Book review, movie criticism

Friday, January 28, 2022

Sylvia Chang, Siao yu (少女小漁,1995)

Sylvia Chang, Siao yu  (少女小,1995)

 


  «Η νεαρή Σιάο Γιου» (μικρό ψάρι) είναι ο κινέζικος τίτλος της ταινίας, την οποία σκηνοθέτησε η ταϊβανέζα Sylvia Chang σε σενάριο του γνωστού σας Ang Lee, που είναι και παραγωγός της.

  Η νεαρή Σιάο Γιου έρχεται στην Αμερική με το φίλο της κατά παράκληση της μητέρας του. Φοβάται μην παντρευτεί καμιά αμερικανίδα.

  Αυτός δεν έχει πρόβλημα παραμονής, έχει υποτροφία για σπουδές, που όμως δεν είναι αρκετή, δουλεύει στην ψαραγορά. Αυτή όμως έχει.

  Πώς να πάρει πράσινη κάρτα;

  Ένας γάμος είναι η λύση.

  Όμως είναι ακριβή η ταρίφα, 25.000 δολάρια.

  Δεν έχουν τόσα, έχουν κάτι παραπάνω από 10.000. Ο Μάριο, συγγραφέας, χρεωμένος, θα συμφωνήσει.

  Το γνωστό μοτίβο, αρχικά τη βλέπει σαν βάρος, όμως μετά αναπτύσσεται μια μεγάλη συμπάθεια ανάμεσά τους. Αυτή διαβάζει ένα βιβλίο του, έχοντας δίπλα το λεξικό για τις άγνωστες λέξεις.

  Δεν είναι μόνο ο φίλος της που ζηλεύει βλέποντας αυτή τη συμπάθεια, αλλά και η πρώην του, που πλακώνει ξαφνικά στο σπίτι. Την επομένη του γάμου τους, της λέει, τον χώσανε φυλακή, για τρία χρόνια. Ήταν αντιρρησίας συνείδησης, δεν ήθελε να πάει στο Βιετνάμ. Ο Τζων Κάρτερ, καθηγητής μου στο φροντιστήριο αγγλικών του Μανώλη του Σταυρακάκη στην Ιεράπετρα πρόλαβε και την κοπάνησε.

  Αυτός την απατάει. Ο Μάριο της λέει ότι πρέπει να τον συγχωρέσει.

  Επί τέλους, παίρνει την πράσινη κάρτα, δεν είναι πια ανάγκη να μένει σπίτι του (Η υπηρεσία μεταναστεύσεων ήλθε δυο τρεις φορές να ελέγξει).

  Αυτός είναι άρρωστος, τον ακούγαμε που έβηχε. Αυτή ετοιμάζεται να φύγει. Αυτός πέφτει μισοαναίσθητος. Πώς να τον αφήσει; Να πάει στο νοσοκομείο; Ούτε να το ακούσει.

  Ο φίλος της την παίρνει τηλέφωνο από κάτω όπου την περιμένει. Γιατί αργεί; Μα δεν μπορεί να τον αφήσει έτσι, να μείνει μια δυο μέρες να τον περιποιηθεί.

  -Αν δεν κατέβεις σε πέντε λεπτά φεύγω.

  Θα κατέβει;

  Ξαφνικά βλέπει ότι ο Μάριο έχει ξεψυχήσει. Δάκρυα τρέχουν από τα μάτια της.

  Έχουν περάσει τα πέντε λεπτά, τι θα κάνει ο φίλος της, θα φύγει;

  Ανεβαίνει πάνω, στέκεται μπροστά στην πόρτα.

  Το τέλος αποφασίζεται την τελευταία στιγμή. Δεν έχουμε κωμωδία για να είναι προβλέψιμο.

  Γυρνάει και φεύγει. Αυτή μένει μόνη, κοιτάζοντας λυπημένα τον νεκρό.

  Ανάλαφρη ταινία με πινελιές χιούμορ παρά το unhappy end, που όμως αποκαλύπτει το μεγαλείο ψυχής της Σιάο Γιου. Εξαιρετική η ερμηνεία της Rene Liu, στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση λέει η βικιπαίδεια στο λήμμα για την ταινία.

  Ίσως σε πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί στο βιογραφικό της βλέπω σαν πρώτο έργο της, γυρισμένο όμως την ίδια χρονιά, «Το περίπτερο με τις παιώνιες» (Peony pavilion).

  Θα το δω.

     

 

Λαμπρινή Σ. Σιδέρη, Απωθημένα πουλάω

Λαμπρινή Σ. Σιδέρη, Απωθημένα πουλάω, Ανεμολόγιο 2021, σελ. 213

 


Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

 

  Το «Απωθημένα πουλάω» είναι η πρώτη απόπειρα στην πεζογραφία (η δημοσιευμένη τουλάχιστον) της Λαμπρινής Σιδέρη, η οποία εργάζεται ως μαθηματικός στη δημόσια μέση εκπαίδευση. Έχουν προηγηθεί χάι κου, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε μια συλλογική έκδοση από τον ίδιο εκδοτικό οίκο με τίτλο «Τα χάι-κου της άνοιξης».

  Το μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε τρία μέρη. Στο πρώτο είναι η σύγκρουση, στο δεύτερο η συνειδητοποίηση και στο τρίτο η συμφιλίωση.

  Το πρώτο μέρος αποτελείται από δυο εκτενέστατους οιονεί μονόλογους. Ο Μανώλης κατηγορεί την Πέτη και η Πέτη των Μανώλη. Είναι δέκα χρόνια παντρεμένοι. Θα τα μαζέψει και θα φύγει.

  Και πού θα πάει;

  Στο γηροκομείο, όπου εργάζεται σαν γιατρός. Έχει εγκαταλείψει τη δουλειά της στο νοσοκομείο, διευθύντρια στο χειρουργικό τμήμα. Δεν άντεχε να βλέπει νέους ανθρώπους να πεθαίνουν, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε. Στο γηροκομείο πρόσφερε, πέρα από τις ιατρικές της υπηρεσίες, παρηγοριά και συντροφιά στους ηλικιωμένους.

  Στο δεύτερο μέρος διαβάζουμε ιστορίες. Ιστορίες γραμμένες στο ημερολόγιό της το οποίο ανακαλύπτει ο Μανώλης και συγκινείται αφάνταστα διαβάζοντάς τις.

  Συγκινητικές ιστορίες, με την ματαίωση να κυριαρχεί. Ο γερο-Νικόλας, που έδωσε τη ζωή του για τους άλλους, έχει εγκαταλειφθεί από όλους. Και όχι μόνο από τη γυναίκα του αλλά και από το γιο του.

  Ο ανεκπλήρωτος έρωτας μας στοιχειώνει, είναι μια εμπειρία που την έχουν βιώσει πολλοί. Θα συναντηθούν μετά από χρόνια. Με εγγόνια και οι δυο. Είναι συγκινητική η συνάντηση.

  Ένα τριαντάφυλλο ήταν το τελευταίο μήνυμα που του άφησε το κοριτσάκι που καθόταν στην ίδια θέση στο θρανίο του στην απογευματινή βάρδια. Και την είχε τόσο ερωτευθεί. Ποτέ δεν έμαθε ποια ήταν.

  Πόσο μπορεί να στοιχειώσει μια μάνα η ενοχή που έδωσε το παιδί της, αφού πείσθηκε από το γιατρό να μην κάνει έκτρωση και να του το δώσει, ήταν άτεκνοι, ένα παιδί θα τους έδινε τόση χαρά; 

  Αλλά και πόση αγάπη. Θα το παρακολουθεί από μακριά, και όταν μάθει ότι έχει νεφρική ανεπάρκεια θα προσφέρει τον νεφρό της. Είναι ο πιο σίγουρος συμβατός δότης.

  Μια ανάλογη ιστορία είδα και στην ταινία «Για πάντα κοντά σου» (2020) του Umberto Pasolini (παίζεται ακόμη στους κινηματογράφους).

  Την αδίκησε τη γυναίκα του, δεν φανταζόταν ότι είχε μια τόσο τρυφερή και ευαίσθητη ψυχή. Τρέχει να τη βρει. Tο τελευταίο μέρος είναι η επιστροφή στην ιστορία.

  Έχω γράψει για τα εφέ τέλους, που χαράζονται για πάντα στη μνήμη μας. Πάντα φέρνω σαν παράδειγμα το οξύμωρο με το οποίο τελειώνει ο «Τελευταίος πειρασμός» του Καζαντζάκη. «Τετέλεσται. Κι ήταν σαν να ’λεγε, όλα αρχίζουν».

  Εδώ το εφέ τέλους είναι ένα απροσδόκητο. «Παιδιά… κυρία Σία… έχετε παιδιά;».

  Η κυρία Σία ήταν που είχε δώσει τον νεφρό για την κόρη της.

  Έχω αναφερθεί συχνά στις συμπτώσεις, χωρίς να παραλείπω να αναφέρω ότι ένα από τα αυτοβιογραφικά μου κείμενα έχει τίτλο «Οι ρίζες της σύμπτωσης». Εδώ η σύμπτωση ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή.

  Ο Μανώλης είναι καθηγητής αστρονομίας. Θα διαβάσουμε για τηλεσκόπια, για γαλαξίες, για πάλσαρ…

  «Μόνο η φίλη μου η Σόφη σας έκανε χάζι και δεν ήθελε τίποτα παραπάνω από μια παρέα διάσημων αστρονόμων που μιλούσαν στις δέκα το βράδυ για μαύρες τρύπες και ερυθρούς γίγαντες ενώ γύρω τους είχαν τσούρμο από αχόρταγες γυναίκες» (σελ. 45).

  «Τα μάτια σου χαμηλωμένα πάντα, κοιτώντας τα δάχτυλά σου να γίνονται πότε αστέρας και πότε γαλαξίας» (σελ. 47).

  Μόλις χθες έκανα την τελευταία μου ανάρτηση για την αυτοβιογραφία του Stephen Hawking που έχει τίτλο «My brief history». Είχε προηγηθεί το «Χρονικό του χρόνου» και η βιογραφία του από τους Michael White και John Gribbin. Και πιο πριν, «Η κόμη της Βερενίκης» του Γιώργου Γραμματικάκη. Τώρα διαβάζω το «Brief answers to big questions».

  Στο μεσαίο μέρος δεν διαβάζουμε μόνο ιστορίες, έχουμε και οιονεί αυτοβιογραφικά αποσπάσματα, γεμάτα λυρισμό. Θα παραθέσουμε το σύντομο «Φθινόπωρο». 

  «Η θάλασσα άρχισε να καταπίνει το ανέμελο καλοκαίρι που σου χάρισε. Δανεικό ήταν κι αυτό. Χαϊδεύει την άμμο μ’ ένα ελαφρύ σαν πούπουλο αεράκι. Μέρα με τη μέρα τη γιομίζει με κίτρινα φύλλα από τα κοντινά δέντρα. Κίτρινα σαν άρρωστα. Θ’ ανταμώσουν με τα ξεχασμένα φύκια της στεριάς.

  Οι πετσέτες των τελευταίων ανυποψίαστων θα ανασηκωθούν απογοητευμένες και τρομοκρατημένες από το μουγκρητό του αέρα. Παρέα θα αποσυρθούν τα τελευταία καλοκαιρινά σου όνειρα. Κατοικούσαν σε κάστρο χωρίς θέμελα, λάθος σου, περαστικέ…

  Τι όμορφα! Αλλάζει ο καιρός… Θ’ αποκοιμηθούν τα έντομα, θα σου ξυπνήσουν νέες επιθυμίες. Ανάγκη; Όνειρα; Πάντα δεν κάνεις όνειρα για το φθινόπωρο που ανατέλλει;» (σελ. 147). 

  Αλλά και οιονεί δοκίμια. Αντιγράφουμε από το «Περί έρωτα».

  «Η ομορφιά δεν έχει καμιά σημασία στον έρωτα» (σελ. 162).

  Εδώ θα διαφωνήσω κάθετα: έχει και παραέχει.

  Και ένα τελευταίο απόσπασμα:

  «Παιδί μου, πολλά πράγματα φυτρώνουν στη ζωή μας σαν τα μανιτάρια. Οι φόβοι, οι δηλητηριώδεις άνθρωποι, οι λάθος σχέσεις… Θέλει εμπειρία και πολλή δουλειά για να μπορείς να τα ξεχωρίσεις και να τα πετάξεις μακριά. Όσο πιο μακριά μπορείς. Κατάλαβες, παιδί μου;» (σελ. 120).

  Πόσο αληθινό είναι αυτό δυστυχώς!

  Πάρα πολύ ωραίο το μυθιστόρημα αυτό της Λαμπρινής Σιδέρη, με το καλό να εκδώσει και το επόμενο.

 

 

 

Thursday, January 27, 2022

Stephen Hawking, My brief history

Stephen Hawking, My brief history, Bantam Books 2013, σελ. 93

 


  Δεν πρόκειται να επιστρέψω στην κοσμολογία, έτσι μετά το «Χρονικό του χρόνου» είπα να διαβάσω δυο ακόμη βιβλία του Στίβεν Χόκινγκ, μικρούλια, το «Η σύντομη ιστορία μου» και το «Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα».

  Το έχω ξαναγράψει, μου αρέσουν οι βιογραφίες και οι αυτοβιογραφίες, έτσι τι πιο φυσικό μετά το «Stephen Hawiking-ο κόσμος μιας ιδιοφυίας» των Michael White και John Gribbin  να διαβάζω και την αυτοβιογραφία του.

  Όπως και στη βιογραφία του, έτσι και στην αυτοβιογραφία του υπάρχει το καθαρά αυτοβιογραφικό μέρος και το επιστημονικό, μόνο που εδώ δεν ξεχωρίζει σε κεφάλαια. Επίσης καλύπτει πολύ μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από ότι η βιογραφία του, που εκδόθηκε το 1992. Πήρε το μάθημά του από το «Χρονικό του χρόνου» που ο εκδότης του τού επέστρεφε ξανά και ξανά τα χειρόγραφα με παρατηρήσεις, να κάνει ακόμη πιο κατανοητά κάποια σημεία, και έτσι αυτό το βιβλίο μου φάνηκε αρκετά κατανοητό. Μόνο το τέλος μου φάνηκε δυσνόητο, εκεί που λέει για τον φανταστικό χρόνο, «που μπορεί να θεωρηθεί ως μια κατεύθυνση του χρόνου σε ορθή γωνία με τον πραγματικό χρόνο».

  Επίσης στο βιβλίο υπάρχει άφθονο φωτογραφικό υλικό.

  Για τους λίγους που δεν το ξέρουν, ο Χόκινγκ, παγιδευμένος σε αναπηρικό καροτσάκι από μια σπάνια ασθένεια του νευρικού συστήματος, κατάφερε παρ’ όλα αυτά να αναδειχθεί σε έναν από τους κορυφαίους επιστήμονες του 20ου αιώνα. Απέδειξε ότι οι μαύρες τρύπες δεν είναι και τόσο μαύρες, ότι ακτινοβολούν, και προς τιμήν του η ακτινοβολία αυτή ονομάστηκε ακτινοβολία Χόκινγκ. Πέθανε το 2018, στα 76 του χρόνια, παρά την πρόβλεψη για δυο χρόνια ζωής ακόμη που του έδιναν οι γιατροί όταν διαγνώστηκε η ασθένειά του. Μόλις είχε ξεκινήσει το διδακτορικό του, και σκεφτόταν μάλιστα να το παρατήσει με τη σκέψη ότι δεν θα προλάβαινε να το τελειώσει.

  Δεν υπάρχει λόγος να πούμε περισσότερα, θα παραθέσουμε αποσπάσματα.

  «Γεννήθηκα στις 8 Ιανουαρίου, 1942, ακριβώς τρακόσια χρόνια μετά το θάνατο του Γαλιλαίου».

  Κι εγώ Γενάρη γεννήθηκα, όμως είμαι άλλο ζώδιο, Υδροχόος. Γεννήθηκα ακριβώς 90 χρόνια μετά τη γέννηση του Άντον Τσέχωφ και (λυπάμαι, δεν μπορώ να βρω άλλον έστω και ελάχιστα γνωστό) 9 χρόνια μετά το θάνατο του Ιωάννη Μεταξά.

  Να παραθέσω όμως ένα απόσπασμα από ένα δικό μου αυτοβιογραφικό κείμενο.

  «Ο Μπούρας μίλησε ακόμη και για την αριθμολογία του Πυθαγόρα. –Ο δικός μου αριθμός ποιος είναι; -Ψάξε να τον βρεις.

  Βρε τι να ψάξω, τι να ψάξω… Δεν ξέρω πώς κατέληξα στο 9. Του βρήκα πολλά εννιάρια στη ζωή μου. 9859, ο αριθμός του αυτοκινήτου μου. 18, 8+1=9, τα γενέθλια της Ανίνας, και ξαφνικά θυμήθηκα ότι ήταν και τον ένατο μήνα, Σεπτέμβριο. 22 του 5ου μας κάνει 2+2+5=9, τα γενέθλια του Μανώλη. Σπίτια που έμεινα τα τελευταία χρόνια, Λυσίου 9, Καλαμών 9α, και τώρα Κλεάρχου 9.

  Αυτό που με εξέπληξε όμως ήταν η ερμηνεία του 9 από τον Κωνσταντίνο. -Το 9 σημαίνει ότι φιλοσοφείς. –Ναι, του λέω, μαθητής, αλλά και φοιτητής και για λίγα χρόνια ακόμη, η φιλοσοφία ήταν το αγαπημένο μου αντικείμενο. Εξάλλου το δεύτερο πτυχίο μου είναι από το φιλοσοφικό τμήμα…  

  -Τι άλλο σημαίνει το 9;

  -Ότι είσαι μοναχικός τύπος.

  Βρε τον άθλιο, πάλι διάνα έκανε».

  Αυτοβιογραφούμαι συχνά στις κριτικές μου αλλά ας μη το παρακάνουμε. Συνεχίζω με τον Χόκινγκ.

  «Στο τέλος έμαθα να διαβάζω, αλλά όχι πριν γίνω οκτώ χρονών».

  Εγώ έμαθα στα επτά μου, στην πρώτη δημοτικού. Θυμάμαι πόσο με τρομοκράτησε ο Ανδρέας ο Χατζημαρκάκης, ένα χρόνο πιο μεγάλος από μένα, που μου είπε την πρώτη μέρα που πήγα στο σχολείο: -Δεν ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις; Να δεις ξύλο που θα φας από τη δασκάλα.

  Φυσικά δεν έφαγα ξύλο.

   «Ποτέ δεν ήμουν κάτι παραπάνω από μέτριος μαθητής (ήταν μια πολύ καλή τάξη). Τα τετράδιά μου ήταν ακατάσταστα και ο γραφικός μου χαρακτήρας απελπισία για τους δασκάλους μου».

  Το ίδιο και τα δικά μου, το ίδιο και ο γραφικός μου χαρακτήρας, έχω γράψει σχετικά ανέκδοτα αλλού. Όμως στο δημοτικό μαζί με τον Γιακουμή παίρναμε τους μεγαλύτερους βαθμούς. Τα ενδεικτικά μας: 10, 9, 9, 8, 8.5, 9, τα μεγαλύτερα της τάξης. Στο γυμνάσιο ήμουν μέτριος μαθητής γιατί είχαμε τους αστεράτους που θα πήγαιναν στο πρακτικό τμήμα. Όταν χωριστήκαμε και πήγα στο κλασικό, νομίζω πέμπτη και έκτη γυμνασίου (η χούντα είχε καταργήσει το λύκειο και είχε επαναφέρει το γυμνάσιο, και εγώ είχα την ατυχία να δώσω εξετάσεις και από το δημοτικό στο γυμνάσιο – μάλιστα ήμουν ο μόνος από το χωριό μου που πέρασα με την πρώτη, οι άλλοι πέρασαν το Σεπτέμβριο, ακόμη και ο Τζακ – και από το γυμνάσιο στο λύκειο. Ήμουν νομίζω τρίτος μαθητής (πρώτος ο Γιάννης ο Δαμηλάκης, που θα ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του, δεύτερος ο Σταύρος ο Αρχαγγελίδης, κολλητός μου φίλος, και τρίτος εγώ, με απολυτήριο 13,3.

  «Τα πιο έξυπνα μυαλά έκαναν μαθηματικά και φυσική, τα λιγότερο έκαναν βιολογία».

  Τι σας έλεγα;

  Σε μας τα λιγότερο έξυπνα μυαλά πήγαιναν στο κλασικό.

  Εγώ ήμουν έξυπνο μυαλό, έχω γράψει αλλού γι’ αυτό, να μην περιαυτολογώ και εδώ.

  «Επέβλεπα προπτυχιακούς φοιτητές στο Κέιμπριτζ και ήμουν μια βδομάδα μπροστά από αυτούς στο μάθημα».

  Το ίδιο κι εγώ με τους μαθητές μου στην Κάσο, πρώτη λυκείου. Ευτυχώς τα αρχαία από το πρωτότυπο είχαν καταργηθεί στο γυμνάσιο και έτσι ξεκινάγαμε από την αρχή. Στα ελάχιστα αρχαία που κάναμε στο τμήμα αγγλικών σπουδών και στο φιλοσοφικό τμήμα παρέλειπα τις γραμματικές και τις συντακτικές παρατηρήσεις στις εξετάσεις. Στην Κάσο διάβασα όλο τον Αριστοφάνη και όλα τα βιβλία του Ξενοφώντα που είχε η βιβλιοθήκη του σχολείου. Αργότερα όταν έγραφα την «Αντιγόνη» διάβασα και όλους τους τραγικούς. Έμαθα καλά αρχαία, δίδαξα και σε δέσμη.

  «Πήγαμε στο Κασμίρ και νοίκιασα μια βάρκα-σπίτι στη λίμνη στο Srinagar».

  Πρόσφατα είδα βάρκες-σπίτια στην ταινία των Chen Kaige, Dante Lam και Hark Tsui «Η μάχη στη λίμνη Changjin» (2021).

  «Υπολόγισα ότι δούλεψα χίλες ώρες στα τρία χρόνια που ήμουν εκεί [Οξφόρδη], περίπου μια ώρα την ημέρα».

  Εγώ δεν έκανα υπολογισμό, αλλά διάβαζα μόνο όταν παίρναμε το πρόγραμμα των εξετάσεων. Ήταν η χειρότερη περίοδος της χρονιάς γιατί με αποσπούσε από τα άλλα μου διαβάσματα. Το πτυχίο από το φιλοσοφικό τμήμα το πήρα διαβάζοντας την παραμονή των εξετάσεων. Μόνο το τελευταίο μάθημα, αρχαιολογία, το διάβασα τρεις μέρες. Κατάφερνα και έπαιρνα τα πενταράκια μου, για να πάρω βέβαια το πτυχίο με «Καλώς». Το αριστερό γκρουπούσκουλο στο οποίο ήμουν τότε (αμέσως μετά τη μεταπολίτευση) έστελνε τους φοιτητές του στα εργοστάσια να προλεταριοποιηθούν, και εγώ είχα ήδη ένα πτυχίο. Έχω γράψει αλλού σχετικά. 

  «Είδα ένα αγόρι που δεν το γνώριζα να πεθαίνει από λευχαιμία στο απέναντι κρεβάτι, και η θέα αυτή δεν ήταν κάτι που μου άρεσε. Σίγουρα υπήρχαν άνθρωποι που ήταν σε χειρότερη κατάσταση από μένα-τουλάχιστον η κατάστασή μου δεν με έκανε να νιώθω άρρωστος. Κάθε φορά που με πιάνει στενοχώρια για την κατάστασή μου θυμάμαι εκείνο το αγόρι».

  Κι εγώ τον Στίβεν Χόκινγκ. Να τον θυμάστε κι εσείς.

  Αλλά και τον φίλο μου τον Μιχάλη, σε αναπηρικό καρότσι από τα έξι του, θύμα της πολιομυελίτιδας. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε σαν συμβολαιογράφος. Η κατάστασή του τον εμπόδιζε να εργαστεί σαν δικηγόρος. Το ίδιο και τον Χόκινγκ, η κατάστασή του τον εμπόδιζε να ασχοληθεί με έναν κλάδο που θα απαιτούσε πειράματα. Στον κλάδο της κοσμολογίας χρησιμοποιούσε μόνο το μυαλό του.

  «Κάποιος είπε ότι οι επιστήμονες και οι πόρνες πληρώνονται για να κάνουν κάτι που απολαμβάνουν».

  Και πολλοί συγγραφείς κάνουν κάτι που απολαμβάνουν χωρίς όμως να πληρώνονται. Στην Ελλάδα τουλάχιστον πολύ λίγοι είναι αυτοί που ζουν από τα συγγραφικά τους δικαιώματα.

  Τώρα το θυμήθηκα, αλλά δεν θυμάμαι ποιος το είπε:

  Ο συγγραφέας είναι σαν την πόρνη. Στην αρχή γράφει γιατί του αρέσει. Μετά, για να ευχαριστήσει τους φίλους του (friends with benefits). Στο τέλος το κάνει για τα λεφτά.

  Εγώ θα έλεγα ότι μόνο το πρώτο ισχύει, και για κάποιους και το τρίτο. Το δεύτερο, χλωμό το βλέπω. Κανείς φίλος δεν θα ευχαριστηθεί με το να τον φορτώσεις με τα χειρόγραφά σου για να σου πει τη γνώμη του, αλλά θα το κάνει, αλλιώς τι φίλος θα ήταν. Εγώ μόνο δυο φορές έδωσα σε φίλους χειρόγραφά μου.

  «Αν και ήταν μια πρόβλεψη της θεωρίας του, ο Αϊνστάιν ποτέ δεν πίστεψε στις μαύρες τρύπες ή ότι η ύλη μπορούσε να συμπιεστεί σε άπειρη πυκνότητα».

  Ο Αϊνστάιν είπε το περίφημο: Ο Θεός δεν παίζει ζάρια. Ο Χόκινγκ υποστηρίζει το αντίθετο: «Ο Θεός όχι μόνο παίζει ζάρια, αλλά μερικές φορές τα ρίχνει σε μέρη όπου δεν μπορούμε να τα δούμε». (Αυτό το αντέγραψα από τη βιογραφία που έγραψαν οι Michael White-John Gribbin, και έχει τίτλο όπως είπαμε «Stephen Hawking-ο κόσμος μιας ιδιοφυίας»).

  «Έτσι το προφανές επόμενο βήμα θα ήταν να συνδυάσεις τη γενική θεωρία της σχετικότητας του πολύ μεγάλου, με την κβαντική θεωρία, τη θεωρία του πολύ μικρού».

  Εδώ ήταν η αποφασιστική συμβολή του Χόκινγκ.

  Το είχα ξεχάσει (είχα δει την ταινία «The theory of everything», 2014, του James Martin) και διαβάζοντας στη βιογραφία του Χόκινγκ ότι παράτησε την οικογένειά του και πήγε και έμεινε με τη νοσοκόμα του (την παντρεύτηκε, όμως χώρισαν μετά από μερικά χρόνια) σκέφτηκα: Α τον άθλιο, και του είχε τόσο συμπαρασταθεί στα δύσκολα χρόνια του η Τζέην. Το όνομα Τζόναθαν απουσίαζε. Μ’ αυτόν πιθανότατα τα είχε φτιάξει η γυναίκα του, χλωμό αν είχαν μείνει σε ρομαντική σχέση, και μάλιστα εννιά μήνες μετά το δικό του γάμο το 1995 παντρεύτηκαν.

  Ξαναδιαβάζοντας την ανάρτηση για την ταινία βλέπω ότι καταλήγω ως εξής: «Με απωθεί κάθε λόγος για το χρόνο, και γι’ αυτό δεν μπήκα ποτέ στον πειρασμό να διαβάσω το «Χρονικό του χρόνου», το best seller του, παρόλο που το έχω. Αλλά, ποιος ξέρει, ο διάβολος είναι παντοδύναμος, μπορεί να με βάλει κάποια στιγμή στον πειρασμό». 

  Ο διάβολος; Μα παντοδύναμος είναι μόνο ο Θεός.

  Αντιγράφω από ένα άλλο αυτοβιογραφικό μου κείμενο:

  «Άθλιε, τολμάς να μου λες μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν χωρίς να Με πιστεύεις; Τώρα θα σου δείξω εγώ.

  Και μου έδειξε.

  Με εισήνεγκε εις πειρασμόν».   

  «Έβηχα στην πτήση μου γυρνώντας από την Κρήτη όπου είχα πάει σε ένα συνέδριο…».

  Κοσμογυρισμένος ο Χόκινγκ, στο τέλος αναφέρει τα μέρη όπου είχε πάει, και πόσες φορές στο καθένα.

  «Δεν νομίζω ότι το ταξίδι μέσα στο χρόνο θα είναι ποτέ δυνατό».

  Αυτό, για κάποιους που μπορεί να το ονειρεύονται. Ένα από τα Κλασικά Εικονογραφημένα που είχα διαβάσει μαθητής είχε τίτλο «Η μηχανή που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο».

  Έχω ξεκινήσει ήδη τις «Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα». Το πρώτο ερώτημα είναι αν υπάρχει Θεός.

  Λέει ότι δεν υπάρχει.

  Εμένα πάντως με εισήνεγκεν εις πειρασμόν.