Kenji
Mizoguchi et.al. 15. 1945 Victory Song
(Hisshoka)
Διαβάζω στο IMDb, όπου μπορείτε να δείτε τα ονόματα
και των τριών άλλων σκηνοθετών, ότι ο Μιτζογκούτσι σκηνοθέτησε μόνο την αρχή
της ταινίας (αν και στα γράμματα της αρχής βλέπω και άλλα τρία ονόματα).
Προπαγανδιστική ταινία και αυτή για να αναπτερώσει το φρόνημα των γιαπωνέζων που
όμως σώθηκε, σε αντίθεση με το «Song of the camp» που χάθηκε – ή
μήπως εγώ δεν το βρήκα;
Με πρεμιέρα στις 22
Φεβρουαρίου 1945, φαίνεται ότι δεν είχε αρχίσει ακόμη η αντίστροφη μέτρηση για
την Ιαπωνία.
Να πω προκαταβολικά
ότι μου άρεσε πολύ η ταινία. Δεν είχε το μιλιταριστικό ύφος παρά ελάχιστα, και
επικεντρωνόταν περισσότερο στους πολίτες, στα μετόπισθεν.
Στο αρχικό πλάνο
μαθαίνουμε ότι η αυτοκρατορία της Ιαπωνίας ιδρύθηκε το 660 π.Χ. (και για όσους
δεν αρέσει το π.Χ., πριν από τη χρονολογία μας). Στη συνέχεια ακούμε μια
προσευχή-υπόσχεση στους ουράνιους θεούς, ότι θα ανταποκριθούν… ότι θα… ότι θα…
Μετά πηδάμε στον 2601ο χρόνο της αυτοκρατορίας, που είναι το 1941. Ακούμε
πάλι μια ανάλογη προσευχή-υπόσχεση, ενώ βλέπουμε σκηνές ντοκιμαντερίστικες με
πεζικάριους, ιππικό, πλοία, αεροπλάνα, τανκς, και στο τέλος μια μάχη.
Η μάχη καταλαγιάζει
και οι στρατιώτες σκέφτονται την πατρίδα τους ενώ ακούμε ένα σχετικό τραγούδι.
Ο επικεφαλής αξιωματικός τους λέει να κλείσουν τα μάτια και να ταξιδέψουν μέχρι
την πατρίδα. Αυτό κάνουν και εμείς μεταφερόμαστε στα μετόπισθεν, βλέποντας
σκηνές από τη ζωή των πολιτών.
Στο πρώτο επεισόδιο δείχνεται
η υπερπροσπάθεια των πολιτών να προσφέρουν για τον πόλεμο. Ολόκληρο τσούρμο
τρέχουν με τα φτυάρια να καθαρίσουν τις σιδηροδρομικές γραμμές από το χιόνι
όπου έχει μπλοκαριστεί ένα τραίνο.
Ένας επίστρατος
συναντάει πιτσιρικάκια που τραγουδάνε. Θα αρχίσει να τραγουδάει και αυτός: θα
ρίξουμε τον Νίμιτς και τον Μακ Άρθουρ στην κόλαση. Η τραγική ειρωνεία είναι
βέβαια ότι ο Μακ Άρθουρ θα συναντιόταν λίγους μήνες αργότερα με τους
στρατιωτικούς αρχηγούς τους, όταν η Ιαπωνία είχε παραδοθεί άνευ όρων μετά τις
ατομικές βόμβες. Και τους απείλησε να μην κατηγορήσουν τον αυτοκράτορα. Αν
καθόταν στο σκαμνί ο αυτοκράτορας, όλος ο γιαπωνέζικος λαός θα ξεσηκωνόταν.
Στη συνέχεια βλέπουμε
πάλι εργαζόμενους, στα εργοστάσια κυρίως. Μετά ένα τσούρμο παιδιά να παίζουν με
αεροπλανάκια. Ένα παιδί έχει δηλώσει κρυφά από τον πατέρα του ότι θέλει να πάει
στη σχολή πιλότων. Ο πατέρας του είναι εξοργισμένος που του το έκρυψε, όμως είναι
περήφανος για την πράξη του. Θα γίνει κι αυτός καμικάζι.
Γιατί του το έκρυψε;
Επειδή είναι
μοναχοπαίδι και φοβόταν ότι θα στενοχωριόταν πολύ.
Το επόμενο επεισόδιο
είναι ιδιαίτερα συγκινητικό.
Ο προξενητής έρχεται
στην οικογένεια της νύφης για να ανακοινώσει ότι ο υποψήφιος γαμπρός ζητάει να
ακυρωθεί το συνοικέσιο παρόλο που η νύφη του άρεσε πολύ. Ο λόγος; Του ήλθε η
πρόσκληση να καταταγεί. Η κοπέλα όμως (η Kinuyo Tanaka) επιμένει να γίνει ο γάμος. Μα αν σκοτωθεί; Ή χειρότερα,
αν μείνει ανάπηρος, το ξέρει ότι θα τον νταντεύει μια ζωή; Ναι, το ξέρει, όμως έτσι
πρέπει, αφού πάει να αγωνιστεί για την πατρίδα.
Στη συνέχεια
βλέπουμε στρατιώτες σε ένα τραίνο. Ένας στρατιώτης, εξουθενωμένος, γέρνει πάνω
στον ώμο του αξιωματικού που κάθεται δίπλα του. Δεν έχει πρόβλημα λέει αυτός
στον στρατιώτη που πάει να τον ξυπνήσει. Όταν φτάνουν στη στάση που πρέπει να
κατεβεί του δίνει προσεκτικά τη θέση του, για να μην τον ξυπνήσουν.
Στο επόμενο
επεισόδιο βλέπουμε σκηνές από τον κόσμο που τρέχει να κρυφτεί στα καταφύγια
καθώς οι Αμερικάνοι βομβαρδίζουν, και με εμπρηστικές βόμβες, ακούμε. Έχουν κάτι
σαν τσουλήθρες στις πολυκατοικίες για να κατεβαίνουν γρήγορα. Μια γυναίκα
προσπαθεί να παρηγορήσει το μωρό της που κλαίει.
Μετά βλέπουμε πάλι
παιδιά που ακούνε την κατήχηση του δασκάλου και ζητωκραυγάζουν. Στη συνέχεια
ένας λαϊκός χορός συνοδευόμενος με τραγούδι, και μετά ένας κλασικός χορός μόνο
με μουσική. Τα μανίκια στα φορέματα των κοριτσιών σ’ αυτό το χορό ήταν διπλάσια
σε μήκος από τα χέρια τους, όπως και στην Όπερα του Πεκίνου, για να γίνεται πιο
χαριτωμένη η όρχησή τους. Και ξανά ο λαϊκός χορός.
Στη συνέχεια έχουμε
τον αδελφό που έχει γυρίσει με άδεια από το μέτωπο να διαβάζει το ημερολόγιο
του πατέρα του, για το πόσο ευτυχισμένος ήταν με τη γέννησή του, πράγμα που
επιβεβαιώνει και η μητέρα του που είναι δίπλα. Στη συνέχεια η αδελφή του τού
αφηγείται για τη βύθιση του Buenos Aires Maru,
πλοίο του Ερυθρού Σταυρού με τραυματίες, όπως την άκουσε από μια επιζήσασα
νοσοκόμα. Αποκλείεται να μην είδαν το σήμα του τα αεροπλάνα. Μάλιστα
πολυβολούσαν αυτούς που είχαν μπει στις βάρκες να σωθούν.
Κατόπιν βλέπουμε
τους καμικάζι, και αμέσως μετά μια περίπου επιμνημόσυνη συγκέντρωση με
στρατιωτικούς και συγγενείς των καμικάζι που σκοτώθηκαν. Τραγουδάνε ένα
τραγούδι σαν αυτά που ξέρω από το καμπούκι, και καθώς το άκουγα έλεγα μέσα μου «κάτι
μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει…». Και βρήκα τελικά: τα ριζίτικα. Τραγουδούσαν
περίπου στο ίδιο στυλ.
Και ξαναγυρίζουμε
στα αρχικά πλάνα, καθώς οι στρατιώτες αφυπνίζονται από το νοερό ταξίδι στην
πατρίδα από κάποιον αγγελιοφόρο, που τους λέει ότι πρέπει να είναι έτοιμοι για
την επίθεση. Και ξανά σκηνές ντοκιμαντερίστικες όπως αυτές της αρχής, με
αεροπλάνα και στρατιώτες.
Ναι, μου άρεσε πολύ
αυτή η ταινία. Εξάλλου δεν γυρίζονται τέτοιου είδους ταινίες κάθε μέρα.
No comments:
Post a Comment