Book review, movie criticism

Saturday, September 27, 2025

Ερωτικό

 Ερωτικό

Οι ηλικιωμένοι ζούμε με τις αναμνήσεις μας. Όμως οι «αναμνήσεις» που μου εμφανίζει το facebook είναι πρόσφατες.

Υπάρχουν αναμνήσεις που σβήστηκαν από τον σκληρό δίσκο του εγκεφάλου, που πόσα να χωρέσει ο καημένος. Ευτυχώς που κάποιες κατέγραψα στην αυτοβιογραφία μου, που την ξεκίνησα 20 χρονών, δευτεροετής, και τέλειωσα το μεγαλύτερό της μέρος με την αποφοίτησή μου.

Έχω δηλώσει επανειλημμένα ότι δεν μου αρέσει η ποίηση. Βέβαια στα νιάτα μου διάβασα πολύ ποίηση, όλο τον Ελύτη και τον Σεφέρη και μπόλικο Ρίτσο, και βέβαια Καβάφη. Ήξερα ότι είχα γράψει κάτι λίγα ποιήματα, και με έκπληξη διαβάζω τώρα ότι είχα γράψει πολλά, κάποια από τα οποία τα παρέθεσα. Μάλιστα γράφω και ένα απολογητικό ποίημα, «Νιτσεϊκό». Τίτλος, My poetry.

 

Αλήθεια, γιατί κάθομαι και γράφω κακά ποιήματα;

Το κακό ποίημα έχει την ευγένεια της ταπεινοφροσύνης.

Το να μην έγραφα ποίηση δεν θα ήταν τάχα μια ματαιοδοξία;

 

  Όλη αυτή η εισαγωγή είναι για να αντιγράψω ένα ποίημα, που θυμόμουνα ότι το είχα γράψει αλλά δεν ήξερα πού να το βρω. Τελικά το είχα αντιγράψει στην αυτοβιογραφία μου.

Ήταν η στιγμή, 27-12-1971

 

Ήταν η στιγμή που σ’ αυτή συρρικνώθηκε όλο το παρελθόν και το μέλλον.

Ήταν η στιγμή που η αιωνιότητα ξέφυγε απ’ τη λέξη της και πήρε σχήμα και νόημα.

Ήταν η στιγμή που ο χτύπος της καρδιάς μου δέθηκε μελωδικά με το τραγούδι των πουλιών σε μια ερωτική σύνθεση.

 

Ήταν η στιγμή που την αντίκρυσα.

 

Ήταν η στιγμή που οι παρθένες των ματιών μου θαμπώθηκαν απ’ τη λάμψη της πεμπτουσίας της ομορφιάς.

   Ήταν η στιγμή που σκίρτησα αντικρύζοντας το ξανθό κυμάτισμα στο πανώριο κεφαλάκι

 

Που τα ματοτσίνορά μου καψαλίστηκαν

καθώς ατένισα τις δυο πύρινες φλόγες

που στέκονταν στη θέση των χειλιών.

 

Το μπουμπούκι που άνθιζε όταν χαμογελούσε,

και μαζί ο κόσμος όλος γινόταν μια θαλερή άνοιξη.

 

Ήταν η στιγμή που το αίμα μου καυτό κλώσησε

δυο φτερούγες μες στις παλάμες μου

κι η καρδιά μου πόνεσε απ’ τη ματαίωση του πόθου

να χαϊδέψω την γαλήνια κι ακυμάτιστη επιφάνεια

του κατάλευκου δέρματός της, πιο λευκού κι απ’ την αγνότητα

 

που το ’νιωθα να φουσκώνει με δισταγμό

κάτω απ’ την καφετιά ζακέτα που σκέπαζε το στήθος της

να φτάνει λαχταριστό μέχρι τις άκρες των δακτύλων της

υπέροχο στην αφή, το μόνο σημείο που άγγιξα αργότερα

τρεμουλιαστό στο κάθε της βήμα.

 

Οι καμπύλες της να πετούνε

Οι ευθείες της να ριγούνε

 

Να χύνεται μέσα στις κάλτσες, πλάθοντας το σχήμα τους.

Τις άσπρες, στο χρώμα του έρωτά μου.

Τις μαύρες, στο χρώμα της ματαίωσής του.

 

Ήταν η στιγμή που ο ουρανός και η γη πήραν νόημα

Ήταν η στιγμή που η ζωή μου πήρε νόημα

Ήταν η στιγμή που την αγάπησα

 

Η στιγμή που η καρδιά μου ξεχείλισε σε ω του «σ’ αγαπώ»

Η στιγμή που έγινα όλος ένα «σ’ αγαπώ»

 

Που δεν το τόλμησα ποτέ-το κόκκινο

Που δεν το ήλπισα ποτέ-το μαύρο

Που δεν το θέλησα ποτέ-το άσπρο αναλυμένο στα εφτά χρώματα τις ίριδας.

No comments: