Μαριάννας Τζιαντζή «Παπούτσια για πέταμα», Καστανιώτης. «Όμορφη πόλη» (Έντυπο της βραχύβιας Οικολογικής Εναλλακτικής Ομάδας Γαλατσίου) Οκτ-Νοε. 1991, τ. 3
Μέσα στη διηγηματοκρατούμενη νεοελληνική πεζογραφία το εκτενέστατο (493 σελίδες) μυθιστόρημα της Μαριάννας Τζιαντζή "Παπούτσια για πέταμα" (Εκδόσεις Καστανιώτη) ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Άκουσα τη συγγραφέα να διαβάζει σελίδες από το έργο της σε μια εκδήλωση για τέσσερις νέους πεζογράφους στην γκαλερί "Ώρα" και μου άρεσαν πάρα πολύ. Μιλούσε για κάποιους νέους γύρω στα 65, των οποίων η ζωή ισορροπούσε ανάμεσα στο πολιτικό όραμα και τον έρωτα. Όμως η ιστορία τους και γενικότερα η πλοκή του έργου, είναι απλά το πρόσχημα για να συνθέσει η συγγραφέας έναν πανοραμικό καμβά της μεταπολεμικής, νεοελληνικής αλλά και παγκόσμιας κοινωνίας. Γι’ αυτό και είναι σχεδόν υποτυπώδης. Υπάρχει ένα ελαφρό σασπένς γύρω από τη μεγάλη Αντιγόνη, -θα τα φτιάξει ή δε θα τα φτιάξει στο τέλος με τον Πέτρο-, γύρω από τη μικρή Αντιγόνη, -θα ζήσει ή δε θα ζήσει-, βασικά όμως η ιστορία είναι το πρόσχημα πάνω στο οποίο δένεται η εικόνα και το σχόλιο. Απ’ αυτή την άποψη, το κεφάλαιο "τα παπούτσια του παπά που έπεσε στη γράνα" είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό. Εδώ ουσιαστικά δεν υπάρχει ιστορία. Οι επιβάτες μιλούν και σχολιάζουν, κάνουν όνειρα και μιλούν για τα σχέδια τους, μέσα από τα οποία ανασυντίθεται η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα.
Καθώς η ενότητα της πλοκής είναι χαλαρή, η συγγραφέας, μονιστής σαν πολιτικοποιημένο άτομο που είναι, ενοποιεί την πλοκή της πέρα από την κάποια τεχνητή συμπλοκή βίων παραλλήλων, με ένα αληθινά ευφυές εύρημα, τα παπούτσια, που αντανακλώντας κατά κάποιο τρόπο τη ζωή των "φορέων" τους, τα μπάζει στον τίτλο και στους υπότιτλους των κεφαλαίων, σαν τον παραπάνω που αναφέραμε.
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται σε τρίτο πρόσωπο. Η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση υπάρχει μόνο σε ένα κεφάλαιο, στο "μόνο για σένα", ένα ιντερμέτζο και μια διακοπή στους τίτλους των περιεχομένων, όπου στο κάθε κεφάλαιο υπάρχει όπως είπαμε η λέξη "παπούτσι". Η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση έχει τη μαγεία και τη γοητεία της εξομολόγησης και είναι αυτή που προτιμά η σύγχρονη πεζογραφία, κατατρυχόμενη από υπαρξιακά άγχη και προβληματισμούς. Η γραφή σε τρίτο πρόσωπο είναι αυτή που προσφέρει πληροφορίες, γνώση, όπου το ατομικό υπαρξιακό διυλίζεται στο υπερατομικό και κοινωνικό. Έτσι είναι φυσικό να την προτιμά η συγγραφέας.
Το λυρικό στοιχείο, όπως το "μάτι της κάμερας" στην τριλογία USA του Ντον Πάσος, υπάρχει και αυτό συχνά σε πρώτο πρόσωπο, διάσπαρτο όμως και σύντομο, ενσωματωμένο στον αφηγηματικό κορμό, και η υφολογική ιδιαιτερότητα του τονίζεται με πλαγιαστά στοιχεία μέσα στο κείμενο.
Η οπτική γωνία της αφήγησης (που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με το πρόσωπο που αφηγείται) δίνει ξεχωριστά αποτελέσματα στα πρώτα κεφάλαια, όπου τα πράγματα και τα γεγονότα είναι ιδωμένα απ’ την οπτική ενός μικρού παιδιού. Την μάξιμουμ αξιοποίηση μιας ορισμένης οπτικής γωνίας για πρόκληση ξεχωριστών αποτελεσμάτων την έκανε ο Κώστας Ταχτσής στο "Τρίτο στεφάνι".
Το σουρεαλιστικό στοιχείο, που σε άλλο κριτικό σημείωμα εντοπίσαμε ότι έχει εισβάλλει ξανά στην παγκόσμια αλλά και στη νεοελληνική λογοτεχνία, υπάρχει και αυτό, για να δείξει ότι ο παραδοσιακός τρόπος αφήγησης της συγγραφέως είναι ζήτημα επιλογής και όχι άγνοιας των σύγχρονων τάσεων. Εδώ ενυπάρχει και το σασπένς. Ο άγνωστος που παρατηρεί το Σταύρο στην Τανάγρα είναι ο σκοτωμένος αντάρτης πατέρας του, που τον "αναλαμβάνει" στους ουρανούς μέσω ενός τροχαίου δυστυχήματος, όταν εξεγείρεται ενάντια στην αδικία.
Το ύφος της συγγραφέως, ευφυές και πνευματώδες που τείνει συχνά σε έναν πικρόχολο σαρκασμό, κάνει την ανάγνωση ιδιαίτερα απολαυστική. Πιστεύω ότι αυτή είναι και η μεγαλύτερη αρετή του έργου.
Ήμουν στην προτελευταία σελίδα, όταν μου πέρασε από το μυαλό ότι τα πρόσωπα του έργου, (κάποια τουλάχιστον) εκτός από "τυπικοί εκπρόσωποι", σύμφωνα με τις κατά Λούκατς συνταγές του ρεαλισμού, μπορούν να λειτουργούν και συμβολικά. Η μεγάλη Αντιγόνη συμβολίζει κατά τη γνώμη μου τη μεγάλη ουτοπία, που χάθηκε για πάντα. Η μικρή Αντιγόνη τη χιμαιρική πίστη σε μια ουτοπία. Η υπέρβασή της γίνεται με το κόψιμο της ζωής της, μιας ζωής φυτού, από τον πατέρα της. Η ζωή τραβάει την ανηφόρα στη "θριαμβευτική και καταδικασμένη άνοδο του καραβιού" (υπέροχο σουρεαλιστικό εύρημα) στη λεωφόρο Συγγρού. Ο τεχνοκράτης πατέρας Βασίλης που ζει στην Αμερική και που κερδίζει την καρδιά της Αντιγόνης-ουτοπίας από τον Πέτρο, μαζί με το δολοφόνο γιο του Νικόλα (σκότωσε ένα φίλο του και την Αντιγόνη, τη μητέρα του) συμβολίζουν το κακό. Ο Μάρκος προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Πέτρο. "Εγώ γνωρίζω τα μυστικά όπλα του Βασίλη". Ο Μάρκος, τεχνοκράτης κι αυτός, στην ομορφιά του έρωτα,- έστω και καθυ¬στερημένου-, θα υπερβεί την αλλοτρίωσή του.
"Ο Νικόλας και ο Βασίλης", έτσι τελειώνει το βιβλίο, "θα αποκοιμηθούν γλυκά, αγνοώντας ότι η ξύλινη γοργόνα στο ακρόπρωρο του "Ντέστινι" έχει το πρόσωπο της Αντιγόνης, με τα μάτια ορθάνοικτα".
Η πίστη στην ουτοπία θα είναι πάντα μια μόνιμη απειλή για το κακό.
Το μόνο αρνητικό που βρήκα στο βιβλίο είναι η λέξη ΝΟΥΝΟΥ, με κεφαλαία γράμματα στη σελίδα 441. Λέτε να τα τσίμπησε η Μαριάνα, όπως εκείνος ο γνωστός γιατρός και θεατρικός συγγραφέας, που έβαλε σε βιβλίο του την παραπάνω λέξη τουλάχιστον δυο φορές -τόσες τη μέτρησα εγώ- , πράγμα για το οποίο του έσουρε όχι και λίγα κάποια εφημερίδα πριν δεκαπέντε χρόνια περίπου;
Λέτε να τα τσίμπησα κι εγώ, βρίσκοντας υπό το πρόσχημα της κριτικής, την ευκαιρία να πλασάρω κι εγώ την παραπάνω λέξη;
Γιατί το λέω αυτό; Μα, για να είστε δύσπιστοι απέναντι στους κριτικούς, όπως είστε δύσπιστοι απέναντι στις διαφημίσεις. Ή μήπως δεν είστε;
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment