Εύα
Στάμου, Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας, Gutenberg 2014, σελ. 129
Η παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα
Μια εμπεριστατωμένη μελέτη πάνω στο φαινόμενο των καιρών,
την εξάπλωση της ροζ λογοτεχνίας.
Για την Εύα Στάμου
έχουμε ξαναγράψει, για τη συλλογή διηγημάτων «Μεσημβρινές συνευρέσεις» και
για τα δυο μυθιστορήματά της, το «Ντεκαφεϊνέ» και τον «Εθισμό». Σειρά έχει σήμερα
ένα «δοκίμιο μιας μορφής αφηγηματικού λόγου», όπως λέει ο υπότιτλος του καινούριου
της βιβλίου, «Η επέλαση της ροζ λογοτεχνίας».
Παλιά λέγαμε ότι οι έλληνες δεν διαβάζουν. Τώρα λέμε ότι
διαβάζουν μεν, αλλά δεν διαβάζουν ό,τι θα έπρεπε να διαβάζουν, και ιδιαίτερα οι
γυναίκες. Η παραλογοτεχνία έχει το μεγαλύτερο μέρος της πίττας της λογοτεχνικής
αγοράς, και ιδιαίτερα η ροζ λογοτεχνία. Όταν οι άντρες σήμερα τη βρίσκουν με το
να βλέπουν ειδήσεις ή αγώνες στην τηλεόραση, οι γυναίκες διαβάζουν· μέχρι
την ώρα που θα αρχίσει η προβολή του τούρκικου σήριαλ.
Με έχει απασχολήσει κι εμένα το θέμα, όπως και πάρα πολλούς
άλλωστε, και θα εκφέρω κάποιες απόψεις μιλώντας για το βιβλίο της Εύας Στάμου
και τις αντιλήψεις που εκθέτει σ’ αυτό.
Στο «Αντί προλόγου» το οποίο υπογράφει ο εκδότης διαβάζουμε:
«…τα όρια μεταξύ λογοτεχνικού και παραλογοτεχνικού είναι
ρευστά…» (σελ. 15).
Πάρα πολύ σωστό. Και ενώ η «ροζ λογοτεχνία» χαρακτηρίζει ένα
συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος το οποίο συχνά συγχέεται με τη γυναικεία
πεζογραφία - θέμα που πραγματεύεται η συγγραφέας στο πέμπτο κεφάλαιο - δεν συμβαίνει
το ίδιο με την παραλογοτεχνία. Μια συνηθισμένη χρήση του όρου είναι ο
χαρακτηρισμός ενός λογοτεχνικού βιβλίου ως παραλογοτεχνία με στόχο την
υποβάθμιση της λογοτεχνικής του αξίας. Όμως το να χαρακτηρίζουμε ένα κακό
λογοτεχνικό βιβλίο ως παραλογοτεχνία είναι κατά τη γνώμη μου υπερβολικό.
Καθώς είμαι, όπως με χαρακτήρισε ο καθηγητής Steven Tötösy de Zepetnek, ιδιοσυγκρασιακά συγκριτολόγος, θα ήθελα να κάνω μια
σύγκριση ανάμεσα στην παραλογοτεχνία και τον εμπορικό κινηματογράφο. Το κύριο
χαρακτηριστικό και των δύο είναι ότι είναι εξίσου εύπεπτα.
Πριν χρόνια ο Πέτρος Μαρτινίδης έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο
«Συνηγορία
της παραλογοτεχνίας». Αν ήμουν θεωρητικός του κινηματογράφου θα μπορούσα να
γράψω ένα βιβλίο με τίτλο «Συνηγορία του εμπορικού κινηματογράφου». Παρότι
είμαι δηλωμένος σινεφίλ, κάποιες φορές, ιδίως όταν είμαι πολύ κουρασμένος,
συνήθως μεταμεσονύκτιες ώρες, η διάθεσή μου δεν είναι να δω ταινία σινεφίλ αλλά
εμπορικό κινηματογράφο.
Η Εύα Στάμου ορίζει την ροζ λογοτεχνία ως υποκατηγορία της
λογοτεχνίας. Όμως ποια άλλη λογοτεχνική κατηγορία θα χαρακτηρίζαμε ως
παραλογοτεχνία; Τα αστυνομικά μυθιστορήματα ίσως; Την επιστημονική φαντασία;
Αλήθεια, είμαι περίεργος, αν υπάρξει κάποια κριτική για το πριν 20 μέρες
εκδομένο μυθιστόρημά μου «Το
μυστικό των εξωγήινων» (ΑΛΔΕ 2014), σε ποια κατηγορία θα το ενέτασσε ο
βιβλιοκριτικός, στη λογοτεχνία ή την παραλογοτεχνία;
Και μια και κάνουμε σύγκριση με τον κινηματογράφο, δεν
υπάρχει αντίρρηση ότι ο συγχωρεμένος ο Αγγελόπουλος ανήκει στους σινεφίλ. Τον
Χίτσκοκ πού θα τον κατατάσσαμε; Όμως τα θρίλερ δεν διστάζουμε να τα κατατάξουμε
στην κατηγορία του εμπορικού κινηματογράφου.
Το μεγάλο ερώτημα που θέτω είναι αν τόσο η παραλογοτεχνία
όσο και ο εμπορικός κινηματογράφος χαρακτηρίζονται ειδολογικά ή ποιοτικά. Η Εύα
Στάμου όμως χαρακτηρίζει ειδολογικά μια υποκατηγορία της παραλογοτεχνίας, τη
ροζ λογοτεχνία, και αυτή πραγματεύεται στο παρόν δοκίμιο.
Αν το κριτήριο είναι ειδολογικό, μπορούμε να πούμε ότι
υπάρχει καλή παραλογοτεχνία όπως υπάρχει και καλός εμπορικός κινηματογράφος. Αν
είναι ποιοτικό, μπορούμε βέβαια να πούμε ότι υπάρχει καλή παραλογοτεχνία όπως
και καλός εμπορικός κινηματογράφος, όμως σαν εξαίρεση και όχι σαν κανόνας· αλλά
το ίδιο δυστυχώς μπορούμε να πούμε και για την λογοτεχνία όπως και για τον
σινεφίλ κινηματογράφο, ότι τα καλά έργα σπανίζουν. Εκτός πια κι αν
χρησιμοποιούμε αποκλειστικά την ποιότητα ως κριτήριο, πράγμα που συχνά
συνεπάγεται καυγά, τόσο ανάμεσα στους αναγνώστες όσο και ανάμεσα στους κριτικούς,
για το ποια έργα είναι καλά και ποια κακά. Μπορεί βέβαια ένας εξέχων σινολόγος
όπως ο Arthur Waley να θεωρεί ασήμαντο
τον Σαίξπηρ και κάμποσους ακόμη κορυφαίους συγγραφείς, όμως οι περισσότεροι
έχουν άλλη γνώμη. Αρκετές φορές όμως οι γνώμες διίστανται, κυρίως όταν
πρόκειται για έργα σύγχρονων συγγραφέων, πριν προλάβουν δηλαδή να μπουν στον
κανόνα οπότε διστάζει κανείς να τους αμφισβητήσει. Ο Arthur Waley αποτελεί εξαίρεση.
Στον κινηματογράφο τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Αν και
ο «Ελέφαντας» του Gus van Sant
τον οποίο βλέπω πακέτο τώρα πήρε το χρυσό φοίνικα στις Κάννες, είναι η ταινία
του που μου άρεσε λιγότερο απ’ όλες. Μπορεί να πήρε βαθμολογία 7,2 στο IMDB, όμως το Finding Forrester πήρε
7,3, και το Good Will Hunting
8,3. Μήπως θα έπρεπε, όπως προτείνει η Εύα, να υπάρξει μια ανάλογη βαθμολόγηση
από τους αναγνώστες και για τη λογοτεχνία; Η κατάταξη στα ευπώλητα ενός
λογοτεχνικού έργου είναι ένας δείκτης, όπως και το πόσα εισιτήρια κόπηκαν για
μια ταινία, αλλά ο δείκτης imdb
είναι πιο άσφαλτος όσον αφορά την αξιολόγηση του κοινού.
Η Εύα Στάμου, αντανακλώντας μια γενικότερη άποψη, θεωρεί ότι
η ροζ λογοτεχνία, και γενικά η παραλογοτεχνία, υποβαθμίζει αντί να καλλιεργεί
αισθητικά το αναγνωστικό κοινό, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εκτιμήσει την
ποιοτική λογοτεχνία και κατά συνέπεια να μη στρέφεται σ’ αυτήν.
Μιλώντας για τον εαυτό μου θα έλεγα ότι ενώ, όπως είπα παραπάνω,
όταν είμαι κουρασμένος προτιμώ να δω μια εμπορική ταινία και όχι μια σινεφίλ,
σε καμιά περίπτωση δεν θα διάβαζα ένα παραλογοτεχνικό βιβλίο. Όχι από φόβο
μήπως υποβαθμισθεί το λογοτεχνικό μου γούστο, αλλά απλά γιατί το θεωρώ χάσιμο
χρόνου. Ένα βιβλίο χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο να το διαβάσει κανείς από
όσο χρόνο χρειάζεται για να δει μια ταινία.
Το ίδιο θεωρώ χάσιμο χρόνου και το να δω ένα ματς στην
τηλεόραση (το ανέκδοτο με τον Αϊνστάιν
το έχω παραθέσει, και όχι μόνο μια φορά, σε βιβλιοκριτικές μου). Σ’ αυτό θα
συμφωνήσετε, οι περισσότεροι τουλάχιστον.
Επίσης θεωρώ χάσιμο χρόνου το να βλέπω ειδήσεις.
Εδώ οι περισσότεροι ασφαλώς θα διαφωνήσετε.
Διάβασα όμως ένα βιβλίο που χαρακτηρίζεται ως παραλογοτεχνικό,
ένα από τα τρία που πραγματεύεται η Στάμου στο βιβλίο της: το «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι».
Βέβαια μόνο τον πρώτο τόμο, και αυτόν από ενδιαφέρον ως μελετητής και όχι γιατί
προσδοκούσα την «απόλαυση του κειμένου».
Στο κεφάλαιο «Η διάκριση μεταξύ λογοτεχνίας και
παραλογοτεχνίας» η Στάμου θεωρεί ως πρώτο στοιχείο τη διαφορά στη γλώσσα, και
ως δεύτερο τον «αβαθή, πρόχειρο και άτεχνο τρόπο με τον οποίο σκιαγραφείται το
κοινωνικό, ψυχολογικό και συνολικά ανθρώπινο πρόσωπο των ηρώων» (σελ.35).
Όντως αυτά είναι τα κύρια κριτήρια.
Η παρακάτω παράγραφος από το επόμενο κεφάλαιο, την «Ιστορική
επισκόπηση», έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
«Αρχίζει μια αντιπαράθεση ανάμεσα αφενός στην ποίηση και το
κοινό της, το οποίο θεωρείται υψηλού επιπέδου (μορφωμένοι, λόγιοι), και
αφετέρου στη «χαμηλών ηθών» πεζογραφία, που αντλεί το κοινό της από τα λαϊκά στρώματα
– μια αντιπαράθεση η οποία θα παραμείνει ζωηρή για πολλές δεκαετίες. Η
διηγηματογραφία, πάντως, περιβάλλεται εξαρχής με διαφορετική αίγλη» (σελ.
43-43).
Θα έλεγα, ακόμη και σήμερα. Όμως ας μην μπλέξουμε και σ’
αυτή τη συζήτηση.
Στο επόμενο, τέταρτο κεφάλαιο, η Στάμου μιλάει για «Τρία
γνωστά και ιδιαιτέρως πετυχημένα δείγματα ροζ λογοτεχνίας, τα οποία ξεκίνησαν
ως μυθιστορήματα, αλλά σύντομα πέρασαν στους χώρους της τηλεόρασης και του
κινηματογράφου» (σελ. 47). Το «Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς», το «Σεξ και η
πόλη», και οι «50 αποχρώσεις του γκρι» για τις οποίες μιλήσαμε πιο πριν. Τα
βιβλία δεν τα διαβάσαμε. Είδαμε την ταινία «Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ
Τζόουνς», απολαυστική κωμωδία, και αρκετά επεισόδια από το Sex and the city. Όμως δεν κάθομαι σ’
αυτά όταν πέφτω πάνω τους με ζάπιν, το θεωρώ χάσιμο χρόνου, σε αντίθεση με μια
φίλη μου.
Στις «καταληκτικές σκέψεις» η Στάμου γράφει:
«Βλάπτει, εντέλει, η ροζ λογοτεχνία τη σύγχρονη λογοτεχνία,
με τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες της; Φρονώ πως ναι, όταν μεταμφιέζεται σε
κάτι που δεν είναι, επιδιώκοντας την κριτική καταξίωση, μέσω εκτενών
παρουσιάσεων από βιβλιοκριτικά ένθετα, ή τη συμμετοχή σε λίστες βραβείων
λογοτεχνίας» (σελ. 97).
Εδώ πρέπει να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: η ροζ λογοτεχνία
δεν μεταμφιέζεται από μόνη της, την μεταμφιέζουν οι εκδότες της, και το
μάρκετιν δεν αφορά μόνο τη ροζ λογοτεχνία αλλά τη λογοτεχνία γενικά. Η προβολή
και η ποιότητα ενός βιβλίου δεν βαίνουν παράλληλα, αλλά συχνά υπάρχει μεγάλη
απόκλιση ανάμεσα στην ποιότητα ενός βιβλίου, λογοτεχνικού ή ροζ, και στην προβολή
του. Είναι γνωστό ότι περισσότερες δυνατότητες στο μάρκετιν έχουν οι μεγάλοι
εκδοτικοί οίκοι, αν και καλά βιβλία εκδίδουν και οι μικροί που έχουν μικρότερες
δυνατότητες στο να τα διαφημίσουν. Το ίδιο γίνεται και με τις λίστες βραβείων
λογοτεχνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων
2012 για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς, τα τρία από τα πέντε βιβλία είχαν
εκδοθεί από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Πολύ εμπεριστατωμένη η μελέτη της Εύας Στάμου, αλλά ως
δοκίμιο θα διαβαστεί κυρίως από τους αναγνώστες της λογοτεχνίας και όχι της ροζ
λογοτεχνίας, που θα ήταν το ζητούμενο. Μακάρι δηλαδή να γίνει το θαύμα, να
διαβαστεί και από αυτούς, ή μάλλον από αυτές γιατί για γυναίκες πρόκειται, και
να εγκαταλείψουν τη ροζ λογοτεχνία για χάρη της καλής λογοτεχνίας.
Μπάμπης Δερμιτζάκης
No comments:
Post a Comment