Book review, movie criticism

Friday, September 15, 2023

Γιώργος Πολ. Παπαδάκη, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής των Ελλήνων

Γιώργος Πολ. Παπαδάκη, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τραγουδιστής των Ελλήνων, Δρόμων 2023, σελ. 774

 


  H παρακάτω βιβλιοκριτική δημοσιεύτηκε στο Λέξημα

  O Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι ο κορυφαίος τραγουδιστής της μεταπολεμικής Ελλάδος. Υπάρχει κανείς μας που δεν έχει τραγουδήσει τραγούδια που τραγούδησε; Χάρη σ’ αυτόν βρήκαν μια γενικότερη απήχηση ποιητές μας όπως ο Ελύτης και ο Ρίτσος, και μάλιστα στα κορυφαία έργα τους, όπως είναι το «Άξιον Εστί» (κατά τη γνώμη μου το καλύτερο ποιητικό έργο που έχει γραφεί στον 20ο αιώνα) και η «Ρωμιοσύνη».

  Έχω διαβάσει πολλές βιογραφίες, είναι από τα αγαπημένα μου είδη, όμως καμιά σαν αυτή. Σ’ αυτές βλέπουμε τον συνεχή λόγο του βιογράφου, καθώς και κάποιες φωτογραφίες. Εδώ βλέπουμε επί πλέον αποσπάσματα από συνεντεύξεις, σχολιασμούς, τι είπε ο ίδιος για τον εαυτό του, τι είπαν άλλοι για αυτόν, αναφορά στις συναυλίες που έδωσε με λεπτομέρειες, τις βραβεύσεις του, κατηγοριοποιήσεις των τραγουδιών του, διαγράμματα με τα τραγούδια που τραγούδησε, τους συνθέτες που τραγούδησε, τους τραγουδιστές που τραγούδησαν δικές του συνθέσεις κ.ά. Με τον «Μπιθικώτση» του Παπαδάκη έχουμε την πρώτη μεταμοντέρνα βιογραφία. Και είναι ολοφάνερο ότι αποτελεί προϊόν μιας μακρόχρονης και κοπιαστικής έρευνας.

  Διαβάζω για τις επιφυλάξεις που υπήρξαν, ακόμη και αρνητικές κριτικές, για το «Άξιον Εστί», ένα έργο που δεν υπάρχει κομμάτι του που να μη μου αρέσει. Και δεν εννοώ φυσικά μόνο τα τραγούδια που τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Επώνυμος φίλος έχει εκφραστεί συχνά για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη αρνητικά, ότι είναι ολότελα υπερτιμημένο. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου άστοχο το ότι ο Παπαδάκης παραθέτει αποσπάσματα από ένα δοκίμιό του για την πρόσληψη, αλλά και σχετικά αποσπάσματα άλλων ανθρώπων της τέχνης από συνεντεύξεις που τους πήρε και που έχουν κυκλοφορήσει σε δυο τόμους με τίτλο «Μου είπαν…».   

  Όμως τον κύριο κορμό του βιβλίου αποτελεί η παράθεση της δισκογραφικής δουλειάς του Μπιθικώτση, με τους στίχους των τραγουδιών που τραγούδησε με ένα σύντομο σχολιασμό να προηγείται του καθενός. Ας παραθέσουμε δειγματικά το τι γράφει ο Παπαδάκης για το «Ανοίγω το στόμα μου» από το «Άξιον Εστί».

  «Το “Ανοίγω το στόμα μου” λες και γράφτηκε για τον ίδιο τον Μπιθικώτση. Λες και είναι μια καταγραφή του Ελύτη για τον ίδιο τον βάρδο της ρωμιοσύνης. Πράγματι ανοίγει το στόμα του και “αναγαλλιάζει” όχι μόνο το πέλαγος, αλλά και τις ανθρώπινες καρδιές. Από λαϊκός τραγουδιστής ο Μπιθικώτσης “μεταμορφώνεται” σε βαρύτονο της όπερας με το πλεονέκτημα όμως του συναισθήματος που μεταφέρει με τη σπάνια φωνητική χροιά του» (σελ. 262).

  Να παραθέσουμε και την πρώτη παράγραφο από τη συνολική τοποθέτησή του για τη «Ρωμιοσύνη».

  «Εισερχόμενοι στο πνεύμα αυτών των τραγουδιών διαπιστώνουμε την απόλυτη σύζευξη, ποίησης φωνής και ενορχήστρωσης. Ο στόχος είναι η μεγάλη αφύπνιση που πρέπει να δοθεί, αναγείροντας συνειδήσεις και μπολιάζοντας το συναίσθημα του ανθρώπου μέσα από τη δύναμη της ψυχής του. Τα τραγούδια αυτά δεν απευθύνονται σε μια συγκεκριμένη εποχή ή σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αλλά στην “αιώνια ελληνική ψυχή” που μάχεται για την ελευθερία και πάλλεται από αγωνιστικό πνεύμα και περηφάνια. Μέσω της θυσίας και του αγώνα ο Έλληνας θυσιάζεται και πολεμά για τα ιδανικά του. Η ορχήστρα

είναι συνοδευτική. Μόνο η φωνή του τραγουδιστή αρκεί για να προσδώσει στο έργο το μεγαλείο που του αρμόζει. Οι κιθάρες, τα μπουζούκια, τα κρουστά, απλά χαϊδεύουν τη φωνή καθώς αυτή κυλάει σα λάβα από αείζωες νότες όπου κάθε μια απ’ αυτές είναι κι ένας όρκος, μια επωδή, ένα έπος» (σελ. 270).

  Όμως ας προχωρήσουμε παραθέτοντας κάποια ακόμη αποσπάσματα.

  «Δεν ζήλεψα ποτέ τίποτα. Είναι το μόνο που απαγορεύεται για μένα. Να μην ζηλεύεις κανέναν. Είναι μεγάλο αμάρτημα. Όταν ζηλεύεις δεν σε αφήνει η ζωή να κάνεις βήματα μπροστά, να προχωρήσεις. Ασχολείσαι με το τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος. Θα πρέπει ο καθένας να κοιτάζει την δουλειά του και θα τα βρει όλα ωραία μπροστά του, όταν ασχοληθεί με τον εαυτό του και με κανέναν άλλο» (σελ. 61).

  Ένα χαρακτηριστικό του Μπιθικώτση είναι η θυμοσοφία του. Στην θυμοσοφία του αυτή θα αναφερθεί αρκετές φορές ο Παπαδάκης.

  Ο Παπαδάκης πήρε φυσικά συνέντευξη από τον Μπιθικώτση. Θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα, την απάντηση που έδωσε σε μια ερώτησή του.

  «Κοίταξε. Θα σου πω κάτι. Εγώ, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, ήμουνα στο σπίτι ενός εφοπλιστή, ανθρώπου πολύ πλούσιου. Με ήθελε να τραγουδήσω και είχε ο άνθρωπος στο σπίτι του πιάνο, εγώ πήρα μαζί μου τον Κώστα το Παπαδόπουλο για μπουζούκι. Εκεί ήτανε μια ωραία γυναίκα η οποία είχε πιάσει το κόλπο, για να βγάλει εκατομμύρια, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Και αυτή είναι μια περίπτωση, και παλιά να δεις άλλες φίρμες, στο χώρο του θεάματος, που δεν πάει το μυαλό σου τι κέρδη είχανε με κάποιες “επισκέψεις”. Σε άλλες, το κορόιδο παίρνει ένα διαμέρισμα. Δε καταλαβαίνεις…; (σελ. 578).

  Αυτές είναι η κορυφή της πυραμίδας. Η βάση βρίσκεται στο Μεταξουργείο, για τα φτωχά βαλάντια.

  Ο Μιχαήλ Σμέρος, καθηγητής φωνητικής, κάνει φωνητική ανάλυση των τραγουδιών του. Θα παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την ανάλυση που κάνει για το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» (1961), αγαπημένο μου τραγούδι, σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και μουσική του Μίκη.

  «Γραμμένο σε Σολ μινόρε, το τραγούδι κινείται στην πρώτη στροφή στις μεσαίες περιοχές της φωνής του τραγουδιστή. Ο Γ. Μπιθικώτσης με τη φωνή του ρέει ηχητικά ανάμεσα στις νότες του πρώτου μέρους, χωρίς να χάνεται η παρουσία της φωνής του αν και έχει να αποδώσει μελωδία σε μεσαία τονικότητα. Αυτό που κάνει ξεχωριστό τον ήχο του, είναι ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό. Δεν χάνονται οι υψηλές αρμονικές της φωνής του αν και τραγουδάει χαμηλούς τόνους. Η φωνή του έτσι διαπερνάει το ηχητικό πλέγμα της μουσικής μίξης των υπολοίπων οργάνων. Ένας τέτοιος φωνητικός ήχος συνδυασμένος με την πεντακάθαρη άρθρωση καταφέρνει να ακούγεται ακόμη κι όταν είναι αντιμέτωπος με ολόκληρη ορχήστρα» (σελ. 654).

  Και ένα άλλο απόσπασμα του μουσικοσυνθέτη Χρύσανθου Μουζακίτη για την «Άπονη ζωή», άλλο αγαπημένο μου τραγούδι, σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.

  «Το τραγούδι αυτό είναι σε ρυθμό 4/4 ή δυο μισά, κοινώς χασάπικο. Η τονικότητά του είναι σολ μείζονα. Ο Μπιθικώτσης μπαίνει στο κουπλέ με απόλυτη καθαρότητα και αυτοπεποίθηση. Ήδη το 1963 είναι στην κορυφή του λαϊκού πενταγράμμου. Η κάθε φράση που εκφέρει, μεταδίδει όχι μόνο την μελωδία και το ρυθμό, αλλά και την ατμόσφαιρα που περιγράφεται μέσα από τους στίχους. Η φτώχεια γίνεται εικόνα. Στο ρεφραίν ο τραγουδιστής απογειώνεται μέχρι τη νότα ρε (της δεσπόζουσας) με όλη τη δύναμη, την εκφραστικότητα, την ορθότητα και την καθαρότητα που θα καθηλώσει τον ακροατή. Σε αυτό το τραγούδι (ακόμα ένα από τα εκατοντάδες) αποδεικνύεται πως ο ερμηνευτής είναι συνδημιουργός και μπορεί, όπως ο Μπιθικώτσης, ένα τραγούδι να το ανεβάσει σε ένα

ύψος μεγαλύτερο από εκείνο που ήλπιζε, ο συνθέτης και ο στιχουργός» (σελ. 675).

  Υπάρχουν στη συνέχεια αρκετά «Είπαν για τον Μπιθικώτση», όμως νομίζω ότι πρέπει να σταματήσω εδώ. Έχετε ήδη αντιληφθεί ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που όλοι όσοι αγαπούν το λαϊκό τραγούδι και ιδιαίτερα τον Μπιθικώτση θα πρέπει να το διαβάσουν.

 

No comments: