Στις ταινίες βλέπουμε συνήθως δίδυμα, εδώ
βλέπουμε ένα τρίο: τον Arash, τον Ashkan και τον Hossein. Δεν είναι ηθοποιοί, είναι πραγματικά
πρόσωπα τα οποία η ελβετο-γαλλο-βελγίδα σκηνοθέτης, στην παρθενική της ταινία,
τα παρακολουθεί σε μια βδομάδα καλοκαιρινών διακοπών.
Ο πρόλογος: ο Arash θα επιστρέψει στο Ιράν. Οι δυο φίλοι του
προσπαθούν να τον μεταπείσουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να τον
πείσουν να πάνε μαζί μια τελευταία βδομάδα διακοπών. Η μόνη τους ελπίδα για να
μείνει είναι ο έρωτας. Έτσι έμεινε ο Hossein. Ήταν έτοιμος να επιστρέψει, όμως τον σταμάτησε ο έρωτας
κυριολεκτικά στο παραπέντε. Τώρα είναι παντρεμένος με την καλή του.
Στη συνέχεια η ταινία γίνεται road movie. Τους βλέπουμε να επισκέπτονται
διάφορα μέρη, να κατασκηνώνουν, να κάνουν μπάνιο…
Οι συζητήσεις τους είναι casual, και οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω
από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένας ιρανός στη Γαλλία. Η φιλία είναι ένα
πρόβλημα. Στα τριάντα σου είναι δύσκολο να πιάσεις φιλίες, ιδιαίτερα με ντόπιους,
και οι ιρανοί φίλοι σιγά σιγά χάνονται, άλλος φεύγει για Καναδά, άλλος για
Αμερική, άλλος επιστρέφει στο Ιράν. Και πώς μπορείς να φλερτάρεις
αποτελεσματικά;
Και φυσικά αστειεύονται συνεχώς μεταξύ τους.
Και φυσικά διαβάζουν ποίηση, η ποίηση είναι
στην ψυχή των ιρανών. Ακούσαμε τετράστιχα (Ρουμπαγιάτ) του Ομάρ Χαγιάμ, τον οποίο διαβάσαμε
πρόσφατα.
Δεν πα να λέει το Ισλάμ, αυτός εκθειάζει το
κρασί. Το ίδιο και ο Αβικένας.
Τι θα
λείψει στον Arash τώρα
που θα επιστρέψει στο Ιράν;
Τα ράφια με τα ποτά στο σουπερμάρκετ.
Ως γνωστόν, τα οινοπνευματώδη απαγορεύονται
στους μουσουλμάνους.
Οι ιρανοί, καθότι σιίτες - κάθε αίρεση είναι
φονταμενταλιστική - δεν αστειεύονται καθόλου μ’ αυτά.
Το ότι θα πάνε στην κόλαση το θεωρούν
σίγουρο.
Και το στρατιωτικό πού το πας; Ο Arash, υπέρβαρος, πήρε απαλλαγή. Τώρα
βέβαια άλλαξε ο νόμος, οι υπέρβαροι υπηρετούν, απλά δεν στέλνονται στον πόλεμο.
Ο Hossein πρέπει να βρει εξάπαντος 5.000 ευρώ για να πληρωθεί η υποθήκη του
σπιτιού για το δάνειο που έκαναν, το οποίο θα κατετίθετο ως εγγύηση για να
πάρει επιχορήγηση ώστε να πάει να κάνει μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, ώστε σε
περίπτωση που κάποιος πήγαινε για τουρισμό, αυτομάτως το κράτος έπαιρνε την
εγγύηση για τα χρήματα που έδωσε. Έκανε
το λάθος να μην εγγραφεί στο πανεπιστήμιο αυτή τη χρονιά, και τώρα να το
πρόβλημα, σε τρεις μέρες το σπίτι βγαίνει σε πλειστηριασμό. Η μόνη λύση είναι
να επιστρέψει. Και πώς να αφήσει τη γυναίκα του πίσω; Και πώς να την πάρει μαζί
του στο Ιράν, αφού για δυο χρόνια δεν θα τη βλέπει παρά ελάχιστα;
Στη διαδρομή παίρνουν και δυο κοπέλες,
μουσικούς. Ψιλοφλερτάρουν.
Χαριτωμένη γλυκόπικρη comedie, χωρίς το γνωστό happy end του είδους. Δεν υπήρξε σχέση, οι κοπέλες κάποια στιγμή δεν
εμφανίστηκαν στο ραντεβού. Και δεν ξέρουμε τι έγινε τελικά με το σπίτι, έγινε ο
πλειστηριασμός ή το γλίτωσαν;
Θα πω και ένα ανέκδοτο που άκουσα στην
ταινία.
Το κορίτσι πηγαίνει να αγοράσει ύφασμα από
ένα υφασματοπωλείο. -Πόσο κάνει το μέτρο; -Ένα φιλί. -Ωραία, δώσε μου δέκα
μέτρα και θα στείλω τη γιαγιά μου να σε πληρώσει.
-Πόσο κάνει το κιλό το ψάρι;
-Ένα φιλί.
Όμως να
μην πλατειάσω, όποιος θέλει, μπορεί να διαβάσει την ιστορία της γιαγιάς μου στο
βιβλίο μου «Η λαϊκότητα της κρητικής λογοτεχνίας» (Δωρικός, 1990), στο κεφάλαιο
«Λαογραφικό ιντερμέτζο». Το έχω αναρτημένο στο διαδίκτυο.
Μα τι λέω, δεν γράφουμε σε περιοδικό ή
εφημερίδα (Η «Εφημερίδα των συντακτών» για να δημοσιεύσει κάποια βιβλιοκριτική
μου έπρεπε να κάνω περικοπές, να μην ξεπεράσω ένα ορισμένο αριθμό λέξεων) στο
διαδίκτυο γράφουμε, και το βιβλίο το σκάναρα και το έχω σε μορφή word. Κάνω λοιπόν αντιγραφή και
επικόλληση, και όποιος δεν έχει βαρεθεί ακόμη ας το διαβάσει.
Ήταν μια φορά κι ένα καιρό μια βοσκοπούλα, και
ακριβώς δίπλα από την καλύβα της ήταν το παλάτι του βασιλιά. Η βοσκοπούλα είχε
ένα βασιλικό και τον επότιζε κάθε βράδι. Την ώρα που τον πότιζε ήθελ’ α
προβάλλει ο βασιλιάς να της πει: «Βοσκοπούλα που βαγιοκλαδίζεις και ποτίζεις το
βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει; «Και αυτή ήθελ' α του απηλοηθεί.
«Δάσκαλος είσαι, γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα άστρα έχει ο ουρανός;». Αυτή
η δουλειά γινότανε κάθε βράδυ. (116).
Μια μέρα πηγαίνει ο βασιλιάς και ντύνεται
ψαράς, παίρνει κι ένα πανέρι ψάρια και αρχίζει να διαλαλεί «ψάρι καλό, ψάρι
καλό, εδώ το φρέσκο το ψάρι». Τ' ακούει η βοσκοπούλα, πετιέται στο δρόμο, και
φωνάζει τον ψαρά. Πλησιάζει ο ψαράς. «Βάλε μου ένα κιλό ψάρι», του λέει. Αυτός
βάνει το ψάρι στη ζυγαριά, το ζυγίζει και της το δίνει. «Πόσο κάνει;», τον
ρωτά, «ένα φιλί» της απαντά. «Ένα φιλί»; «Ετσά το δίνω εγώ το ψάρι μου, ένα φιλί».
Μα! μου! η κοπελιά, αμετάπειστος ο ψαράς. Τι να κάνει και αυτή, εστάθηκε και
την εφίλησε.
Το ίδιο βράδι όπως πάντα πηγαίνει η
βοσκοπούλα να ποτίσει το βασιλικό της. «Βοσκοπούλα που βαγιοκλαδίζεις και
ποτίζεις το βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει;». «Δάσκαλος είσαι,
γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα άστρα έχει ο ουρανός;». «Ψαράς δεν ήμουνα,
ψαράς εγίνηκα, κι γώ ’μαι που σε φίλησα
και σου ’δωκα το ψάρι», απαντάει ο βασιλιάς. Α, κερατά, κι εγώ α σε καταστέσω,
λέει φουρκισμένη από μέσα της η βοσκοπούλα.
Μια μέρα λοιπόν πιάνει και βάφεται ολόκληρη
με καπνιά από τον ανηφόρα (καμινάδα). Πηγαίνει και στο κηπούλι της και βγάζει
ένα μεγάλο ραπάνι. Είχε κι ένα αρνάκι, το σφάζει και το κάνει δυο κομμάτια.
Κατά τα μεσάνυχτα, πηγαίνει στο παλάτι του βασιλιά. Ρίχνει το ένα κομμάτι το
αρνί του λιονταριού που φύλασσε την πόρτα για να την αφήσει να περάσει. Μπαίνει
μέσα, πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, όπου βρίσκει τον βασιλιά να κοιμάται. Τον
σκουντά στον ώμο και του λέει «ξύπνα βασιλιά μου, είμαι ο χάρος και ήλθα να
πάρω την ψυχή σου». «Μα χάρε μου», φωνάζει αγουροξυπνημένος και έντρομος ο
βασιλιάς, «δεν γίνεται να το αναβάλουμε, είμαι πάνω στον ανθό της νιότης μου,
να σου δώσω ότι θέλεις, κ.λπ. κ.λπ.» κλαψούριζε κλαίγοντας ο βασιλιάς. «Δεν
γίνεται τίποτα», λέει αμετάπιστη η βοσκοπούλα, «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει». «Βρε
αμάν», ο βασιλιάς, τίποτα αυτή. Στο τέλος κάνει πως σκέφτεται. «Να σου πω», του
λέει, «υπάρχει ένας τρόπος να σου χαρίσω τη ζωή. Να σταθείς να σου βάλω αυτό το
ραπάνι στον κώλο». Είντα να κάνει ο βασιλιάς, εστάθηκε και του ’βαλε το ραπάνι
στον κώλο.
Το άλλο βράδι πάλι που πότιζε η βοσκοπούλα το
βασιλικό της, να σου και ο βασιλιάς. «Βοσκοπούλα που βαγιοκλαδίζεις και
ποτίζεις το βασιλικό σου, για πε μου πόσα φύλλα ’χει!». «Δάσκαλος είσαι,
γράμματα ξέρεις, για πε μου πόσα άστρα έχει ο ουρανός;». «Ψαράς δεν ήμουνε,
ψαράς εγίνηκα, κι εγώ ’μαι που σε φίλησα και σου (117) ’δωκα το ψάρι». «Χάρος
δεν ήμουνε, χάρος εγίνηκα, κι εγώ ’μουνε που σου ’βαλα το ράπανο στον κώλο».
Μετά απ’ αυτό ντράπηκε ο βασιλιάς και την
ήπηρε γυναίκα του και ζήσανε αυτοί καλά και μεις καλύτερα.
Είπαμε πως τέτοιου είδους παραμύθια έχουν
πάψει προ πολλού να κυκλοφορούν στα στόματα των μεγάλων. Τα σόκιν ανέκδοτα τα
έχουν υποκαταστήσει τελείως. Και καθώς σήμερα οι μόνοι που ακούνε παραμύθια
είναι τα παιδιά, η γιαγιά μου, μη έχοντας σε ποιον να τα διηγηθεί, καθόταν και
τα έλεγε σε μένα. Έτσι, όταν κάποτε η δασκάλα μου, η συγχωρεμένη η κυρία Ειρήνη
(πήγαινα τότε στη δευτέρα δημοτικού), ρώτησε ποιο παιδί θέλει να έλθει να μας
πει ένα παραμύθι, πετάχτηκα πάνω και είπα «εγώ, εγώ». Βγήκα έξω, και διηγήθηκα
το παραμύθι μου. Αφού τέλειωσα μου λέει «Δερμιτζάκη, παιδί μου, τέτοιου είδους
παραμύθια δεν τα λένε στο σχολείο». «Εμένα κυρία μού το είπε η γιαγιά μου»,
είχα εγώ ατράνταχτο το επιχείρημα.
No comments:
Post a Comment