Radu Jude, Aferim
(2015)
Η πλοκή της ταινίας τοποθετείται το 1835,
κάπου στη Ρουμανία. Ο Κωνσταντίν, αστυνομικός, έχοντας το γιο του σαν βοηθό,
ψάχνουν την περιοχή για να βρουν ένα τσιγγάνο που το έχει σκάσει από το
αφεντικό του, ένα πλούσιο βαγιάρο. Είχε σχέσεις με τη γυναίκα του (μαθαίνουμε
ότι του ρίχτηκε αυτή), το αφεντικό το έμαθε, και προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή
του το έσκασε.
Ασπρόμαυρη ταινία, υφολογικά αναπαράγει ένα
ασπρόμαυρο παρελθόν. Χιουμοριστικά ηθολογική μας δείχνει πτυχές της ζωής στη
Ρουμανία στις αρχές του 19ου αιώνα. Και μαθαίνουμε πράγματα
ανατριχιαστικά.
Και πρώτο και καλύτερο, ότι οι τσιγγάνοι ήσαν
δούλοι. Κοράκια τους αποκαλούσαν περιφρονητικά. Είναι σοκαριστική η σκηνή που
βλέπουμε τσιγγάνους να εκλιπαρούν αφεντικά να τους αγοράσουν, για να γλιτώσουν
την πείνα. Και ένας μικρός τσιγγάνος, που τον έπιασε ο αστυνομικός μαζί με τον
καταζητούμενο, τον ικετεύει να μην τον επιστρέψει στο αφεντικό του. Σκότωσε τον
αδελφό του και γι’ αυτό το έσκασε, φοβήθηκε και για τη δική του ζωή.
Μεγαλόψυχος ο αστυνομικός δεν θα τον επιστρέψει, θα τον πουλήσει σε κάποιον
άλλο.
Στο δρόμο συναντούν ένα παπά. Ακούμε διάφορα
ενδιαφέροντα για τα στερεότυπα της εποχής. Οι τσιγγάνοι είναι άνθρωποι; Και
βέβαια είναι, λέγει ο παπάς. Οι εβραίοι όμως δεν είναι, γιατί πίνουν το αίμα
των παιδιών των χριστιανών. Από το στόμα του παπά ακούμε και άλλα ιμαγκολογικά
στερεότυπα. «Κάθε έθνος έχει το σκοπό του. Οι εβραίοι για να εξαπατούν, οι
τούρκοι για να μακελεύουν, εμείς οι ρουμάνοι για να αγαπάμε, να τιμούμε και να
υποφέρουμε σαν καλοί χριστιανοί. Επίσης έχουν τις συνήθειές τους. Οι εβραίοι
διαβάζουν πολύ, οι έλληνες μιλάνε πολύ, οι τούρκοι έχουν πολλές γυναίκες, οι
άραβες έχουν πολλά δόντια, οι γερμανοί καπνίζουν πολύ, οι ούγγροι τρώνε πολύ,
οι ρώσοι πίνουν πολύ, οι άγγλοι σκέφτονται πολύ, στους γάλλους αρέσει πολύ η
μόδα, οι αρμένιοι είναι τεμπέληδες, οι κιρκάσιοι φοράνε πολλές δαντέλες, οι
ιταλοί λένε πολλά ψέματα, οι σέρβοι είναι μεγάλοι απατεώνες και οι τσιγγάνοι
τρώνε πολύ ξύλο. Οι τσιγγάνοι πρέπει να είναι σκλάβοι».
Ενδιαφέρουσες οι απόψεις του παπά· που
όταν τον είδε από μακριά ο αστυνομικός είπε στο γιο του πως είναι κακό
συναπάντημα, «δέκα χρόνια γρουσουζιά». –Πίσω μου σ’ έχω σατανά, λέει. –Γιατί το
λες αυτό; Ρωτάει ο γιος. -Επειδή οι διάβολοι μαζεύονται γύρω απ’ τους παπάδες,
του εξηγεί.
Όμως δεν ήταν μόνο οι ρουμάνοι που είχαν
τέτοια πρόληψη. Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου «Το χωριό μου: από την αυτοκατανάλωση στην
αγορά».
«Όταν συναντούσαμε στο δρόμο κανένα παπά, ήταν κακοσημαδιά
για μας τους μαθητές. Σίγουρα κάποιος καθηγητής θα μας έβγαζε στο μάθημα. Για
να εξορκίσουμε το ενδεχόμενο, πιάναμε τα αρχίδια μας. Θυμάμαι ακόμη τη
σκοτεινή, φαρμακερή ματιά που μας έριξε ο παπάς Γιωργάκης, όταν περνώντας πλάι
του τα πιάσαμε, χωρίς να έχουμε την προνοητικότητα να τον αφήσουμε να
προσπεράσει» (σελ. 112).
Το αφεντικό έδειρε άγρια τη γυναίκα
του. Μα γιατί παραπονιέται; -Έτσι είναι ο κόσμος, προσπαθεί να την παρηγορήσει
ο αστυνομικός. Ο άντρας έχει το δικαίωμα να τιμωρεί τη γυναίκα του… -Ο ίδιος ο
Αδάμ κλώτσησε την Εύα στο στομάχι, πάει να ενισχύσει τα λεγόμενά του μια
γυναίκα δίπλα του. Αυτός της λέει να σκάσει, και συνεχίζει. –Με τον καινούριο
νόμο, ακόμα και στον κώδικα του Υψηλάντη, ζητείται από τον άντρα να κτυπάει τη
γυναίκα του, αλλά με το μαλακό.
Φαντάζομαι μιλάει για τον
Αλέξανδρο.
Οι μουσουλμάνοι είναι πιο
προωθημένοι. Ένας μουλάς, είδαμε το βίντεο στο διαδίκτυο, δίνει συγκεκριμένες
οδηγίες πώς να κτυπά «με το μαλακό» ένας άντρας τη γυναίκα του.
Ξέρω ότι τα ρουμάνικα (μια από τις γλώσσες
που παράτησα, τώρα αρχίζω να το ψιλομετανιώνω) είναι κράμα λατινικό και σλάβικο,
όμως έχουν και αρκετές τούρκικες λέξεις. Ακούσαμε τη λέξη «ντουσμάν», που
μικρός την άκουγα στο χωριό μου σαν «ντουχιμάνης», δηλαδή εχθρός. Μάθαμε ότι
«νταραβέρι» θα πει δουλειά. Και ακούσαμε και δυο ελληνικές λέξεις: υπόληψη και
αγάπη μου.
Τελικά το αφεντικό δεν τον σκότωσε,
τον ευνούχισε.
Πολύ καλή ταινία, κέρδισε διάφορα
βραβεία.
No comments:
Post a Comment