Honoré de Balzac, Beatrix (μετ. Λέανδρος Πολενάκης),
Μέδουσα 1993, σελ. 418
Έχουμε γράψει για δυο βιογραφίες του Μπαλζάκ
αλλά για κανένα έργο του. Μετά το blog μου δεν έτυχε να διαβάσω τίποτα δικό του για να γράψω γι’ αυτό. Στο ράφι
των τύψεων βρήκα την Beatrix
και σκέφτηκα ότι καιρός είναι να διαβάσω πάλι κάτι του Μπαλζάκ.
Δεν έχω διαβάσει και πολλά. Θυμάμαι τον «Μπάρμπα
Γκοριό» και την «Ευγενία Γκραντέ», τα δυο μεγάλα αριστουργήματά του, και
πιθανόν να διάβασα και τους «Χωριάτες», μόνο και μόνο για να διαβάσω την
ανάλυση που έκανε στο έργο ο Γκέοργκ Λούκατς.
Ο τίτλος μου θύμισε το απόσπασμα από τη
«Γραμματική της φαντασίας» που υπάρχει στο εγχειρίδιο της έκθεσης της πρώτης
Λυκείου. Μου το θύμισε γιατί σ’ αυτό ο Τζιάνι Ροντάρι μιλάει για τις
παραδειγματικές σχέσεις και τους συνειρμούς. Έτσι διαβάζοντας το όνομα Beatrix θυμήθηκα τον Asterix. Θυμούμενος τον Asterix θυμήθηκα τον Ovelix. Και θυμούμενος τον Ovelix θυμήθηκα και τον Ζεράρ Ντυπαρντιέ που τον
ενσαρκώνει σε κάποιες κινηματογραφικές μεταφορές. Θυμούμενος τον Ζεράρ
Ντυπαρντιέ θυμήθηκα…
Αλλά αν το πάμε έτσι θα εξαντλήσουμε το
δισέλιδο της βιβλιοκριτικής, το οποίο δεν θέλω να υπερβαίνω, και δεν θα μιλήσουμε
για την Beatrix.
Ο Μπαλζάκ είναι φλύαρος, αλλά ωραίος φλύαρος.
Ξεκινάει το μυθιστόρημά του με μια διεξοδική περιγραφή του χώρου στον οποίο ζει
ο ήρωάς του. Βλέπει από ψηλά, σαν από την Google earth, τη Γαλλία. Μετά κατεβαίνει
στη Γεράνδη για να εστιάσει τέλος στο σπίτι του ήρωά του, του όμορφου νεαρού με
την αγνή και απονήρευτη καρδιά, του Καλύστ, που πέφτει θύμα του ερωτικού του
πάθους για δυο γυναίκες. Στη συνέχεια μιλάει για το γενεαλογικό δένδρο του
Καλύστ, τους προγόνους του, τους γονείς του, για να καταλήξει στον ίδιο. Μετά
ακολουθεί η ιστορία του.
Μπορεί αυτή η φλύαρη εισαγωγή να κουράζει,
όμως η διεισδυτική φλυαρία του όταν μιλάει για τους ήρωές του, το χαρακτήρα
τους και τις πιο λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων τους, είναι εξαιρετική. Είναι
Σταντάλ, όμως ο ήρωάς του δεν διαθέτει το ανάστημα των ηρώων του Σταντάλ. Ο
Καλύστ παραμένει αγνός και αφελής μέχρι τέλους, και αυτό τον σώζει, παρά τις
περιπέτειές του, από το δυστυχισμένο τέλος που επιφυλάσσει ο Σταντάλ στους
ήρωές του.
Τι λέω, δυστυχισμένο τέλος, υπάρχει πιο
δυστυχισμένο από το θάνατο;
Δεν συμβαίνουν δραματικά γεγονότα στο έργο
του Μπαλζάκ, σαν αυτά που παρακολουθούμε στα έργα του Σταντάλ. Το πιο δραματικό
γεγονός είναι το σπρώξιμο της Beatrix σε ένα γκρεμό πάνω από τη θάλασσα όταν αυτή αποκρούει τον
έρωτά του. Αφού δεν μπορεί να την έχει αυτός, τότε να μην την έχει κανείς.
Ρομαντισμός;
Όχι, ρεαλισμός. Με αυτή την παθιασμένη
χειρονομία του εικοσάχρονου Καλύστ ο Μπαλζάκ παρουσιάζει τυπικά γυναικεία
χαρακτηριστικά μέσα από τα πορτραίτα των δυο γυναικών που του κλέβουν την
καρδιά, της σαραντάρας Καμίλ και της Beatrix.
Η Καμίλ, φτιαγμένη στο καλούπι της Γεωργίας
Σάνδη, είναι μεγαλόψυχη και ρεαλίστρια. Αγαπά τον Καλύστ όμως αποκρούει τον
έρωτά του βλέποντας ότι μια σχέση μαζί του θα είχε ημερομηνία λήξης.
Η Beatrix είναι λίγο μεγαλύτερη από τον Καλύστ, αν θυμάμαι
καλά έξι χρόνια, όμως δεν έχει τις αρετές και το ήθος της Καμίλ. Δεν θα
παρατήσει τον Κόντι, τον διάσημο μουσικό που ο Μπαλζάκ τον έπλασε στο καλούπι του
Λιστ, για χατίρι ενός άσημου νεαρού, όσο όμορφος κι αν είναι. Βέβαια η καρδιά
της μετά την παθιασμένη χειρονομία του θα αρχίσει να κτυπάει κάπως γι’ αυτόν,
αλλά όταν αναγκάζεται να κάνει την επιλογή της δεν θα διστάσει να φύγει με τον
Κόντι. Η Καμίλ, που άλλα λέει η καρδιά της και άλλα η λογική της, έβαλε το
χεράκι της σ’ αυτό.
Ο νεαρός, απογοητευμένος, ερωτικά
απογοητευμένος, παντρεύεται με μια όμορφη δεσποινίδα που είναι τρελά ερωτευμένη
μαζί του. Όταν όμως συναντάει τυχαία την Beatrix την οποία έχει στο μεταξύ παρατήσει ο Κόντι, το
ερωτικό του πάθος αναζωπυρώνεται. Τζάμπα του έγραψε ένα μεγάλο κομμάτι της
περιουσίας της η Καμίλ πριν μπει σε μοναστήρι, με μόνη επιθυμία της να μην
ξαναμπλέξει μαζί της.
Μέχρι τα τρία τέταρτα του βιβλίου ο Μπαλζάκ
περιγράφει με καταπληκτική οξυδέρκεια τη γυναικεία ψυχολογία σε καταστάσεις
τυπικές θα έλεγε κανείς στις ερωτικές σχέσεις: το πάθος, η ζήλεια, ο γάμος, το
κεράτωμα κ.λπ. Μετά, το μυθιστόρημα αλλάζει. Ο ρεαλιστής Μπαλζάκ γίνεται
κωμωδιογράφος. Το τέλος του μυθιστορήματος θα μπορούσε να γραφεί σαν
απολαυστική κωμωδία. Οι ίντριγκες που εξυφαίνονται για να αποσπάσουν τον αγαθό
Καλύστ από τα δίχτυα της Beatrix δεν θα τις συναντήσουμε ούτε στις πιο ευφάνταστες κωμωδίες. Και, όπως στις
κωμωδίες, το τέλος είναι happy. Η Beatrix ξαναγυρίζει
στον Ροσφίντ, τον πρώην σύζυγό της τον οποίο είχε εγκαταλείψει. Αυτός ξεπερνάει
την εγκατάλειψή του από την Σχοντζ, που το όνειρό της σαν εταίρα σπιτωμένη ήταν
να βρει κάποιον που να θελήσει να την παντρευτεί, και όταν τον βρίσκει τον
παρατάει. Και ο Καλύστ ξαναγυρίζει στην όμορφη Σαμπίν που τώρα είναι
τρισευτυχισμένη. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα-που λέει ο λόγος.
Καθώς μου αρέσει το χιούμορ σε ένα έργο, αυτό
το τελευταίο κομμάτι του μυθιστορήματος ήταν για μένα πραγματική απόλαυση.
Δεν ξέρω πόσο υπέφερε από τις γυναίκες ο
Μπαλζάκ, δεν καλοθυμάμαι τη βιογραφία του, όμως στο έργο αυτό τους τα ψάλει
κανονικά. Είναι πονηρές και ραδιούργες, και η μόνη τους έγνοια είναι πώς να
κάνουν τον άντρα του χεριού τους.
Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, όπως η
Σαμπίν που κοντεύει να πεθάνει από τη θλίψη της όταν ανακαλύπτει την απιστία
του άντρα της. Αλλά ο Μπαλζάκ δεν εστιάζει σ’ αυτήν αλλά στην αδίσταχτη Beatrix, που οι σχέσεις της καθορίζονται πάντα
από το συμφέρον.
Διαβάζοντας την Beatrix συνειδητοποίησα ότι οι συγγραφείς χρησιμοποιούν
συχνά σαν τίτλο του μυθιστορήματός τους ένα γυναικείο όνομα. Νανά, Τερέζ Ρακέν,
Άννα Καρένινα, ενώ δεν μου έρχεται στο μυαλό κανένα ανδρικό όνομα σαν τίτλος
μυθιστορήματος. Α, ναι, Robinson Crusoe, όμως σ’ αυτό δεν υπάρχουν γυναίκες. Α, ναι, και «Λόρδος Τζιμ». Αλλά και
εκεί δεν υπάρχουν γυναίκες, αν θυμάμαι καλά. Και «Πάτερ Σέργιος». Αν είχα την
υπομονή θα έψαχνα τους τίτλους μυθιστορημάτων που είναι γυναικεία και αντρικά
ονόματα για να δω ποια είναι τα περισσότερα, και σε τι αναλογία.
Όμως καιρός είναι να σχολιάσουμε κάποια
αποσπάσματα.
Διαβάζουμε σε υποσημείωση: «Ο Μπαλζάκ
αναφέρεται συχνά στα έργα του γνωστού άγγλου συγγραφέα Λώρενς Στερν
(1713-1768). Έχει ιδιαίτερη προτίμηση στο μυθιστόρημά του Tristram Shandy» (σελ. 114), τον οποίο διαβάσαμε πρόσφατα.
Πιο κάτω γράφει:
«…η υποκόμισσα ενοχλούσε υπερβολικά τις
τέσσερις κόρες της με το να τις μεταχειρίζεται τόσο συχνά όπως ο δεκανέας Τριμ
το σκούφο του στο Tristram Shandy» (σελ. 185).
Ένα ακόμη αντρικό όνομα, το συνειδητοποιώ
καθώς ξαναδιαβάζω αυτή την βιβλιοκριτική πριν την αναρτήσω. Jude the obscure του Τόμας Χάρντι, «Οδυσσέας» του Τζόυς, Tom Jones του Fielding, ένα βιβλίο
must που ελπίζω κάποια
στιγμή να το ξετρυπώσω από εκεί που έχει κρυφτεί, ένα ένα μου έρχονται στο
μυαλό. Τελικά ίσως και να κάνω λάθος και τα ανδρικά ονόματα σαν τίτλοι να είναι
περισσότερα.
Και μια και αναφερθήκαμε πιο πάνω στον Στερν,
και ο Μπαλζάκ σατιρίζει τους κριτικούς.
«Νοσταλγεί την κριτική, δεν έχει εδώ
συγγραφέα να καταρρακώσει, σύστημα να καταστρέψει, ποιητή να απελπίσει…» (σελ.
115).
Διαβάζουμε:
«Η ομορφιά, ακριβή μου, είναι η ψυχή του
κόσμου. Είναι η σφραγίδα της φύσης της ίδιας πάνω στα τέλεια δημιουργήματά της,
είναι το πιο γνήσιο σύμβολο, όπως είναι και η μεγαλύτερη εύνοια της τύχης.
Έχεις δει ποτέ να εικονίζουν τους αγγέλους άσχημους;…» (σελ. 206).
«Λάμποντας από ευτυχία ο άπραγος Καλύστ
ομολόγησε τα πάντα για τον έρωτά του, κι αυτό ήταν όλο κι όλο που ήθελε να
μάθει ο Κόντι. Δεν υπάρχει άντρας στον κόσμο, απ’ τον πιο αδιάφορο ως τον πιο
διεφθαρμένο, που να μην ξαναζωντανεύει ο έρωτάς του τη στιγμή που απειλείται
από έναν αντίζηλο. Μπορεί να θέλουμε να παρατήσουμε μια γυναίκα, όχι όμως να
μας παρατήσει αυτή» (σελ. 267).
Το ίδιο σενάριο υπάρχει και στον «Great Gatsby», του οποίου είδα τώρα τις δυο κινηματογραφικές μεταφορές με την ευκαιρία
που διάβασα και το άλλο βιβλίο του Fitzgerald, το «Τρυφερή είναι η νύχτα». Ας το σημειώσουμε εδώ, και στα δυο μυθιστορήματα
βλέπουμε τις αδίστακτες μετριότητες να επιπλέουν, ενώ για τους «υπέροχους» ο
Φιτζέραλντ επιφυλάσσει τραγική μοίρα.
Σε κάποιο σημείο (σελ. 322-323) ο Μπαλζάκ
σχολιάζει το φαινόμενο, συχνά οι άνδρες να ερωτεύονται ανάξιες γυναίκες και να
αγνοούν γυναίκες-θησαυρούς που βρίσκονται δίπλα τους. Ο λόγος για την Beatrix και την Σαμπίν. Και καταλήγει
σχολιάζοντας: «Αν μπροστά στα μάτια μας μεγάλοι άντρες έχουν παίξει το ρόλο του
Ιησού που σηκώνει απ’ το έδαφος τη μοιχαλίδα, γιατί άραγε οι συνηθισμένοι
άνθρωποι να φέρονται με μεγαλύτερη φρόνηση;».
Και ένα ακόμη:
«Ό,τι είναι ύψιστη δυστυχία για μια
εγκαταλειμμένη γυναίκα, για τον παρατημένο άντρα γίνεται πηγή ευτυχίας» (σελ.
358).
Για να μην πέσει σ’ αυτή την «ύψιστη
δυστυχία» η Σαμπίν αγωνίστηκε για να ξανακερδίσει τον άντρα της.
Συχνά έχουν σχολιαστεί οι συντηρητικές
απόψεις του Μπαλζάκ. Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπω ότι έχει κι αυτός την δική
μου αντίληψη περί του «το μη χείρον βέλτιστον».
«Αν η αριστοκρατία ήταν ένα κακό για το
έθνος, όπως ισχυρίζονται οι δημοκράτες, ήταν τουλάχιστον ένα κακό συγκεκριμένο
και περιγραμμένο. Εδώ καταλήξαμε να βάλουμε στη θέση αυτού του κακού δέκα
αριστοκρατίες της βουλιμίας…» (σελ. 373-374).
Δεν ξέρω πόσο θα μας στοίχιζε το παλάτι όμως
εγώ, σε αντίθεση με τον Μπαλζάκ, προτιμώ τους τρακόσους της βουλιμίας.
Διαβάζουμε:
«Όμως στη Γαλλία εκτιμούν τόσο πολύ τα όμορφα
πρόσωπα που πολλές φορές ένα ωραίο κεφάλι κάνει να σβήνει η ασκήμια του
σώματος» (σελ. 389).
Δεν μπορεί, κάποιος πρόγονός μου πρέπει να
ήταν γάλλος.
Σίγουρα πρέπει να διαβάσω και άλλο Μπαλζάκ.
No comments:
Post a Comment