José
Manuel
Fajardo, Ο εξωμότης
(μετ. Χριστίνα Κούλα), Όπερα 2002, σελ. 360
Ήλιε μου και φεγγάρι μου και
κοσμογυρευτή μου,
σ’ ούλον τον κοσμ’ ανάτειλε,
σ’ ούλη την οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέζω τις αυλές,
ήλιε, μην ανατείλεις,
κι αν ανατείλεις, ήλιε μου,
να γοργοβασιλέψεις,
για θα βραχού οι γι ακτίνες
σου ’που τω σκλαβώ τα δάκρυα.
Ήλιε, που βγαίνεις το πρωί
και βασιλεύεις βράδυ,
σ’ ούλο τον κόσμ’ ανάτειλε,
σ’ ούλο τον κόσμο δύσε,
στου Μπαρμπαρέζου την αυλή,
ήλιε, μην ανατείλεις,
κι αν ανατείλεις, ήλιε μου,
να γοργοβασιλέψεις,
μη θαμπωθού οι γι αχτίνες
σου.
Ήλιε, που βγαίνεις το ταχύ,
σ’ ούλον τον κόσμο δούδεις,
σ’ ούλο τον κόσμ’ ανάτειλε,
σ’ ούλη την οικουμένη,
στω Μπαρμπαρέζω τις αυλές,
ήλιε, μην ανατείλεις,
γιατ’ έχουν σκλάβους
όμορφους, πολλά παραπονιάρους,
και θα γραθού οι γι αχτίνες
σου που το σκλαβώ τα δάκρυα.
Στω Μπαρμπαρέζω τις αυλές
ήλιος μην ανατείλει,
γιατ’ είχα η μαύρη τρεις
υγιούς, κι οι τρεις καλά αντρειωμένοι,
το Γιάννο πιάνουν στα βουνά,
το Μήτρο στα καράβια,
και τον καημένο Κωσταντή σ’
εμιροπούλας σπίτι,
δέρνουν και μαγκλαβίζουν
τον, ρωτούν κι αναρωτούν τον.
Το παραπάνω είναι ένα ριζίτικο τραγούδι, και
αναφέρεται στα δεινά που υφίσταντο οι κρητικοί από τους βερβέρους πειρατές για
ολόκληρους αιώνες. Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω το μυθιστόρημα αυτό του Φαχάρδο με
μια προκατάληψη, καθώς αναφέρεται στους πειρατές που μάστιζαν τα κρητικά
παράλια.
Η δράση του τοποθετείται στο πρώτο μισό του
17ου αιώνα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο Μαρόκο. Ένας εξωμότης
εβραίος και ένας άγγλος είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος. Δεν είναι ήρωες που
θα τους συμπαθήσουμε, εγώ τουλάχιστον. Ο συγγραφέας μάλιστα με προετοιμάζει
αμέσως από την αρχή, καθώς ο Τόμας ξεκινάει την αφήγησή του με την δήλωση: «Ξέρω
καλά πως δεν είμαι άγιος». Από αιχμάλωτοι των πειρατών γίνονται και οι ίδιοι
πειρατές, από θύματα θύτες, ξανά θύματα, ξανά θύτες, σε μια ασύλληπτη σειρά
περιπετειών, όπου βέβαια ο έρωτας παίζει κεντρικό ρόλο. Όλοι αλλάζουν
ταυτότητες, άνδρες και γυναίκες, για να κρυφτούν, να ξεφύγουν, και λένε συνεχώς
ψέματα. Και ο Τόμας, που ξεκινάει δηλώνοντας πως δεν είναι κανένας άγιος,
καταλήγει: «Από τότε φορώ αυτή τη μάσκα που οι άλλοι ονομάζουν πρόσωπο, και το
πάθος μου για ό,τι είναι κρυφό έχει καλύψει με μυστήριο όλες μου τις πράξεις.
Ανάμεσά τους είναι κι αυτή εδώ η τελευταία, καθώς δίνω τέλος στην ιστορία μου
χωρίς να μπορώ ούτε κι εγώ να ξεχωρίσω την αλήθεια, μέσα στο τόσο ψέμα που την
περιβάλλει».
Ενώ το «Γράμμα από
την άκρη του κόσμου» έχει μια θέση, αυτή της καταδίκης της
γενοκτονίας των ινδιάνων από τους ευρωπαίους αποικιοκράτες, ο «Εξωμότης» δεν
φαίνεται να έχει καμιά. Θα μπορούσε ίσως να έχει την καταδίκη της βίαιης
απέλασης των εβραίων και των αράβων από την ισπανική χερσόνησο μετά την Reconquista, αλλά δεν την
έχει, ή τουλάχιστον δεν ήταν τόσο έντονη για να την αντιληφθώ. Έτσι η εντύπωση
που αποκόμισα από το μυθιστόρημα είναι ότι πρόκειται για μια σειρά από
συναρπαστικές περιπέτειες που δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασαν ιδιαίτερα, μου
πρόσφεραν όμως μια γνώση για την εποχή εκείνη και για τον κόσμο των πειρατών.
Επαναλαμβάνω, σαν κρητικός είμαι προκατειλημμένος, είμαι σίγουρος όμως ότι
σε άλλους αναγνώστες θα αρέσει πάρα πολύ.
No comments:
Post a Comment