Book review, movie criticism

Saturday, September 2, 2023

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ο μπάρμπα-Γκοριό

 

Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Ο μπάρμπα-Γκοριό (μετ. Ακακία Κορδόση) Καστανιώτης 1999, σελ. 328

 


  Πριν διαβάσω κάτι καινούριο (εκτός από βιβλία φίλων εννοείται) θέλω να ξαναδιαβάσω αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία με είχαν συναρπάσει. Έτσι διάβασα τον «Μπάρμπα Γκοριό», τον οποίο είχα διαβάσει φοιτητής, ή ίσως λίγο μετά.

  Καθώς τον διάβασα πριν αποκτήσω το blog οπότε άρχισα να γράφω και να αναρτώ για κάθε βιβλίο που διαβάζω, δεν έχω γράψει. Κοιτάζω τη σελίδα-ευρετήριο των αναρτήσεών μου για βιβλία και βλέπω ότι έχω διαβάσει μια βιογραφία του. Βλέπω και μια δεύτερη, ογκώδη. Επίσης βλέπω και έχω γράψει για την «Beatrix» και τους «Σουάνους». Θέλω να ξαναδιαβάσω και την «Ευγενία Γκραντέ», για το φεμινιστικό της μήνυμα.

  Στη βιβλιοκριτική μου για την Βεατρίκη γράφω: «Ο Μπαλζάκ είναι φλύαρος, αλλά ωραίος φλύαρος. Ξεκινάει το μυθιστόρημά του με μια διεξοδική περιγραφή του χώρου στον οποίο ζει ο ήρωάς του».

  Το ίδιο κάνει και εδώ. Ξεκινάει με μια διεξοδική περιγραφή του πανδοχείου στο οποίο ζουν οι ήρωές του, πριν περάσει σ’ αυτούς και μας τους περιγράψει. Κεντρικά πρόσωπα είναι βέβαια ο μπάρμπα Γκοριό και ο νεαρός φοιτητής Εζέν ντε Ραστινιάκ.

  Πριν συνεχίσω θέλησα να διαβάσω τι είχα γράψει για τα δυο κορυφαία αριστουργήματα, το «Κόκκινο και το μαύρο» και το «Μοναστήρι της Πάρμας» του Σταντάλ. Το έχω συνειδητοποιήσει, αν δεν γράψω για ένα έργο ή μια ταινία είναι σχεδόν σαν να μην το έχω διαβάσει ή να μην την έχω δει, ελάχιστα πράγματα θυμάμαι. Ο λόγος που τα ξαναδιάβασα ήταν ότι και στο «Κόκκινο και το μαύρο» βλέπουμε τον φιλόδοξο νεαρό, που θέλει να αναρριχηθεί, να ανέβη κοινωνικά. Βλέπουμε και εδώ τις αδελφές που γίνονται θυσία για τον αδελφό τους.

  Σταντάλ-Μπαλζάκ-Φλωμπέρ, τον Ουγκώ τον έχουν απαξιώσει. Όταν επιστρέψω στην Αθήνα θα συνεχίσω τους «Άθλιους» που τους άφησα στην αρχή. Ο ρομαντισμός είναι ακόμα έντονος στον Σταντάλ, λιγότερο στον Μπαλζάκ (απίθανο να κερδίσει ο ντε Ραστινιάκ στη ρουλέτα τα λεφτά που χρειάζεται, και όμως τα κερδίζει) και καθόλου στον Φλωμπέρ.

  Ο φιλόδοξος νεαρός ξεκινάει από τον Σταντάλ, περνάει από τον Μπαλζάκ και καταλήγει στον Μωπασάν με τον «Φιλαράκο».

  Μήπως υπάρχουν και στον Φλωμπέρ; Για να δω (έχω κάνει και συγκεντρωτικές αναρτήσεις, πρέπει να τις συνεχίσω). Αντιγράφω:

  «Κάτι που μου έκανε επίσης μεγάλη εντύπωση: όπως και στα μυθιστορήματα του Σταντάλ και του Μπαλζάκ, οι ήρωες έχουν φοβερές φιλοδοξίες. Θέλουν να γίνουν πάμπλουτοι, θέλουν να γίνουν πολιτικοί (παρεμπιπτόντως, να ένας καλός τρόπος για να πλουτίσεις). Οι ήρωες, στα ελληνικά τουλάχιστον μυθιστορήματα, δεν βλέπω να έχουν τόσες φιλοδοξίες, αντανακλώντας το περιορισμένο των προσδοκιών της σημερινής μας νεολαίας: μια επιτυχία στον ΑΣΕΠ, μια θεσούλα στο Δημόσιο, να μας πάρουν με 18μηνη σύμβαση και βλέπουμε… Ίσως γι’ αυτό πάει χάλια η Ελλάδα, παύουμε να έχουμε μεγάλες φιλοδοξίες».   

  Δεν το θυμόμουνα καθόλου. Είπαμε, αν δεν γράψω, είναι σχεδόν σαν να μην έχω διαβάσει.

  Κεντρικό θέμα του έργου όμως δεν είναι οι έρωτες του ντε Ραστινιάκ, πολύ χλωμοί σε σχέση με τους θυελλώδεις έρωτες στον Σταντάλ (για την ακρίβεια, πρόκειται μόνο για έναν, με μια κόρη του μπάρμπα Γκοριό. Μια κοπέλα που ζει στην πανσιόν τον αγαπάει, αλλά αυτός την βλέπει με υστεροβουλία, θα αποκτήσει μια πολύ μεγάλη κληρονομιά). Κεντρικό θέμα είναι η απίστευτη πατρική αγάπη, για δυο κόρες που δεν τον αγαπούν όπως θα έπρεπε. Ετοιμοθάνατος, δεν θα παρευρεθούν στο θάνατό του, παρόλο που τις ζητάει απεγνωσμένα.

  Άτυχος.

  Ο βασιλιάς Λήρ είχε και μια τρίτη κόρη, τον Κορδέλια, αυτός όχι.

  Μετά την περιγραφή του χώρου και των προσώπων, περνάμε στους διαλόγους, που ένα μεγάλο μέρος τους είναι σαν μονόλογοι. Φυσικά δεν θα είναι τέτοιοι σε μια κινηματογραφική μεταφορά, με την οικονομία του δίωρου, όπως συστήνει ο Syd Field. Για να δω αν υπάρχει, έτσι κι αλλιώς θα έψαχνα πριν αναρτήσω για να γράψω και γι’ αυτήν, σαν ουρά στην βιβλιοκριτική αυτή.

  Τίποτα. Μόνο μια ουγγρική βρήκα στο youtube χωρίς υπότιτλους.

  Το τι συμβαίνει στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού μας το λέει ο Μπαλζάκ. Συμβατικοί γάμοι, τόσο ο άντρας όσο και οι γυναίκα έχουν τους έρωτές τους. Η κυρία ντε Λωζεάν, εξαδέλφη του Ραστινιάκ που θα τον γνωρίσει στους υψηλούς κύκλους του Παρισιού έχει ερωμένο τον μαρκήσιο ντ’ Αζύντα, ο οποίος όμως ετοιμάζεται να παντρευτεί και αυτή δεν το ξέρει. Η Ντελφίν έχει τον Μαρσαί τον οποίο θα τον παρατήσει για τον Ραστινιάκ που τον έχει ερωτευτεί, όχι όμως με την πρώτη ματιά, και η Αναστασία τον κόμη ντε Τράιγ. Είναι χαρτοπαίκτης, και θα τον ξεχρεώνει με τα λεφτά του πατέρα της.

  Αρκετά το παίδεψα, θα περάσω στα αποσπάσματα.

  «Το ετήσιο εισόδημα αυτών των δύο γυναικών ήταν χίλια οχτακόσια φράγκα» (σελ. 15-16).

  Θα συναντήσουμε πολλές φορές τη φράση «το ετήσιο εισόδημα», όπως την συναντήσαμε και στον Σταντάλ. Σε εμάς είναι το τι δουλειά κάνει, τι περιουσιακά στοιχεία έχει, κυρίως ακίνητα.

  «Ο μπαρμπα-Γκοριό, που ήταν περίπου εξήντα εννιά χρόνων, είχε αποτραβηχτεί στο σπίτι της κυρίας Βωκέ το 1823, όταν άφησε τη δουλειά του» (σελ. 25).

  Αυτό το «περίπου εξήντα εννιά» μου φαίνεται περίεργο. Μπορείς να πεις περίπου εξήντα πέντε, πάνω από εξήντα πέντε, περίπου εβδομήντα, κάτω από εβδομήντα, αλλά «περίπου εξήντα εννιά» εγώ δεν θα το έλεγα ποτέ. Το έχω συναντήσει και σε άλλους συγγραφείς.

  «Μια απ’ τις πιο σιχαμερές συνήθειες των στενόμυαλων ανθρώπων είναι να υποθέτουν πως και οι άλλοι έχουν τις δικές τους μικρότητες» (σελ. 32).

  Κρίνοντας εξ ιδίων. Το έχω διαπιστώσει κι εγώ αρκετές φορές, με κρίνουν εξ ιδίων. Χρειάζεται να τους υπενθυμίζω πολλές φορές αυτό που μου έλεγε η πρώην μου «Εσύ διαφέρεις από τους άλλους ανθρώπους».

  «Αμέσως, η χοντρο-Συλβί ήρθε να πει στην κυρία της πως μια κοπέλα πάρα πολύ όμορφη για να είναι τίμια…» (σελ. 34).

  Συκοφαντία για τις όμορφες. Ή μήπως όχι;

  Μάλλον όχι. Το λένε σαν μεταφορά για τη μετάφραση: Αν είναι όμορφη δεν είναι πιστή, και αν είναι πιστή δεν είναι όμορφη.

  «Η θέα αυτής της μόνιμης φτώχειας, που γενναιόψυχα του την έκρυβαν, η σύγκριση που αναγκαστικά έκανε ανάμεσα στις αδελφές του, που τόσο ωραίες τού φαίνονταν στα

παιδικά του χρόνια, και στις γυναίκες του Παρισιού, που ενσάρκωναν έναν ονειρεμένο τύπο ομορφιάς, το αβέβαιο μέλλον αυτής της πολυμελούς οικογένειας που στηριζόταν πάνω του, η προσοχή και η φειδώ με την οποία είδε να φυλάνε και το παραμικρό γεωργικό προϊόν, τα ποτά που έφτιαχναν για την οικογένειά του με τα κατακάθια απ’ το πατητήρι, ένα πλήθος, τέλος, από λεπτομέρειες που είναι ανώφελο ν’ αναφέρουμε εδώ δεκαπλασίασαν την επιθυμία του να πετύχει στη ζωή του και του έδωσαν τη δίψα να διακριθεί» (σελ. 39-40).

  Απίστευτα μεγάλη η περίοδος, όπως απίστευτα μεγάλη και η επιθυμία του Ραστινιάκ να διακριθεί.

  «Να νιώθεις αρκετά φιλόδοξος, ώστε να δώσεις μια υπέροχη κλοτσιά στο τεντωμένο σχοινί πάνω στο οποίο πρέπει να περπατήσεις, με τη σιγουριά ενός ακροβάτη που δεν θα πέσει, και να έχεις βρει στο πρόσωπο μιας γυναίκας το καλύτερο κοντάρι σχοινοβάτη! (σελ. 43-44).

  Το καλύτερο κοντάρι σχοινοβάτη… η μεταφορά για το «μια μεγάλη προίκα».

  «…μπήκε στο σπίτι ενός τοκογλύφου, ονόματι Γκομπσέκ, που είναι μεγάλο μούτρο, ικανός να φτιάσει πούλια για ντόμινο με τα κόκαλα του πατέρα του. Ένας Εβραίος, ένας Άραβας, ένας Έλληνας, ένας Βοημός…» (σελ. 50).

  Κοίτα να δεις τι αντίληψη είχαν για τους Έλληνες τότε!

  «Όσο πιο ψυχρός υπολογιστής είστε, τόσο πιο μπροστά θα πάτε. Χτυπήστε ανελέητα· θα σας φοβούνται. Τους άντρες και τις γυναίκες να τους χρησιμοποιήσετε μόνο σαν ταχυδρομικά άλογα, που θα τ’ αφήνετε να ψοφάνε σε κάθε σταθμό· μόνο έτσι θα φτάσετε στην κορυφή των πόθων σας» (σελ 90).

  Συμβουλές της κυρίας ντε Μπωζεάν στον Ραστινιάκ.

  «Η αδελφή της δεν είναι πια αδελφή της. Αυτές οι δύο γυναίκες έχουν απαρνηθεί η μία την άλλη, όπως έχουν απαρνηθεί και τον πατέρα τους. Έτσι, η κυρία ντε Νυσενγκέν [η Ντελφίν] θα γλείφει με τη γλώσσα της όλη τη λάσπη που υπάρχει ανάμεσα στην οδό Σαιν Λαζάρ και την οδό Γκρενέλ, για να μπει στο σαλόνι μου. Νόμισε πως ο ντε Μαρσαί θα την έκανε να φτάσει στο σκοπό της κι έγινε σκλάβα του. Του έγινε φορτική. Ο ντε Μαρσαί δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτήν. Αν μου την παρουσιάσετε εσείς, θα γίνετε ο αγαπημένος της. Θα σας λατρεύει. Αν μπορείτε μετά, την αγαπάτε κι εσείς. Αλλιώς, χρησιμοποιήστε τη» (σελ. 90-91).

  Και αυτά τα λέει η κυρία Μπωζεάν στον Ραστινιάκ. Και έτσι θα γίνουν τα πράγματα. Θα ερωτευθεί ο ένας τον άλλο, αλλά ο έρωτάς τους δεν θα έχει το πάθος που έχουν οι έρωτες στον Σταντάλ.

  «… να προμηθευτεί φτηνά σιτηρά στη Σικελία ή στην Ουκρανία…» (σελ. 99).

  Τώρα με τον πόλεμο θα πούμε το ψωμί ψωμάκι. Και πού να βρούμε παντεσπάνι.

  «Ξέρετε πώς ανοίγει δρόμο κανείς εδώ. Ή με τη λάμψη της μεγαλοφυΐας ή με την επιτηδειότητα της διαφθοράς» (σελ. 118).

  Μήπως παντού; Μήπως πάντα;

  «Γιατί μόνο δύο μήνες φυλακή στο δανδή που αφαιρεί τη μισή περιουσία ενός παιδιού και το κάτεργο με επιβαρυντικές περιστάσεις στο φτωχοδιάβολο που κλέβει ένα χαρτονόμισμα των χιλίων φράγκων; Αυτοί είναι οι νόμοι σας» (σελ. 125).

  Μου είπαν ότι ρίχνουν τόσο ασήμαντα πρόστιμα στα σουπερμάρκετ, που τους συμφέρει να παρανομούν.

  «Η διαίσθησή του τού είχε επιτρέψει ν’ αναγνωρίσει τη φύση της καρδιάς της Ντελφίν. Καταλάβαινε πως ήταν ικανή να πατήσει πάνω στο πτώμα του πατέρα της για να πάει

στο χορό και δεν είχε ούτε τη δύναμη να της κάνει το δάσκαλο, ούτε το θάρρος να τη δυσαρεστήσει, ούτε την αρετή να την εγκαταλείψει» (σελ. 267).

  Είπαμε ότι οι έρωτες στον Μπαλζάκ δεν είναι μεγαλειώδεις όπως στον Σταντάλ.

  «Η πατρίδα θα καταστραφεί, αν κακομεταχειρίζονται τους πατεράδες. Αυτό είναι το σίγουρο. Η κοινωνία, ο κόσμος στηρίζονται στην πατρότητα. Όλα γκρεμίζονται, αν τα παιδιά δεν αγαπάνε τους πατεράδες τους. Ω! Να τις δω, να τις ακούσω, δεν έχει σημασία τι θα μου πουν, αρκεί ν’ ακούσω τις φωνές τους, προπαντός της Ντελφίν. Αυτό θα καλμάρει τους πόνους μου. Πείτε τους όμως, όταν έρθουν εδώ, να μη με κοιτάνε ψυχρά, όπως συνήθως. Αχ, καλέ μου φίλε, κύριε Εζέν, δεν ξέρετε τι είναι να βλέπετε το χρυσάφι των ματιών να γίνεται γκρίζο μολύβι. Απ’ τη μέρα που τα μάτια τους δεν έριχναν πια τις αχτίδες τους πάνω μου, είχα πάντα χειμώνα μέσα μου. Δεν μου έμεινε πια παρά να καταπίνω πόνους, και τους κατάπινα! Έζησα για να με ταπεινώνουν, να με βρίζουν. Τις αγαπάω όμως τόσο, που κατάπινα όλες τις προσβολές με τις οποίες μού πούλαγαν μια φτωχιά μικρή απόλαυση γεμάτη ντροπή» (σελ. 281-282).

  Υπάρχουν ένα σωρό ανάλογα αποσπάσματα στο τέλος του μυθιστορήματος που δείχνουν την αγάπη του Γκοριό για τις κόρες του και την απογοήτευση που έχει εισπράξει απ’ αυτές.

  Διάβασα στη βικιπαίδεια ότι το μυθιστόρημα αυτό δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στην εποχή του, ενώ στη δική μας θεωρείται αριστούργημα.

  Όταν είναι ζεστό το σίδερο κολλά. Λέω να διαβάσω την «Ευγενία Γραντέ» και την «Γεροντοκόρη», καθώς δεν ξέρω αν θα επιστρέψω στον Μπαλζάκ.

No comments: