Book review, movie criticism

Monday, October 7, 2024

Γιώργος Βοϊκλής: Hugues Pagan, Οι ανώνυμοι

 

Οι Άθλιοι  του 21ου αιώνα

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα «Οι ανώνυμοι»

του Γάλλου συγγραφέα HUGUES PAGAN

 

                                                                 γράφει ο Γιώργος Βοϊκλής*

 


Καθώς διαβάζω συστηματικά, κυρίως λογοτεχνία, εδώ και πάνω από 60 χρόνια, έχω διαμορφώσει, χωρίς να το επιδιώκω, ένα πολύ αυστηρό  κριτήριο, του οποίου τους κανόνες αγνοώ κι εγώ ο ίδιος.

Το κριτήριο αυτό εκφράζεται μόνο με το αν ένα βιβλίο μου αρέσει ή όχι. Με το αν με ευχαριστεί η ανάγνωσή του ή μου προκαλεί δυσφορία, τόση που, στις περισσότερες περιπτώσεις, σταματάω το διάβασμά του ακόμη και στις πρώτες σελίδες του. 

Τα τελευταία χρόνια, μου φαίνεται ότι, δεν συναντάω πολύ συχνά λογοτεχνικά βιβλία της πρώτης κατηγορίας, τόσο ανάμεσα σ’ αυτά Ελλήνων συγγραφέων όσο και στα μεταφρασμένα στα ελληνικά ξένων συγγραφέων. Καθώς, μάλιστα, ενημερώνομαι από τις σχετικές σελίδες των εφημερίδων και των ηλεκτρονικών περιοδικών, κάνω πολύ συχνά λάθος επιλογές, αγοράζοντας βιβλία που παραμένουν αδιάβαστα.

Μια από τις, σπάνιες θα έλεγα, περιπτώσεις βιβλίου που, παρά τις 474 σελίδες του, δεν μπόρεσα να σταματήσω το διάβασμά του πριν φτάσω στην τελευταία σελίδα του είναι το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα HUGUES PAGAN με τίτλο «Οι ανώνυμοι» που εκδόθηκε πρόσφατα από τις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.

 

Δεν πρόκειται να αναφερθώ στη δομή του μυθιστορήματος, την οποία  καταγράφει, άλλωστε, στο οπισθόφυλλό του ο επιμελητής της έκδοσης. Θα περιοριστώ  σε μερικές επισημάνσεις από τις αναφορές του γαλλικού Τύπου στο έργο του συγγραφέα, που αποσπάσματά τους συνοδεύουν την ελληνική έκδοση.

Στο σημείωμα της Nathalie Alonzo, μέλους της Κριτικής Επιτροπής Βραβείου Αστυνομικού Μυθιστορήματος, διαβάζουμε: «Αυτό που έχει σημασία για τον Παγκάν είναι…η ατμόσφαιρα που δημιουργείται όταν διαβάζουμε τις περιγραφές του».

Το σχετικό με το έργο του σημείωμα της εφημερίδας Le Monde συμπληρώνει:

«Δεν διαβάζουμε τα βιβλία του Παγκάν: προσηλώνουμε το βλέμμα μας σ’ αυτά, όπως σ’ έναν πίνακα ή ένα τοπίο […] Τα μυθιστορήματά του…είναι ατμοσφαιρικά. Τα συναισθήματα σχηματίζουν μια άλω όπου η διαύγεια λύνει τα μάγια της μελαγχολίας».

Τέλος, στην Actualites du noir διαβάζουμε ότι ανάμεσα στους ήρωες του μυθιστορήματος ξεχωριστή θέση έχουν «οι αποκλεισμένοι, αυτοί που δεν έχουν φωνή, που οι προνομιούχοι τους περιφρονούν ή τους μισούν, τους αγνοούν ή τους τσακίζουν. Υπέροχα πορτραίτα, δοσμένα με ενσυναίσθηση, αξιοπρέπεια και τρυφερότητα, χωρίς φτηνούς συναισθηματισμούς».

 

Δεν συνηθίζεται να κρατάμε σημειώσεις από λογοτεχνικά βιβλία. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό να παραθέσω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το εξαιρετικό αυτό βιβλίο, που υπερβαίνει τον χαρακτηρισμό του ως αστυνομικό ή νουάρ μυθιστόρημα.

 

Για τους «αποκλεισμένους» της Actualites du noir, που έδωσαν και τον τίτλο στην ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος, διαβάζουμε στη σελ. 34: «Τρείς γενιές απόκληρων, τρεις γενιές ταπεινών και καταφρονεμένων, ανθρώπων χωρίς ύπαρξη καθώς δεν είχαν ιστορία, αφού έτσι κι αλλιώς η ιστορία δεν είχε κανένα λόγο να συγκρατήσει τη μοίρα και τα ονόματά τους, το μεγάλο και θλιβερό κομβόι της σιωπηλής, πεισματικής ανθρωπότητας, αυτού του μεγάλου ορμητικού και σκυθρωπού ποταμού πάνω στον οποίο επέπλεε, επιπόλαιος κι αλαζονικός, ο γκρίζος αφρός των αρπακτικών, των εχόντων και των νεόπλουτων, των μόνων που πραγματικά μετρούσαν  και που έβλεπες τα ονόματά τους γραμμένα στις γωνίες των δρόμων».

 

Το πορτραίτο ενός κλοσάρ και μια βαθιά διείσδυση στην ψυχολογία του μπροστά στους αστυνομικός που τον έχουν συλλάβει, αντιγράφω απ’ τη σελ. 107: «… με μουσκεμένα μάτια θλιμμένου κυνηγόσκυλου, γεμάτα με ένα παράξενο κράμα φόβου και ευγνωμοσύνης. Με τη φοβισμένη μοιρολατρία, την παραίτηση όλων αυτών των δυστυχισμένων που, χωρίς να παραπονιούνται καθόλου, πειθήνιοι και βουβοί δια παντός, θα γέμιζαν μια μέρα την πτέρυγα απόρων των νεκροταφείων».

 

Δύο ακόμη σχετικές αναφορές βρίσκουμε στις σελίδες 455 και 457:

«Κανένας δεν γνώριζε τη Γκλοριά, είχε εξαφανιστεί προ πολλού από τη μνήμη των ανθρώπων στη θλιβερή κοόρτη εκείνων που έπαψαν μια για πάντα να υπολογίζονται, καθώς στέκονταν τόσο χαμηλά που δεν τους πιάνουν τα ραντάρ».

«Οι φτωχοί δεν έχουν δικαίωμα σε μακροσκελείς επικήδειους. Βασικά, δεν έχουν δικαίωμα σε τίποτα».

 

Για τη στάση των περισσότερων μπάτσων –και όχι μόνο- απέναντί τους,  διαβάζουμε στη σελ. 465:

«Συμβαίνει καμιά φορά η σκληρότητα των πραγμάτων να εξισώνεται με τη μοχθηρία των ανθρώπων χωρίς, ωστόσο, να καταφέρνει να την ξεπεράσει».

 

Για τις κάθε είδους συγκρούσεις ανάμεσα στους ανθρώπους που καταγράφει στις σελίδες του βιβλίου, διαβάζουμε στη σελ. 430:

«Δεν αγνοούσε ότι το πάθος, η βία ή το έγκλημα ακολουθούσαν ενίοτε μεγάλες υπόγειες διαδρομές πριν ξαναβγούν μια μέρα στην επιφάνεια, είτε για να διαχυθούν ήρεμα εκεί, είτε για να εκραγούν απότομα με μεγάλη εκρηκτική δύναμη».

 

Δεν λείπουν, όμως, και οι ιδιαίτερα καυστικές  άμεσες πολιτικές αναφορές στο παρελθόν της Γαλλίας  αλλά και στην εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα.

Για τα εγκλήματα των Γάλλων αποικιοκρατών στην Αλγερία στο τέλος της 10ετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960 διαβάζουμε στις σελίδες 250-251:

«Ο στόχος ήταν να εξαλείψουμε έναν θύλακα αντίστασης σε ένα οικισμό […] Δυο αεριωθούμενα αεροσκάφη εμφανίστηκαν ξαφνικά πετώντας σχεδόν ξυστά στα βράχια κι έριξαν το φορτίο τους από μπιτόνια ναπάλμ μέσα στον ορυμαγδό των κινητήρων πριν ανυψωθούν στον ουρανό, ταχύτατα κι ακατανίκητα σαν ασημένια βέλη.

Δεν έμεινε ψυχή: άντρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και οι κότες και οι κατσίκες αφανίστηκαν.[…] Όταν μπορέσαμε να πάμε επί τόπου, δεν βρήκαμε τίποτα, ούτε κρυψώνα, ούτε υπόγειες στοές. Τίποτα απολύτως. Ούτε το παραμικρό όπλο. […] Το έδαφος έκαιγε ακόμα. Κοντά σε ένα καλύβι μαυρισμένο απ’ τη φωτιά, υπήρχε ένα απανθρακωμένο σωματάκι σε εμβρυακή στάση. Δεν είχε κλείσε ούτε χρόνο. Αγγίζοντάς το με την άκρη των δαχτύλων έγινε σκόνη. Το ουράνιο πυρ».

 

Για τη 10ετία του 1970, όταν ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν ετοιμάζεται να διαδεχθεί τον Ζωρζ Πομπιντού, διαβάζουμε:

«Στη βαλίτσα του ο φαλακρός κουβαλάει την κοόρτη των ιπποτών της βιομηχανίας […] Οι κομπιναδόροι του τσιμέντου δείχνουν ήδη τα δόντια τους και η νέα εξουσία δεν θα μπορεί να τους αρνηθεί τίποτα. Καμιά εξουσία δεν μπορεί να αρνηθεί οτιδήποτε στους τσιμεντάδες. Ένα είδος νέας Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών».

 

Ας προχωρήσουμε, όμως σε πιο ευχάριστα θέματα.

Με υπόγειο ρυάκι παρομοιάζει την κρυμμένη πίσω από το αυστηρό πρόσωπο του κεντρικού ήρωα ευαισθησία:

«Η ανάμνηση (του δολοφονημένου 15χρονου κοριτσιού) του επιβαλλόταν με μια ξαφνική δύναμη, όπως η επανεμφάνιση ενός υπόγειου ρυακιού που δεν είχε σταματήσει να ρέει μέσα του ερήμην του» (σελ. 466)

 

Τέλος, οι λυρικές περιγραφές της φύσης παρεμβαίνουν σαν ανάσες δροσιάς ανάμεσα στις σκληρές εικόνες που κατακλύζουν τις σελίδες του, με πρώτη αυτή για τα αρώματα του δάσους:

«Κάθε δέντρο, κάθε θάμνος, ανέδινε καθώς περνούσε από μπροστά τους ένα ξεχωριστό άρωμα, από το αόριστα φαρμακευτικό οξύ των ιτιών που πλαισίωναν το ρεματάκι  μέχρι την έντονη στιφάδα των κουφοξυλιών, από τα αδρά αρώματα ρετσινιού που άπλωναν ολόγυρα τα πεύκα με ένα είδος κυρίαρχης εξουσίας, μέχρι τις ντελικάτες ευωδίες των πρώτων ανθών της πασχαλιάς». (σελ. 1278)

Στην ίδια κατηγορία  θα μπορούσε να ενταχθεί και το επόμενο απόσπασμα, που η εικόνα του φυσικού φαινομένου προεκτείνεται και σε κοινωνική – ανθρώπινη διάσταση:

«Ανάμεσα σε δυο νεροποντές υπήρχε αυτή η σιωπηλή και διάφανη φωτεινή παρένθεση όπου τα πεζοδρόμια, ο ουρανός, οι σκεπές, ακόμη και οι άνθρωποι που πηγαινοέρχονται, όλα μοιάζουν ξεπλυμένα από κάθε βρωμιά, καθώς κι από κάθε ελπίδα, κάπως συμφιλιωμένα με τον εαυτό τους και τον γνωστό κόσμο. (σελ. 453)

 

 Θα κλείσω αυτή την εκτενή αναφορά μου στο μυθιστόρημα  «Οι ανώνυμοι» με την τελευταία φράση του:

«Έτσι οι ζωές μας είναι σαν ένας μακρύς ύπνος με τα μάτια ανοιχτά, όπου μόνο τα όνειρα χρησιμεύουν ως μνήμη».

 

Αλήθεια, πόσο διαφορετικά θα έγραφε ο Βίκτωρ Ουγκό αν ζούσε τον 21ο αιώνα;

 

*Ο Γιώργος Βοϊκλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας

 

No comments: