρεις πρώτες χειρόγραφες μεταφράσεις μου, με την απαίσια κακογραφία μου.   

Γιώργος Βοϊκλής, Ο σιωπηλός αμερικάνος (γράφουν οι Ντούνια Κουσίδου και ο Μανώλης Βαρβούνης

 


Η σιωπή και η κραυγή

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Γιώργου Βοϊκλή

«Ο Σιωπηλός Αμερικάνος»

                                                                γράφει η Ντούνια Κουσίδου*

 

Με τον Γιώργο Βοϊκλή ανταμώσαμε για πρώτη φορά στις αρχές της 10ετίας του 1960, στα 15 μας χρόνια, στο Σύλλογο Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης, τον ιστορικό ΣΕΜΜΕ, και στην Οργάνωση Νυχτερινών Γυμνασίων της Νεολαίας ΕΔΑ. Από τότε μέχρι σήμερα ακολουθήσαμε παράλληλες διαδρομές, που στο διάστημα αυτών των 60 περίπου χρόνων διασταυρώθηκαν πολλές φορές.

Τη δική του διαδρομή σ’ αυτό το διάστημα διατρέχει στο νέο μυθιστόρημά του με τίτλο «Ο Σιωπηλός Αμερικάνος», που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Οσελότος. Και μαζί μ’ αυτήν, την αντίστοιχη παράλληλη διαδρομή ενός Ελληνοαμερικανού φοιτητή, με τον οποίο βρέθηκαν να νοσηλεύονται σε ψυχιατρική κλινική του στρατού το καλοκαίρι του 1969.

Η σιωπή οφείλεται σε ένα είδος αυτισμού απ’ το οποίο έπασχε ο Ελληνοαμερικανός φοιτητής, που τον συνέλαβαν μόλις έφτασε στην Ελλάδα ως ανυπότακτο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τον ονόμασαν «Σιωπηλό Αμερικάνο».

Η κραυγή ακούγεται στην τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος, στη διάρκεια της κράτησής του στο ΕΑΤ-ΕΣΑ την Άνοιξη του 1969.

Τα όσα συνέβησαν πριν και μετά την κραυγή διερευνά ο -επίσης νοσηλευόμενος στην ψυχιατρική κλινική «Τρελός Φιλόσοφος»- στη συνάντησή τους μετά από 54 χρόνια, μέσω  skype, καθώς βρίσκονται ο ένας στις ΗΠΑ και ο άλλος στην Ελλάδα, ο ένας καθηγητής στο Χάρβαρντ και ο άλλος παλαίμαχος δημοσιογράφους.

Αυτός είναι που με τη δημοσιογραφική του έρευνα αποκαλύπτει τόσο το ότι ο ερχομός του «Σιωπηλού Αμερικάνου»  στην Ελλάδα ήταν στο πλαίσιο αποστολής της αντιστασιακής οργάνωσης της Αμαλίας Φλέμινγκ για τη δραπέτευση του Αλέξανδρου Παναγούλη, όσο και για κάτι που του συνέβη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, που ο ίδιος κρατούσε επτασφράγιστο μυστικό.

Μπορεί να ισχυρίζεται ο συγγραφέας, όπως συνηθίζεται, ότι τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο του είναι προϊόν μυθοπλασίας, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ενσωματωθεί σ’ αυτό πολλά πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις αυτών των δεκαετιών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις ΗΠΑ. Σ’  αυτό το μυθιστόρημά του, δηλαδή, ο συγγραφέας, παρακολουθεί την παράλληλη πορεία δυο χαρακτηριστικών εκπροσώπων της γενιάς του 1960, που διέτρεξαν το δεύτερου μισό του 20ού αιώνα και τις δυο πρώτες του 21ου, συμμετέχοντας από καίρια σημεία στα ιστορικά γεγονότα, o ένας στην Ελλάδα και ο άλλος στις ΗΠΑ.

Πέρα από το ότι οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες του επικοινωνούν μέσω του skype  και της ανταλλαγής e-mail, ενώ η επικοινωνία τους παρακολουθείται από την ΕΥΠ μέσω του predator, μια ακόμη καινοτομία του βιβλίο είναι το ότι ο συγγραφέας παραθέτει σε Παράρτημα υλικό από την έρευνα που προηγήθηκε της συγγραφής του. Κάτι αντίστοιχο έχουμε δει, απ’ όσο γνωρίζω,  στο «Ημερολόγιο της τριλογίας» του Στρατή Τσίρκα.

Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι, εκτός από το απολαυστικό κείμενο για  την ψυχιατρική κλινική του στρατού, το ΚΙΧΝΕ της Βέροιας, ο συγγραφέας έχει εντάξει στη ροή του μυθιστορήματός του δυο φανταστικές μαρτυρίες:

-Μια για τις μάχες της ΕΠΟΝ στα Εξάρχεια τον Δεκέμβρη του 1944 και

-Μία για το σχέδιο μιας αντιστασιακής ομάδας να ανατινάξει την εξέδρα  της Ανάστασης, μαζί με όλη την ηγεσία της Χούντας, στην πλατεία της Μητρόπολης το Πάσχα του 1968.

Η μεγαλύτερη προσφορά του Γιώργου Βοϊκλή με αυτό το βιβλίο του, ωστόσο, είναι, κατά την εκτίμησή μου, το ότι διασώζει και προσφέρει στις νεότερες γενιές το χρονικό των δολοφονιών του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Σωτήρη Πέτρουλα.

Κεντρικό θέμα του είναι, βέβαια, τα βασανιστήρια κρατουμένων, όχι μόνο στη διάρκεια της δικτατορίας αλλά διαχρονικά, μέχρι και σήμερα, και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον κόσμο.

Σε δεύτερο επίπεδο, το μυθιστόρημα ανοίγει το θέμα της καταδίκης του δικτατορικού καθεστώτος της Ελλάδας της περιόδου 1967-1974 από μια μερίδα του Δημοκρατικού κόμματος και της Ελληνικής Ομογένειας των ΗΠΑ.

Θα ήθελα να σημειώσω επίσης ότι ο συγγραφέας βρίσκει συχνά την ευκαιρία να εντάξει αρκετή ποίηση ανάμεσα στις ρεαλιστικές περιγραφές, τις «μαρτυρίες», τις συνεντεύξεις, τα δημοσιογραφικά κείμενα και τα ιστορικά ντοκουμέντα του μυθιστορήματός του.

Από όλα αυτά προκύπτει ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που συνδέεται από πολλές πλευρές με την επέτειο των 50 χρόνων από την «ανατροπή» της δικτατορίας.

Τέλος, όλα αυτά συνεργούν στο να διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του.

Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί εικαστικό έργο του Γιάννη Ρίτσου       

 

      

Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ

Καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας

του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης

        

 

ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ:

ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΟΪΚΛΗ

 

          Ο Γιώργος Βοϊκλής, γνωστός από την δημοσιογραφική, συγγραφική, εκδοτική και εν γένει πνευματική δράση και παραγωγή του, μας έδωσε πρόσφατα ένα ακόμη καλογραμμένο, καλοτυπωμένο και συναρπαστικό στην ανάγνωση βιβλίο, με τίτλο «Ο Σιωπηλός Αμερικάνος» και υπότιτλο «Πολιτικό Μυθιστόρημα» (Αθήνα 2024, εκδ. Οσελότος, σελ. 298). -Στο βιβλίο αυτό, μετά το προοίμιο,  ο συγγραφέας αφηγείται με τρόπο πρωτότυπο και επαγωγικό μια συγκλονιστική ιστορία από την εποχή της δικτατορίας, την οποία προεκτείνει ως τις μέρες μας.

        Η ύλη του βιβλίου δομείται σε τρία μέρη, καθένα από τα οποία περιλαμβάνει μια σειρά υποκεφαλαίων. Στο κέντρο της αφήγησης βρίσκεται η ιστορία της τυχαίας συνάντησης ενός Σαμιώτη, του «Τρελού Φιλοσόφου», και ενός Ελληνοαμερικανού, του «Σιωπηλού Αμερικάνου», οι οποίοι είχαν γνωριστεί υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, σε ένα στρατιωτικό ψυχιατρείο στη Βέροια, ο πρώτος υπηρετώντας τη θητεία του και προσπαθώντας να αποφύγει την εκδικητική μανία ενός αξιωματικού, και ο δεύτερος κατά τη διαδικασία θεραπείας του από τα τραύματα, σωματικά και κυρίως ψυχικά, που του είχε προξενήσει η σύλληψη και ο βασανισμός του από τη χούντα. Απόμαχος δημοσιογράφος και ενεργός πολιτικός ακτιβιστής ο πρώτος, συνταξιούχος αλλά ενεργός καθηγητής των νεοελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ ο δεύτερος, αποδίδονται σε ένα ταξίδι μνήμης και σε μια διαδρομή μεταμνήμης, σκιαγραφώντας μια εποχή και αποτυπώνοντας τις ιστορικές περιπέτειες ενός λαού.

       Με βάση την κοινή εμπειρία τους από τα βασανιστήρια, αλλά και τις αναμνήσεις τους από την σκοτεινή εκείνη περίοδο, έρχονται ξανά σε διαδικτυακή επικοινωνία, η οποία ξεκινά από μια τηλεοπτική εκπομπή, καταλήγει όμως στην αποτύπωση των εντυπώσεων και των συναισθημάτων τους, κυρίως δε στην διερεύνηση μιας πτυχής της αντίστασης του ελληνικού λαού στο δικτατορικό καθεστώς. Ο ένας θυμάται ξανά τη συμμετοχή του στους προδικτατορικούς αγώνες, τους Λαμπράκηδες, τις δολοφονίες του Γρηγόρη Λαμπράκη και του Σωτήρη Πέτρουλα, τις συλλήψεις και τον βασανισμό του, σκηνές της στρατιωτικής θητείας του και όψεις της μεταδικτατορικής πορείας και δράσης του.

         Ο δεύτερος αποτυπώνει την αντιστασιακή δράση της οικογένειάς του, ήδη από την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, την ανάμιξή του στην προσπάθεια της Αμαλίας Φλέμιγκ και του δικτύου της για την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη – όπου εμπλέκεται ένας ακόμη Σαμιώτης διανοούμενος, ο Καθηγητής «Κ.Σ.», που εύκολα ταυτίζεται από τον αναγνώστη με γνωστό συμπατριώτη μας πανεπιστημιακό που άφησε έκδηλο το θετικό αποτύπωμά του στην κοινωνία μας – την σύλληψή του μετά από προδοσία και τον βασανισμό του, την καλά κρυμμένη επί χρόνια σεξουαλική κακοποίησή του από τους βασανιστές, τις ψυχολογικές επιπτώσεις του και την πορεία του προς την υπέρβασή τους.

        Ενδιαμέσως παρεμβάλλονται ποιήματα και πεζά λογοτεχνικά αποσπάσματα, αποκόμματα εφημερίδων, έγγραφα και στοιχεία, ακόμη και δεδομένα δημοσιογραφικής έρευνας με ιστορικές προεκτάσεις, συγκροτώντας ένα συναρπαστικό ιστορικολογοτεχνικό αφήγημα, με γλαφυρότητα και σαφήνεια. Πρόκειται για ένα κείμενο που όχι μόνο διαβάζεται απνευστί, αλλά αφήνει έντονα συναισθήματα και έκτυπες εντυπώσεις στον αναγνώστη, διεκτραγωδώντας τα πάθη της σύγχρονής μας ελληνικής πολιτικής ζωής.

        Όσο κι αν ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το έργο του αποτέλεσμα λογοτεχνικής εργασίας, είναι φανερές οι ιστορικές διαστάσεις που κρύβονται πίσω από τις γραμμές και τις αράδες του κειμένου. Μπορεί το ένα από τα δύο πρόσωπα να είναι φανταστικό, το δεύτερο όμως είναι υπαρκτό, με σαφείς μάλιστα αυτοβιογραφικές διαστάσεις. Υπαρκτές είναι επίσης οι ιστορικές συνθήκες, οι καταστάσεις, τα πρόσωπα, οι νοοτροπίες και οι συμπεριφορές που αποτυπώνονται και στηλιτεύονται η επαινούνται, ανάλογα με την υπόσταση και το ηθικό αποτύπωμά τους. Κι αυτό είναι που δίνει στο βιβλίο τον χαρακτήρα όχι μόνο ενός πολιτικού μυθιστορήματος, αλλά και ενός ιστορικού αφηγήματος, στο οποίο οι λογοτεχνικές επινοήσεις είναι μόνο οι αναγκαίες, ενώ το πραγματολογικό υλικό είναι έκδηλο, ζωντανό και ανατριχιαστικά επίκαιρο.

         Την επικαιρότητα των γραφομένων καθιστούν ανάγλυφη οι αναφορές στις σύγχρονες, τεχνολογικά εξελιγμένες, μεθόδους παρακολούθησης της μυστικών υπηρεσιών, οι μνείες γεωπολιτικών συμφερόντων και σχεδιασμών ερήμην των λαών, αλλά και η διαπίστωση της επιβίωσης των μηχανισμών, πέρα από τις ιστορικές συγκυρίες. Μάλιστα, ο ισχυρισμός αυτός δημιουργεί στον αναγνώστη την ανατριχιαστική εντύπωση ότι οι βαθιές δομές που στήριξαν το απολυταρχικό καθεστώς της δικτατορίας συνέχισαν να υπάρχουν και μετά από αυτό, με παρακλάδια μάλιστα ως και τις μέρες μας, μια δυστοπική διαπίστωση, που μπορεί να εκφράζεται με λογοτεχνικά μέσα, ωστόσο δεν περνά απαρατήρητη.

          Ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας δομεί την αφήγησή του είναι πραγματικά αριστοτεχνικός, δεδομένου ότι διαπλέκει τη λογοτεχνική αφήγηση με την ιστορική πραγματικότητα, και δίνει στο κείμενό του την υφή μιας συναρπαστικής δημοσιογραφικής έρευνας, παραθέτοντας μάλιστα και στοιχεία της πορείας του προς την τελική αποκάλυψη της αλήθειας. Με προσεκτικές διατυπώσεις, που ωστόσο δίνονται σε έναν αβίαστο και καλογραμμένο λόγο, περνά από την δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα, και καταφέρνει να παρουσιάσει την υποκειμενική διάσταση των αντικειμενικών συνθηκών και εξελίξεων. Μας δείχνει όχι μόνο τα τραγικά και βίαια γεγονότα, αλλά και την επίδρασή τους στον «έσω άνθρωπο», μαζί με τα συναισθήματα και τα τραύματα που συνοδεύουν την βίωσή τους.

         Κομβικό σημείο της αφήγησης αποτελεί η στάση του απέναντι στα βασανιστήρια, στην διαχρονική τους παρουσία και εξέλιξη. Ο Γιώργος Βοϊκλής διαγράφει τις πλέον απροκάλυπτες πτυχές της κρατικής βίας, η οποία στα ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα αποβαίνει αχαλίνωτη και ανεξέλεγκτη. Και συσχετίζει τα βασανιστήρια αυτά με ανάλογες μαρτυρίες για την εποχή μας, αναφερόμενος τόσο στην αλλοδαπή, όσο και στην ημεδαπή. Έτσι, το βιβλίο του πέρα από αναφορά στη μνήμη, πέρα από την διαχείριση της μεταμνήμης, αποτελεί και μια φωνή πολιτικού ακτιβισμού εναντίον των βασανιστηρίων, υπενθυμίζοντάς μας ότι αυτά δεν συνδέονται μονοσήμαντα με την περίοδο της δικτατορίας, αλλά αποτελούν, δυστυχώς, διαχρονική πραγματικότητα, με στόχο την υποταγή, τον εξευτελισμό και την αποδόμηση της ανθρώπινης προσωπικότητας και αξιοπρέπειας. Κι έτσι δικαιολογείται απόλυτα ο χαρακτηρισμός «πολιτικό μυθιστόρημα», τον οποίο δίνει στο έργο του.

         Οι μαρτυρίες που παραθέτει σε παράρτημα, στο τέλος του βιβλίου του, είναι απολύτως ενδεικτικές για τους σκοπούς της συγγραφής του. Και βέβαια, αναφέρεται και σε ανθρώπινες συμπεριφορές, σε νησίδες ανθρωπιάς και ανθρωπισμού μέσα στο αφρισμένο πέλαγος της βαρβαρότητας, που όχι μόνο δίνουν μια αισιόδοξη προοπτική στην αντιμετώπιση των δυστοπιών που περιγράφονται, αλλά ταυτοχρόνως φανερώνουν ότι σε τελική ανάλυση πάντα υπάρχει η ελπίδα της ανθρώπινης αντίστασης, που όταν εκδηλώνεται από την εσωτερική πλευρά του συστήματος έχει όχι μόνο περισσότερη αποτελεσματικότητα, αλλά και αφαντάστως μεγαλύτερη αξία για το θάρρος και την παρρησία που περικλείει.

         Το βιβλίο αποτελεί, κατ’ εμέ κριτή, ανάγνωσμα συγκλονιστικό και μαζί διδακτικό και παιδαγωγικό. Μας δείχνει τι πρέπει να καταδικάσει και να αποφεύγει η κοινωνία μας, ώστε οι ιστορικές περιπέτειες να αποβούν διδακτικές και παραδειγματικές ως προς την αποφυγή τους για το μέλλον. Παραλλήλως δε προβάλλει αρετές όπως η αγάπη, η συντροφικότητα, η αλληλεγγύη, αλλά και θεσμούς όπως οι οικογενειακές σχέσεις και οι θεσμοί, που στήριξαν επί αιώνες την έκφραση και παγίωση των ανθρωπιστικών αρχών στον κόσμο μας.

         Έτσι, η βαθμιαία αποστροφή προς τις μεθόδους των βασανισμών και τις μεθοδεύσεις των ανελεύθερων καθεστώτων δίνει σταδιακά τη θέση της σε μια αισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Κι αυτό είναι το τελικό μήνυμα του βιβλίου, που δείχνει και τον δρόμο για έναν κόσμο πιο ανθρώπινο και πιο συμπεριληπτικό, που θα ανέχεται την ιδιαιτερότητα και θα σέβεται τις αντιλήψεις των ανθρώπων, χωρίς να τις εργαλειοποιεί.

         Σε κάθε περίπτωση, ο Γιώργος Βοϊκλής μας χάρισε και πάλι ένα βιβλίο αφύπνισης, που καταφέρνει να οδηγήσει τον αναγνώστη από τα προσωπικά βιώματα στις καθολικές παραδοχές, από τα ιδιωτικά βιώματα στις δημόσιες υποθέσεις, από τις επιμέρους περιπτώσεις σε μια καθολική αρχή ύπαρξης, σε μια ευδιάκριτη αίρεση βίου. Κινούμενος μεταξύ δημιουργικής λογοτεχνικής αναπαράστασης και ιστορικής πραγματικότητας, κατάφερε να υπηρετήσει την πρώτη, χωρίς να αλλοιώσει τη δεύτερη, μπόρεσε να δημιουργήσει λογοτεχνικά, αναδεικνύοντας την ιστορική συγκυρία. Και γι’ αυτό αξίζει τα συγχαρητήρια, αλλά και τις ευχαριστίες μας, καθώς δεν διστάζει να πραγματεύεται το «κακό», φωτίζοντας το παρόν και το μέλλον μας με τις ακτίδες ενός γνήσιου ανθρωπισμού, ιδίως σε μια εποχή που από πολλές πλευρές διακηρύσσεται η έναρξη του λεγόμενου «μετανθρωπισμού».

         Κι έτσι μας θυμίζει ολοζώντανα τα διδάγματα των κλασικών γραμμάτων, που τόσο ενεργά διατύπωσε ο Μένανδρος: ότι ο άνθρωπος είναι χαριτωμένος, μόνο όταν είναι άνθρωπος πραγματικός.