Akira
kurosawa, general impression
Ο φίλος μου ο Μανόλης Πρατικάκης μου
ζήτησε να δούμε τα «Όνειρα». Την θεωρώ ως την καλύτερη ταινία που έχω δει ποτέ,
έτσι συμφώνησα πρόθυμα. Μάλιστα, την ταινία αυτή τη χρησιμοποιούσα παλιά ως screensaver για
τον υπολογιστή που έχω συνδέσει με την τηλεόραση για να βλέπω ταινίες. Για την ακρίβεια,
όταν ήθελα να ασχοληθώ με τον άλλο υπολογιστή, αντί να περιμένω να δουλέψει το screensaver των
windows, πράγμα που θα
γινόταν μετά από κάποια λεπτά, έβαζα να παίζουν τα «Όνειρα».
Με την ευκαιρία αυτή
αποφάσισα επί τέλους να κάνω αυτό που είχα σαν σχέδιο αλλά το ανέβαλλα συνεχώς:
να δω όσα έργα του Κουροσάβα δεν θυμόμουνα. Αυτά ήταν από τα πρώτα του, γιατί
τα τελευταία τα έχω δει δυο και τρεις φορές. Και το έκανα.
Είχα σκοπό να γράψω
δυο λόγια για το καθένα, για προσωπική μου χρήση. Είδα όμως ότι ο παραπάνω
σύνδεσμος της βικιπαίδειας αναφερόταν ακριβώς με δυο λόγια για κάθε ταινία,
έτσι εγκατέλειψα την ιδέα. Σκέφτηκα όμως να γράψω δυο λόγια για την συνολική
εντύπωση που μου έκαναν τα έργα του.
Αυτό που διαπίστωσα
για άλλη μια φορά είναι ο βαθύς ανθρωπισμός του. Οι ήρωές του χαρακτηρίζονται
για μια βαθειά ανθρωπιά. Ο «Κοκκινογένης» είναι η πιο χαρακτηριστική ταινία. Το
ίδιο επίσης και οι ήρωες στα τρία σενάριά του που γύρισαν άλλοι σκηνοθέτες
Επηρεασμένος από τον
Ντοστογιέφσκι παρουσιάζει τους εξαθλιωμένους της ζωής. Θυμόμουνα μόνο τη
«Γειτονιά των καταφρονεμένων», αλλά είδα ότι υπάρχουν και άλλες δυο ανάλογες
ταινίες, ο «Κοκκινογένης» και «Τα χαμηλά βάθη». Στον «Κοκκινογένη» μάλιστα
υπάρχει ένας μονόλογος που είναι σαν να βγήκε από το «Υπόγειο».
Στον Κουροσάβα αυτό
που προβάλλεται είναι οι χαρακτήρες, σε αντίθεση με τον δικό μας Αγγελόπουλο.
Στον Αγγελόπουλο οι ήρωες χάνονται μέσα στο κοινωνικο-πολιτικό περιβάλλον το
οποίο επιδιώκεται να αναδειχθεί, ένα περιβάλλον σε χαρακτηριστικές ιστορικές
στιγμές.
Παρατήρησα τέλος ότι
ο Κουροσάβα χρησιμοποιεί συχνά τον ήχο του ανέμου ως μουσικό εφέ, και τη βροχή
επίσης συχνά ως οπτικό, αλλά και ακουστικό εφέ. Ο άνεμος, η βροχή (πρόσφατα
είδα τη «Νεροποντή» του Bahram Beizai)
αλλά και το χιόνι (το τελευταίο σε κάποιες ιρανικές ταινίες) χρησιμοποιούνται
τόσο από τον Κουροσάβα όσο και από αρκετούς άλλους σκηνοθέτες σαν στοιχεία για
τις ταινίες τους. Ίσως γιατί αυτά τα φυσικά στοιχεία δημιουργούν στο θεατή ένα
αίσθημα δέους, καθώς είναι εν δυνάμει καταστροφικά. Και όντως σε κάποιες
ταινίες είναι καταστροφικά.
Καθώς τις περισσότερες
ταινίες του Κουροσάβα τις είδα πριν αποκτήσω λογαριασμό σε blog δεν έγραψα
γι’ αυτές. Πρόσφατα όμως έγραψα για τον «Καταδικασμένο»,
την οποία είδα διαβάζοντας παράλληλα το σενάριο. Ήθελα να δω πώς γράφεται ένα
σενάριο και πώς μεταφέρεται στην οθόνη. Επίσης ξαναείδα το «Μυστικό φρούριο»
και το «Dodesukaden»,
που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Η γειτονιά των καταφρονεμένων».
Να σημειώσω τέλος
ότι ήθελα να ξαναδώ μια από τις τελευταίες ταινίες του Κουροσάβα την οποία
θυμόμουνα πολύ καλά γιατί την είχα δει τουλάχιστον τρεις φορές, το «Ντερσού
Ουζαλά»-και την ξαναείδα. Θα ξαναδώ και την τελευταία του, το Mandadayo, που παίχτηκε με τον τίτλο «Ο
δάσκαλος». Μελλοντικά, σίγουρα θα ξαναδώ και κάποιες άλλες.
Την είδα τελικά. Mandadayo σημαίνει "όχι ακόμη". Όχι, δεν θα φύγει τώρα από τη ζωή, όχι ακόμη". Αυτό λέει ο δάσκαλος σε κάθε γιορτή γενεθλίων που οργανώνουν οι μαθητές του, αφού πίνει ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα. Ακόμη και στην προτελευταία σκηνή, όταν, γέρος πια, παθαίνει κάποιο επεισόδιο, επιμένει: "Όχι ακόμη".
Η τελευταία σκηνή του έργου δείχνει κάποια παιδιά να παίζουν κρυφτό. Ένα παιδί ψάχνει σε ποια θυμωνιά να κρυφτεί, φωνάζοντας "mandadayo", όχι ακόμη, δεν έχει κρυφτεί ακόμη για να αρχίσει να τον ψάχνει αυτός που τα φυλάει. Ακόμα και όταν έχει επιλέξει τη θυμωνιά και αρχίζει να σκεπάζεται με στάχυα, πάλι φωνάζει "Όχι ακόμη". Πρέπει να καλυφθεί πλήρως.
Και θυμήθηκα τότε που ήμουν παιδί και παίζαμε κρυφτό στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας. Εμείς λέγαμε "Ακουμία".
Την είδα τελικά. Mandadayo σημαίνει "όχι ακόμη". Όχι, δεν θα φύγει τώρα από τη ζωή, όχι ακόμη". Αυτό λέει ο δάσκαλος σε κάθε γιορτή γενεθλίων που οργανώνουν οι μαθητές του, αφού πίνει ένα μεγάλο ποτήρι μπύρα. Ακόμη και στην προτελευταία σκηνή, όταν, γέρος πια, παθαίνει κάποιο επεισόδιο, επιμένει: "Όχι ακόμη".
Η τελευταία σκηνή του έργου δείχνει κάποια παιδιά να παίζουν κρυφτό. Ένα παιδί ψάχνει σε ποια θυμωνιά να κρυφτεί, φωνάζοντας "mandadayo", όχι ακόμη, δεν έχει κρυφτεί ακόμη για να αρχίσει να τον ψάχνει αυτός που τα φυλάει. Ακόμα και όταν έχει επιλέξει τη θυμωνιά και αρχίζει να σκεπάζεται με στάχυα, πάλι φωνάζει "Όχι ακόμη". Πρέπει να καλυφθεί πλήρως.
Και θυμήθηκα τότε που ήμουν παιδί και παίζαμε κρυφτό στο χωριό μου, το Κάτω Χωριό Ιεράπετρας. Εμείς λέγαμε "Ακουμία".
No comments:
Post a Comment