Σολιούς Κοντροτάς, Η σκιά του φιδιού, Ψυχογιός 1996, σελ. 358
Η φωνή της Πεντέλης, Απρίλιος 1998
Η σκιά του φιδιού είναι το έργο που έκανε τον 44χρονο σήμερα Σολιούς Κοντροτάς γνωστό έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, της Λιθουανίας.
Το έργο διακρίνεται κυρίως από μια ευφυή χρήση αφηγηματικών τεχνικών, που το κάνουν ένα συναρπαστικό αφήγημα.
Το εφέ του απροσδόκητου είναι κυρίαρχο στο έργο. Συναντήσαμε μάλιστα και την πιο σύνθετη μορφή του, το εφέ της διαδοχικής διάψευσης (οι αναμενόμενοι αντάρτες ήσαν τελικά στρατιώτες του τσάρου. Όμως στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ήσαν λιποτάκτες και γύρευαν να ενωθούν με τους αντάρτες).
Στο έργο δεν υπάρχει ένας ενιαίος αφηγητής. Εκτός από ένα τριτοπρόσωπο αφηγητή που εμφανίζεται σε κάποια κεφάλαια, την ιστορία την αφηγούνται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές. Δεν πρόκειται όμως για αφήγηση σε δεύτερο επίπεδο, αφού η τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν πλαισιώνει την πρωτοπρόσωπη, αλλά συμπαρατίθεται ισότιμα μ' αυτή. Έτσι φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά εδώ ότι η διάκριση ανάμεσα σε αφηγητή και εστιαστή (focalizor) μέσα από την προοπτική του οποίου δίνεται η αφήγηση, είναι μια τεχνητή διάκριση, και ότι στην πληθώρα των περιπτώσεων, και σχεδόν πάντα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αυτοί οι δυο ταυτίζονται.
Οι πολλές αφηγηματικές φωνές δημιουργούν εδώ ένα πρόβλημα σχετικά με την προτιθέμενη προοπτική πρόσληψης. Με ποιον να ταυτισθεί ο αναγνώστης, τίνος το μέρος να πάρει συναισθηματικά, του διωκόμενου ή με των διωκτών του; Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ο "κακός" εμφανίζεται ως θύμα γεγονότων και συνθηκών, όπως στο "Άρωμα" του Πάτρικ Ζίσκιντ. Τελικά όμως ο πρωταγωνιστικός ρόλος του διωκόμενου ρίχνει προς τη μεριά του τη ζυγαριά. Ο αναγνώστης/θεατής έχει πάντα την τάση να ταυτίζεται με τον κύριο ήρωα.
Μπορεί και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής να είναι παντογνώστης όπως και ο τριτοπρόσωπος; Ο Κοντροτάς δεν διστάζει να παραβιάσει τη ρεαλιστική σύμβαση που θέλει μόνο τον τριτοπρόσωπο αφηγητή παντογνώστη, βάζοντας τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές να αναφέρονται στα αισθήματα άλλων προσώπων που πρακτικά είναι αδύνατο να τα γνωρίζουν (π.χ. ο λοχαγός που μιλάει για τα αισθήματα του δικαστή, σελ. 275). Άλλη τέτοια παραβίαση είναι ότι ο διωκόμενος, παρόλο που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, είναι αγράμματος, μιλάει σαν λογοτέχνης, με εικόνες και μεταφορές. Υφολογικά δηλαδή δεν διακρίνονται οι αφηγητές, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από τις ρεαλιστικές συμβάσεις.
Το έργο τελειώνει με μια αμφιβολία ως προς τις προθέσεις του λοχαγού, τις οποίες επιδιώκει να εξιχνιάσει ο γιος του, με μια επιστολή προς τον πατέρα του. Η αφηγηματική προσδοκία είναι ότι αυτές θα εξιχνιαστούν. Όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απλούστατα χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για να εισαγάγει ο συγγραφέας το φανταστικό κατά Τσβετάν Τοντόρωφ στο έργο του. Ο Λιζάνας, ο νεκροθάφτης και μετέπειτα παραμυθάς, ο οποίος υποτίθεται ότι αφηγήθηκε την ιστορία στο γιο του λοχαγού, μάλλον είναι Ζόμπι. Η πρώτη ένδειξη, όταν εμφανίζεται ως παραμυθάς, θάβεται κάτω από το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης.
Γιατί δεν απαντήθηκε το ερώτημα σχετικά με τις προθέσεις του λοχαγού, όπως και άλλα ερωτήματα του αναγνώστη (π.χ. γιατί ο λοχαγός δεν πληρώθηκε τα τρία εκατομμύρια ως επικήρυξη;)
Πιθανώς υπάρχουν οι ενδείξεις στο κείμενο που δίνουν την απάντηση. Όμως αναρωτιέται κανείς: νομιμοποιείται ο συγγραφέας να χρησιμοποιεί ενδείξεις που είναι τόσο καλυμμένες, ώστε η πλειοψηφία των αναγνωστών μάλλον δεν θα τις αντιληφθούν; Έχει το δικαίωμα να απαιτήσει απ' αυτούς μια δεύτερη ανάγνωση; Ασφαλώς ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να την επιχειρήσουν. Έτσι στο τέλος του έργου, παρά τη συναρπαστικότητα της αφήγησης, ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι τον ξεγέλασε ο συγγραφέας.
Η φωνή της Πεντέλης, Απρίλιος 1998
Η σκιά του φιδιού είναι το έργο που έκανε τον 44χρονο σήμερα Σολιούς Κοντροτάς γνωστό έξω από τα σύνορα της πατρίδας του, της Λιθουανίας.
Το έργο διακρίνεται κυρίως από μια ευφυή χρήση αφηγηματικών τεχνικών, που το κάνουν ένα συναρπαστικό αφήγημα.
Το εφέ του απροσδόκητου είναι κυρίαρχο στο έργο. Συναντήσαμε μάλιστα και την πιο σύνθετη μορφή του, το εφέ της διαδοχικής διάψευσης (οι αναμενόμενοι αντάρτες ήσαν τελικά στρατιώτες του τσάρου. Όμως στη συνέχεια μαθαίνουμε ότι ήσαν λιποτάκτες και γύρευαν να ενωθούν με τους αντάρτες).
Στο έργο δεν υπάρχει ένας ενιαίος αφηγητής. Εκτός από ένα τριτοπρόσωπο αφηγητή που εμφανίζεται σε κάποια κεφάλαια, την ιστορία την αφηγούνται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές. Δεν πρόκειται όμως για αφήγηση σε δεύτερο επίπεδο, αφού η τριτοπρόσωπη αφήγηση δεν πλαισιώνει την πρωτοπρόσωπη, αλλά συμπαρατίθεται ισότιμα μ' αυτή. Έτσι φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά εδώ ότι η διάκριση ανάμεσα σε αφηγητή και εστιαστή (focalizor) μέσα από την προοπτική του οποίου δίνεται η αφήγηση, είναι μια τεχνητή διάκριση, και ότι στην πληθώρα των περιπτώσεων, και σχεδόν πάντα στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αυτοί οι δυο ταυτίζονται.
Οι πολλές αφηγηματικές φωνές δημιουργούν εδώ ένα πρόβλημα σχετικά με την προτιθέμενη προοπτική πρόσληψης. Με ποιον να ταυτισθεί ο αναγνώστης, τίνος το μέρος να πάρει συναισθηματικά, του διωκόμενου ή με των διωκτών του; Ιδιαίτερα μάλιστα καθώς ο "κακός" εμφανίζεται ως θύμα γεγονότων και συνθηκών, όπως στο "Άρωμα" του Πάτρικ Ζίσκιντ. Τελικά όμως ο πρωταγωνιστικός ρόλος του διωκόμενου ρίχνει προς τη μεριά του τη ζυγαριά. Ο αναγνώστης/θεατής έχει πάντα την τάση να ταυτίζεται με τον κύριο ήρωα.
Μπορεί και ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής να είναι παντογνώστης όπως και ο τριτοπρόσωπος; Ο Κοντροτάς δεν διστάζει να παραβιάσει τη ρεαλιστική σύμβαση που θέλει μόνο τον τριτοπρόσωπο αφηγητή παντογνώστη, βάζοντας τους πρωτοπρόσωπους αφηγητές να αναφέρονται στα αισθήματα άλλων προσώπων που πρακτικά είναι αδύνατο να τα γνωρίζουν (π.χ. ο λοχαγός που μιλάει για τα αισθήματα του δικαστή, σελ. 275). Άλλη τέτοια παραβίαση είναι ότι ο διωκόμενος, παρόλο που, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, είναι αγράμματος, μιλάει σαν λογοτέχνης, με εικόνες και μεταφορές. Υφολογικά δηλαδή δεν διακρίνονται οι αφηγητές, ακόμη και στην περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από τις ρεαλιστικές συμβάσεις.
Το έργο τελειώνει με μια αμφιβολία ως προς τις προθέσεις του λοχαγού, τις οποίες επιδιώκει να εξιχνιάσει ο γιος του, με μια επιστολή προς τον πατέρα του. Η αφηγηματική προσδοκία είναι ότι αυτές θα εξιχνιαστούν. Όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Απλούστατα χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για να εισαγάγει ο συγγραφέας το φανταστικό κατά Τσβετάν Τοντόρωφ στο έργο του. Ο Λιζάνας, ο νεκροθάφτης και μετέπειτα παραμυθάς, ο οποίος υποτίθεται ότι αφηγήθηκε την ιστορία στο γιο του λοχαγού, μάλλον είναι Ζόμπι. Η πρώτη ένδειξη, όταν εμφανίζεται ως παραμυθάς, θάβεται κάτω από το ρεαλιστικό πλαίσιο της αφήγησης.
Γιατί δεν απαντήθηκε το ερώτημα σχετικά με τις προθέσεις του λοχαγού, όπως και άλλα ερωτήματα του αναγνώστη (π.χ. γιατί ο λοχαγός δεν πληρώθηκε τα τρία εκατομμύρια ως επικήρυξη;)
Πιθανώς υπάρχουν οι ενδείξεις στο κείμενο που δίνουν την απάντηση. Όμως αναρωτιέται κανείς: νομιμοποιείται ο συγγραφέας να χρησιμοποιεί ενδείξεις που είναι τόσο καλυμμένες, ώστε η πλειοψηφία των αναγνωστών μάλλον δεν θα τις αντιληφθούν; Έχει το δικαίωμα να απαιτήσει απ' αυτούς μια δεύτερη ανάγνωση; Ασφαλώς ελάχιστοι είναι διατεθειμένοι να την επιχειρήσουν. Έτσι στο τέλος του έργου, παρά τη συναρπαστικότητα της αφήγησης, ο αναγνώστης μένει με την αίσθηση ότι τον ξεγέλασε ο συγγραφέας.
No comments:
Post a Comment