Είναι η δεύτερη ταινία που βλέπω του Αγκουστί
Βιγιαρόνγκα (1953 - ), μετά την «Αβέβαιη
δόξα» που παίχτηκε πέρυσι στους κινηματογράφους.
Κοιτάζω το βιογραφικό του, βλέπω ότι ο
καταλανός σκηνοθέτης γύρισε μόλις τέσσερις ταινίες μυθοπλασίας για τον
κινηματογράφο, και ότι αυτή είναι η τρίτη του. Εκτός από την πρώτη, ταινία
φαντασίας, όλες βασίζονται σε μυθιστορήματα.
Όπως και στην «Αβέβαιη δόξα» το φόντο, ο
ισπανικός εμφύλιος, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. Και μάλιστα ο σκηνοθέτης
ετοιμάζει ανατροπές με βάση την αφηγηματική αναμονή.
Η ιστορία διαδραματίζεται μετά το τέλος του
εμφύλιου. Οι νικημένοι δημοκρατικοί βρίσκονται στο στόχαστρο των φαλαγγιτών.
Αυτή την εντύπωση έχουμε για τον πατέρα, ότι στοχοποιήθηκε για τον φόνο ενός φαλλαγίτη
λόγω των φρονημάτων του.
Αμ δε.
Η ιστορία είναι και εδώ μια ιστορία έρωτα,
και επίσης όχι μόνο.
Η μητέρα διάλεξε τον πατέρα και όχι τον
δήμαρχο. Αυτός δεν το έχει ξεχάσει, και φυσικά θα πάρει την εκδίκησή του.
Η πλούσια της περιοχής έβαλε κάποιους,
ανάμεσα στους οποίους και τον πατέρα, να εκφοβίσουν κάποιον με τον οποίο είχε
σχέσεις ο ομοφυλόφιλος αδελφός της. Απειλούν να τον ευνουχίσουν. Του τυλίγουν τους
όρχεις με ένα σκοινί που έχουν για αυτή τη δουλειά, για τα γουρούνια. Ο
πατέρας, συνειδητά ή ασυνείδητα, τραβάει δυνατά το σκοινί με αποτέλεσμα να τον
ευνουχίσουν πραγματικά. Η γυναίκα του είχε σχέσεις μ’ αυτόν, πριν βέβαια πέσει
στη δική του αγκαλιά.
Η πλούσια τον πληρώνει για τη σιωπή του, να
μη μαθευτεί ότι αυτή τους έβαλε. Και επειδή για τον άλλο που κρατούσε την άλλη
άκρη του σχοινιού δεν μπορεί να είναι σίγουρη, τον πείθει να τον σκοτώσει.
Τελικά αυτός τον σκότωσε. Και το έσκασε,
γιατί ανεξάρτητα από τις ενδείξεις, θα τον στοχοποιούσαν σαν δημοκρατικό.
Η ταινία είναι γεμάτη εφέ του απροσδόκητου,
με σταδιακές αποκαλύψεις, καθώς παρακολουθούμε την πλοκή μέσα από τα μάτια του
μικρού γιου, ενός δεκατριάχρονου νεαρού.
Η ταινία δεν μου άρεσε, και θα εξηγήσω το
γιατί. Έχει σχέση με τους δικούς μου προσληπτικούς μηχανισμούς. Θέλω να
ταυτίζομαι με τους ήρωες. Και στο τέλος της ταινίας έπαψα να ταυτίζομαι με τον
νεαρό αυτό.
Ανεξάρτητα από το παρελθόν τους, οι γονείς
είναι ολότελα αφοσιωμένοι σ’ αυτόν. Η μητέρα κοπιάζει στο εργοστάσιο που
δουλεύει για να τα βγάλουν πέρα. Ο πατέρας, όταν συλλαμβάνεται, ανταλλάσσει την
σιωπή του και αποδέχεται την εκτέλεσή του, βάζοντας όμως έναν όρο στην πλούσια:
να υιοθετήσει το γιο του, πράγμα που αυτή επιδίωκε από πάντα διακαώς ως άτεκνη,
και να τον σπουδάσει.
Ο νεαρός αγανακτεί με τις αποκαλύψεις. Η
μητέρα του με έρωτες; Ο πατέρας του δολοφόνος;
Στο τελευταίο επεισόδιο τον βλέπουμε στο
σχολείο στο οποίο φοιτάει. Έρχεται η μητέρα του να τον δει. Βιάζεται να την
ξεφορτωθεί. Την παρακολουθεί από το τζάμι ενός παραθύρου καθώς απομακρύνεται.
Θολώνει το τζάμι με την ανάσα του για να μην τη βλέπει. Επιστρέφοντας στην τάξη
απαντάει στον τιμωρημένο μαθητή που στέκει στον διάδρομο και τον ρωτάει ποια
ήταν αυτή η γυναίκα: «Κάποια από το χωριό μου».
Δεν θα μπορούσε να τονίσει περισσότερο ο
σκηνοθέτης την αγάπη για αυτόν τον γιο, τόσο της μητέρας του όσο και του πατέρα
του. Και τι εισέπραξαν; Την απόρριψή του.
Να εξηγούμαστε, η ταινία δεν μου άρεσε για το
τέλος που είχε. Μέχρι τότε την εύρισκα ιδιαίτερα συναρπαστική.
No comments:
Post a Comment