Γιάννης Ξανθούλης, Ο μεγάλος θανατικός
Δημοσιεύτηκε στη Φωνή της Πεντέλης, 30 Απριλίου 1993, τ. 109
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους
σύγχρονους πεζογράφους. Τα έργα του κάνουν απανωτές
εκδόσεις, έχουν μεταφραστεί στο εξωτερικό, και ένα απ' αυτά, το
"Πεθαμένο λικέρ", έχει γυριστεί σε ταινία, που προβλήθηκε
πρόσφατα στους κινηματογράφους. Το "Ροζ που δεν ξέχασα" ήταν
για μήνες στο top του "Διαβάζω" και σε διάφορα άλλα top.
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη το 1947
και σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο. Από το 1969 εργάζεται
ως δημοσιογράφος. Έχει γράψει θεατρικά έργα, για μικρούς και
μεγάλους, καθώς και παιδικά βιβλία. Έχοντας γράψει ήδη πέντε
παιδικά βιβλία, αποφάσισε να καταπιαστεί με το μυθιστόρημα-μια
περίπτωση ανάλογη με της Ευγενίας Φακίνου, που κι αυτή, μετά το
παιδικό βιβλίο, καταπιάστηκε με το μυθιστόρημα, την ίδια
μάλιστα εποχή.
Το πρώτο του μυθιστόρημα,"Ο μεγάλος θανατικός", (Κάκτος
1982,σελ.144),είναι μια γκροτέσκ ιστορία, δοσμένη σε
πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ο ήρωας, με κομμένα τα πόδια του σε
αυτοκινητιστικό ατύχημα, νιώθει μίσος για την ανθρωπότητα, και
πρώτα πρώτα γι' αυτούς που τον σακάτεψαν. Θα περιέλθει σε
εθελοντική σιωπή για δέκα χρόνια (όπως η μητέρα της Ραραού
στη "Μητέρα του σκύλου" του Μάτεση μετά τη διαπόμπευσή της), θα
διαβάσει και θα αναπτύξει τις παραψυχικές του ικανότητες, και
θα αρχίσει τις εκτελέσεις, χρησιμοποιώντας σαν όργανα τους
κατοίκους της απέναντι πολυκατοικίας, αφού πρώτα τους
υπνωτίσει.
Στις πράξεις του αυτές θα βρει έναν αντίμαχο, μια
δεκαπεντάχρονη κοπελίτσα, εκπρόσωπο του "καλού"
που, μαντεύοντάς τις διαισθητικά, θα αποτρέψει τις περισσότερες
απ' αυτές. Αφού εκτελέσει τον αδελφό του και τη μέλλουσα νύφη
του, θα σταματήσει.
Αν διαβαστεί το έργο "ρεαλιστικά", απογοητεύει. Κι αυτό γιατί
οι αφηγηματικές συμβάσεις θέλουν πάντα το καλό να
θριαμβεύει. Όμως η αρετή του έργου δεν βρίσκεται στο μύθο
του, που αποτελεί ουσιαστικά ένα απλό πρόσχημα για την
εκδίπλωση ενός ακατάσχετου, δηκτικού, και συνηθέστατα
μαύρου, χιούμορ.
"Φάγαμε ωστόσο με ασημένια μαχαιροπήρουνα όλοι μας, εκτός
απ' την Ντέζη που ήταν αιρετική κομμουνίστρια και
χρησιμοποιούσε - προκλητικά - σερβίτσιο από απλό
μέταλλο, χωρίς οικόσημο"(σελ.134)."..άνθρωποι των γραμμάτων
και των τεκνών"(σελ.93)."...θα 'κανε τις ελεημοσύνες του στα
στίφη των ζητιάνων και δυστυχισμένων που, απ' τη μια η μαφία
του Πανάγαθου κι απ' την άλλη το πάνσοφο κράτος τούς είχαν
χεσμένους γενικά" (σελ.53).
Η γραφή του Ξανθούλη είναι τόσο ακατάσχετη που συχνά πέφτει
σε λάθη. Η "γνωστή στάση του 89" (σελ.21) ομολογώ ότι μου είναι
άγνωστη, δεν ξέρω σε σας. Απεναντίας μου είναι γνωστή η στάση
του 69.Το ίδιο άγνωστη μου είναι η Ελίζαμπεθ Σβάρτσχοφ
(σελ.46) ενώ την Ελίζαμπεθ Σβάρτσκοπφ την έχω ακούσει να
τραγουδά."...δεν είχα πόδια. Ούτε καν δεύτερο ζευγάρι.
(σελ.96).Το "καν" σημαίνει "τουλάχιστον", και το ελάχιστο εδώ
είναι ένα ζευγάρι. "Γκαστρωμένη αλλά ερωτευμένη" (σελ.108). Η
σχέση δεν είναι αντιθετική, αλλά συμπλεκτική. Έτσι στη θέση του
"αλλά" μπορεί να μπει μόνο "και" ή "αλλά όχι", στην
άρνηση. "Συνδρομήτρια των ειδήσεων"(σελ.110) θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί μια μόνιμη ακροάτρια, όχι αυτή που φιγουράρει
συχνά στις ειδήσεις. Τέλος στη φράση "υπενθυμίζοντας στους
νέους και στις νέες να αγρυπνούν, όχι στις ντίσκο και στους
τεκέδες αλλά δίπλα στον συνάνθρωπό τους"(σελ.119), μήπως ο
Ξανθούλης ήθελε να γράψει "σινάνθρωπο" ; (ο επαρκής
αναγνώστης πάντα αξιοποιεί δυνατότητες που ξέφυγαν του
συγγραφέα, ή δεν θέλησε να τις αξιοποιήσει).
Ένα χαρακτηριστικό του Ξανθούλη είναι η επινόηση και η
χρήση αλλόκοτων ονομάτων (κάτι που θα κάνει και ο Γεράσιμος
Δενδρινός στο βιβλίο του "Ένα πακέτο άρωμα") όπως Ενώχ
Αρχιδιάν, Ντιλάιλα Τσιμπούχ, Παρασκευούλα Πιτσούνη (μια
νταρντανογυναίκα βυζαρού), ελπίδα Γιαρμάς (η δεκαπεντάχρονη
κοπελίτσα) Βερονίκη Πουστάνα, σινε ROUFIANO, ντισκοτέκ
CAVLOUPA, και τέλος Έλλη Μπουενδία, η οποία μας έρχεται
κατευθείαν από τα "100 χρόνια μοναξιάς".
Όμως ο μύθος δεν είναι ολότελα προσχηματικός. Αναπτύσσει τη
"σατανική" εκδοχή του Ρομάν Πολάνσκι, ότι το κακό τελικά
μπορεί να είναι πιο ισχυρό από το καλό (Τσάινα τάουν, Μωρό της
Ρόζμαρι) και που, παρεμπιπτόντως, πραγματεύεται χιουμοριστικά
στη "Νύχτα Βρικολάκων". Στην Ελπίδα Γιαρμάς, λέει ο
αφηγητής," είχα χαρίσει και υποβάλει τα απομεινάρια του καλού
εαυτού μου. Δεν άντεχα στη μονοτονία ενός κακού, που χωρίς
δυσκολίες και αντιξοότητες θα σκόρπαγε το θάνατο" (σελ.143).
Μια μεταφυσική εκδοχή, αντίθετη απ' αυτή των θρησκειών,
ελάχιστα βέβαια αποδεκτή αλλά εξίσου αναπόδεικτη.
Book review, movie criticism
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment