Γατοϊστορία
Ήταν πέρυσι το καλοκαίρι. Βράδυ. Πήγαινα στου
φίλου μου του Σταύρου. Μόλις βγήκα από το μονοπάτι στον αμαξιτό, συνάντησα τον
ξάδελφό μου τον Γιώργη με την κόρη του και τους εγγονούς του. Πιάσαμε την
κουβέντα. Σχεδόν αμέσως μας πλησιάζει ένα γατάκι και άρχισε να νιαουρίζει. Από
πού ξεφύτρωσε; Μάλλον ξεπόρτισε από κανένα γειτονικό σπίτι και χάθηκε.
Αφού τα είπαμε με τα ξαδέλφια μου ξεκινήσαμε,
εγώ για το σπίτι του Σταύρου και αυτοί για την πλατεία. Το γατάκι φάνηκε για
μια στιγμή αναποφάσιστο. Μετά ακολούθησε εμένα. Πριν ανέβω πάνω στου Σταύρου σταμάτησα
στο ισόγειο, να χαιρετήσω τα πεθερικά του. Το γατάκι πίσω μου άρχισε να
νιαουρίζει. Το τάισαν και κόλλησε. Έχασε το ένα σπίτι, και τη μάνα του
προφανώς, αλλά απόχτησε ένα άλλο. Ή μάλλον δυο, αφού το είχε δίπορτο, και του
Γιώργη και της Νίτσας στο ισόγειο, και του Σταύρου και της Κατερίνας πάνω.
Μεγάλωσε. Το Πάσχα γέννησε, και παρά τρίχα να
βρισκόμουν στα γεννητούρια. Έκανε τρία γατάκια. Το ένα γεννήθηκε ψόφιο. Το
καλοκαίρι που ήλθα βρήκα τα δυο μεγαλωμένα, πυρόξανθα, πανέμορφα.
Ένας μεγάλος εχθρός των γατιών είναι τα
αυτοκίνητα. Πολλά εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο πατημένα από τις ρόδες
τους. Μάλλον έτσι έφυγε και η γάτα που εδώ και τρία χρόνια μου είχε γίνει
καθημερινός επισκέπτης, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, περιμένοντας το λουκάνικο, έχω
κάνει κάποιες σχετικές αναρτήσεις. Έτσι έφυγε πριν λίγες μέρες και το ένα
γατάκι.
Το άλλο χάθηκε προχθές. Απαρηγόρητη η γάτα,
έπεσε σε κατάθλιψη. Δεν έτρωγε με τίποτα. Ήταν και αυτό θύμα της ασφάλτου, ή
μήπως το έπνιξε ένας γάτος που συχνά τα κυνήγαγε;
Η γάτα την επομένη το πρωί έφυγε. Πήγε να το
ψάξει. Μετά από ώρες ήλθε στο σπίτι φέρνοντάς το μαζί της. Πού το βρήκε; Πώς το
βρήκε; Μυστήριο. Το έγλυφε επί ώρα τρισευτυχισμένη. Αυτό πρέπει να ήταν
θεονήστικο, γιατί καταβρόχθιζε ό,τι του έβαζαν να φάει.
Το βράδυ η μαμά γάτα πήγε τη βόλτα της. Εγώ
με το Σταύρο και την Κατερίνα καθόμασταν στο μπαλκόνι. Ξαφνικά ακούμε τις
γνωστές στριγκλιές του γατοκαυγά. Πεταγόμαστε πάνω, βάζομε τις φωνές. Ο μεγάλος
γάτος το έσκασε, ενώ το γατάκι δεν φαινόταν πουθενά. Ο Σταύρος ήξερε, γιατί
τέτοια επεισόδια είχαν ξανασυμβεί. Μου λέει ότι πήγε και κρύφτηκε κάτω από το
αυτοκίνητο.
Ήταν περασμένες δώδεκα όταν έφυγα. Ο Σταύρος
με ακολούθησε για να δει αν όντως ήταν κάτω από το αυτοκίνητο. Το θεωρούσα απίθανο
να βρίσκεται ακόμη εκεί. Καλού κακού όμως έψαξα με το φακό του κινητού μου.
Και όντως ήταν.
Καθόταν δίπλα στον δεξιό πισινό τροχό.
Έχοντας προφυλαγμένα τα νότα του, θα ήταν δύσκολο να του κάνει κακό ο μεγάλος
γάτος.
Το φωνάξαμε να βγει, όμως φοβόταν ακόμη. Μετά
όμως ξεθάρρεψε και βγήκε. Ο Σταύρος το πήρε με τα χέρια του και το ανέβασε
πάνω. Θα κοιμόταν στο μπαλκόνι.
Και θυμήθηκα ένα ανέκδοτο.
Ο Ψαραντώνης και η παρέα του βρίσκουν ένα
γατάκι μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Το παίρνουν μέσα και αρχίζουν να το
παίζουν. Ξαφνικά τους πέρασε η ιδέα να το βαφτίσουν. –Εγώ λέω να το βγάλουμε
Λόλα, λέει ο ένας. –Εγώ λέω να το βγάλουμε Λίλη, λέει ο άλλος. –Εγώ λέω να το
βγάλουμε… -Εγώ λέω να το βγάλουμε… και δεν έλεγαν να αποφασίσουν.
Και στο τέλος ο Ψαραντώνης αγανακτισμένος:
-Εγώ λέω να το βγάλουμε όξω.
No comments:
Post a Comment