Επίκαιρη
Ο
πατέρας μου μετά το θάνατο της μητέρας μου ζούσε μόνος στο χωριό, σε ένα σπίτι
μέσα στα περβόλια, γεμάτο υγρασία το χειμώνα, και γι’ αυτό υπέφερε από
βρογχικά. Του πρότεινα κατά καιρούς, τώρα που γέρασε να έλθει να μείνει μαζί
μας στην Αθήνα.
-Δεν
έρχομαι εγώ να ζήσω σ’ αυτή τη φυλακή, ήταν η στερεότυπη απάντησή του.
Όταν
αρρώσταινε ερχόταν για κανένα μήνα, και μόλις ένοιωθε καλά γύριζε στο χωριό.
Αυτό
δεν μπορούσε να γίνεται επ’ άπειρο. Ένα χειμώνα αρρώστησε, όχι πολύ σοβαρά,
όμως τρόμαξε. Έτσι το καλοκαίρι μου είπε ότι επί τέλους το αποφάσισε, θα
ερχόταν να ζήσει μαζί μας. Ήταν τότε ογδόντα πέντε χρονών.
Το
πρώτο καλοκαίρι που κατεβήκαμε έβαλα σε εφαρμογή ένα σχέδιο που είχα κάνει από
καιρό. Ένα απόγευμα που κοιμόταν άρχισα να μαζεύω όλη τη σαβούρα με την οποία
είχε τόσα χρόνια στολίσει την αυλή, σακούλες με λιπάσματα, ντενεκέδες, κ.λπ.,
μετατρέποντάς τη σε σωστό ατσιγγαναριό. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα
χρησιμοποιήσει πια, έτσι αποφάσισα να τα πετάξω. Κάποια στιγμή ξύπνησε, είδε τι
έκανα και μου έβαλε τις φωνές.
-Δεν τα χρειάζεσαι πια, του είπα, κι εγώ
θέλω να καθαρίσω την αυλή.
Κατάλαβε
πως είχα δίκιο, ότι δεν γινόταν διαφορετικά. Όμως ήταν κι αυτός, όπως κι εγώ,
δεμένος με τα πράγματα. Κάποια στιγμή τον πήρε το παράπονο. Και τότε είπε την
παρακάτω μαντινιάδα την οποία δεν είχα ξανακούσει, αλλά ούτε και την ξανάκουσα
από τότε.
Άχι και ας
επόθαινα, στον Κάτω Κόσμο να ’μου
να μη γροικώ, να
μη θωρώ, να μην πονεί η καρδιά μου
Δεν
βιάστηκε να πάει στον Κάτω Κόσμο. Έζησε άλλα εννιά χρόνια μαζί μου στην Αθήνα.
Τον κρατούσα στη ζωή όταν αρρώσταινε όχι τόσο με την αντιβίωση όσο με τις
βεντούζες. Θαυματουργές. Μπορεί να το μαρτυρήσει και ο Αλέξανδρος, ο εκδότης
μου, που είχε πάθει μια φοβερή ψύξη, πονούσε και δεν μπορούσε να γυρίσει το
κεφάλι του δεξιά – αριστερά. Όταν του πήρα βεντούζες στον ώμο έγινε αμέσως
περδίκι.
Κάποια
φορά που του έπαιρνα βεντούζες ήμουν κάπως βιαστικός και πετάχτηκε στο πάτωμα
από το πιρούνι με το βαμβάκι λίγο αναμμένο οινόπνευμα. Μου είπε τότε την
παρακάτω παροιμία, που και αυτή δεν την έχω ξανακούσει: «Το βιαστικό
γ&μ#σ# κάνει κουζουλό κοπέλι».
No comments:
Post a Comment