Ευγενία Φακίνου, Εκατό δρόμοι και μια νύχτα, Καστανιώτης 1997, σελ. 255
Δημοσιεύτηκε στη «Φωνή της Πεντέλης», τ. 164, Ιανουάριος 1998.
Το έβδομο αυτό μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου αναπαράγει τις θεματικές του «Έβδομου ρούχου», του δεύτερου μυθιστορήματός της, αλλά και των άλλων της έργων.
Η κύρια θεματική της Φακίνου είναι η φυγή, από την οποία προέρχονται παραγωγικά, και τις οποίες πλαισιώνει, κάποιες άλλες θεματικές.
Η φυγή, με τη μορφή του μοτίβου της φυγής της ηρωίδας, αποτελεί είτε την κυρίαρχη θεματική είτε τη θεματική - πλαίσιο. Στο έργο αυτό η αφηγήτρια «φεύγει» όπως και η Ιωάννα στη «Μεγάλη Πράσινη», το τρίτο έργο της Φακίνου, από το αστικό περιβάλλον της Αθήνας στα βουνά της Κορινθίας. Όχι όμως με συγκεκριμένο στόχο, όπως αυτή. Στην αρχή του έργου μάλιστα αναρωτιέται για τα αίτια της φυγής της. Ο στόχος θα διαμορφωθεί αργότερα: αναζήτηση ιστοριών φαντασμάτων.
Στην «Εποχή των καφέδων» του Γιάννη Ξανθούλη ένας από τους ήρωές του, από μικροαστική πλήξη, θα αποδυθεί στην αναζήτηση ενός παιδικού του φίλου του οποίου είχε χάσει τα ίχνη πριν τριάντα χρόνια. Μόνο που ο ίδιος δεν ξέρει το βαθύτερο αίτιο αυτής της αναζήτησης. Η ηρωίδα - αφηγήτρια όμως της Φακίνου το αναγνωρίζει: «από πλήξη και ανία» (σελ. 91).
Όπως οι ηρωίδες της Φακίνου φεύγουν από το σπίτι τους και περιπλανώνται (η «αειφυγία», λέξη του Καρκαβίτσα, μαγεύει την ηρωίδα στο έργο αυτό), έτσι και η συγγραφέας εγκαταλείπει τα αστικά περιβάλλοντα που κυριαρχούν στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και στήνει την υπόθεση των έργων της σε χώρους της υπαίθρου. Τα ερειπωμένα ελληνικά χωριά, με τα εγκαταλελειμμένα ετοιμόρροπα σπίτια φαίνεται να την μαγεύουν περισσότερο, όπως και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στις ταινίες του. Μόνο η υπόθεση της «Αστραδενής» τοποθετείται στην Αθήνα, ως αντίστιξη όμως της επαρχίας, κάτω από την εικόνα της οποίας κρίνεται και απορρί-πτεται.
Τη φυγή από τον αστικό χώρο συνοδεύει η φυγή από το χρόνο του μεταμοντέρνου αχταρμά και της ισοπέδωσης όλων (όπως φαίνεται από τη μουσική σαλάτα στο γαμήλιο γλέντι) στον παρελθόντα χρόνο της ελληνικής παράδοσης και της αρχαίας ιστορίας τις οποίες με θαυμαστό τρόπο, όπως και στο «Έβδομο ρούχο», συμφύρει η συγγραφέας.
Η πλοκή είναι χαλαρή. Ενώ στη «Ζάχαρη στην άκρη» και στο «Η Μερόπη ήταν το πρόσχημα» δημιουργείται ένα σασπένς για το τέλος, εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια σειρά αυτόνομων επεισοδίων, που δεν οδηγούν το ένα στο άλλο (καταλύτες τα χαρακτηρίζει ο R. Barthes), με μόνο συνδετικό ιστό την αναζήτηση της αφηγήτριας.
Στα επεισόδια αυτά εικονογραφούνται σκηνές από τη σύγχρονη επαρχιακή ζωή, διαβρωμένη από την επιρροή της πρωτεύουσας.
Θα ξεχωρίσουμε τα δυο τελευταία επεισόδια. Στο προτελευταίο εμφανίζονται, μέσα στο γκροτέσκο σκηνικό των ερειπωμένων σπιτιών δαρμένων από τη χιονοθύελλα, οι αγαπημένοι περιθωριακοί ήρωες της συγγραφέως, εγκαταλειμμένα γερόντια που προτίμησαν ή oδηγήθηκαν στη φυγή από την οικογενειακή εστία των παιδιών τους. Στο τελευταίο βλέπουμε την φαντασμαγορία μιας «φρυκτωρίας», που αναβιώνει με την προτροπή της αφηγήτριας, συμφυρμένη με τις φωτιές του Άι-Γιαννιού.
Αν η Ε.Φ. είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους σημερινούς πεζογράφους μας, αυτό το οφείλει και στο απλό και απέριττο ύφος της, ένα ύφος που υποψιάζει κάποιους κριτικούς για «ευκολία γραφής». Τα όρια δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, αλλά θα λέγαμε ότι γενικά η Ε.Φ. βρίσκεται εντεύθεν των ορίων.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment