Book review, movie criticism

Tuesday, March 1, 2022

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος (updated)

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος (μετ. Κίρα Σίνου), Άγκυρα 1975

 


Επειδή διάβασα στο τουίτερ να γίνονται κάποιες ανόητες συνδέσεις του "Ηλίθιου" με κάποιον πολιτικό, δεν κατάλαβα ποιον, δεν κατονομάστηκε, κάνω βιαστικά αυτή την ανάρτηση, πριν δω όλες τις κινηματογραφικές μεταφορές του. Φυσικά θα συμπληρώσω αργότερα σ' αυτή την ανάρτηση. 

  Ο «Ηλίθιος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα του Ντοστογιέφσκι, μαθητής δευτέρας γυμνασίου, και έγινα αμέσως φαν του. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι στο βιβλιοπωλείο της κυρίας Αεράκη στην Ιεράπετρα το αγόραζα. Έτσι διάβασα όλα του τα μεγάλα μυθιστορήματα εκτός από τον «Έφηβο», που τον διάβασα πριν δυόμισι χρόνια. Όλα τα ξαναδιάβασα πρόσφατα για δεύτερη φορά, και τους «Αδελφούς Καραμάζοφ», τριαντάρης, στα ρώσικα. Αλλά θα τους ξαναδιαβάσω και μια τρίτη, στα ελληνικά.

  Ο τίτλος, ακριβής μετάφραση του «идиот», νομίζω είναι άστοχος. Το «Αγαθός» είναι πιο καίριος, έχοντας τις θετικές συνδηλώσεις του καλόψυχου και τις αρνητικές του αφελή. Δεν ξέρω αν το ρώσικο «наивный» έχει τις ίδιες συνδηλώσεις.

  Υπάρχει στο μυθιστόρημα το μοτίβο «Μια γυναίκα δύο άντρες», όμως κυρίαρχο είναι το αντίστροφό του – έχω αναφερθεί ξανά σ’αυτό – «Ένας άντρας δυο γυναίκες».

  Ο άντρας είναι ο πρίγκιπας Μίσκιν, τον οποίο θεωρούν ηλίθιο, αλλά όπως είπαμε πιο πριν στην πραγματικότητα είναι ένας καλοκάγαθος αφελής ωραίος νέος. Είχε όμως προβλήματα υγείας όταν ήταν μικρός, κάποιες εγκεφαλικές διαταραχές που του άφησαν το μόνιμο πρόβλημα της επιληψίας. Στάλθηκε στην κλινική ενός γιατρού στην Ελβετία όπου και θεραπεύτηκε, και επέστρεψε με μεγάλη λαχτάρα στη Ρωσία, την πατρική γη. Εκεί τον περίμενε μια αρκετά σημαντική κληρονομιά.

  Και οι γυναίκες;

  Η μια είναι η Αγλαΐα, η άλλη είναι η Ναστάζια Φιλίπποβνα. Την Ναστάζια την ερωτεύτηκε ο Μίσκιν με την πρώτη ματιά, αν και δεν είναι ο κλασικός κεραυνοβόλος έρωτας: είδε τη φωτογραφία της και την ερωτεύτηκε. Και αυτή τον ερωτεύτηκε περίπου κεραυνοβόλα.

   Πανέμορφη αλλά βασανισμένη ψυχή, έμεινε ορφανή και την κηδεμονία της ανέλαβε ο Τόσκι. Επωφελήθηκε απ’ αυτήν για να την κάνει ερωμένη του. Όταν τον παράτησε κόντεψε να αυτοκτονήσει. Δεν ήταν αποπλάνηση, την αγαπούσε πραγματικά. Όμως η ίδια ένιωθε εξευτελισμένη.

  Και η Αγλαΐα;

  Η Αγλαΐα ήταν μια όμορφη δεσποινίδα, όμως με απρόβλεπτο χαρακτήρα και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Τη μια αγαπάει τον Μίσκιν, την άλλη δεν θέλει να τον δει. Αποκλείεται λέει να τον παντρευτεί μετά το μίνι σκάνδαλο που έγινε στη δεξίωση που έκανε η οικογένειά της για να παρουσιάσουν τον γαμπρό. Ο Μίσκιν ρητόρευε για τον χριστιανισμό, σύμπτωμα που είχε κάθε φορά, πριν τον πιάσει η κρίση. Έσπασε ένα πολύτιμο βάζο πράγμα που τον έφερε σε αμηχανία, και μετά τον έπιασε η επιληψία.

  Τον αγαπάει κατά βάθος πολύ, όμως είναι ζηλιάρα. Ο Μίσκιν είχε ζήσει, πλατωνικά, με την Ναστάζια περίπου ένα μήνα, μέχρι που αυτή τον παράτησε για τον Ραγκόζιν που ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της (μια γυναίκα δύο άντρες).

  Η Αγλαΐα παίρνει τον Μίσκιν και πάνε σπίτι της. Θέλει να ξεκαθαρίσει ποια από τις δυο αγαπάει. Ένας στιγμιαίος δισταγμός του ήταν αρκετός για να το βάλει στα πόδια.

  Η Μίσκιν και η Ναστάζια αρραβωνιάζονται, επισύροντας τη γενική κατακραυγή. Ο Μίσκιν περιμένει στην εκκλησία και η νύφη το σκάει με το Ραγκόζιν αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού.

  Θα ψάξει να τη βρει.

  Και θα τη βρει.

  Μαχαιρωμένη από τον Ραγκόζιν.

  Φαίνεται οι γυναικοκτόνοι τρέφουν ειδική συμπάθεια στο μαχαίρι. Δον Χοσέ («Κάρμεν»), Στέλλα, κρατάω μαχαίρι. Κι αυτός ο συμπατριώτης μου ο γεραπετρίτης, τι το ’θελε να σφάξει τη γυναίκα του;

  Και η Αγλαΐα; Και ο Μίσκιν; Τι απέγιναν;

  Μας λέει ο Ντοστογιέφσκι στον επίλογο. Για την ακρίβεια, μας λέει τι τους έκανε. Η Αγλαΐα κακόπεσε με έναν τυχοδιώκτη πολωνό, ενώ η αρρώστια του Μίσκιν υποτροπίασε. Νοσηλεύτηκε, και η κατάστασή του ήταν τόσο σοβαρή που δεν αναγνώριζε πρόσωπα.

  Μπορούσε άραγε να δέσει ο Μίσκιν είτε με τη Ναστάζια είτε με την Αγλαΐα; Τη Ναστάζια τη συμπονούσε, είναι μια δυστυχισμένη τρελή είπε όταν του πέρασε ο έρωτάς του, αλλά θα την παντρευόταν από μεγαλοψυχία. Όσο για την Αγλαΐα, βλέποντας τις ιδιοτροπίες της μπορούσαμε να μαντεύσουμε ότι δεν θα καλοπερνούσε μαζί της. Παρόλο που είναι unhappy, δεν θα μπορούσα να φανταστώ διαφορετικό τέλος.

  Στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι παρελαύνουν ένα σωρό χαρακτήρες, όπως οι γονείς της Αγλαΐας, ο ετοιμοθάνατος από φυματίωση μαθητής, ο Λεμπέντιεφ και ο στρατηγός, συνεχώς μεθυσμένοι, ο Αρνταλιόνωφ που θα ήθελε να παντρευτεί την Αγλαΐα, και ένα σωρό άλλοι, σε συναρπαστικά επεισόδια.

  Και βέβαια, όπως κάνει σε όλα του τα μυθιστορήματα ο Ντοστογιέφσκι, δοκιμιογραφεί,  βάζοντας στο στόμα των ηρώων του τις αντιλήψεις του για διάφορα θέματα όπως η θανατική ποινή, ο χριστιανισμός, ο μηδενισμός, κ. ά.     

  Όμως να παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα.

  «Και οι τρεις κόρες του στρατηγού ήταν εξαιρετικά όμορφες, ακόμη και η μεγαλύτερη, η Αλεξάντρα, που είχε περάσει τα είκοσι πέντε» (σελ. 21).

  Τόσο γρήγορα φθίνει η γυναικεία ομορφιά; Μη μας τρελάνει ο Ντοστογιέφσκι. Δηλαδή μην τρελάνει εσάς, όμορφες εικοσιπεντάρες μου.

  «Η ζωή του στη φυλακή ήταν πολύ θλιβερή, μας σας βεβαιώνω πως δεν ήταν καθόλου της πεντάρας. Κι όλες – όλες οι φιλίες του ήταν με μια αράχνη και ένα δεντράκι, που μεγάλωνε κάτω από το παράθυρό του» (σελ. 63).

  Μου θύμισε το «Παν» του Στρατή Μυριβήλη.

  «-Ουφ, τι ανόητα που τα λέτε, είπε η Ντάρια Αλεξέγιεβνα. Τι βλακείες είναι αυτές; Δεν είναι δυνατόν να κλέβουν όλοι. Εγώ δεν έχω κλέψει ποτέ τίποτα» (σελ. 145).

  Εγώ;

  Μόνο φρούτα, από τα περβόλια του χωριού, για να τα φάω, όχι για να γεμίσω τσάντες και να τα πάω σπίτι. Πιτσιρικάδες, λέγαμε τότε «Πάμε στην κλεψά;», όπως λέγανε κάποια εποχή «Παμ’ πλατεία;».

  Και πηγαίναμε.

  «Ο σκοπέτς…*Μέλος αιρέσεως αυτοευνουχιζομένων» (σελ. 200).

  Ό,τι πιο παλαβό έχω ακούσει για τον χριστιανικό φονταμενταλισμό.

  «Σε στιγμές μεγάλης χαράς πάντοτε θλιβόταν, χωρίς να ξέρει ούτε ο ίδιος το γιατί» (σελ. 349).

  Ένιωσα έτσι όταν αγόρασα ένα τρανζίστορ από κάποιον γυρολόγο, όταν πήγαινα στην πρώτη Λυκείου. Μέχρι τότε δεν είχαμε ραδιόφωνο στο σπίτι. Το είπα στο φίλο μου το Γιώργη, και μου είπε ότι και αυτός το έχει νιώσει αυτό το συναίσθημα, μια μελαγχολία σε στιγμές μεγάλης χαράς.

  «Εκείνος που ανέκραξε ­Ταλίθα κούμι (νεανίσκη εγέρθητι) -και η κοπέλα σηκώθηκε. Λάζαρε, δεύρο έξω! και ο νεκρός βγήκε» (σελ. 393).

  Μάθαμε λοιπόν ότι το μικρό όνομα της Talitha Bateman, που την είδαμε στην ταινία του David F. Sandberg «Annabelle: creation» σημαίνει νεανίσκη.

  «[Λέμπεντεφ]…Εκλαμπρότατε πρίγκηψ, είμαι τιποτένιος όσο στην ψυχή τόσο και στο μυαλό…» (σελ. 434).

  Η αυτοταπείνωση και το αίσθημα ενοχής είναι χαρακτηριστικό πολλών ηρώων του Ντοστογιέφσκι.

  «…έχοντας παλαβώσει πάνω στον σύγχρονο μηδενισμό, που τον έχει ανακαλύψει ο κύριος Τουργκένιεφ…» (σελ. 548).

  Του χρωστούσε πολλά του Τουργκένιεφ, νέος είχε εισπράξει τις ειρωνείες και το δούλεμά του. Η ιστορία τον εκδικήθηκε περισσότερο, ο Ντοστογιέφσκι στέκει πιο πάνω από τον Τουργκιένιεφ στην παγκόσμια λογοτεχνία. Έχω διαβάσει πολλά έργα του, αλλά βέβαια ο Ντοστογιέφσκι μου αρέσει περισσότερο.

  «-Πώς γίνεται αυτό; Δηλαδή θέλετε να τις αγαπάτε και τις δυο; -Ω, ναι, ναι! -Μα προς Θεού πρίγκηψ, τι είναι αυτά που λέτε, ελάτε στα σύγκαλά σας! (σελ. 557).

  Και όμως γίνεται.

  Τον «Ηλίθιο» (1951) του Κουροσάβα τον είδαμε τελευταίο, αλλά τον τοποθετούμε κατά χρονολογική σειρά των μεταφορών που είδαμε. Είναι κατά πολύ η καλύτερη μεταφορά.

  Στον «Ηλίθιο» βλέπω έναν Μπέργκμαν: θεατρικό στήσιμο και γκρο πλαν με την εκφραστικότητα των προσώπων. Τα μεγάλα πνεύματα, ή ίσως επηρεάστηκε ο Μπέργκμαν από τον Κουροσάβα.

  Υπάρχουν αφηγηματικοί μεσότιτλοι. Στον πρώτο διαβάζουμε: «Ο Ντοστογιέφσκι ήθελε να απεικονίσει έναν γνήσια καλόν άνθρωπο. Φαίνεται ειρωνικό που διάλεξε ένα νεαρό ηλίθιο σαν ήρωά του, όμως σ’ αυτόν τον κόσμο η καλοσύνη και η ηλιθιότητα συχνά ταυτίζονται».

  Το γράψαμε ήδη, δεν διάλεξε ένα νεαρό ηλίθιο για να απεικονίσει έναν γνήσια καλό άνθρωπο, αλλά λάθος τίτλο. Δεν ξέρω αν υπάρχει αντίστοιχη ρώσικη λέξη με τη δική μας «αγαθός» που να εκφράζει την καλοσύνη και την αφέλεια ταυτόχρονα, ίσως το наивный. Έτσι με λέει ο φίλος μου ο Νίκος ο φαρμακοποιός εδώ και χρόνια, και τελευταία αρχίζω να πιστεύω ότι έχει δίκιο.

  Έχει κάνει φυσικά τις αλλαγές του ο Κουροσάβα.

  Η Αγλαΐα βάζει τον Μίσκιν να διαβάσει το γράμμα του Γκάνια. Δεν θυμάμαι αν κάνει το ίδιο και ο Ντοστογιέφσκι. Σίγουρα όμως δεν υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι η απάντηση που του λέει να του δώσει η Αγλαΐα: Πες του ότι δεν παζαρεύω τη φιλία μου.

  Τη σκηνή που ο Ραγκόζιν επιχειρεί να μαχαιρώσει τον Μίσκιν ο Κουροσάβα δεν την τοποθετεί στο σπίτι αλλά σε έναν εξωτερικό χώρο, νομίζω κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.

  Ο Μίσκιν ερωτεύεται τη Ναστάζια Φιλίποβνα από τα μάτια. Η έκφρασή τους ήταν ίδια με εκείνη που είχαν τα μάτια ενός μελλοθάνατου, που εκτελέστηκε. Οι πληγές της ήττας εμφανίζονται στην ταινία.

  Δεν μένει ο Μίσκιν ένα μήνα με τη Ναστάζια Φιλίποβνα όπως στο μυθιστόρημα, πράγμα που εξυπηρετεί καλύτερα την οικονομία της ταινίας.

  Η Αγλαΐα με τον Μίσκιν επισκέπτονται τη Ναστάζια Φιλίποβνα ενώ μαίνεται μια χιονοθύελλα, υποβάλλοντας έτσι τα τρικυμισμένα αισθήματα που τους κατακλύζουν.

  Η σκηνή της συνάντησης στο παγοδρόμιο δεν υπάρχει στον Ντοστογιέφσκι, είναι όμως υποβλητική, με τη «Νύχτα στο φαλακρό βουνό» του Μουσόργκσκι να μετεωρίζεται ως μουσική υπόκρουση και ως μουσική με την οποία χορεύουν οι μεταμφιεσμένοι αθλητές.

  Τα ρώσικα ονόματα δεν μοιάζουν με τα γιαπωνέζικα, και έτσι ο Κουροσάβα τα έχει αλλάξει. Το μόνο που πλησιάζει ρώσικο όνομα είναι η Αγιάκο, Αγλαΐα.

  Στο τέλος Μίσκιν και Ραγκόζιν πεθαίνουν, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, αγκαλιασμένοι. Η Αγλαΐα, στο τελευταίο πλάνο, είναι δακρυσμένη, συνειδητοποιώντας το μεγαλείο ψυχής του Μίσκιν.

  Τι ωραία κοπέλα! Όμως μέσα στον πόλεμο και μετά με την ήττα, πού να μπορέσει να βάλει σιδεράκια στα δόντια της.

  Οι αλλαγές που κάνει ο Κουροσάβα, και σκηνοθετικά και σεναριακά, εικονογραφούν τέλεια τον χαρακτήρα των ηρώων, κάποιες φορές θα έλεγα καλύτερα από το μυθιστόρημα.

  Όποιος διαβάσει τον «Ηλίθιο» θα πρέπει οπωσδήποτε να δει και την ταινία του Κουροσάβα, θα το νιώσει καλύτερα.

  Τόσο με ενθουσίασε ο «Ηλίθιος» του Κουροσάβα που αποφάσισα να συνεχίσω επί τέλους από εκεί που σταμάτησα, «No regrets for our youth» (1946), βλέποντάς τον πακέτο.     

  Είδαμε και την ομώνυμη ταινία του Ιβάν Πίριεφ. (1958). Eξαιρετική ταινία, δέκα χρόνια πάλευε το σενάριό της ο σκηνοθέτης. Στο μυαλό του είχε δυο μέρη. Το δεύτερο μέρος δεν γυρίστηκε ποτέ, καθώς ο Πίριεφ «Δεν βρήκε τα καλλιτεχνικά μέσα για τις τραγικές περιστάσεις του δεύτερου μέρους του μυθιστορήματος και άφησε την μεταφορά ανολοκλήρωτη», διαβάζουμε στη ρώσικη βικιπαίδεια. Είχε σκοπό να το ονομάσει «Αγλαΐα», ενώ το πρώτο θα το ονόμαζε «Ναστάζια». [имевшая в сценарии название «Аглая». Однако Пырьев, по словам киноведа Ростислава Юренева, «не нашёл художественных средств для трагических обстоятельств второй половины книги и оставил экранизацию незавершённой»].

  Την συναρπαστική ιστορία της κοπελίτσας που την αποπλάνησε κάποιος και μετά την παράτησε με αποτέλεσμα να επισύρει τον εμπαιγμό των χωρικών την αφηγείται ο Μίσκιν μισή. Θα έπαιρνε σε μάκρος και θα πλατείαζε η ταινία αν την αφηγούνταν ολόκληρη. Αλλά και αν την  δραματοποιούσε ο σκηνοθέτης πάλι θα ήταν πλατειασμός, καθώς δεν έδενε με την πλοκή. Και όμως, η ιστορία αυτή είναι που με συγκίνησε περισσότερο στο μυθιστόρημα.  

  Επειδή έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που το διάβασα, αντί να συνεχίσω με ταινίες, χρονολογικά, είπα να δω ένα ρώσικο σήριαλ που είναι σε δέκα πενηντάλεπτα μέρη. Σε ένα σήριαλ μπορεί να χωρέσει σχεδόν ολόκληρο το μυθιστόρημα, σε μια ταινία ποτέ. Γυρίστηκε το 2003 σε σκηνοθεσία Vladimir Botko, ο οποίος έγραψε και το σενάριο. Στο τέλος βλέπουμε τη μητέρα της Αγλαΐας να επισκέπτεται τον άρρωστο Μίσκιν και να του αφηγείται τι έγινε με τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας, και βέβαια της κόρης της. Πολύ καλό σήριαλ, έχει βαθμολογία 8,4 στο IMDb.  

  Και συνέχισα με σήριαλ. Αυτή τη φορά ήταν ένα ινδικό σήριαλ τεσσάρων ωριαίων επεισοδίων σε σκηνοθεσία Mani Kaul, το οποίο γυρίστηκε το 1992. Και αυτό μένει πιστό στο μυθιστόρημα, τοποθετώντας βέβαια την πλοκή στην Ινδία. Διατηρεί και κάποια ονόματα, ενώ άλλα τα αλλάζει.

  Πέρυσι, στην καραντίνα, έβλεπα πακέτο την Σοφί Μαρσώ (πολύ ωραία γυναίκα). Άφησα το «Lamour braque» (1985), εμπνευσμένο από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, για όταν θα ξαναδιάβαζα το μυθιστόρημα.

  «Mad love» είναι ο αγγλικός τίτλος, τρελός έρωτας, αλλά και η ταινία δεν πάει πίσω. Οι άντρες, πυροβολημένοι, πυροβολούν ασταμάτητα. Πέφτουν τόσες σφαίρες όσες δεν έχουν πέσει στην πιο επεισοδιακή αστυνομική ταινία. Είναι ληστές, τέσσερα αδέλφια, όσοι και οι Ντάλτον, παλαβωμένοι όλοι τους.

  Η ταινία είχε γρήγορους ρυθμούς με αρκετά ασύνδετα πλάνα. Δεν κατάλαβα, και δεν προσπάθησα να καταλάβω, την πλοκή. Απλά τρία πρόσωπα ήταν αντίγραφα του Μίσκιν, του Ραγκόζιν και της Ναστάζια Φιλίποβνα (νομίζω είδαμε και την Αγλαΐα). Το μόνο που μου άρεσε στο έργο ήταν δυο μονόλογοι της Σοφί Μαρσώ.

  Το 6.1 της ταινίας στο IMDb με εξέπληξε. Το περίμενα πιο κάτω. Όσο για το ότι η ταινία ήταν ένα commercial flop (δεν ήξερα τι θα πει, το φαντάστηκα βέβαια, αλλά το έψαξα στο διαδίκτυο: a complete failure, μια πλήρης αποτυχία) δεν με εξέπληξε. Αν δεν ήταν ο Ντοστογιέφσκι και η Σοφί Μαρσώ θα το είχα σκυλομετανιώσει που την είδα.  

  Είδαμε και τη «Nastasya» (1994) του Αντρέι Βάιντα.

  Στη «Ναστάσια», μια πολωνοϊαπωνική παραγωγή, ο Αντρέι Βάιντα μεταφέρει στην οθόνη ένα από τα τελευταία επεισόδια του έργου, αυτό στο οποίο ο Μίσκιν έρχεται στο σπίτι του Ραγκόζιν όταν ο τελευταίος έχει μόλις σκοτώσει τη Ναστάζια Φιλίποβνα. Αναπολούν και οι δυο σκηνές από το παρελθόν.

  Το έργο τελειώνει με την αρχική σκηνή, όταν ο Μίσκιν ρωτάει πού είναι η Ναστάζια και τη βρίσκει νεκρή στην κρεβατοκάμαρα. Κάποια πλάνα είναι τα ίδια, κάποια είναι συμπληρωματικά.

  Το έργο μοιάζει με αισχύλεια τραγωδία, στην οποία υπάρχουν μόνο δυο υποκριτές. Τα πρόσωπα όμως είναι τρία, η Ναστάζια, ο Μίσκιν και ο Ραγκόζιν. Στο ρόλο της Ναστάζια και του Μίσκιν είναι ο onnagata Bandō Tamasaburō V. Onnagata λέγεται ο ηθοποιός που έχει εξειδικευθεί στους γυναικείους ρόλους στο θέατρο Καμπούκι. Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να εμφανιστούν ταυτόχρονα και τα τρία πρόσωπα στη σκηνή. Αυτός ήταν ο λόγος που ο Σοφοκλής αύξησε τους υποκριτές από δυο σε τρεις.

  Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης προσημαίνει τον θάνατο της Ναστάζια από τον παθιασμένο Ραγκόζιν.

  Η ταινία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μεταφορά της μεταφοράς. Ο Βάιντα σκηνοθέτησε για το θέατρο τη «Ναστάσια Φιλίπποβνα» το 1977, την οποία μετέφερε το 1994 στη μεγάλη οθόνη.

  Είδαμε και τον «Ηλίθιο» (2011) του εσθονού Rainer Sarnet.

  Αρκετά καλή ταινία, όμως με αργούς ρυθμούς, όχι τους συνηθισμένους των μεγάλων σκηνοθετών. Πολύ επιτυχημένο το casting στην επιλογή του Μίσκιν, δεν θα έλεγα όμως το ίδιο και για τη Ναστάζια. Όλες τις Ναστάζιες στις άλλες μεταφορές, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, θα μπορούσα να τις ερωτευθώ, αυτή όχι.

  Και μια διαφορά από τις άλλες μεταφορές: σταματάει στη συνάντηση Μίσκιν και Ραγκόζιν μετά το φόνο, χωρίς να αναφέρεται στο τι απέγιναν.   

 

 

No comments: