Τον Σιρβανί τον
είδαμε και στην ταινία President Mir Qanbar. Σε αντίθεση όμως
με αυτή, η ταινία «Fat shaker» μας άφησε σε
αμηχανία, και όχι μόνο εμάς φαντάζομαι. Για πρώτη φορά αναγκάστηκα να διαβάσω συνδέσμους
μπας και
βγάλω ένα παραπάνω νόημα.
Κεντρικός ήρωας είναι ένας θεόχοντρος πατέρας, πιο χοντρός
και από τον συγχωρεμένο τον Παβαρότι. Τον βλέπουμε με βδέλλες στην πλάτη, άλλες
φορές με βεντούζες, πολλές βεντούζες (με αυτές κράτησα τον συγχωρεμένο τον
πατέρα μου στη ζωή μέχρι τα 94 του). Φέρεται σκληρά στον κωφάλαλο γιο του, αλλά
και στη γυναίκα που θα βρεθεί κάποια στιγμή δίπλα του. Το γιο του τον χώνει στο
πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου του. Αυτή τη δένει με χειροπέδες.
Το γιο του που είναι πολύ ωραίος τον χρησιμοποιεί για να
εκβιάζει νεαρές κοπέλες που τον παίρνουν για συντροφιά και να τους αποσπάει χρήματα,
παριστάνοντας ότι ανήκει στην αστυνομία ηθών. Μια γυναίκα στο Ιράν, αλλά και σε
άλλες ισλαμικές χώρες, δεν μπορεί να συνοδεύεται από άντρα που δεν είναι συγγενής
της. Όμως κάποια στιγμή θα βρεθεί και ο ίδιος μπροστά σε παρόμοιο εκβιασμό, από
πραγματικό αστυνομικό.
Το τέλος με έφερε σε αμηχανία. Βλέπουμε τον πατέρα να
κατεβαίνει σε μια πισίνα, κάτω από το νερό, να δένει το χέρι του με τις
χειροπέδες στις σκάλες και μετά να πετάει το κλειδί. Φαντάζομαι ότι η
αυτοκτονία είναι αποτέλεσμα μιας κατάθλιψης που του προκάλεσε το υπερβολικό του
βάρος, αν και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει η λεγόμενη θετική ανάδραση: η
κατάθλιψη οδηγεί στη βουλιμία που αυξάνει το βάρος, και αυτό με τη σειρά του αυξάνει
την κατάθλιψη, σε ένα φαύλο κύκλο. Ο πατέρας, μετανιώνοντας προφανώς, κάνει
νόημα στο γιο του να πιάσει το κλειδί που βρίσκεται στον πάτο της πισίνας για
να λύσει τις χειροπέδες. Θα πιάσει βέβαια το κλειδί, όμως η αναπνοή του
τελειώνει. Τον βλέπουμε να βγαίνει στην επιφάνεια και να αναπνέει λαχανιασμένα.
Μέχρι εδώ καλά, όμως οι επόμενες σκηνές μας γέμισαν
αμηχανία, ιδιαίτερα η τελευταία. Στην προτελευταία βλέπουμε τον πατέρα, θολή
φιγούρα, να απομακρύνεται, προφανώς σαν μια μεταφορά του θανάτου του. Όμως την
τελευταία σκηνή με το γιο να κοιτάζει προς τα κάτω, σε κάτι σαν πλημυρισμένο υπόγειο
από τρύπιες σανίδες στο ταβάνι, δεν την καταλάβαμε. Μήπως τελικά αυτές οι
τελευταίες σκηνές ήταν μια παραίσθηση; Υπάρχει μια ξεκάρφωτη μετάβαση στη σκηνή
με την πισίνα από την παραλία όπου είχαν κατασκηνώσει.
Έχω δηλώσει ότι δεν μου αρέσει η ποίηση εξαιτίας της
σκοτεινότητας και της ασάφειας που τη διακρίνει πολλές φορές. Στον
κινηματογράφο επίσης, ιδιαίτερα τον ποιητικό, υπάρχει συχνά αφηγηματική
ασάφεια, με τις σκηνές να εμφανίζονται ξεκάρφωτες η μια μετά την άλλη. Όσο για
το σουρεαλισμό της ταινίας φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στη σκηνή με τον
αστυνομικό στο διαμέρισμά τους, με μια γαλοπούλα να κυκλοφορεί στο άσχετο μέσα
στο σαλόνι.
No comments:
Post a Comment